ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1863–1933)

Ἀναγνωρισμένα ποιήματα (1897–1933)

  1.   Φωνές
  2.   Ἐπιθυμίες
  3.   Κεριά
  4.   Ἕνας γέρος
  5.   Δέησις
  6.   Ἡ ψυχὲς τῶν γερόντων
  7.   Τὸ πρῶτο σκαλί
  8.   Διακοπή
  9.   Θερμοπύλες
  10.   Che fece... il gran rifiuto
  11.   Τὰ παράθυρα
  12.   Τείχη
  13.   Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους
  14.   Ἀπιστία
  15.   Ἡ κηδεία τοῦ Σαρπηδόνος
  16.   Τὰ ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως
  17.   Ἡ πόλις
  18.   Ἡ σατραπεία
  19.   Σοφοὶ δὲ προσιόντων
  20.   Μάρτιαι εἰδοί
  21.   Τελειωμένα
  22.   Ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον
  23.   Ὁ Θεόδοτος
  24.   Μονοτονία
  25.   Ἰθάκη
  26.   Ὅσο μπορεῖς
  27.   Τρῶες
  28.   Ὁ βασιλεὺς Δημήτριος
  29.   Ἡ δόξα τῶν Πτολεμαίων [ὑπὸ κατασκευήν]
  30.   Ἡ συνοδεία τοῦ Διονύσου [ὑπὸ κατασκευήν]
  31.   Ἡ μάχη τῆς Μαγνησίας [ὑπὸ κατασκευήν]
  32.   Ἡ δυσαρέσκεια τοῦ Σελευκίδου [ὑπὸ κατασκευήν]
  33.   Ὀροφέρνης [ὑπὸ κατασκευήν]
  34.   Ἀλεξανδρινοὶ βασιλεῖς [ὑπὸ κατασκευήν]
  35.   Φιλέλλην [ὑπὸ κατασκευήν]
  36.   Τὰ βήματα [ὑπὸ κατασκευήν]
  37.   Ἡρώδης Ἀττικός [ὑπὸ κατασκευήν]
  38.   Τυανεὺς γλύπτης [ὑπὸ κατασκευήν]
  39.   Λυσίου γραμματικοῦ τάφος [ὑπὸ κατασκευήν]
  40.   Εὐρίωνος τάφος [ὑπὸ κατασκευήν]
  41.   Οὗτος ἐκεῖνος [ὑπὸ κατασκευήν]
  42.   Τὰ ἐπικίνδυνα
  43.   Μανουὴλ Κομνηνός [ὑπὸ κατασκευήν]
  44.   Στὴν ἐκκλησία
  45.   Πολὺ σπανίως [ὑπὸ κατασκευήν]
  46.   Τοῦ μαγαζιοῦ [ὑπὸ κατασκευήν]
  47.   Ζωγραφισμένα [ὑπὸ κατασκευήν]
  48.   Θάλασσα τοῦ πρωϊοῦ [ὑπὸ κατασκευήν]
  49.   Ἰωνικόν
  50.   Στοῦ καφενείου τὴν εἴσοδο [ὑπὸ κατασκευήν]
  51.   Μιὰ νύχτα [ὑπὸ κατασκευήν]
  52.   Ἐπέστρεφε [ὑπὸ κατασκευήν]
  53.   Μακρυά [ὑπὸ κατασκευήν]
  54.   Ὀμνύει [ὑπὸ κατασκευήν]
  55.   Ἐπῆγα [ὑπὸ κατασκευήν]
  56.   Πολυέλαιος [ὑπὸ κατασκευήν]
  57.   Ἀπ᾿ τὲς ἐννιά –
  58.   Νόησις
  59.   Ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ἐνδυμίωνος [ὑπὸ κατασκευήν]
  60.   Πρέσβεις ἀπ᾿ τὴν Ἀλεξάνδρεια [ὑπὸ κατασκευήν]
  61.   Ἀριστόβουλος [ὑπὸ κατασκευήν]
  62.   Καισαρίων [ὑπὸ κατασκευήν]
  63.   Ἡ διορία τοῦ Νέρωνος [ὑπὸ κατασκευήν]
  64.   Εἰς τὸ ἐπίνειον [ὑπὸ κατασκευήν]
  65.   Ἕνας θεός των [ὑπὸ κατασκευήν]
  66.   Λάνη τάφος [ὑπὸ κατασκευήν]
  67.   Ἰασῆ τάφος [ὑπὸ κατασκευήν]
  68.   Ἐν πόλει τῆς Ὀσροηνῆς [ὑπὸ κατασκευήν]
  69.   Ἰγνατίου τάφος [ὑπὸ κατασκευήν]
  70.   Ἐν τῷ μυνὶ Ἀθύρ [ὑπὸ κατασκευήν]
  71.   Γιὰ τὸν Ἀμμόνη, ποὺ πέθανε 29 ἐτῶν, στὰ 610 [ὑπὸ κατασκευήν]
  72.   Αἰμιλιανὸς Μονάη, Ἀλεξανδρεύς, 628–655 μ.Χ.
  73.   Ὅταν διεγείρονται [ὑπὸ κατασκευήν]
  74.   Ἡδονῇ [ὑπὸ κατασκευήν]
  75.   Ἔτσι πολὺ ἀτένισα – [ὑπὸ κατασκευήν]
  76.   Ἐν τῇ ὁδῷ [ὑπὸ κατασκευήν]
  77.   Ἡ προθήκη τοῦ καπνοπωλείου [ὑπὸ κατασκευήν]
  78.   Πέρασμα [ὑπὸ κατασκευήν]
  79.   Ἐν ἑσπέρᾳ [ὑπὸ κατασκευήν]
  80.   Γκρίζα [ὑπὸ κατασκευήν]
  81.   Κάτω ἀπ᾿ τὸ σπίτι [ὑπὸ κατασκευήν]
  82.   Τὸ διπλανὸ τραπέζι [ὑπὸ κατασκευήν]
  83.   Θυμήσου, σῶμα...
  84.   Μέρες τοῦ 1903 [ὑπὸ κατασκευήν]
  85.   Ὁ ἥλιος τοῦ ἀπογεύματος [ὑπὸ κατασκευήν]
  86.   Νὰ μείνει [ὑπὸ κατασκευήν]
  87.   Τῶν Ἑβραίων (50 μ.Χ.)
  88.   Ἴμενος [ὑπὸ κατασκευήν]
  89.   Τοῦ πλοίου
  90.   Δημητρίου Σωτῆρος (162–150 π.Χ.) [ὑπὸ κατασκευήν]
  91.   Εἴγε ἐτελεύτα [ὑπὸ κατασκευήν]
  92.   Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.) [ὑπὸ κατασκευήν]
  93.   Γιὰ νά ᾿ρθουν – [ὑπὸ κατασκευήν]
  94.   Ὁ Δαρεῖος [ὑπὸ κατασκευήν]
  95.   Ἄννα Κομνηνή
  96.   Βυζαντινὸς ἄρχων, ἐξόριστος, στιχουργῶν [ὑπὸ κατασκευήν]
  97.   Ἡ ἀρχή των [ὑπὸ κατασκευήν]
  98.   Εὔνοια τοῦ Ἀλεξάνδρου Βάλα [ὑπὸ κατασκευήν]
  99.   Μελαγχολία τοῦ Ἰἀσονος Κλεάνδρου· ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ. [ὑπὸ κατασκευήν]
  100.   Ὁ Δημάρατος [ὑπὸ κατασκευήν]
  101.   Ἐκόμισα εἰς τὴν Τέχνη [ὑπὸ κατασκευήν]
  102.   Ἀπὸ τὴν σχολὴν τοῦ περιωνύμου φιλοσόφου
  103.   Τεχνουργὸς κρατήρων [ὑπὸ κατασκευήν]
  104.   Ὑπὲρ τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας πολεμήσαντες
  105.   Πρὸς τὸν Ἀντίοχον Ἐπιφανῆ [ὑπὸ κατασκευήν]
  106.   Σ᾿ ἕνα βιβλίο παληό – [ὑπὸ κατασκευήν]
  107.   Ἐν ἀπογνώσει [ὑπὸ κατασκευήν]
  108.   Ὁ Ἰουλιανός, ὁρῶν ὀλιγωρίαν [ὑπὸ κατασκευήν]
  109.   Ἐπιτύμβιον Ἀντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνῆς [ὑπὸ κατασκευήν]
  110.   Θέατρον τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.) [ὑπὸ κατασκευήν]
  111.   Ὁ Ἰουλιανὸς ἐν Νικομηδείᾳ [ὑπὸ κατασκευήν]
  112.   Πρὶν τοὺς ἀλλάξει ὁ Χρόνος [ὑπὸ κατασκευήν]
  113.   Ἦλθε γιὰ νὰ διαβάσει – [ὑπὸ κατασκευήν]
  114.   Τὸ 31 π.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια [ὑπὸ κατασκευήν]
  115.   Ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ὑπερισχύει [ὑπὸ κατασκευήν]
  116.   Τέμεθος, Ἀντιοχεύς· 400 μ.Χ. [ὑπὸ κατασκευήν]
  117.   Ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστό
  118.   Τὸ 25ον ἔτος τοῦ βίου του [ὑπὸ κατασκευήν]
  119.   Εἰς ἰταλικὴν παραλίαν
  120.   Στὸ πληκτικὸ χωριό [ὑπὸ κατασκευήν]
  121.   Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ἐν Ρόδῳ
  122.   Ἡ ἀρρώστια τοῦ Κλείτου [ὑπὸ κατασκευήν]
  123.   Ἐν δήμῳ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας [ὑπὸ κατασκευήν]
  124.   Ἱερεὺς τοῦ Σεραπίου
  125.   Μέσα στὰ καπηλειά – [ὑπὸ κατασκευήν]
  126.   Μεγάλη συνοδεία ἐξ ἱερέων καὶ λαϊκῶν [ὑπὸ κατασκευήν]
  127.   Σοφιστὴς ἀπερχόμενος ἐκ Συρίας [ὑπὸ κατασκευήν]
  128.   Ὁ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς [ὑπὸ κατασκευήν]
  129.   Ἄννα Δαλασσηνή
  130.   Μέρες τοῦ 1896 [ὑπὸ κατασκευήν]
  131.   Δύο νέοι, 23 ἕως 24 ἐτῶν [ὑπὸ κατασκευήν]
  132.   Παλαιόθεν ἑλληνίς
  133.   Μέρες τοῦ 1901 [ὑπὸ κατασκευήν]
  134.   Οὐκ ἔγνως
  135.   Ἕνας νέος, τῆς Τέχνης τοῦ Λόγου – στὸ 14ον ἔτος του [ὑπὸ κατασκευήν]
  136.   Ἐν Σπάρτῃ
  137.   Εἰκὼν εἰκοσιτριετοῦς νέου καμωένη ἀπὸ φίλον του ὁμήλικα, ἐρασιτέχνην [ὑπὸ κατασκευήν]
  138.   Ἐν μεγάλῃ ἑλληνικῇ ἀποικίᾳ, 200 π.Χ. [ὑπὸ κατασκευήν]
  139.   Ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
  140.   Κίμων Λεάρχου, 22 ἐτῶν, σπουδαστὴς ἑλληνικῶν γραμμάτων (ἐν Κυρήνῃ) [ὑπὸ κατασκευήν]
  141.   Ἐν πορείᾳ πρὸς τὴν Σινώπην [ὑπὸ κατασκευήν]
  142.   Μέρες τοῦ 1909, ᾿10, καὶ ᾿11 [ὑπὸ κατασκευήν]
  143.   Μύρης· Ἀλεξάνδρεια τοῦ 340 μ.Χ. [ὑπὸ κατασκευήν]
  144.   Ἀλέξανδρος Ἰανναῖος, καὶ Ἀλεξάνδρα [ὑπὸ κατασκευήν]
  145.   Ὡραῖα λουλούδια κι ἄσπρα ὡς ταίριαζαν πολύ [ὑπὸ κατασκευήν]
  146.   Ἄγε, ὦ βασιλεῦ Λακεδαιμονίων [ὑπὸ κατασκευήν]
  147.   Στὸν ἴδιο χῶρο [ὑπὸ κατασκευήν]
  148.   Ὁ καθρέπτης στὴν εἴσοδο [ὑπὸ κατασκευήν]
  149.   Ρωτοῦσε γιὰ τὴν ποιότητα – [ὑπὸ κατασκευήν]
  150.   Ἂς φρόντιζαν [ὑπὸ κατασκευήν]
  151.   Κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων Ἑλληνοσύρων μάγων [ὑπὸ κατασκευήν]
  152.   Στὰ 200 π.Χ. [ὑπὸ κατασκευήν]
  153.   Μέρες τοῦ 1908 [ὑπὸ κατασκευήν]
  154.   Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας


Φωνές

Ἰδανικὲς φωνὲς κι ἀγαπημένες
ἐκείνων ποὺ πεθάναν, ἢ ἐκείνων ποὺ εἶναι
γιὰ μᾶς χαμένοι σὰν τοὺς πεθαμένους.

Κάποτε μὲς στὰ ὄνειρά μας ὁμιλοῦνε·
κάποτε μὲς στὴν σκέψι τὲς ἀκούει τὸ μυαλό.

Καὶ μὲ τὸν ἦχο των γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐπιστρέφουν
ἦχοι ἀπὸ τὴν πρώτη ποίησι τῆς ζωῆς μας –
σὰ μουσική, τὴν νύχτα, μακρυνή, ποὺ σβύνει.

[1894, 1903, 1904]

[Ἡ πρώτη μορφὴ τοῦ ποιήματος αὐτοῦ, «Φωναὶ γλυκεῖαι» ἐδημοσιεύθη στὸ περιοδικὸν «Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο» τὸ 1895. Ἡ διαφορὰ τῆς μορφῆς αὐτῆς, ὡς πρὸς τὴν ποιότητα, εἶναι ἀναμφισβήτητα ὑπὲρ τῆς δεύτερης καὶ μαρτυρᾷ τὴν ἔκτασι τῆς αὐτοκριτικῆς τοῦ ποιητοῦ. [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐπιθυμίες

Σὰν σώματα ὡραῖα νεκρῶν ποὺ δὲν ἐγέρασαν
καὶ τά ᾿κλεισαν, μὲ δάκρυα, σὲ μαυσωλεῖο λαμπρό,
μὲ ρόδα στὸ κεφάλι καὶ στὰ πόδια γιασεμιά –
ἔτσ᾿ ἡ ἐπιθυμίες μοιάζουν ποὺ ἐπέρασαν
χωρὶς νὰ ἐκπληρωθοῦν· χωρὶς ν᾿ ἀξιωθεῖ καμιὰ
τῆς ἡδονῆς μιὰ νύχτα, ἢ ἕνα πρωΐ της φεγγερό.

[1904]

Ἀρχὴ σελίδος

Κεριά

Τοῦ μέλλοντος ἡ μέρες στέκοντ᾿ ἐμπροστά μας
σὰ μιὰ σειρὰ κεράκια ἀναμένα –
χρυσά, ζεστά, καὶ ζωηρὰ κεράκια.

Ἡ περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μία θλιβερὴ γραμμὴ κεριῶν σβυσμένων·
τὰ πιὸ κοντὰ βγάζουν καπνὸν ἀκόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, καὶ κυρτά.

Δὲν θέλω νὰ τὰ βλέπω· μὲ λυπεῖ ἡ μορφή των,
καὶ μὲ λυπεῖ τὸ πρῶτο φῶς των νὰ θυμοῦμαι.
Ἐμπρὸς κυττάζω τ᾿ ἀναμένα μου κεριά.

Δὲν θέλω νὰ γυρίσω νὰ μὴ διῶ καὶ φρίξω
τί γρήγορα ποὺ ἡ σκοτεινὴ γραμμὴ μακραίνει,
τί γρήγορα ποὺ τὰ σβυστὰ κεριὰ πληθαίνουν.

[1893, 1899]

[Ὁ Καβάφης ἀποκαλεῖται συχνὰ «ὁ ποιητὴς τῶν Κεριῶν». Ὁ ἴδιος διεκήρυττε ὅτι τὸ ποίημα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ποὺ εἶχε γραψει. [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἕνας γέρος

Στοῦ καφενείου τοῦ βοεροῦ τὸ μέσα μέρος
σκυμένος στὸ τραπέζι κάθετ᾿ ἕνας γέρος·
μὲ μίαν ἐφημερίδα ἐμπρός του, χωρὶς συντροφιά.

Καὶ μὲς στῶν ἄθλιων γηρατειῶν τὴν καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τὰ χρόνια
ποῦ εἶχε καὶ δύναμι, καὶ λόγο, κ᾿ ἐμορφιά.

Ξέρει ποὺ γέρασε πολύ· τὸ νοιώθει, τὸ κυττάζει.
Κ᾿ ἐν τούτοις ὁ καιρὸς ποὺ ἦταν νέος μοιάζει
σὰν χθές. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.

Καὶ συλλογιέται ἡ Φρόνησις πῶς τὸν ἐγέλα·
καὶ πῶς τὴν ἐμπιστεύονταν πάντα –τί τρέλλα!–
τὴν ψεύτρα ποὺ ἔλεγε· «Αὔριο. Ἔχεις πολὺν καιρό.»

Θυμᾶται ὁρμὲς ποὺ βάσταγε· καὶ πόση
χαρὰ θυσίαζε. Τὴν ἄμυαλή του γνῶσι
κάθ· εὐκαιρία χαμένη τώρα τὴν ἐμπαίζει.

... Μὰ ἀπ᾿ τὸ πολὺ νὰ σκέπτεται καὶ νὰ θυμᾶται
ὁ γέρος ἐζαλίσθηκε. Κι ἀποκοιμᾶται
στοῦ καφενείου ἀκουμπισμένος τὸ τραπέζι.

[1894, 1897]

[Ὅπως ἐπεσήμανε ὁ Τ. Μαλάνος, ὁ Καβάφης παρακινήθηκε νὰ γράψῃ τὸ ποίημα διαβάζοντας τὸ ὁμότιτιλο τοῦ Ζὰν Λαόρ. Μόνον ποὺ ὁ γέρος τοῦ Λαὸρ εἶναι θεατὴς τῶν ἄλλων, ἐνῷ τοῦ Καβάφη εἶναι τοῦ ἴδιου του τοῦ ἑαυτοῦ. [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Δέησις

Ἡ θάλασσα στὰ βάθη της πῆρ᾿ ἕναν ναύτη.–
Ἡ μάνα του, ἀνήξερη, πηαίνει κι ἀνάφτει

στὴν Παναγία μπροστὰ ἕνα ὑψηλὸ κερί
γιὰ νὰ ἐπιστρέψει γρήγορα καί νἆν᾿ καλοὶ καιροὶ –

καὶ ὅλο πρὸς τὸν ἄνεμο στήνει τ᾿ αὐτί.
Ἄλλὰ ἐνῶ προσεύχεται καὶ δέεται αὐτή,

ἡ εἰκὼν ἀκούει, σοβαρὴ καὶ λυπημένη,
ξεύροντας πὼς δὲν θἄλθει πιὰ ὁ υἱὸς ποὺ περιμένει.

[1896, 1898]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ ψυχὲς τῶν γερόντων

Μὲς στὰ παληὰ τὰ σώματά των τὰ φθαρμένα
κάθονται τῶν γερόντων ἡ ψυχές.
Τί θλιβερὲς ποὺ εἶναι ἡ πτωχὲς
καὶ πῶς βαρυοῦνται τὴν ζωὴ τὴν ἄθλια ποὺ τραβοῦνε.
Πῶς τρέμουν μὴν τὴν χάσουνε καὶ πῶς τὴν ἀγαποῦνε
ἡ σαστισμένες κι ἀντιφατικὲς
ψυχές, ποὺ κάθονται –κωμικοτραγικὲς–
μὲς στὰ παληά των τὰ πετσιὰ τ᾿ ἀφανισμένα.

[1898, 1901]

Ἀρχὴ σελίδος

Τὸ πρῶτο σκαλί


Εἰς τὸν Θεόκριτο παραπονιοῦνταν
μιὰ μέρα ὁ νέος ποιητὴς Εὐμένης
«Τώρα δυὸ χρόνια πέρασαν ποὺ γράφω
κ᾿ ἕνα εἰδύλλιο ἔκαμα μονάχα.
Τὸ μόνον ἄρτιόν μου ἔργον εἶναι.
Ἀλλοίμονον, εἶν᾿ ὑψηλὴ τὸ βλέπω,
πολὺ ὑψηλὴ τῆς ποιήσεως ἡ σκάλα·
κι ἀπ᾿ τὸ σκαλὶ τὸ πρῶτο ἐδῶ ποὺ εἶμαι
ποτὲ δὲν θ᾿ ἀνεβῶ ὁ δυστυχισμένος.»
Εἶπ᾿ ὁ Θεόκριτος· «Αὐτὰ τὰ λόγια
ἀνάρμοστα καὶ βλασφημίες εἶναι.
Κι ἂν εἶσαι στὸ σκαλὶ τὸ πρῶτο, πρέπει
νἆσαι περήφανος κ᾿ εὐτυχισμένος.
Ἐδῶ ποὺ ἔφθασες, λίγο δὲν εἶναι·
τόσο ποὺ ἔκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αὐτὸ ἀκόμη τὸ σκαλὶ τὸ πρῶτο
πολὺ ἀπὸ τὸν κοινὸ τὸν κόσμο ἀπέχει.
Εἰς τὸ σκαλὶ γιὰ νὰ πατήσεις τοῦτο
πρέπει μὲ τὸ δικαίωμά σου νἆσαι
πολίτης εἰς τῶν ἰδεῶν τὴν πόλι.
Καὶ δύσκολο στὴν πόλι ἐκείνην εἶναι
καὶ σπάνιο νὰ σὲ πολιτογραφήσουν.
Στὴν ἀγορὰ της βρίσκεις Νομοθέτας
ποὺ δὲν γελᾶ κανένας τυχοδιώκτης.
Ἐδῶ ποὺ ἔφθασες, λίγο δὲν εἶναι·
τόσο ποὺ ἔκαμες, μεγάλη δόξα.»

[1895, 1899]

[Θεόκριτος: Βουκολικὸς ποιητής, εἰσηγητὴς τῶν ἀλεξανδρινῶν εἰδυλλίων, γεννήθηκε στὶς Συρακοῦσες, στὰ τέλη τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος, καὶ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια (τὴν ὁποία ἐπισκέφθηκε τὸ 273 π.Χ., ἐπὶ βασιλείας Πτολεμαίου Φιλαδέλφου [1]), στὴν Σικελία καὶ στὴν Κῶ. Ὁ συνομιλητής του Εὐμένης εἶναι φανταστικὸ πρόσωπο. [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Διακοπή

Τὸ ἔργον τῶν θεῶν διακόπτομεν ἐμεῖς,
τὰ βιαστικὰ κι ἄπειρα ὄντα τῆς στιγμῆς.
Στῆς Ἐλευσῖνος καὶ στῆς Φθίας τὰ παλάτια
ἡ Δήμητρα κ᾿ ἡ Θέτις ἀρχινοῦν ἔργα καλὰ
μὲς σὲ μεγάλες φλόγες καὶ βαθὺν καπνόν. Ἀλλὰ
πάντοτε ὁρμᾶ ἡ Μετάνειρα ἀπὸ τὰ δωμάτια
τοῦ βασιλέως, ξέπλεκη καὶ τρομαγμένη,
καὶ πάντοτε ὁ Πηλεὺς φοβᾶται κ᾿ ἐπεμβαίνει.

[1900, 1901]

[Σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία, ἐξ αἰτίας τῆς ἐπεμβάσεως τῶν θνητῶν γονέων (τοῦ Πηλέως, βασιλέως τῆς Φθίας, καὶ τῆς Μετάνειρας, βασιλίσσης τῆς Ἐλευσῖνος), στὶς καλὲς προθέσεις τῶν θεῶν (τῆς Θέτιδος καὶ τῆς Δήμητρας ἀντιστοίχως), τὰ παιδιά τους, ὁ Ἀχιλλεύς, υἱὸς τοῦ Πηλέως, καὶ ὁ Δημοφών, υἱὸς τῆς Μετάνειρας, δὲν ἔλαβαν τὸ θεϊκὸ χάρισμα τῆς ἀθανασίας.]

Ἀρχὴ σελίδος

Θερμοπύλες

Τιμὴ σ᾿ ἐκείνους ὅπου στὴν ζωή των
ὥρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες·
δίκαιοι κ᾿ ἴσιοι σ᾿ ὅλες των τὲς πράξεις,
ἀλλὰ μὲ λύπη κιόλας κ᾿ εὐσπλαχνία·
γενναῖοι ὁσάκις εἶναι πλούσιοι, κι ὅταν
εἶναι πτωχοί, παλ᾿ εἰς μικρὸν γενναῖοι,
πάλι συντρέχοντες ὅσο μποροῦνε·
πάντοτε τὴν ἀλήθεια ὁμιλοῦντες,
πλὴν χωρὶς μῖσος γιὰ τοὺς ψευδομένους.

Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει
ὅταν προβλέπουν (καὶ πολλοὶ προβλέπουν)
πὼς ὁ Ἐφιάλτης θὰ φανεῖ στὸ τέλος,
κ᾿ οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε.

[1901, 1903]

Ἀρχὴ σελίδος

Che fece... il gran rifiuto

Σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους ἔρχεται μιὰ μέρα
ποὺ πρέπει τὸ μεγάλο Ναί ἢ τὸ μεγάλο τὸ Ὄχι
νὰ ποῦνε. Φανερώνεται ἀμέσως ὅποιος τό ᾿χει
ἕτοιμο μέσα του τὸ Ναί, καὶ λέγοντάς το, πέρα

πηγαίνει στὴν τιμὴ καὶ στὴν πεποίθησί του.
Ὁ ἀρνηθεὶς δὲν μετανοιώνει. Ἂν ρωτιοῦνταν πάλι,
ὄχι θὰ ξαναέλεγε. Κι ὅμως τὸν καταβάλλει
ἐκεῖνο τ᾿ ὄχι –τὸ σωστὸ– εἰς ὅλην τὴν ζωή του.

[1899, 1901]

[Ὁ τίτλος τοῦ ποιήματος προέρχεται ἀπὸ ἕναν στίχο τῆς «Κολάσεως» τοῦ Δάντη: Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε... τὸ μεγάλο ὄχι. Ὁ Καβάφης ἀφαιρεῖ τὶς λέξεις «ἀπὸ δειλία», ποὺ δὲν ταίριαζαν στὸ στωϊκὸ μήνυμα τοῦ ποιήματος. [2] Ὁ Δάντης ἀναφέρεται στὴν παραίτησι τοῦ Πέτρου ντὶ Μορόνε, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔγινε πάπας μὲ τὸ ὄνομα Σελεστῖνος Ε', τὸ 1294, παραιτήθηκε μετὰ ἀπὸ πέντε μῆνες. [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Τὰ παράθυρα

Σ᾿ αὐτὲς τὲς σκοτεινὲς κάμαρες, ποὺ περνῶ
μέρες βαρυές, ἐπάνω κάτω τριγυρνῶ
γιὰ νἄβρω τὰ παράθυρα. –Ὅταν ἀνοίξει
ἕνα παράθυρο θἆναι παρηγορία.–
Μὰ τὰ παράθυρα δὲν βρίσκονται, ἤ δὲν μπορῶ
νὰ τἄβρω. Καὶ καλλίτερα ἴσως νὰ μὴν τὰ βρῶ.
Ἴσως τὸ φῶς θἆναι μιὰ νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τί καινούρια πράγματα θὰ δείξει.

[1897, 1903]

[Τὰ παράθυρα εἶναι ἐδῶ σύμβολο. Ὁ Καβάφης ἔχει, σὲ τελικὴ ἀνάλυσι, μιὰ μακρινὴ συγγένεια μὲ τοὺς συμβολιστές. Ἐδῶ τὰ παράθυρα εἶναι μᾶλλον τὰ ὅρια μεταξὺ τοῦ ποιητοῦ καὶ τῆς πραγματικότητος. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ποίημα μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ἔγραψε καὶ ὁ Γάλλος συμβολιστὴς ποιητὴς Στεφὰν Μαλαρμέ. [1] Σημ. Φ.Μ.: Οἱ ἐπισκέπτες τοῦ Καβάφη πάντως μαρτυροῦν ὅτι πράγματι ἡ οἰκία του ἦταν σκοτεινή.]

Ἀρχὴ σελίδος

Τείχη

Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδὼ
μεγάλα κ᾿ ὑψηλὰ τριγύρω μου ἔκτισαν τείχη.

Καὶ κάθομαι καὶ ἀπελπίζομαι τώρα ἐδῶ.
ἄλλο δὲν σκέπτομαι: τὸν νοῦν μου τρώγει αὐτὴ ἡ τύχη·

διότι πράγματα πολλὰ ἔξω νὰ κάμω εἶχον.
Ἆ ὅταν ἔκτιζαν τὰ τείχη πῶς νὰ μὴν προσέξω.

Ἀλλὰ δὲν ἄκουσα ποτὲ κρότον κτιστῶν ἢ ἦχον.
Ἀνεπαισθήτως μ᾿ ἔκλεισαν ἀπὸ τὸν κόσμον ἔξω.

[1896, 1897]

Ἀρχὴ σελίδος

Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους


— Τί περιμένουμε στὴν ἀγορὰ συναθροισμένοι;

   Εἶναι οἱ βάρβαροι νὰ φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στὴν Σύγκλητο μιὰ τέτοια ἀπραξία;
Τί κάθοντ᾿ οἱ Συγκλητικοὶ καὶ δὲν νομοθετοῦνε;

   Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα.
   Τί νόμους πιὰ θὰ κάμουν οἱ Συγκλητικοί;
   Οἱ βάρβαροι σὰν ἔλθουν θὰ νομοθετήσουν.

— Γιατί ὁ αὐτοκράτωρ μας τόσο πρωῒ σηκώθη,
καὶ κάθεται στῆς πόλεως τὴν πιὸ μεγάλη πύλη
στὸν θρόνο ἐπάνω, ἐπίσημος, φορῶντας τὴν κορῶνα;

   Γιατί οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα.
   Κι ὁ αὐτοκράτωρ περιμένει νὰ δεχθεῖ
   τὸν ἀρχηγό τους. Μάλιστα ἑτοίμασε
   γιὰ νὰ τὸν δώσει μιὰ περγαμηνή. Ἐκεῖ
   τὸν ἔγραψε τίτλους πολλοὺς κι ὀνόματα.

— Γιατί οἱ δυό μας ὕπατοι κ᾿ οἱ πραίτορες ἐβγῆκαν
σήμερα μὲ τὲς κόκκινες, τὲς κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν μὲ τόσους ἀμεθύστους,
καὶ δαχτυλίδια μὲ λαμπρὰ γυαλιστερὰ σμαράγδια·
γιατί νὰ πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ᾿ ἀσήμια καὶ μαλάματα ἔκτακτα σκαλισμένα;

   Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα·
   καὶ τέτοια πράγματα θαμπώνουν τοὺς βαρβάρους.

— Γιατί κ᾿ οἱ ἄξιοι ρήτορες δὲν ἔρχονται σὰν πάντα
νὰ βγάλουνε τοὺς λόγους τους, νὰ ποῦνε τὰ δικά τους;

   Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα·
   κι αὐτοὶ βαριοῦντ᾿ εὐφράδειες καὶ δημηγορίες.

— Γιατί ν᾿ ἀρχίσει μονομιᾶς αὐτὴ ἡ ἀνησυχία
κ᾿ ἡ σύγχυσις. (Τὰ πρόσωπα τί σοβαρὰ ποὺ ἐγίναν).
Γιατί ἀδειάζουν γρήγορα οἱ δρόμοι κ᾿ οἱ πλατέες,
κι ὅλοι γυρνοῦν στὰ σπίτια τους πολὺ συλλογισμένοι;

   Γιατὶ ἐνύχτωσε κ᾿ οἱ βάρβαροι δὲν ἦλθαν.
   Καὶ μερικοὶ ἔφθασαν ἀπ᾿ τὰ σύνορα,
   καὶ εἴπανε πὼς βάρβαροι πιὰ δὲν ὑπάρχουν.

Καὶ τώρα τί θὰ γένουμε χωρὶς βαρβάρους.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν μιὰ κάποια λύσις.

[1898, 1904]

[Τὸ σκηνικὸ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στὰ πρόθυρα τῆς καταρρεύσεως ἀξιοποιεῖται ἀπὸ τὸν Καβάφη γιὰ συμβολικὴ προβολὴ μιᾶς παρακμάζουσας κοινωνίας. [2] Ὑπάρχει καὶ στὸ ποίημα αὐτὸ ἔκδηλο τὸ συμβολικὸ στοιχεῖο ποὺ ἐπισημάναμα στὴν ποίησι τοῦ Καβάφη. Ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται σὲ κορεσμένες ἀπὸ πολιτισμὸ ἐποχὲς καὶ στὴν ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς σὲ ἕναν βίο ἀρχέγονο, σὲ ἕναν βίο κοντὰ στὴν φύσι, ὅπως τὸν ὀνειρεύτηκαν καὶ ὁρισμένοι Γάλλοι στοχαστὲς τοῦ 19ου αἰῶνος. Τὸ ποίημα εἶναι δημοσιευμένο στὴν συλλογή του τοῦ 1904 μὲ κάπως διαφορετικὴ μορφὴ καὶ σὲ διαφορετικὴ σειρὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσημα ἀποδεκτή. Στὴν δεύτερη συλλογή του, τοῦ 1910, ξαναδημοσιεύθηκε μὲ ἐλάχιστες ἀλλαγές. Ὁ Στρατῆς Τσίρκας ὑπεστήριξε ὅτι «βάρβαροι» ἦταν οἱ Σουδανοὶ τοῦ Μάχντι, τὴν ἔλευσι τῶν ὁποίων περίμεναν οἱ Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. «Μὲ τί χαρά, μὲ τί ἀγαλλίαση θὰ βλέπαν τὸ Χεβίδη Ἀμπὰς Χἐλμι Β', ποὺ καθόλου δὲν χωνεύει τὸν Κίτσενερ, οὔτε τὸν Κρόμερ, οὔτε τοὺς Ἄγγλους γενικά, νὰ κάθεται ντυμένος τὴ μεγάλη του στολὴ κάτω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς Ροζέτης καὶ νὰ ὑποδέχεται τὸ Μάχντι!» («Ὁ Καβάφης καὶ ἡ ἐποχή του», α' ἔκδ., σελ. 339) Ἡ ἐρμηνεία αὐτὴ καταπίπτει ἀπὸ μόνη της, διότι ἁπλούστατα ἦταν ἀδύνατο νὰ μποροῦσε ὁ Ἀμπὰς Χέλμι Β' νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Μάχντι τὸ 1898, ἀφοῦ ὁ Μάχντι πέθανε τὸ 1885. [1]

Σημ. Φ.Μ.: Ἡ ἄποψις ὅτι ὁ Καβάφης ἐξιδανικεύει τοὺς «βαρβάρους» (κατὰ τὸν μῦθον τοῦ «εὐγενοῦς ἀγρίου» τοῦ Ζὰν Ζὰκ Ρουσσώ) καὶ μάλιστα προσδοκεῖ τὴν ἄφιξίν των, συνιστᾷ ἐξόφθαλμη παρανάγνωσιν τοῦ ποιήματος. Κάθε ἄλλο. Κατὰ τὸν γράφοντα, τὸ ποίημα θὰ ταίριαζε μᾶλλον στὴν παρακμὴ τῶν ἑλληνικῶν πολιτειῶν ἐν ὄψει τῆς ἐλεύσεως τῶν Ρωμαίων, καὶ φυσικὰ σὲ κάθε μεταγενέστερη ἀνάλογη περίπτωσι, ἔως καὶ τὴν Ἑλλάδα τῶν κατὰ Κ. Ζουράριν εὐρωλιγούρηδων καὶ τῆς Τρόικας.]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀπιστία

Πολλὰ ἄρα Ὁμήρου ἐπαινοῦντες, ἀλλὰ τοῦτο
οὐκ ἐπαινεσόμεθα... οὐδὲ Aἰσχύλου, ὅταν φῇ ἡ
Θέτις τὸν Ἀπόλλω ἐν τοῖς αὐτῆς γάμοις ἄδοντα

ἐνδατεῖσθαι τὰς ἑὰς εὐπαιδίας,
νόσων τ᾿ ἀπείρους καὶ μακραίωνας βίους.
Ξύμπαντά τ᾿ εἰπὼν θεοφιλεῖς ἐμᾶς τύχας
παιῶν᾿ ἐπευφήμησεν, εὐθυμῶν ἐμέ.
Κἀγὼ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδές στόμα
ἤλπιζον εἶναι, μαντικὴ βρύον τέχνῃ:
Ὁ δ᾿, αὐτὸς ὑμνῶν, ............................
...................... αὐτός ἐστιν ὁ κτανὼν
τὸν παῖδα τὸν ἐμόν.

ΠΛΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Β'

Σὰν πάντρευαν τὴν Θέτιδα μὲ τὸν Πηλέα
σηκώθηκε ὁ Ἀπόλλων στὸ λαμπρὸ τραπέζι
τοῦ γάμου, καὶ μακάρισε τοὺς νεονύμφους
γιὰ τὸν βλαστὸ ποὺ θἄβγαινε ἀπ᾿ τὴν ἕνωσί των.
Εἶπε· Ποτὲ αὐτὸν ἀρρώστια δὲν θἀγγίξει
καὶ θἄχει μακρυνὴ ζωή. – Aὐτὰ σὰν εἶπε,
ἡ Θέτις χάρηκε πολύ, γιατὶ τὰ λόγια
τοῦ Ἀπόλλωνος ποὺ γνώριζε ἀπὸ προφητεῖες
τὴν φάνηκαν ἐγγύησις γιὰ τὸ παιδί της.
Κι ὅταν μεγάλωνεν ὁ Ἀχιλλεύς, καὶ ἦταν
τῆς Θεσσαλίας ἔπαινος ἡ ἐμορφιά του,
ἡ Θέτις τοῦ θεοῦ τὰ λόγια ἐνθυμοῦνταν.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἦλθαν γέροι μὲ εἰδήσεις,
κ᾿ εἶπαν τὸν σκοτωμὸ τοῦ Ἀχιλλέως στὴν Τροία.
Κ᾿ ἡ Θέτις ξέσχιζε τὰ πορφυρά της ροῦχα,
κ᾿ ἔβγαζεν ἀπό πάνω της καὶ ξεπετοῦσε
στὸ χῶμα τὰ βραχιόλια καὶ τὰ δαχτυλίδια.
Καὶ μὲς στὸν ὀδυρμό της τα παληά θυμήθη·
καὶ ρώτησε τί ἔκαμνε ὁ σοφὸς Ἀπόλλων,
ποῦ γύριζεν ὁ ποιητὴς ποὺ στὰ τραπέζια
ἔξοχα ομιλεῖ, ποῦ γύριζε ὁ προφήτης
ὅταν τὸν υἱό της σκότωναν στὰ πρῶτα νειάτα.
Κ᾿ οἱ γέροι τὴν ἀπήντησαν πὼς ὁ Ἀπόλλων
αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐκατέβηκε στὴν Τροία,
καὶ μὲ τοὺς Τρώας σκότωσε τὸν Ἀχιλλέα.

[1903, 1904]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ κηδεία τοῦ Σαρπηδόνος

Bαρυὰν ὀδύνην ἔχει ὁ Zεύς. Tὸν Σαρπηδόνα
ἐσκότωσεν ὁ Πάτροκλος· καὶ τώρα ὁρμοῦν
ὁ Mενοιτιάδης κ᾿ οἱ Ἀχαιοὶ τὸ σῶμα
ν᾿ ἀρπάξουνε καὶ νὰ τὸ ἐξευτελίσουν.

Ἀλλὰ ὁ Zεὺς διόλου δὲν στέργει αὐτά.
Tὸ ἀγαπημένο του παιδί –ποὺ τὸ ἄφισε
καὶ χάθηκεν· ὁ Nόμος ἦταν ἔτσι–
τουλάχιστον θὰ τὸ τιμήσει πεθαμένο.
Kαὶ στέλνει, ἰδού, τὸν Φοῖβο κάτω στὴν πεδιάδα
ἐρμηνευμένο πῶς τὸ σῶμα νὰ νοιασθεῖ.

Tοῦ ἥρωος τὸν νεκρὸ μ᾿ εὐλάβεια καὶ μὲ λύπη
σηκώνει ὁ Φοῖβος καὶ τὸν πάει στὸν ποταμό.
Tὸν πλένει ἀπὸ τὲς σκόνες κι ἀπ᾿ τὰ αἵματα·
κλείει τὴν πληγή του, μὴ ἀφίνοντας
κανένα ἴχνος νὰ φανεῖ· τῆς ἀμβροσίας
τ᾿ ἀρώματα χύνει ἐπάνω του· καὶ μὲ λαμπρὰ
Ὀλύμπια φορέματα τὸν ντύνει.
Tὸ δέρμα του ἀσπρίζει· καὶ μὲ μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τὰ κατάμαυρα μαλλιά.
Tὰ ὡραῖα μέλη σχηματίζει καὶ πλαγιάζει.

Tώρα σὰν νέος μοιάζει βασιλεύς ἁρματηλάτης –
στὰ εἰκοσιπέντε χρόνια του, στὰ εἰκοσιέξι–
ἀναπαυόμενος μετὰ ποὺ ἐκέρδισε,
μ᾿ ἅρμα ὁλόχρυσο καὶ ταχυτάτους ἵππους,
σὲ ξακουστὸν ἀγῶνα τὸ βραβεῖον.

Ἔτσι σὰν ποὺ τελείωσεν ὁ Φοῖβος
τὴν ἐντολή του, κάλεσε τοὺς δυὸ ἀδελφοὺς
τὸν Ὕπνο καὶ τὸν Θάνατο, προστάζοντάς τους
νὰ πᾶν τὸ σῶμα στὴν Λυκία, τὸν πλούσιο τόπο.

Kαὶ κατὰ ἐκεῖ τὸν πλούσιο τόπο, τὴν Λυκία
τοῦτοι ὁδοιπόρησαν οἱ δυὸ ἀδελφοὶ
Ὕπνος καὶ Θάνατος, κι ὅταν πιὰ ἔφθασαν
στὴν πόρτα τοῦ βασιλικοῦ σπιτιοῦ
παρέδοσαν τὸ δοξασμένο σῶμα,
καὶ γύρισαν στὲς ἄλλες τους φροντίδες καὶ δουλειές.

Kι ὡς τὄλαβαν αὐτοῦ, στὸ σπίτι, ἀρχίνησε
μὲ συνοδεῖες, καὶ τιμές, καὶ θρήνους,
καὶ μ᾿ ἄφθονες σπονδὲς ἀπὸ ἱεροὺς κρατῆρας,
καὶ μ᾿ ὅλα τὰ πρεπὰ ἡ θλιβερὴ ταφή·
κ᾿ ἔπειτα ἔμπειροι τῆς πολιτείας ἐργάται,
καὶ φημισμένοι δουλευταὶ τῆς πέτρας
ἤλθανε κ᾿ ἔκαμαν τὸ μνῆμα καὶ τὴν στήλη.

[1892; 1898, 1908]

[Τὸ ποίημα εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα, Π 462–501 καὶ 666–684. Στὸ ποίημα αὐτὸ ὁ Καβάφης παρουσιάζει, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ποίησί του, ἕναν νεκρό. [1]

Σαρπηδών: Υἱὸς τοῦ Διός, ἀρχηγὸς τῶν Λυκίων, σύμμαχος τῶν Τρώων. Μενοιτιάδης: Ὁ Πάτροκλος, υἱὸς τοῦ ἀργοναύτη Μενοιτίου. Φοῖβος: Ὁ Ἀπόλλων.]

Ἀρχὴ σελίδος

Τὰ ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως

Τὸν Πάτροκλο σὰν εἶδαν σκοτωμένο,
ποὺ ἦταν τόσο ἀνδρεῖος, καὶ δυνατός, καὶ νέος,
ἄρχισαν τ᾿ ἄλογα νὰ κλαῖνε τοῦ Ἀχιλλέως·
ἡ φύσις των ἡ ἀθάνατη ἀγανακτοῦσε
γιὰ τοῦ θανάτου αὐτὸ τὸ ἔργον ποὺ θωροῦσε.
Τίναζαν τὰ κεφάλια των καὶ τὲς μακρυὲς χαῖτες κουνοῦσαν,
τὴν γῆ χτυποῦσαν μὲ τὰ πόδια, καὶ θρηνοῦσαν
τὸν Πάτροκλο ποὺ ἐνοιώθανε ἄψυχο –ἀφανισμένο–
μιὰ σάρκα τώρα ποταπὴ –τὸ πνεῦμα του χαμένο–
ἀνυπεράσπιστο –χωρὶς πνοὴ–
εἰς τὸ μεγάλο Τίποτε ἐπιστραμένο ἀπ᾿ τὴν ζωή.

Τὰ δάκρυα εἶδε ὁ Ζεὺς τῶν ἀθανάτων
ἀλόγων καὶ λυπήθη. «Στοῦ Πηλέως τὸν γάμο»
εἶπε «δὲν ἔπρεπ᾿ ἔτσι ἄσκεπτα νὰ κάμω·
καλλίτερα νὰ μὴν σᾶς δίναμε, ἄλογά μου
δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ᾿ ἐκεῖ χάμου
στὴν ἄθλια ἀνθρωπότητα ποὖναι τὸ παίγνιον τῆς μοίρας.
Σεῖς ποὺ οὐδὲ ὁ θάνατος φυλάγει, οὐδὲ τὸ γῆρας
πρόσκαιρες συμφορὲς σᾶς τυραννοῦν. Στὰ βάσανά των
σᾶς ἔμπλεξαν οἱ ἄνθρωποι.» – Ὅμως τὰ δάκρυά των
γιὰ τοῦ θανάτου τὴν παντοτινὴ
τὴν συμφορὰν ἐχύνανε τὰ δυὸ τὰ ζῶα τὰ εὐγενῆ.

[1896, 1897]

[Τὸ ποίημα στηρίζεται στὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο ἀπὸ τὴν Ρ ραψωδία τῆς Ἰλιάδος, εἰδικῶς δὲ τὰ λόγια τοῦ Διὸς ἔχουν ἀποδοθεῖ πολὺ κοντὰ στὸν Ὅμηρο. Νοηματικὴ μετατόπισις σὲ σύγκρισι μὲ τὴν ἀρχαία πηγὴ περιέχει ἡ τελευταία φράσις μὲ τὴν ἐπαναληπτικὴ ἐμφατική ἀναφορά: παρὰ τὴν ἀθανασία τους, τὰ ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως συμμετέχουν στὰ βάσανα τῶν θνητῶν. [2]

Σημ. Φ.Μ.: Ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ὀξύτερη καθὼς ἀντιπαραβάλλεται μὲ τὴν μακαριότητα τῶν ἀθανάτων· καὶ γίνεται ἀκόμη ὀξύτερη ἀπὸ τὸ ὅτι τελικῶς ἡ ἀντίθεσις αὐτὴ αἴρεται· ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο βαθειὰ ὥστε οὔτε κἂν ἡ μακαριότης τῶν ἀθανάτων μένει ἀνεπηρέαστη!]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ πόλις

Εἶπες· «Θὰ πάγω σ᾿ ἄλλη γῆ, θὰ πάγω σ᾿ ἄλλη θάλασσα.
Μιὰ πόλις ἄλλη θὰ βρεθεῖ καλλίτερη ἀπὸ αὐτή.
Κάθε προσπάθεια μου μιὰ καταδίκη εἶναι γραφτὴ·
κ᾿ εἴν᾿ ἡ καρδιά μου –σάν νεκρός– θαμένη.
Ὁ νοῦς μου ὣς πότε μὲς στὸν μαρασμὸν αὐτὸν θὰ μένει.
Ὅπου τὸ μάτι μου γυρίσω, ὅπου κι ἂν δῶ
ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
ποὺ τόσα χρόνια πέρασα καὶ ρήμαξα καὶ χάλασα.»

Καινούριους τόπους δὲν θὰ βρεῖς, δὲν θἄβρεις ἄλλες θάλασσες.
Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθεῖ. Στοὺς δρόμους θὰ γυρνᾶς
τοὺς ἴδιους. Καὶ στὲς γειτονιὲς τὲς ἴδιες θὰ γερνᾶς·
καὶ μὲς στὰ ἴδια σπίτια αὐτὰ θ᾿ ἀσπρίζεις.
Πάντα στὴν πόλι αὐτὴ θὰ φθάνεις. Γιὰ τὰ ἀλλοῦ –μὴ ἐλπίζεις–
δὲν ἔχει πλοῖο γιὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό.
Ἔτσι ποὺ τὴ ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
στὴν κώχη τούτη τὴν μικρή, σ᾿ ὅλην τὴν γῆ τὴν χάλασες.

[1894, 1910]

[Ὁ Καβάφης ἔστειλε ἕνα αὐτόγραφό του τοῦ ποιήματος στὸν φίλο του Περικλῆ Ἀναστασιάδη, μαζὶ μὲ μιὰ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία παρατηρεῖ: «εἶναι, ἀπὸ μιὰ ἄποψι, τέλειο». Στὰ «Καβαφικὰ αὐτοσχόλια» τοῦ Γ. Λεχωνίτη (Ἀλεξάνδρεια, 1942), ὁ Καβάφης δίνει τὴν ἐρμηνεία τοῦ ποιήματός του: «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ρὴμαξε τὴν ζωήν του, εἰς μάτην θὰ προσπαθήσει νὰ τὴν ξαναζήσει καλύτερη, ἠθικώτερη. Ἡ πόλις, πόλις φανταστική, θὰ τὸν ἀκολουθήσει, θὰ τὸν προσπεράσει καὶ θὰ τὸν περιμένει μὲ τοὺς ἴδιους δρόμους καὶ τὲς ἴδιες συνοικίες. Ὁ ποιητὴς βεβαίως δὲν ἀντιμετωπίζει γενικότητας εἰς τὸ ἐν λόγῳ ποίημα ἀλλὰ μερικότητα, ὅπως ἄλλως συχνὰ πραγματεύεται θέματα μεμονωμένα ἢ ἐξαιρετικῶν περιπτώσεων.» [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ σατραπεία

Τί συμφορά, ἐνῶ εἶσαι καμωμένος
γιὰ τὰ ὡραῖα καὶ μεγάλα ἔργα
ἡ ἄδικη αὐτή σου ἡ τύχη πάντα
ἐνθάρρυνσι κ᾿ ἐπιτυχία νὰ σὲ ἀρνεῖται·
νὰ σ᾿ ἐμποδίζουν εὐτελεῖς συνήθειες,
καὶ μικροπρέπειες, κι ἀδιαφορίες.
Καὶ τί φρικτὴ ἡ μέρα ποὺ ἐνδίδεις,
(ἡ μέρα ποὺ ἀφέθηκες κ᾿ ἐνδίδεις),
καὶ φεύγεις ὁδοιπόρος γιὰ τὰ Σοῦσα,
καὶ πηαίνεις στὸν μονάρχην Ἀρταξέρξη
ποὺ εὐνοϊκὰ σὲ βάζει στὴν αὐλή του,
καὶ σὲ προσφέρει σατραπεῖες καὶ τέτοια.
Καὶ σὺ τὰ δέχεσαι μὲ ἀπελπισία
αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ δὲν τὰ θέλεις.
Ἄλλα ζητᾶ ἡ ψυχή σου, γι᾿ ἄλλα κλαίει·
τὸν ἔπαινο τοῦ Δήμου καὶ τῶν Σοφιστῶν,
τὰ δύσκολα καὶ τ᾿ ἀνεκτίμητα Εὖγε·
τὴν Ἀγορά, τὸ Θέατρο καὶ τοὺς Στεφάνους.
Αὐτὰ ποῦ θὰ σ᾿ τὰ δώσει ὁ Ἀρταξέρξης,
αὐτὰ ποῦ θὰ τὰ βρεῖς στὴ σατραπεία·
καὶ τί ζωὴ χωρὶς αὐτὰ θὰ κάμεις.

[1905, 1910]

[Σχολιάζοντας τὸ ποίημά του στὸν Γ. Λεχωνίτη, ὁ Καβάφης ἀποσαφήνιζε ὅτι δὲν ὑπονοεῖ κανένα ἱστορικὸ πρόσωπο: «Τὸ ὑπονοούμενον πρόσωπον εἶναι ἐντελῶς συμβολικόν, τὸ ὁποῖον δέον νὰ παραδεχθῶμεν μᾶλλον ὡς ἕνα τεχνίτην ἢ καὶ ἐπιστήμονα ἀκόμη, ὅστις κατόπιν ἀποτυχιῶν καὶ ἀπογοητεύσεων ἐγκαταλείπει τὴν τέχνην του καὶ πορεύεται πρὸς τὰ Σοῦσα καὶ πρὸς τὸν Ἀρταξέρξην, δηλαδὴ ἀλλάζει βίον... Ἀξιοσημείωτος εἶναι ὁ ἐν παρενθέσει στίχος: "ἡ μέρα ποὺ ἀφέθηκες κ᾿ ἐνδίδεις", ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν βάσιν ὁλοκλήρου τοῦ ποιήματος...» (Γ. Λεχωνίτης, 25) [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Σοφοὶ δὲ προσιόντων

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων,
σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται.


ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ, ΤΑ ΕΣ ΤΟΝ ΤΥΑΝΕΑ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ, VIII, 7

Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν τὰ γινόμενα.
Τὰ μέλλοντα γνωρίζουν οἱ θεοί,
πλήρεις καὶ μόνοι κάτοχοι πάντων τῶν φώτων.
Ἐκ τῶν μελλόντων οἱ σοφοὶ τὰ προσερχόμενα
ἀντιλαμβάνονται. Ἡ ἀκοὴ

αὐτῶν κάποτε ἐν ὥραις σοβαρῶν σπουδῶν
ταράττεται. Ἡ μυστικὴ βοὴ
τοὺς ἔρχεται τῶν πλησιαζόντων γεγονότων.
Καὶ τὴν προσέχουν εὐλαβεῖς. Ἐνῶ εἰς τὴν ὁδὸν
ἔξω, οὐδὲν ἀκούουν οἱ λαοί.

[1896, 1899, 1915]

Ἀρχὴ σελίδος

Μάρτιαι εἰδοί

Τὰ μεγαλεῖα νὰ φοβᾶσαι, ὦ ψυχή.
Καὶ τὲς φιλοδοξίες σου νὰ ὑπερνικήσεις
ἂν δὲν μπορεῖς, μὲ δισταγμὸ καὶ προφυλάξεις
νὰ τὲς ἀκολουθεῖς. Καὶ ὅσο ἐμπροστὰ προβαίνεις,
τόσο ἐξεταστικὴ, προσεκτικὴ νὰ εἶσαι.

Κι ὅταν θὰ φθάσεις στὴν ἀκμή σου, Καῖσαρ πιά·
ἔτσι περιωνύμου ἀνθρώπου σχῆμα ὅταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σὰ βγεῖς στὸν δρόμον ἔξω,
ἐξουσιαστὴς περίβλεπτος μὲ συνοδεία,
ἂν τύχει καὶ πλησιάσει ἀπὸ τὸν ὄχλο
κανένας Ἀρτεμίδωρος, ποὺ φέρνει γράμμα,
καὶ λέγει βιαστικά «Διάβασε ἀμέσως τοῦτα,
εἶναι μεγάλα πράγματα ποὺ σ᾿ ἐνδιαφέρουν»,
μὴ λείψεις νὰ σταθεῖς· μὴ λείψεις ν᾿ ἀναβάλεις
κάθε ὁμιλίαν ἢ δουλειά· μὴ λείψεις τοὺς διαφόρους
ποὺ χαιρετοῦν καί προσκυνοῦν νὰ τοὺς παραμερίσεις
(τοὺς βλέπεις πιὸ ἀργά)· ἂς περιμένει ἀκόμη
κ᾿ ἡ Σύγκλητος αὐτή, κ᾿ εὐθὺς νὰ τὰ γνωρίσεις
τὰ σοβαρὰ γραφόμενα τοῦ Ἀρτεμιδώρου.

[1906, 1910]

[Ἡ ἰδέα τοῦ ποιήματος εἶναι ἀντλημένη ἀπὸ τὸν «Βίον Ἰουλίου Καίσαρος» τοῦ Πλουτάρχου. Ὁ Καβάφης, ἀσφαλῶς, θὰ εἶχε ὑπ᾿ ὄψιν του καὶ τὸν «Ἰούλιον Καίσαρα» τοῦ Σουετωνίου. [1] Τὴν ἡμέρα τῶν Μαρτίων εἰδῶν (15 Μαρτίου) τοῦ 44 π.Χ., ὅταν δολοφονήθηκε ὁ Ἰούλιος Καίσαρ, ὁ σοφιστὴς Ἀρτεμίδωρος προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἐνημερώσῃ γιὰ τὴν συνωμοσία τοῦ Βρούτου καὶ τοῦ Κασσίου. [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Τελειωμένα

Μέσα στὸν φόβο καὶ στὲς ὑποψίες,
μὲ ταραγμένο νοῦ καὶ τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε καὶ σχεδιάζουμε τὸ πῶς νὰ κάμουμε
γιὰ ν᾿ ἀποφύγουμε τὸν βέβαιο
τὸν κίνδυνο ποὺ ἔτσι φρικτὰ μᾶς ἀπειλεῖ.
Κι ὅμως λανθάνουμε, δὲν εἶν᾿ αὐτὸς στὸν δρόμο·
ψεύτικα ἦσαν τὰ μηνύματα
(ἢ δὲν τ᾿ ἀκούσαμε, ἢ δὲν τὰ νοιώσαμε καλά).
Ἄλλη καταστροφή, ποὺ δὲν τὴν φανταζόμεθαν,
ἐξαφνική, ραγδαία πέφτει ἐπάνω μας,
κι ἀνέτοιμους –ποῦ πιὰ καιρός– μᾶς συνεπαίρνει.

[1910, 1911]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον

Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ᾿, ἀκουσθεῖ
ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ
μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνὲς –
τὴν τύχη σου ποὺ ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου
ποὺ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου
ποῦ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις.
Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα τὴν, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ φεύγει.
Πρὸ πάντων νὰ μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πὼς ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πὼς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς.
Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
σὰν ποὺ ταιριάζει σε ποὺ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο,
κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ᾿ ὄχι
μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους,
τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ χάνεις.

[1910, 1911]

[Τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο (ποὺ δὲν ἀναφέρεται στὸ ποίημα) εἶναι ἡ ἐμφύλια σύγκρουσις τῶν Ρωμαίων – τοῦ Γάιου Ὀκτάβιου (ἀνηψιοῦ τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος, μελλοντικοῦ αὐτοκράτορος Αὐγούστου) καὶ τοῦ στρατηγοῦ Μάρκου Ἀντωνίου ποὺ ἡττήθηκε στὸ Ἄκτιον τὸ 31 π.Χ. Ἡ σκηνὴ τοῦ ποιήματος ἀναφέρεται στὴν τελευταία νύχτα τοῦ Ἀντωνίου στὴν Ἀλεξάνδρεια, πολιορκημένη ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Ὀκταβίου. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι ποὺ μεταφέρει ὁ Πλούταρχος, ἡ ἀποχώρησις ἀπὸ τὴν πόλη ἑνὸς «μυστικοῦ» μουσικοῦ θιάσου ἐκρίθη ἀπὸ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς ὡς σημάδι πὼς τὸν Ἀντώνιο ἐγκαταλείπει καὶ ὁ προστάτης του θεὸς Διόνυσος. [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ Θεόδοτος

Ἂν εἶσαι ἀπ᾿ τοὺς ἀληθινὰ ἐκλεκτούς,
τὴν ἐπικράτησί σου κύτταζε πῶς ἀποκτᾶς.
Ὅσο κι ἂν δοξασθεῖς, τὰ κατορθώματά σου
στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Θεσσαλία
ὅσο κι ἂν διαλαλοῦν ἡ πολιτεῖες,
ὅσα ψηφίσματα τιμητικὰ
κι ἂν σ᾿ ἔβγαλαν στὴ Pώμη οἱ θαυμασταί σου,
μήτε ἡ χαρά σου, μήτε ὁ θρίαμβος θὰ μείνουν,
μήτε ἀνώτερος –τί ἀνώτερος;– ἄνθρωπος θὰ αἰσθανθεῖς,
ὅταν, στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὁ Θεόδοτος σὲ φέρει,
ἐπάνω σὲ σινὶ αἱματωμένο,
τοῦ ἀθλίου Πομπηίου τὸ κεφάλι.


Καὶ μὴ ἐπαναπαύεσαι ποὺ στὴν ζωή σου
περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,
τέτοια θεαματικὰ καὶ φοβερὰ δὲν ἔχει.
Ἴσως αὐτὴν τὴν ὥρα εἰς κανενὸς γειτόνου σου
τὸ νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει –
ἀόρατος, ἄυλος– ὁ Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ἕνα φρικτὸ κεφάλι.

[1911; 1915]

[«Συμβολικὸν ποίημα καθαρᾶς σκέψεως» χαρακτηρίζει τὸ ποίημα ὁ Καβάφης. Ἀντλημένο, ὅπως τόσα ἄλλα ποιήματά του, ἀπὸ τὸν Πλούταρχο («Βίος Πομπηίου»). «Ἡ Ἀλεξάνδρεια», διευκρινίζει ὁ ποιητής, «σημαίνει τὴν εὐτυχίαν, τὴν ἐπιτυχίαν». [1] Καὶ σημειώνει (Γ. Λεχωνίτης, 32): «Ἀναφέρεται εἰς τὴν σφαγὴν τοῦ Πομπηίου ὑπὸ τοῦ Θεοδότου. Δράσε, λέγει ὁ ποιητής, προσπάθησε νὰ γίνεις μεγάλος, ἀλλὰ μὴ πατᾶς πάνω σὲ πτώματα. Τὸ σύμβολον (ὁ Ἰούλιος Καίσαρ) εὑρίσκεται εἰς τὸ πρῶτον μέρος τοῦ ποιήματος, ὁ ποιητὴς τὸ ἀφήνει στὸ δεύτερο μέρος ὅπου ἀποτείνεται εἰς πάντα.»[2]]

Θεόδοτος: Σύμβουλος τοῦ Πτολεμαίου ΙΓ' (63–47 π.Χ.) Μὲ δική του προτροπὴ δολοφονήθηκε ὁ ἀντίπαλος τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα, στρατηγὸς Πομπήιος, ποὺ διέφυγε στὴν Αἴγυπτο (48 π.Χ.)]

Ἀρχὴ σελίδος

Μονοτονία

Τὴν μιὰ μονότονην ἡμέραν ἄλλη
μονότονη, ἀπαράλλακτη ἀκολουθεῖ. Θὰ γίνουν
τὰ ἴδια πράγματα, θὰ ξαναγίνουν πάλι –
ἡ ὅμοιες στιγμὲς μᾶς βρίσκουνε καὶ μᾶς ἀφίνουν.

Μῆνας περνᾶ καὶ φέρνει ἄλλον μῆνα.
Αὐτὰ ποὺ ἔρχονται κανεὶς εὔκολα τὰ εἰκάζει·
εἶναι τὰ χθεσινὰ τὰ βαρετὰ ἐκεῖνα.
Καὶ καταντᾶ τὸ αὔριο πιὰ σὰν αὔριο νὰ μὴ μοιάζει.

[1898, 1908]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἰθάκη

Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδῶνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

Νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους·
νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά·
σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾶς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.

Πάντα στὸν νοῦ σου νἄχεις τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.
Ἀλλὰ μὴ βιάζεις τὸ ταξεῖδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει·
καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξεις στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκῶντας πλούτη νὰ σὲ δώσει ἡ Ἰθάκη.

Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξεῖδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρεῖς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πεῖρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ἡ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν.

[1910, 1911]

[Ἡ ἰδέα εἶναι ἀντλημένη ἀπὸ ἕνα ποίημα τοῦ Πετρωνίου, τοῦ ὁποίου ἡ γνησιότης τῆς πατρότητος ἀμφισβητεῖται. «Τὸ νόημα τοῦ ποιήματος τούτου», εἶπε ὁ Καβάφης στὸν Γ. Λεχωνίτη, «εἶναι ἁπλοῦν καὶ σαφές: Ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν ζωήν του ἐπιδιώκων ἕνα σκοπόν, τὴν "Ἰθάκην", ἀποκτᾶ πεῖραν, γνώσεις καὶ ἐνίοτε ἀγαθὰ ἀνώτερα τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ καθ᾿ ἑαυτοῦ. Κάποτε δὲ τὴν "Ἰθάκην", ὅταν φθάσει εἰς τὸ τέρμα τῶν προσπαθειῶν του τὴν εὑρίσκει πτωχικήν, κατωτέραν τῶν προσδοκιῶν του· ἐν τούτοις ἡ Ἰθάκη δὲν τὸν γέλασε διότι "ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πεῖρα, ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ἡ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν."» [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὅσο μπορεῖς

Κι ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάμεις τὴν ζωή σου ὅπως τὴν θέλεις,
τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον
ὅσο μπορεῖς: μὴν τὴν ἐξευτελίζεις
μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου,
μὲς στὲς πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες.

Μὴν τὴν ἐξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνὰ κ᾿ ἐκθέτοντάς την
στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν
τὴν καθημερινὴν ἀνοησία,
ὣς ποὺ νὰ γίνει σὰ μιὰ ξένη φορτική.

[1905, 1913]

Ἀρχὴ σελίδος

Τρῶες


Εἶν᾿ ἡ προσπάθειές μας, τῶν συφοριασμένων·
εἶν᾿ ἡ προσπάθειές μας σὰν τῶν Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ᾿ ἐπάνω μας· κι ἀρχίζουμε
νἄχουμε θάρρος καὶ καλὲς ἐλπίδες.

Μὰ πάντα κάτι βγαίνει καὶ μᾶς σταματᾶ.
Ὁ Ἀχιλλεὺς στὴν τάφρον ἐμπροστά μας
βγαίνει καὶ μὲ φωνὲς μεγάλες μᾶς τρομάζει.–


Εἶν᾿ ἡ προσπάθειές μας σὰν τῶν Τρώων.
Θαρροῦμε πὼς μὲ ἀπόφασι καὶ τόλμη
θ᾿ ἀλλάξουμε τῆς τύχης τὴν καταφορά,
κ᾿ ἔξω στεκόμεθα ν᾿ ἀγωνισθοῦμε.

Ἀλλ᾿ ὅταν ἡ μεγάλη κρίσις ἔλθει,
ἡ τόλμη κ᾿ ἡ ἀπόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται ἡ ψυχή μας, παραλύει·
κι ὁλόγυρα ἀπ᾿ τὰ τείχη τρέχουμε
ζητῶντας νὰ γλυτώσουμε μὲ τὴν φυγή.

Ὅμως ἡ πτῶσις μας εἶναι βεβαία. Ἐπάνω,
στὰ τείχη, ἄρχισεν ἤδη ὁ θρῆνος.
Τῶν ἡμερῶν μας ἀναμνήσεις κλαῖν κ᾿ αἰσθήματα.
Πικρὰ γιὰ μᾶς ὁ Πρίαμος κ᾿ ἡ Ἑκάβη κλαῖνε.

[1900, 1905]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ βασιλεὺς Δημήτριος

Ὥσπερ οὐ βασιλεύς, ἀλλ᾿ ὑποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιὰν ἀντὶ τῆς τραγικῆς
ἐκείνης, καὶ διαλαθὼν ὑπεχώρησεν.


ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΒΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Σὰν τὸν παραίτησαν οἱ Μακεδόνες
κι ἀπέδειξαν πὼς προτιμοῦν τὸν Πύρρο
ὁ βασιλεὺς Δημήτριος (μεγάλην
εἶχε ψυχὴ) καθόλου –ἔτσι εἶπαν–
δὲν φέρθηκε σὰν βασιλεύς. Ἐπῆγε
κ᾿ ἔβγαλε τὰ χρυσὰ φορέματά του,
καὶ τὰ ποδήματά του πέταξε
τὰ ὁλοπόρφυρα. Μὲ ροῦχ᾿ ἀπλὰ
ντύθηκε γρήγορα καὶ ξέφυγε.
Κάμνοντας ὅμοια σὰν ἠθοποιὸς
ποὺ ὅταν ἡ παραστάσις τελειώσει,
ἀλλάζει φορεσιὰ κι ἀπέρχεται.

[1900, 1906]

[Τὸ ποίημα εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν «Βίο τοῦ Δημητρίου» τοῦ Πλουτάρχου καὶ ἀπὸ ἕναν διάλογο τοῦ Λουκιανοῦ. [1] Ὁ βασιλεὺς τῆς Μακεδονίας Δημήτριος Α' ὁ Πολιορκητὴς (337/336–282 π.Χ.) ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, ποὺ πέρασαν στὸν ἀντίπαλό του Πύρρο, βασιλιὰ τῆς Ἠπείρου (288 π.Χ.) [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ δόξα τῶν Πτολεμαίων

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1896, 1911]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ συνοδεία τοῦ Διονύσου

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1903, 1907]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ μάχη τῆς Μαγνησίας

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1913, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ δυσαρέσκεια τοῦ Σελευκίδου

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1910, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὀροφέρνης

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1904, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀλεξανδρινοὶ βασιλεῖς

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1912]

Ἀρχὴ σελίδος

Φιλέλλην

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1906, 1912]

Ἀρχὴ σελίδος

Τὰ βήματα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1893, 1897, 1908, 1909]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡρώδης Ἀττικός

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1900, 1911, 1912]

Ἀρχὴ σελίδος

Τυανεὺς γλύπτης

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1893, 1903, 1911]

Ἀρχὴ σελίδος

Λυσίου γραμματικοῦ τάφος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1911, 1914]

Ἀρχὴ σελίδος

Εὐρίωνος τάφος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1912, 1914]

Ἀρχὴ σελίδος

Οὗτος ἐκεῖνος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1898, 1909]

Ἀρχὴ σελίδος

Τὰ ἐπικίνδυνα

Εἶπε ὁ Μυρτίας (Σύρος σπουδαστὴς
στὴν Ἀλεξάνδρεια· ἐπὶ βασιλείας
αὐγούστου Κώνσταντος καὶ αὐγούστου Κωνσταντίου·
ἐν μέρει ἐθνικός, κι ἐν μέρει χριστιανίζων)·
«Δυναμωμένος μὲ θεωρία καὶ μελέτη,
ἐγὼ τὰ πάθη μου δὲν θὰ φοβοῦμαι σὰ δειλός.
Τὸ σῶμα μου στὲς ἡδονὲς θὰ δώσω,
στὲς ἀπολαύσεις τὲς ὀνειρεμένες,
στὲς τολμηρότερες ἐρωτικὲς ἐπιθυμίες,
στὲς λάγνες τοῦ αἵματός μου ὁρμές, χωρίς
κανέναν φόβο, γιατὶ ὅταν θέλω –
καὶ θἄχω θέλησι, δυναμωμένος
ὡς θἆμαι μὲ θεωρία καὶ μελέτη–
στὲς κρίσιμες στιγμὲς θὰ ξαναβρίσκω
τὸ πνεῦμα μου, σὰν πρίν, ἀσκητικό.»

[1911]

[Ἡ χρονολογικὴ ἀναφορὰ παραπέμπει στὴν ἐποχὴ τῆς συμβασιλείας (337-350 μ.Χ.) τῶν δύο υἱῶν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, Κώνστα Α' καὶ Κωνσταντίου Β'. [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Μανουὴλ Κομνηνός

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1905, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Στὴν ἐκκλησία

Τὴν ἐκκλησίαν ἀγαπῶ – τὰ ἑξαπτέρυγά της,
τ᾿ ἀσήμια τῶν σκευῶν, τὰ κηροπήγιά της,
τὰ φῶτα, τὲς εἰκόνες της, τὸν ἄμβωνά της.

Ἐκεῖ σὰν μπῶ, μὲς σ᾿ ἐκκλησία τῶν Γραικῶν·
μὲ τῶν θυμιαμάτων της τὲς εὐωδίες,
μὲ τὲς λειτουργικὲς φωνὲς καὶ συμφωνίες,
τὲς μεγαλοπρεπεῖς τῶν ἱερέων παρουσίες
καὶ κάθε των κινήσεως τὸν σοβαρὸ ρυθμὸ –
λαμπρότατοι μὲς στῶν ἀμφίων τὸν στολισμὸ–
ὁ νοῦς μου πηαίνει σὲ τιμὲς μεγάλες τῆς φυλῆς μας,
στὸν ἔνδοξό μας Βυζαντινισμό.

[1892, 1901, 1906, 1912]

Ἀρχὴ σελίδος

Πολὺ σπανίως

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1911, 1913]

Ἀρχὴ σελίδος

Τοῦ μαγαζιοῦ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1912, 1913]

Ἀρχὴ σελίδος

Ζωγραφισμένα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1914, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Θάλασσα τοῦ πρωϊοῦ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἰωνικόν

Γιατί τὰ σπάσαμε τ᾿ ἀγάλματά των,
γιατί τοὺς διώξαμεν ἀπ᾿ τοὺς ναούς των,
διόλου δὲν πέθαναν γι᾿ αὐτὸ οἱ θεοί.
Ὦ γῆ τῆς Ἰωνίας, σένα ἀγαποῦν ἀκόμη,
σένα ἡ ψυχές των ἐνθυμοῦνται ἀκόμη.
Σὰν ξημερώνει ἐπάνω σου πρωῒ αὐγουστιάτικο
τὴν ἀτμοσφαίρα σου περνᾶ σφρῖγος ἀπ᾿ τὴν ζωή των·
καὶ κάποτ᾿ αἰθερία ἐφηβικὴ μορφὴ,
ἀόριστη, μὲ διάβα γρήγορο,
έπάνω άπὸ τοὺς λόφους σου περνᾶ.

[1886; 1896, 1905, 1911]

Ἀρχὴ σελίδος

Στοῦ καφενείου τὴν εἴσοδο

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1904; 1915]

Ἀρχὴ σελίδος

Μιὰ νύχτα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1907, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐπέστρεφε

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1904, 1909, 1912]

Ἀρχὴ σελίδος

Μακρυά

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1914]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὀμνύει

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1905, 1915]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐπῆγα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1905, 1913]

Ἀρχὴ σελίδος

Πολυέλαιος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1895, 1914]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀπ᾿ τὲς ἐννιά –

Δώδεκα καὶ μισή. Γρήγορα πέρασεν ἡ ὥρα
ἀπ᾿ τὲς ἐννιὰ ποὺ ἄναψα τὴν λάμπα,
καὶ κάθισα ἐδῶ. Κάθουμουν χωρὶς νὰ διαβάζω,
καὶ χωρὶς νὰ μιλῶ. Μέ ποιόνα νὰ μιλήσω
κατάμονος μέσα στὸ σπίτι αὐτό.

Τὸ εἴδωλον τοῦ νέου σώματός μου,
ἀπ᾿ τὲς ἐννιὰ ποὺ ἄναψα τὴν λάμπα,
ἦλθε καὶ μὲ ηὗρε καὶ μὲ θύμισε
κλειστὲς κάμαρες ἀρωματισμένες,
καὶ περασμένην ἡδονή – τί τολμηρὴ ἡδονή!
Κ᾿ ἐπίσης μ᾿ ἔφερε στὰ μάτια ἐμπρός,
δρόμους ποὺ τώρα ἔγιναν ἀγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι ποὺ τέλεψαν,
καὶ θέατρα καὶ καφενεῖα ποὺ ἦσαν μιὰ φορά.

Τὸ εἴδωλον τοῦ νέου σώματός μου
ἦλθε καὶ μ᾿ ἔφερε καὶ τὰ λυπητερά·
πένθη τῆς οἰκογένειας, χωρισμοί,
αἰσθήματα δικῶν μου, αἰσθήματα
τῶν πεθαμένων τόσο λίγο ἐκτιμηθέντα.

Δώδεκα καὶ μισή. Πῶς πέρασεν ἡ ὥρα.
Δώδεκα καὶ μισή. Πῶς πέρασαν τὰ χρόνια.

[1917, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Νόησις

Τὰ χρόνια τῆς νεότητός μου, ὁ ἡδονικός μου βίος –
πῶς βλέπω τώρα καθαρὰ τὸ νόημά των.

Τί μεταμέλειες περιττές, τί μάταιες...

Ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα τὸ νόημα τότε.

Μέσα στὸν ἔκλυτο τῆς νεότητός μου βίο
μορφώνονταν βουλὲς τῆς ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν τῆς τέχνης μου ἡ περιοχή.

Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἡ μεταμέλειες σταθερές ποτὲ δὲν ἦσαν.
Κ᾿ ἡ ἀποφάσεις μου νὰ κρατηθῶ, ν᾿ ἀλλάξω
διαρκοῦσαν δυὸ ἑβδομάδες τὸ πολύ.

[1915, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ἐνδυμίωνος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1895, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Πρέσβεις ἀπ᾿ τὴν Ἀλεξάνδρεια

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1915, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀριστόβουλος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1916, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Καισαρίων

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1914, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ διορία τοῦ Νέρωνος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1915, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Εἰς τὸ ἐπίνειον

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1917, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἕνας θεός των

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1899, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Λάνη τάφος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1916, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἰασῆ τάφος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν πόλει τῆς Ὀσροηνῆς

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1916, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἰγνατίου τάφος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1916, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν τῷ μυνὶ Ἀθύρ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Γιὰ τὸν Ἀμμόνη, ποὺ πέθανε 29 ἐτῶν, στὰ 610

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1915, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Αἰμιλιανὸς Μονάη, Ἀλεξανδρεύς, 628–655 μ.Χ.

Μὲ λόγια, μὲ φυσιογνωμία, καὶ μὲ τρόπους
μιὰ ἐξαίρετη θὰ κάμω πανοπλία·
καὶ θ᾿ ἀντικρύζω ἔτσι τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους
χωρὶς νὰ ἔχω φόβον ἢ ἀδυναμία.

Θὰ θέλουν νὰ μὲ βλάψουν. Ἀλλὰ δὲν θὰ ξέρει
κανεὶς ἀπ᾿ ὅσους θὰ μὲ πλησιάζουν
ποῦ κεῖνται ἡ πληγές μου, τὰ τρωτά μου μέρη,
κάτω ἀπὸ τὰ ψεύδη ποὺ θὰ μὲ σκεπάζουν. –


Ρήματα τῆς καυχήσεως τοῦ Αἰμιλιανοῦ Μονάη.
Ἄραγε νἄκαμε ποτὲ τὴν πανοπλία αὐτή;
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, δὲν τὴν φόρεσε πολύ.
Εἴκοσι ἑπτὰ χρονῶ, στὴν Σικελία πέθανε.

[1898; 1918]

[Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γ.Π. Σαββίδης, οἱ χρονολογὶες τῆς ζωῆς τοῦ Αἰμιλιανοῦ Μονάη «ὑποδηλώνουν ὅτι ὡς ἔφηβος βρέθηκε πρόσφυγας στὴν βυζαντινὴ Σικελία, διότι, στὰ 642, ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶχε κατακτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους». [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὅταν διεγείρονται

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1913, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡδονῇ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1913, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἔτσι πολὺ ἀτένισα –

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1911, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν τῇ ὁδῷ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1913, 1916]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ προθήκη τοῦ καπνοπωλείου

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1907, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Πέρασμα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1914, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν ἑσπέρᾳ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1916, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Γκρίζα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Κάτω ἀπ᾿ τὸ σπίτι

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1917, 1919]

Ἀρχὴ σελίδος

Τὸ διπλανὸ τραπέζι

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1918, 1919]

Ἀρχὴ σελίδος

Θυμήσου, σῶμα...

Σῶμα, θυμήσου ὄχι μόνο τὸ πόσο ἀγαπήθηκες,
ὄχι μονάχα τὰ κρεββάτια ὅπου πλάγιασες,
ἀλλὰ κ᾿ ἐκεῖνες τὲς ἐπιθυμίες ποὺ γιὰ σένα
γυάλιζαν μὲς στὰ μάτια φανερά,
κ᾿ ἐτρέμανε μὲς στὴν φωνὴ – καὶ κάποιο
τυχαῖον ἐμπόδιο τὲς ματαίωσε.
Τώρα ποὺ εἶναι ὅλα πιὰ μέσα στὸ παρελθόν,
μοιάζει σχεδὸν καὶ στὲς ἐπιθυμίες
ἐκεῖνες σὰν νὰ δόθηκες – πῶς γυάλιζαν,
θυμήσου, μὲς στὰ μάτια ποὺ σὲ κύτταζαν·
πῶς ἔτρεμαν μὲς στὴν φωνή, γιὰ σέ, θυμήσου, σῶμα.

[1916, 1918]

Ἀρχὴ σελίδος

Μέρες τοῦ 1903

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1909, 1917]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ ἥλιος τοῦ ἀπογεύματος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1918, 1919]

Ἀρχὴ σελίδος

Νὰ μείνει

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1918, 1919]

Ἀρχὴ σελίδος

Τῶν Ἑβραίων (50 μ.Χ.)

Ζωγράφος καὶ ποιητής, δρομεὺς καὶ δισκοβόλος,
σὰν Ἐνδυμίων ἔμορφος, ὁ Ἰάνθης Ἀντωνίου.
Ἀπὸ οἰκογένειαν φίλην τῆς Συναγωγῆς.

«Ἡ τιμιότερές μου μέρες εἶν᾿ ἐκεῖνες
ποὺ τὴν αἰσθητικὴ ἀναζήτησιν ἀφίνω,
ποὺ ἐγκαταλείπω τὸν ὡραῖο καὶ σκληρὸν ἑλληνισμό,
μὲ τὴν κυρίαρχη προσήλωσι
σὲ τέλεια καμωμένα καὶ φθαρτὰ ἄσπρα μέλη.
Καὶ γένομαι αὐτὸς ποὺ θὰ ἤθελα
πάντα νὰ μένω· τῶν Ἑβραίων, τῶν ἱερῶν Ἑβραίων, ὁ υἱός.»

Ἔνθερμη λίαν ἡ δήλωσίς του. «Πάντα
νὰ μένω τῶν Ἑβραίων, τῶν ἱερῶν Ἑβραίων –»

Ὅμως δὲν ἔμενε τοιοῦτος διόλου.
Ὁ Ἡδονισμός κ᾿ ἡ Τέχνη τῆς Ἀλεξανδρείας
ἀφοσιωμένο τοὺς παιδὶ τὸν εἶχαν.

[1912, 1919]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἴμενος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1915, 1919]

Ἀρχὴ σελίδος

Τοῦ πλοίου

Τὸν μοιάζει βέβαια ἡ μικρὴ αὐτή,
μὲ τὸ μολύβι ἀπεικόνισίς του.

Γρήγορα καμωμένη, στὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου·
ἕνα μαγευτικὸ ἀπόγευμα.
Τὸ Ἰόνιον Πέλαγος ὁλόγυρά μας.

Τὸν μοιάζει. Ὅμως τὸν θυμοῦμαι σὰν πιὸ ἔμορφο.
Μέχρι παθήσεως ἦταν αἰσθητικός,
κι αὐτὸ ἐφώτιζε τὴν ἔκφρασί του.
Πιὸ ἔμορφος μὲ φανερώνεται
τώρα ποὺ ἡ ψυχή μου τὸν ἀνακαλεῖ, ἀπ᾿ τὸν Καιρό.

Ἀπ᾿ τὸν Καιρό. Εἴν᾿ ὄλ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα πολὺ παληά –
τὸ σκίτσο, καὶ τὸ πλοῖο, καὶ τὸ ἀπόγευμα.

[1919]

Ἀρχὴ σελίδος

Δημητρίου Σωτῆρος (162–150 π.Χ.)

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1915, 1919]

Ἀρχὴ σελίδος

Εἴγε ἐτελεύτα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1897, 1910, 1920]

Ἀρχὴ σελίδος

Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.)

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1920]

Ἀρχὴ σελίδος

Γιὰ νά ᾿ρθουν –

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1920]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ Δαρεῖος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1917, 1920]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἄννα Κομνηνή

Στὸν πρόλογο τῆς Ἀλεξιάδος της θρηνεῖ,
γιὰ τὴν χηρεία της ἡ Ἄννα Κομνηνή.

Εἰς ἴλιγγον εἶν᾿ ἡ ψυχή της. «Καὶ
ρείθροις δακρύων», μᾶς λέγει «περιτέγγω
τοὺς ὀφθαλμούς... Φεῦ τῶν κυμάτων» τῆς ζωῆς της,
«φεῦ τῶν ἐπαναστάσεων». Τὴν καίει ἡ ὀδύνη
«μέχρις ὀστέων καὶ μυελῶν καὶ μερισμοῦ ψυχῆς».

Ὅμως ἡ ἀλήθεια μοιάζει ποὺ μιὰ λύπη μόνην
καιρίαν ἐγνώρισεν ἡ φίλαρχη γυναῖκα·
ἕναν καϋμὸ βαθύ μονάχα εἶχε
(κι ἂς μὴν τ᾿ ὁμολογεῖ) ἡ ἀγέρωχη αὐτὴ Γραικιά,
ποὺ δὲν κατάφερε, μ᾿ ὅλην τὴν δεξιότητά της,
τὴν Βασιλείαν ν᾿ ἀποκτήσει· μὰ τὴν πῆρε
σχεδὸν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ χέρια της ὁ προπετὴς Ἰωάννης.

[1917, 1920]

[Ἡ Ἄννα Κομνηνή (1083-1153), πρωτότοκη κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Α' Κομνηνοῦ, ἔγραψε τὴν βιογραφία του μὲ τὸν τίτλο «Ἀλεξιάδα». Ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ ἔργου ὁ Καβάφης μεταφέρει τὴν περικοπὴ-θρῆνο γιὰ τὴν χηρεία της, ἀλλὰ ἀναφέρει καὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους τοῦ θρήνου: μὲ τὸν θάνατο τοῦ ἀνδρός της, Νικηφόρου Βρυεννίου τοῦ Νεωτέρου, τὸν ὁποῖον προώριζε γιὰ τὸν θρόνο, ναυάγησε ὁ ἀγώνας της μὲ τὸν ἀδελφό της Ἰωάννη Β' γιὰ τὴν διαδοχή. [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Βυζαντινὸς ἄρχων, ἐξόριστος, στιχουργῶν

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1921]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ ἀρχή των

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1915, 1921]

Ἀρχὴ σελίδος

Εὔνοια τοῦ Ἀλεξάνδρου Βάλα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1916; 1921]

Ἀρχὴ σελίδος

Μελαγχολία τοῦ Ἰἀσονος Κλεάνδρου· ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1918; 1921]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ Δημάρατος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1904, 1911, 1921]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐκόμισα εἰς τὴν Τέχνη

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1921]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀπὸ τὴν σχολὴν τοῦ περιωνύμου φιλοσόφου

Ἔμεινε μαθητὴς τοῦ Ἀμμωνίου Σακκᾶ δυὸ χρόνια·
ἀλλὰ βαρέθηκε καὶ τὴν φιλοσοφία καὶ τὸν Σακκᾶ.

Κατόπι μπῆκε στὰ πολιτικά.
Μὰ τὰ παραίτησεν. Ἦταν ὁ Ἔπαρχος μωρός·
κ᾿ οἱ πέριξ του ξόανα ἐπίσημα καὶ σοβαροφανῆ·
τρισβάρβαρα τὰ ἑλληνικά των, οἱ ἄθλιοι.

Τὴν περιέργειάν του εἵλκυσε
κομμάτ᾿ ἡ Ἐκκλησία· νὰ βαπτισθεῖ
καὶ νὰ περάσει Χριστιανὸς. Μὰ γρήγορα
τὴν γνώμη του ἄλλαξε. Θὰ κάκιωνε ἀσφαλῶς
μὲ τοὺς γονεῖς του, ἐπιδεικτικὰ ἐθνικούς·
καὶ θὰ τοῦ ἔπαυαν –πρᾶγμα φρικτὸν–
εὐθύς τὰ λίαν γενναῖα δοσίματα.

Ἔπρεπεν ὅμως καὶ νὰ κάμει κάτι. Ἔγινε ὁ θαμὼν
τῶν διεφθαρμένων οἴκων τῆς Ἀλεξανδρείας,
κάθε κρυφοῦ καταγωγίου κραιπάλης.

Ἡ τύχη τοῦ ἐφάν᾿ εἰς τοῦτο εὐμενής·
τὸν ἔδωσε μορφὴν εἰς ἄκρον εὐειδῆ.
Καὶ χαίρονταν τὴν θείαν δωρεάν.

Τουλάχιστον γιὰ δέκα χρόνια ἀκόμη
ἡ καλλονὴ του θά διαρκοῦσεν. Ἔπειτα –
ἴσως ἐκ νέου στὸν Σακκᾶ νὰ πήγαινε.
Κι ἄν ἐν τῷ μεταξὺ ἀπέθνησκεν ὁ γέρος,
πήγαινε σ᾿ ἄλλου φιλοσόφου ἤ σοφιστοῦ˙
πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς.

Ἤ τέλος, δυνατὸν καὶ στὰ πολιτικὰ
νὰ ἐπέστρεφεν – ἀξιεπαίνως ἐνθυμούμενος
τὲς οἰκογενειακές του παραδόσεις,
τὸ χρέος πρὸς τὴν πατρίδα, κι ἄλλα ἠχηρὰ παρόμοια.

[1921]

[Ἀμμώνιος Σακκᾶς: Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος. Δίδαξε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πέθανε τὸ 242 μ.Χ.]

Ἀρχὴ σελίδος

Τεχνουργὸς κρατήρων

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1903, 1912, 1921]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὑπὲρ τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας πολεμήσαντες

Ἀνδρεῖοι σεῖς ποὺ πολεμήσατε καὶ πέσατ᾿ εὐκλεῶς·
τοὺς πανταχοῦ νικήσαντας μὴ φοβηθέντες.
Ἄμωμοι σεῖς, ἂν ἔπταισαν ὁ Διαῖος κι ὁ Κριτόλαος.
Ὅταν θὰ θέλουν οἱ Ἕλληνες νὰ καυχηθοῦν,
«Τέτοιους βγάζει τὸ ἔθνος μας» θὰ λένε
γιὰ σᾶς. Ἔτσι θαυμάσιος θἆναι ὁ ἔπαινός σας.–


Ἐγράφη ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ὑπὸ Ἀχαιοῦ·
ἕβδομον ἔτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.

[1922]

[Ἕνα ἀπὸ τὰ λιτότερα ποιήματα τοῦ Καβάφη. Ἡ Ἀχαϊκὴ Συμπολιτεία (280-146 π.Χ.) κατέρρευσε ὅταν οἱ στρατηγοί της Δίαιος καὶ Κριτόλαος, ποὺ εὐθύνονταν γιὰ πολιτικὰ καὶ στρατιωτικὰ λάθη, νικήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους τοῦ Μομμίου στὴν Κόρινθο τὸ 146 π.Χ. Ὁ φανταστικὸς ὅμως ποιητὴς τοῦ ἐπιγράμματος εἶναι μεταγενέστερος, ἀφοὺ ἔζησε τὸ «ἕβδομον ἔτος Πτολεμαίου, Λαθύρου», ὁ ὁποῖος βασίλεψε τὸ 116-107 καὶ 88-81 π.Χ. [1] Ὁ Πτολεμαῖος Θ' Σωτὴρ (116-107 καὶ 88-81 π.Χ.) εἶχε τὸ παρατσούκλι Λάθυρος (Ρεβίθης).]

Ἀρχὴ σελίδος

Πρὸς τὸν Ἀντίοχον Ἐπιφανῆ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1911; 1922]

Ἀρχὴ σελίδος

Σ᾿ ἕνα βιβλίο παληό –

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1892; 1922]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν ἀπογνώσει

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1923]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ Ἰουλιανός, ὁρῶν ὀλιγωρίαν

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1923]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐπιτύμβιον Ἀντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνῆς

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1923]

Ἀρχὴ σελίδος

Θέατρον τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.)

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1923]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ Ἰουλιανὸς ἐν Νικομηδείᾳ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1924]

Ἀρχὴ σελίδος

Πρὶν τοὺς ἀλλάξει ὁ Χρόνος

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1924]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἦλθε γιὰ νὰ διαβάσει –

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1924]

Ἀρχὴ σελίδος

Τὸ 31 π.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1917, 1924]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ὑπερισχύει

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1924]

Ἀρχὴ σελίδος

Τέμεθος, Ἀντιοχεύς· 400 μ.Χ.

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1925]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστό

Πολὺ μὲ συγκινεῖ μιὰ λεπτομέρεια
στὴν στέψιν, ἐν Βλαχέρναις, τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ
καὶ τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν.
Ὅπως δὲν εἶχαν παρὰ λίγους πολυτίμους λίθους
(τοῦ ταλαιπώρου κράτους μας ἦταν μεγάλ᾿ ἡ πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς. Ἕνα σωρό κομμάτια ἀπὸ ὑαλί,
κόκκινα, πράσινα ἤ γαλάζια. Τίποτε
τὸ ταπεινὸν ἤ τὸ ἀναξιοπρεπὲς
δὲν ἔχουν κατ᾿ ἐμὲ τὰ κομματάκια αὐτὰ
ἀπὸ ὐαλὶ χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σὰν μιὰ διαμαρτυρία θλιβερὴ
κατὰ τῆς ἄδικης κακομοιριᾶς τῶν στεφομένων.
Εἶναι τὰ σύμβολα τοῦ τί ἥρμοζε νὰ ἔχουν,
τοῦ τί ἐξ ἅπαντος ἦταν ὀρθὸν νὰ ἔχουν
στὴν στέψι των ἕνας Κὺρ Ἰωάννης Καντακουζηνός,
μιὰ Κυρία Εἰρήνη Ἀνδρονίκου Ἀσάν.

[1925]

[Εἶναι ἕνας ἐπίλογος στὸ «Ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ὑπερισχύει» – ἐπίλογος τοῦ ἀγῶνος τοῦ Καντακουζηνοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπολογισμὸς τοῦ ἐμφυλίου πολέμου: «τοῦ ταλαιπώρου κράτους μας ἦταν μεγάλ᾿ ἡ πτώχεια». Μιὰ καὶ εἶχε πέσει ἀπὸ σεισμὸ ὁ τροῦλος τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἡ στέψις γίνεται στὴν ἐκκλησία τῶν Βλαχερνῶν, καί, ἀφοῦ τὸ θησαυροφυλάκιο λεηλατήθηκε, οἱ στολὲς τῆς στέψεως εἶχαν κυρίως τεχνητοὺς λίθους. [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Τὸ 25ον ἔτος τοῦ βίου του

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1918; 1925]

Ἀρχὴ σελίδος

Εἰς ἰταλικὴν παραλίαν

Ὁ Κῆμος Μενεδώρου,     Ἰταλιώτης νέος,
τὸν βίον του περνᾶ     μέσα στὲς διασκεδάσεις·
ὡς συνηθίζουν τοῦτοι     οἱ ἀπ᾿ τὴν Μεγάλη Ἑλλάδα
μὲς στὰ πολλὰ τὰ πλούτη     ἀναθρεμένοι νέοι.

Μὰ σήμερα εἶναι λίαν,     παρὰ τὸ φυσικό του,
σύννους καὶ κατηφής.     Κοντὰ στὴν παραλίαν,
μὲ ἄκραν μελαγχολίαν     βλέπει ποὺ ἐκφορτώνουν
τὰ πλοῖα μὲ τὴν λείαν     ἐκ τῆς Πελοποννήσου.

Λάφυρα ἑλληνικά·     ἡ λεία τῆς Κορίνθου.

Ἆ σήμερα βεβαίως     δὲν εἶναι θεμιτόν,
Δὲν εἶναι δυνατὸν     ὁ Ἰταλιώτης νέος
νἄχει γιὰ διασκεδάσεις     καμιὰν ἐπιθυμίαν.

[1925]

[Τὸ ποίημα ἀναφέρεται στὴν ἅλωσι τῆς Κορίνθου ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο στρατηγὸ Μόμμιο τὸ 146 π.Χ. Ὁ Μόμμιος πυρπόλησε τὴν πόλι, ποὺ ἔμεινε ἀπὸ τότε ἐπὶ ἕναν σχεδὸν αἰῶνα ἔρημη. [1] Βλ. καὶ τὸ «Ὑπὲρ τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας πολεμήσαντες».]

Ἀρχὴ σελίδος

Στὸ πληκτικὸ χωριό

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1925]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ἐν Ρόδῳ

Γιὰ τὴν ἁρμόζουσα παίδευσι κι ἀγωγὴ
ὁ Ἀπολλώνιος ὁμιλοῦσε μ᾿ ἕναν
νέον ποὺ ἔκτιζε πολυτελῆ
οἰκίαν ἐν Pόδῳ. «Ἐγὼ δὲ ἐς ἱερὸν»
εἶπεν ὁ Τυανεὺς στὸ τέλος «παρελθὼν
πολλῷ ἂν ἥδιον ἐν αὐτῷ μικρῷ
ὄντι ἄγαλμα ἐλέφαντός τε καὶ χρυσοῦ
ἴδοιμι ἢ ἐν μεγάλῳ κεραμεοῦν τε καὶ φαῦλον.» –


Τὸ «κεραμεοῦν» καὶ «φαῦλον»· τὸ σιχαμερό:
ποὺ κιόλας μερικοὺς (χωρὶς προπόνησι ἀρκετὴ)
ἀγυρτικῶς ἐξαπατᾶ. Τὸ κεραμεοῦν καὶ φαῦλον.

[1925]

[Ἡ ὑπόθεσις εἶναι ἀντλημένη ἀπὸ τὸν «Βίον τοῦ Ἀπολλωνίου» τοῦ Φιλοστράτου. Ὁ Ἀπολλώνιος, ποὺ πέθανε τὸν 1ο αἰ. μ.Χ., ἦταν θαυματοποιὸς ἀλλὰ καὶ πολὺ μορφωμένος. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτον, πολλὰ ἦταν τὰ ἀνέκδοτα ποὺ συνδέθηκαν μὲ τὴν προσωπικότητά του. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ καὶ αὐτὸ τοῦ νεόπλουτου νέου τοῦ ποιήματος. [1] Ἡ περικοπὴ ἀπὸ τὸν Φιλόστρατο ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Καβάφης, σὲ ἀπόδοσι στὰ νέα ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Γ.Π. Σαββίδη: «Ἐγώ, περνώντας ἀπὸ κάποιον ναό, πολὺ πιὸ εὐχαρίστως θὰ ἔβλεπα μέσα του –καὶ ἂς ἦταν μικρός– ἕνα ἄγαλμα χρυσελεφάντινο, παρὰ σὲ μεγάλο ναὸ ἕνα πήλινο καὶ εὐτελές.» [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ ἀρρώστια τοῦ Κλείτου

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1926]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν δήμῳ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1926]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἱερεὺς τοῦ Σεραπίου

Τὸν γέροντα καλὸν πατέρα μου,
τὸν ἀγαπῶντα με τὸ ἴδιο πάντα·
τὸν γέροντα καλὸν πατέρα μου θρηνῶ
ποὺ πέθανε προχθὲς, ὀλίγο πρὶν χαράξει.

Ἰησοῦ Χριστὲ, τὰ παραγγέλματα
τῆς ἱεροτάτης ἐκκλησίας σου νὰ τηρῶ
εἰς κάθε πρᾶξιν μου, εἰς κάθε λόγον,
εἰς κάθε σκέψι εἶν᾿ ἡ προσπάθειἀ μου
ἡ καθημερινή. Κι ὅσους σὲ ἀρνοῦνται
τοὺς ἀποστρέφομαι. – Ἀλλὰ τώρα θρηνῶ·
ὀδύρομαι, Χριστέ, γιὰ τὸν πατέρα μου
μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε –φρικτὸν εἰπεῖν–
στὸ ἐπικατάρατον Σεράπιον ἱερεύς.

[1926]

[Σεράπιον (ἢ Σαράπιον): Ναὸς τοῦ Σεράπιδος, χθονίου θεοῦ μὲ χαρακτηριστικὰ αἰγυπτιακὰ (Ὀσίριδος καὶ Ἄπιδος) καὶ ἑλληνικά (Πλούτωνος, Διός, Διονύσου καὶ Ἀσκληπιοῦ). Ἡ διάδοσις τῆς λατρείας του συνδέεται μὲ τὸν Πτολεμαῖο Α' τὸν Σωτῆρα, ὁ ὁποῖος γύρω στὰ 300 π.Χ. εἶχε ἰδρύσει τὸ φημισμένο Σεράπιον τῆς Ἀλεξανδρείας [2], τὸ ὁποῖο ἔγινε ἱερατικὸ κέντρο μεγάλης ἀκμῆς καὶ διατηροῦσε ἀξιόλογη βιβλιοθήκη. Ὁ ναὸς κατεστράφη ἐπὶ αὐτοκρότορος Θεοδοσίου Α' τοῦ Μεγάλου (392 μ.Χ.) Λιγοστὰ ἐρείπιά του σώζονται ὡς τὶς ἡμέρες μας. [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Μέσα στὰ καπηλειά –

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1926]

Ἀρχὴ σελίδος

Μεγάλη συνοδεία ἐξ ἱερέων καὶ λαϊκῶν

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1892, 1917, 1926]

Ἀρχὴ σελίδος

Σοφιστὴς ἀπερχόμενος ἐκ Συρίας

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1926]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1926]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἄννα Δαλασσηνή

Εἰς τὸ χρυσόβουλλον ποὺ ἔβγαλ᾿ ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς
γιὰ νὰ τιμήσει τὴν μητέρα του ἐπιφανῶς,
τὴν λίαν νοήμονα Κυρίαν Ἄννα Δαλασσηνὴ –
τὴν ἀξιόλογη στὰ ἔργα της, στὰ ἤθη–
ὑπάρχουν διάφορα ἐγκωμιαστικά:
ἐδῶ ἄς μεταφέρουμε ἀπὸ αὐτὰ
μιὰ φράσιν ἔμορφην, εὐγενικὴ
«Οὐ τὸ ἐμὸν ἤ τὸ σόν, τὸ ψυχρὸν τοῦτο ρῆμα ἐρρήθη».

[1927]

[Ἄννα Δαλασηνή: Μητέρα τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Α' Κομνηνοῦ, ὁ ὁποῖος, φεύγοντας τὸ 1081 γιὰ πόλεμο, τῆς ἄφησε ὅλες τὶς ἐξουσίες του. Παράθεμα ἀπὸ τὸ χρυσόβουλλό του (ἀντλημένο ἀπὸ τὴν «Ἀλεξιάδα» τῆς Ἄννας Κομνηνῆς) ἀποδίδεται ἀπὸ τὸν Γ.Π. Σαββίδη ὡς ἐξῆς: «ὄχι δικό μου ἢ δικό σου – αὐτὲς οἱ ψυχρὲς λέξεις δὲν εἰπώθηκαν». [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Μέρες τοῦ 1896

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1925, 1927]

Ἀρχὴ σελίδος

Δύο νέοι, 23 ἕως 24 ἐτῶν

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1927]

Ἀρχὴ σελίδος

Παλαιόθεν ἑλληνίς

Καυχιέται ἡ Ἀντιόχεια     γιὰ τὰ λαμπρά της κτίρια,
καὶ τοὺς ὡραίους της δρόμους·     γιὰ τὴν περὶ αὐτὴν
θαυμάσιαν ἐξοχήν,     καὶ γιὰ τὸ μέγα πλῆθος
τῶν ἐν αὐτῇ κατοίκων.     Καυχιέται ποὺ εἶν᾿ ἡ ἕδρα
ἐνδόξων βασιλέων·     καὶ γιὰ τοὺς καλλιτέχνας
καὶ τοὺς σοφοὺς ποὺ ἔχει,     καὶ γιὰ τοὺς βαθυπλούτους
καὶ γνωστικοὺς ἐμπόρους.     Μιὰ πιὸ πολὺ ἀσυγκρίτως
ἀπ᾿ ὅλα, ἡ Ἀντιόχεια     καυχιέται ποὺ εἶναι πόλις
παλαιόθεν ἑλληνίς·     τοῦ Ἄργους συγγενής:
ἀπ᾿ τὴν Ἰώνη ποὺ     ἱδρύθη ὑπὸ Ἀργείων
ἀποίκων πρὸς τιμὴν     τῆς κόρης τοῦ Ἰνάχου.

[1927]

[Ἡ Ἀντιόχεια, ἀντικείμενο τόσων ἐκδηλώσεων θαυμασμοῦ τοῦ ποιητοῦ, ἦταν, κατὰ μιὰν ἐκδοχή, πάντοτε ἑλληνικὴ πόλις, ἀποικία τῶν Ἀργείων. Τὸ ὄνομά της ἦταν Ἰώνη, ἀλλὰ μετονομάστηκε σὲ Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸν Σέλευκο τὸν Νικάτορα, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὸν υἱό του Ἀντίοχο. Ὑπάρχει καὶ μιὰ παραλαγὴ τῆς πληροφορίας αὐτῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἰώνη εἶχε ἐρημωθεῖ καὶ ὁ Σέλευκος, ἔχτισε μιὰ νέα πόλι, τὴν Ἀντιόχεια, στὴν τοποθεσία τῆς παλαιᾶς. Οἱ λεπτομέρειες αὐτὲς δὲν συγκινοῦσαν ἀσφαλῶς τὸν Καβάφη. Τὸν συγκινοῦσε ὅτι ἡ πόλις ἦταν «παλαιόθεν ἑλληνίς, τοῦ Ἄργους συγγενής», γεγονὸς ποὺ κέντριζε ἰδιαιτέρως τὴν φαντασία τοῦ μεγάλου ἑλληνολάτρη. [1]

Ἴναχος: Βασιλεὺς τοῦ Ἄργους. Σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία, ἡ κόρη του Ἰώ, τὴν ὁποία ὁ ἐρωτευμένος Ζεὺς μεταμόρφωσε σὲ δαμάλα γιὰ νὰ τὴν γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν οργὴ τῆς Ἥρας, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ὀδυνηρὲς περιπλανήσεις πέθανε στὴν Συρία. Ἐκεῖ οἱ Ἀργεῖοι εἶχαν ἰδρύσει ναὸ καὶ πόλι καὶ τὸ 300 π.Χ. ὁ Σέλευκος Α' ἔχτισε τὴν Ἀντιόχεια. [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Μέρες τοῦ 1901

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1927]

Ἀρχὴ σελίδος

Οὐκ ἔγνως

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες –
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,
κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε
μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς
τοὺς Χριστιανούς. «Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως,
οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

[1928]

[Ρητορικὴ ξιφομαχία μεταξὺ τοῦ ἀυτοκράτορος Ἰουλιανοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν. Ἡ διατύπωσις τοῦ Ἰουλιανοῦ μὲ ἀφορμὴ τὰ χριστιανικὰ συγγράμματα: «ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων» (διάβασα, κατάλαβα, ἀπέρριψα) εἶχε τὴν ἀντίστοιχη ἀπάντησι, ἡ ὁποία ἀποδίδεται στὸν Βασίλειο τῆς Καππαδοκίας: «ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» (διάβασες, ἀλλὰ δὲν κατάλαβες· διότι ἂν καταλάβαινες, δὲν θὰ ἀπέρριπτες). [2]]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἕνας νέος, τῆς Τέχνης τοῦ Λόγου – στὸ 14ον ἔτος του

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1928]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν Σπάρτῃ

Δὲν ἤξερεν ὁ βασιλεὺς Κλεομένης, δὲν τολμοῦσε –
δὲν ἤξερε ἕναν τέτοιον λόγο πῶς νὰ πεῖ
πρὸς τὴν μητέρα του: ὅτι ἀπαιτοῦσε ὁ Πτολεμαῖος
γιὰ ἐγγύησιν τῆς συμφωνίας των ν᾿ ἀποσταλεῖ κι αὐτὴ
εἰς Αἴγυπτον καὶ νὰ φυλάττεται·
λίαν ταπεινωτικόν, ἀνοίκειον πρᾶγμα.
Κι ὅλο ἤρχονταν γιὰ νὰ μιλήσει· κι ὅλο δίσταζε.
Κι ὅλο ἄρχιζε νὰ λέγει· κι ὅλο σταματοῦσε.

Μὰ ἡ ὑπέροχη γυναῖκα τὸν κατάλαβε
(εἶχεν ἀκούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
καὶ τὸν ἐνθάρρυνε νὰ ἐξηγηθεῖ.
Καὶ γέλασε· κ᾿ εἶπε βεβαίως πηαίνει.
Καὶ μάλιστα χαίρονταν ποὺ μποροῦσε νά ᾿ναι
στὸ γῆρας της ὠφέλιμη στὴν Σπάρτη ἀκόμη.

Ὅσο γιὰ τὴν ταπείνωσι – μὰ ἀδιαφοροῦσε.
Τὸ φρόνημα τῆς Σπάρτης ἀσφαλῶς δὲν ἦταν ἱκανὸς
νὰ νοιώσει ἕνας Λαγίδης χθεσινός·
ὅθεν κ᾿ ἡ ἀπαίτησίς του δὲν μποροῦσε
πραγματικῶς νὰ ταπεινώσει Δέσποιναν
Ἐπιφανῆ ὡς αὐτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.

[1928]

[Ὁ βασιλεὺς τῆς Σπάρτης Κλεομένης Γ' (236-222 π.Χ.) ζήτησε ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Γ' Εὐεργέτη βοήθεια στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας καὶ τῆς Μακεδονίας καὶ δέχθηκε νὰ σταλῇ στὴν Αἴγυπτο ὡς ἐγγύησις τῆς συμφωνίας ἡ μητέρα του Κρατησίκλεια καὶ τὰ παιδιά του. [2] Τὸ ποίημα εἶναι ἀντλημένο ἀπὸ τὸν «Βίον Κλεομένους» τοῦ Πλουτάρχου. Τὸ ἴδιο ἔργο ἄλλωστε ἔχει ἐμπνεύσει στὸν ποιητὴ καὶ τὸ ποίημα «Ἄγε, ὦ βασιλεῦ Λακεδαιμονίων». [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Εἰκὼν εἰκοσιτριετοῦς νέου καμωένη ἀπὸ φίλον του ὁμήλικα, ἐρασιτέχνην

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1928]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν μεγάλῃ ἑλληνικῇ ἀποικίᾳ, 200 π.Χ.

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1928]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης

Ἄρεσε γενικῶς στὴν Ἀλεξάνδρεια,
τὲς δέκα μέρες ποὺ διέμεινεν αὐτοῦ,
ὁ ἡγεμών ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
Ἀριστομένης, υἱὸς τοῦ Μενελάου.
Ὡς τ᾿ ὅνομά του, κ᾿ ἡ περιβολή, κοσμίως, ἑλληνική.
Δέχονταν εὐχαρίστως τὲς τιμές, αλλά
δὲν τὲς ἐπιζητοῦσεν· ἦταν μετριόφρων.
Ἀγόραζε βιβλία ἑλληνικά,
ἰδίως ἱστορικὰ καὶ φιλοσοφικά.
Πρὸ πάντων δὲ ἄνθρωπος λιγομίλητος.
Θἆταν βαθὺς στὲς σκέψεις, διεδίδετο,
κ᾿ οἱ τέτοιοι τό ᾿χουν φυσικὸ νὰ μὴ μιλοῦν πολλά.

Μήτε βαθὺς στὲς σκέψεις ἦταν, μήτε τίποτε.
Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος ἄνθρωπος.
Πῆρε ὄνομα ἑλληνικό, ντύθηκε σὰν τοὺς Ἕλληνας,
ἔμαθ᾿ ἐπάνω, κάτω σὰν τοὺς Ἕλληνας νὰ φέρεται·
κ᾿ ἔτρεμεν ἡ ψυχή του μὴ τυχὸν
χαλάσει τὴν καλούτσικην ἐντύπωσι
μιλῶντας μὲ βαρβαρισμοὺς δεινοὺς τὰ ἑλληνικά,
κ᾿ οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν πάρουν στὸ ψιλό,
ὡς εἶναι τὸ συνήθειο τους, οἱ ἀπαίσιοι.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ περιορίζονταν σὲ λίγες λέξεις,
προσέχοντας μὲ δέος τὲς κλίσεις καὶ τὴν προφορά·
κ᾿ ἔπληττεν οὐκ ὀλίγον ἔχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

[1928]

Ἀρχὴ σελίδος

Κίμων Λεάρχου, 22 ἐτῶν, σπουδαστὴς ἑλληνικῶν γραμμάτων (ἐν Κυρήνῃ)

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1913; 1928]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐν πορείᾳ πρὸς τὴν Σινώπην

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1928]

Ἀρχὴ σελίδος

Μέρες τοῦ 1909, ᾿10, καὶ ᾿11

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1928]

Ἀρχὴ σελίδος

Μύρης· Ἀλεξάνδρεια τοῦ 340 μ.Χ.

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1929]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἀλέξανδρος Ἰανναῖος, καὶ Ἀλεξάνδρα

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1929]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὡραῖα λουλούδια κι ἄσπρα ὡς ταίριαζαν πολύ

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1929]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἄγε, ὦ βασιλεῦ Λακεδαιμονίων

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1929]

Ἀρχὴ σελίδος

Στὸν ἴδιο χῶρο

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1929]

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ καθρέπτης στὴν εἴσοδο

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1930]

Ἀρχὴ σελίδος

Ρωτοῦσε γιὰ τὴν ποιότητα –

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1930]

Ἀρχὴ σελίδος

Ἂς φρόντιζαν

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1930]

Ἀρχὴ σελίδος

Κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων Ἑλληνοσύρων μάγων

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1931]

Ἀρχὴ σελίδος

Στὰ 200 π.Χ.

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1916; 1931]

Ἀρχὴ σελίδος

Μέρες τοῦ 1908

[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]

[1921; 1932]

Ἀρχὴ σελίδος

Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας

Σαστίσαμε στὴν Ἀντιόχειαν ὅταν μάθαμε
τὰ νέα καμώματα τοῦ Ἰουλιανοῦ.

Ὁ Ἀπόλλων ἐξηγήθηκε μὲ λόγου του, στὴν Δάφνη!
Χρησμὸ δὲν ἤθελε νὰ δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπὸ δὲν τὄχε νὰ μιλήσει μαντικῶς, ἂν πρῶτα
δὲν καθαρίζονταν τὸ ἐν Δάφνῃ τέμενός του.
Τὸν ἐνοχλοῦσαν, δήλωσεν, οἱ γειτονεύοντες νεκροί.

Στὴν Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.–
Ἕνας ἀπ᾿ τοὺς ἐκεῖ ἐνταφιασμένους
ἦταν ὁ θαυμαστός, τῆς ἐκκλησίας μας δόξα,
ὁ ἅγιος, ὁ καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Αὐτὸν αἰνίττονταν, αὐτὸν φοβοῦνταν ὁ ψευτοθεός.
Ὅσο τὸν ἔνοιωθε κοντὰ δὲν κόταε
νὰ βγάλῃ τοὺς χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τοὺς τρέμουνε τοὺς μάρτυράς μας οἱ ψευτοθεοί).

Ἀνασκουμπώθηκεν ὁ ἀνόσιος Ἰουλιανός,
νευρίασε καὶ ξεφώνιζε: «Σηκῶστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τοῦτον τὸν Βαβύλα ἀμέσως.
Ἀκοῦς ἐκεῖ; Ὁ Ἀπόλλων ἐνοχλεῖται.
Σηκῶστε τὸν, ἁρπάξτε τὸν εὐθύς.
Ξεθάψτε τὸν, πάρτε τον ὅπου θέτε.
Βγάλτε τὸν, διῶξτε τὸν. Παίζουμε τώρα;
Ὁ Ἀπόλλων εἶπε νὰ καθαρισθεῖ τὸ τέμενος.»

Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε τὸ ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ·
τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε ἐν ἀγάπῃ κ᾿ ἐν τιμῇ.

Κι ὡραία τωόντι πρόκοψε τὸ τέμενος.
Δὲν ἄργησε καθόλου, καὶ φωτιὰ
μεγάλη κόρωσε: μιὰ φοβερὴ φωτιά:
καὶ κάηκε καὶ τὸ τέμενος κι ὁ Ἀπόλλων.

Στάχτη τὸ εἴδωλο· γιὰ σάρωμα, μὲ τὰ σκουπίδια.

Ἔσκασε ὁ Ἰουλιανὸς καὶ διέδοσε –
τί ἄλλο θὰ ἔκαμνε– πὼς ἡ φωτιὰ ἦταν βαλτὴ
ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐμᾶς. Ἂς πάῃ νὰ λέει.
Δὲν ἀποδείχθηκε· ἂς πάῃ νὰ λέει.
Τὸ οὐσιῶδες εἶναι ποὺ ἔσκασε.

[1932/33, 1935]

[Γιὰ τὴν παραμονὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ στὴν Ἀντιόχεια (362-363 μ.Χ.) καὶ τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς Ἀντιοχεῖς βλ. καὶ τὸ «Ὁ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς». Στὸν περίβολο τοῦ φημισμένου ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος στὴν Δάφνη, μὲ διαταγὴ τοῦ Γάλλου, καίσαρος τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τὴν ἐκτέλεσί του τὸ 354 μ.Χ. ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (βλ. «Ὁ Ἰουλιανὸς ἐν Νικομηδείᾳ»), εἶχαν μεταφερθεῖ τὰ ὀστὰ τοῦ ἐπισκόπου Ἀντιοχείας Βαβύλα (237-250 μ.Χ.), ποὺ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο κατὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν χριστιανῶν ἐπὶ αὐτοκρατορίας Δεκίου (249-251 μ.Χ.) Ὁ Ἰουλιανὸς μὲ τὴν σειρά του διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ λειψάνου στὸ νεκροταφεῖο τῆς Ἀντιοχείας. Ἡ πυρκαγιὰ ποὺ ξέσπασε στὶς 22 Ὀκτωβρίου 362 μ.Χ. (ἀπεδόθη στοὺς χριστιανούς) κατέστρεψε τὸν ναό. [2]

Εἶναι τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Καβάφη. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀντιοχείας εἶχαν θάψει τὸν ἐπίσκοπο Βαβύλα στὸν κῆπο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος ποὺ βρισκόταν στὸ προάστιο τῆς Ἀντιοχείας Δάφνη. Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἀπόλλωνος ἐγκατέλειψαν τότε τὸν ναό, διότι θεωροῦσαν τὸν χῶρο, μετὰ τὴν ταφὴ τοῦ Βαβύλα, μολυσμένον. Ὁ Ἰουλιανὸς γκρέμισε τὴν ἐκκλησία ποὺ εἶχαν χτίσει οἱ χριστιανοὶ στὸν τάφο καὶ διέταξε τὴν μεταφορὰ τῶν λειψάνων τοῦ Βαβύλα στὴν Ἀντιόχεια. Οἱ χριστιανοὶ συμμορφώθηκαν, ἀλλὰ τὴν νύχτα (22 Ὀκτωβρίου 362 μ.Χ.) ἔκαψαν τὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν. Τὸ γεγονὸς εἶναι γνωστὸ ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ. Δύο ἐξ ἄλλου διατάγματά του μᾶς πληροφοροῦν γιὰ τὴν νομοθεσία σχετικῶς μὲ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν, διατάγματα τὰ ὁποῖα οἱ χριστιανοὶ περιφρονοῦσαν. Ὁ Καβάφης συνειδητὰ ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Ἰουλιανός, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι τὸν ναὸ δὲν τὸν ἔκαψαν οἱ χριστιανοί, εἶναι ἀδύνατον νὰ διέδωσε πὼς «ἡ φωτιὰ ἦταν βαλτή». Ἀντιθέτως, ὁ Ἰουλιανὸς πιστεύει ὅτι «μὴ κατ᾿ ἐπιβουλὴν ἀνθρωπείαν, ἀλλὰ κατὰ θείαν μῆνιν ἐνσκῆψαι τῷ ναῷ οὐράνιον πῦρ...» Ἀλλὰ ὁ Καβάφης ἀντιπαθοῦσε τὸν ἀποστάτη αὐτοκράτορα γιὰ τὶς αὐστηρὲς ἠθικές του ἀρχές. [1]]

Ἀρχὴ σελίδος

Παραπομπές-σημειώσεις

[1] Καβάφη, «Ἄπαντα τὰ ποιήματα» [σ.σ. τὰ ἀναγνωρισμένα], εἰσαγωγή-σχόλια Μανώλη Γιαλουράκη, Ὠρόρα, ἄνευ χρονολογίας [19χχ;]
[2] Κ.Π. Καβάφης, «Ἄπαντα τὰ ποιήματα», εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια: Σόνια Ἰλίνσκαγια, Νάρκισσος, 2003, ISBN 960-8239-09-05


Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης
Σελίδες Πατριδογνωσίας

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 25 Μαρτίου 2016