ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910)

Μεταφράσεις

  • Charles Dickens, «Ὁ θάνατος τοῦ μεθύσου» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 5-14)
  • Edgar Poe, «Τὸ κοράκι» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 116-119)
  • «Κοιμήθηκαν» (κατὰ τὸν Mirbeau) (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 404-405)
  • Πιὲρ Λοτί, «Στὸν τάφο τῶν Σαμουράις» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 8, 1894, σελ. 812-816)
  • Jules Tellier, «Νυκτωδία» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἐφ. «Ἑστία», 28-12-1898)
  • Jules Tellier, «Στὴ θάλασσα ἀνατολὴ σελήνης» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἐφ. «Ἑστία», πανηγυρικὸ τευχίδιο, Χριστούγεννα 1898-1899, σελ. 48)
  • Ὀσκὰρ Γουάιλδ, «Τὸ τριαντάφυλλον καὶ τὸ ἀηδόνι» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 1901, σελ. 140-144)


Τὸ Τριαντάφυλλον καὶ τὸ Ἀηδόνι

«Μοῦ εἶπε ὅτι θὰ χορεύσῃ μ᾿ ἐμένα, ἐὰν τῆς πάω κόκκινα τριαντάφυλλα», λέει ὁ νέος Φοιτητής, «ἀλλ᾿ εἰς ὅλο μου τὸ περιβόλι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο.»

Ἀπὸ τὴν φωληά του, ἀπὸ τῆς πρασίνης δρυὸς τὰ κλωνάρια, τὸ Ἀηδόνι τὸν ἤκουσε καὶ τὸν εἶδε καὶ ἀπόρησεν.

«Οὔτε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο εἰς ὅλο μου τὸ περιβόλι!» λέει ὁ νέος Φοιτητής, καὶ τὰ ὡραῖά του μάτια ἐγέμισαν δάκρυα. «Ἄ! ἀπὸ τὶ μικρὰ πράγματα κρέμεται ἡ εὐτυχία! Ἐδιάβασα ὅλα ὅσα ἔγραψαν οἱ σοφοί, καὶ ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς φιλοσοφίας μοῦ εἶνε γνωστά, καὶ ὅμως, ἐπειδὴ μοῦ λείπει ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο, ἡ ζωή μου ὅλη εἶνε δυστυχισμένη.»

«Νά τέλος ἕνας ἀληθινὸς ἐρωτευμένος» λέει τὸ Ἀηδόνι. «Κάθε βράδυ, νύκτα μὲ νύκτα, τὸν ἐτραγούδησα καὶ ἂς μὴ τὸν ἐγνώριζα· κάθε βράδυ, νύκτα μὲ νύκτα, ἔλεγα τὴν ἱστορία του εἰς τὰ ἄστρα, καὶ τώρα τὸν βλέπω. Τὰ μαλλιά του εἶναι σκοτεινὰ σὰν τὸ ἄνθος τοῦ Ὑακίνθου καὶ τὰ χείλη του εἶνε κόκκινα σὰν τὸ τριαντάφυλλο τοῦ πόθου του· ἀλλὰ τὸ πάθος ἔκαμε τὸ πρόσωπόν του ὅμοιον μὲ τὸ ὠχρὸν ἐλεφαντοκόκκαλο καὶ ἡ λύπη ἔβαλε τὰ σημάδια της εἰς τὸ μέτωπό του.»

«Ὁ πρίγκιψ ἔχει χορὸν αὔριον τὸ βράδυ», ἐψιθύρισε ὁ νέος Φοιτητής, «καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ εἶνε ἐκεῖ. Ἐὰν τῆς πάω ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο, θὰ χορεύσῃ μ᾿ ἐμένα ὣς τὸ πρωί. Ἐὰν τῆς πάω ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο, θὰ τὴν κρατήσω στὴν ἀγκαλιά μου, καὶ θὰ κλίνῃ τὸ κεφάλι της εἰς τὸν ὦμό μου, καὶ τὸ χέρι μου θὰ σφίξῃ τὸ δικό της. Ἀλλὰ κόκκινο τριαντάφυλλο δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα εἰς τὸ περιβόλι μου· θὰ καθίσω λοιπὸν μόνος, καὶ θὰ περάσῃ ἀπὸ κοντά μου, καὶ δὲν θὰ προσέξῃ διόλου σὲ μένα, καὶ ἡ καρδιά μου θὰ σπάσῃ.»

«Ἀλήθεια, νά ὁ ἀληθινὸς ἐρωτευμένος» λέει τὸ Ἀηδόνι· «ὅ,τι τραγουδῶ τὸ ὑποφέρει· ὅ,τι εἶνε χαρὰ δι᾿ ἐμένα, δι᾿ αὐτὸν εἶνε λύπη. Ἀλήθεια, ὁ Ἔρως εἶνε θαυμάσιος. Εἶνε πολυτιμότερος τῶν σμαράγδων καὶ ἀκριβότερος τῶν καλλιτέρων ὀπαλίων, οὔτε μὲ μαργαριτάρια ἀγοράζεται, οὔτε εἰς τὰ παζάρια ἁπλώνεται. Οἱ ἔμποροι δὲν τὸν εὐρίσκουν διὰ νὰ τὸν προμηθευθοῦν, καὶ οὔτε ζυγίζεται εἰς τὴν ζυγαριὰ τοῦ χρυσοῦ.»

«Οἱ μουσικοὶ θὰ κάθωνται εἰς τὴν ἐξέδρα των» λέει ὁ νέος Φοιτητής, «καὶ θὰ παίζουν μὲ τὰ ἔγχορδα ὄργανα, καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ χορεύῃ μὲ τοὺς ἤχους τοῦ βιολιοῦ καὶ τῆς ἅρπας. Θὰ χορεύῃ τόσον ἐλαφρά, ποὺ τὰ πόδια της δὲν θὰ θίγουν τὸ πάτωμα, καὶ οἱ αὐλικοὶ μὲ τὰ φαιδρά των φορέματα θὰ τρέχουν γύρω της. Ἀλλὰ μ᾿ ἐμένα δὲν θὰ χορεύσῃ, διότι δὲν ἔχω νὰ τῆς δώσω κόκκινο τριαντάφυλλο.» Καὶ ἔπεσε εἰς τὴν χλόη καὶ ἔκρυψε τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ χέρια καὶ ἔκλαιε.

«Διατί κλαίει αὐτός;» ἠρώτησε ἡ μικρὴ πράσιν Σαύρα, διερχομένη ζωηρὰ κοντά του μὲ τὴν οὐρὰ εἰς τὸν ἀέρα.

«Ἀλήθεια, διατί;» λέει Πεταλοῦδα ποὺ ἐκυνηγοῦσε μίαν ἀκτῖνα.

«Ναί, διατί;» ἐψιθύρισεν ἕνα Λευκάνθεμον εἰς τὸ πλαγινό του μὲ χαμηλὴν καὶ γλυκυτάτην φωνήν.

«Κλαίει δι᾿ ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο» λέει τὸ Ἀηδόνι.

«Δι᾿ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο!» ἐφώναξαν ὅλα· «τί γελοῖο πρᾶγμα!» Καὶ ἡ μικρὴ Σαύρα, ποὺ ἦτο ὁλίγον ἀναιδής, ἐγέλασε δυνατά.

Ἀλλὰ τὸ Ἀηδόνι ἐνόει τὸ μυστικὸν τοῦ πόνου τοῦ Φοιτητοῦ, καὶ ἔμεινε σιωπηλὸν εἰς τὴν δρῦν, καὶ διενοεῖτο τὸ μυστήριον τοῦ Ἔρωτος.

Ἔξαφνα ἄνοιξε τὰ στακτερά του πτερὰ διὰ νὰ πετάξῃ καὶ ὥρμησεν εἰς τὸν ἀέρα. Διῆλθε τὸ περιβόλι σὰν σκιὰ καὶ σὰν σκιὰ ἐπέτα ἐπάνω ἀπὸ τὰ φυτά.

Εἰς τὸ μέσον τῆς χλόης ἔζη μία ὡραία τριανταφυλλιά, καὶ μόλις τὴν εἶδεν ἔπεσε εἰς ἕνα της κλωνί:

«Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο» λέει, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ γλυκύτερο τραγοῦδί μου.»

Ἀλλὰ τὸ Δένδρον ἐκίνησε τὸ κεφάλι του.

«Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶνε λευκά» τοῦ λέει, «λευκὰ σὰν τὸν ἀφρὸ τῆς θαλάσσης καὶ λευκότερα ἀπὸ τὸ χιόνι εἰς τὰ βουνά. Ἀλλὰ πήγαινε νὰ ἰδῇς τὴν ἀδελφή μου, ποὺ μεγαλώνει εἰς τὰ πόδια τοῦ παλαιοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου καὶ ἴσως νὰ σοῦ δώσῃ αὐτὴ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς.»

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἐπέταξε εἰς τὴν Τριανταφυλλιά, ποὺ ἐμεγάλωνε εἰς τὰ πόδια τοῦ παλαιοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου.

«Δῶσέ μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο» λέει, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ γλυκύτερο τραγοῦδί μου.»

Ἀλλὰ τὸ Δένδρον ἐκίνησε τὸ κεφάλι του.

«Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶνε κίτρινα» τοῦ λέει, «σὰν τὰ μαλλιὰ τῆς καθισμένης σειρῆνος, εἰς τὸν ἠλέκτρινο θρόνο της, καὶ κιτρινώτερα τοῦ ἀσφοδέλου ποὺ ἀνθεῖ εἰς τοὺς ἀγροὺς πρὶν πάῃ μὲ τὸ δρεπάνι του ὁ θεριστής. Ἀλλὰ πήγαινε νὰ ἰδῇς τὴν ἀδελφή μου ποὺ μεγαλώνει κάτω τοῦ παραθύρου τοῦ Φοιτητοῦ, καὶ ἴσως σοῦ δώσῃ αὐτὴ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς.»

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἐπεταξε εἰς τὴν Τριανταφυλλιά, ποὺ ἐμεγάλωνε κάτω τοῦ παραθύρου τοῦ Φοιτητοῦ.

«Δῶσέ μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο» λέει, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ γλυκύτερο τραγοῦδί μου.»

Ἀλλὰ τὸ Δένδρον ἐκίνησε τὸ κεφάλι του.

«Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶνε κόκκινα» τοῦ λέει, «κόκκινα σὰν τὰ πόδια τοῦ περιστεριοῦ, καὶ κοκκινώτερα τῶν μεγάλων ῥιπιδίων ποὺ ἀναδεύονται ἀενάως εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Ὠκεανοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ χειμὼν ἐπάγωσε τὶς φλέβες μου, καὶ ὁ πάγος ἔκαψε τὰ μπουμπούκια μου, καὶ ἡ καταιγὶς ἔσπασε τοὺς κλώνους μου, καὶ ὅλον τοῦτον τὸν χρόνο δὲν θὰ ἔχω τριαντάφυλλα.»

«Ἕνα μόνο τριαντάφυλλο κόκκινο εἶνε ὅλο ποὺ ποθῶ» λέει τὸ Ἀηδόνι. «Μόνο ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο! Δὲν εἶνε τρόπος νὰ τὸ ἀποκτήσω;»

«Εἶνε ἕνας τρόπος» τοῦ λέει τὸ Δένδρον: «Ἀλλὰ εἶνε τόσο τρομερὸς ποὺ δὲν τολμῶ νὰ σοῦ τὸν εἰπῶ.»

«Πές μου τον» λέει τὸ Ἀηδόνι, «καὶ δὲν φοβοῦμαι.»

«Ἂν ποθῇς ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο» λέει τὸ Δένδρον, «πρέπει νὰ τὸ δημιουργήσῃς μὲ μουσικὴν εἰς τὸ φῶς τῆς Σελήνης καὶ νὰ τὸ βάψῃς μ᾿ αὐτῆς τῆς καρδιᾶς σου τὸ αἷμα. Πρέπει νὰ μοῦ τραγουδήσῃς ἐμένα, μὲ τὸ στῆθός σου βαλμένο ἀπάνου σ᾿ ἕνα ἀγκάθι, ὅλη τὴν νύκτα πρέπει νὰ μοῦ τραγουδήσῃς ἐμένα, καὶ τὸ ἀγκάθι πρέπει νὰ σοῦ τρυπήσῃ τὴν καρδιά, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ χυθῇ εἰς τὶς δικές μου φλέβες.»

«Ὁ θάνατος εἶνε πολὺ μεγάλη πληρωμὴ δι᾿ ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο» λέει τὸ Ἀηδόνι «καὶ ἡ Ζωὴ εἶνε δι᾿ ὅλους πολύτιμη. Εἶνε καλὰ νὰ εἶνε κανεὶς εἰς τὸ πράσινο δάσος καὶ νὰ βλέπῃ τὸν Ἥλιο εἰς τὸ χρυσό του ἅρμα καὶ τὴν Σελήνη εἰς τὸ μαργαριταρένιο της ἁμάξι. Γλυκεῖα εἶνε ἡ εὐωδία τῆς λευκακάνθης καὶ γλυκεῖα εἶνε ἡ κληματὶς ποὺ κρύβεται εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἡ ἐρείκη ποὺ κυματίζει εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου. Ἀλλὰ πάλιν ὁ Ἔρως εἶνε καλήτερος ἀπὸ τὴν Ζωήν, καὶ τί εἶνε καρδιὰ πουλιοῦ παραβαλλομένη μὲ τὴν καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου;»

Ἅπλωσε λοιπὸν τὰ στακτερά του πτερὰ διὰ νὰ πετάξῃ καὶ ὥρμησε εἰς τὸν ἀέρα· ἐπέρασε ἀπὸ τὸ περιβόλι σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ ἐπέτα ἐπάνω ἀπὸ τὰ φυτά.

Ὁ νέος Φοιτητὴς ἐκοίτετο ἀκόμη εἰς τὴν χλόη, ὅπου τὸν εἶχε ἀφήσει, καὶ τὰ δάκρυα ἀκόμη δὲν εἶχαν στεγνώσει εἰς τὰ ὡραῖά του μάτια.

«Χαίρου» ἐφώναξε τὸ Ἀηδόνι, «χαίρου· θὰ ἔχῃς τὸ τριαντάφυλλό σου τὸ κόκκινο. Θὰ τὸ δημιουργήσω μὲ μουσικὴν εἰς τὸ φῶς τῆς Σελήνης, καὶ θὰ τὸ βάψω μ᾿ αὐτῆς τῆς καρδιᾶς μου τὸ αἷμα· ὅλο ὅλο ποὺ σοῦ ζητῶ δι᾿ αὐτό, εἶνε νὰ εἶσαι ἀληθινὰ ἐρωτευμένος, διότι ὁ Ἔρως εἶναι σοφώτερος ἀπὸ τὴ Φιλοσοφία, ἂν καὶ αὐτὴ εἶνε σοφή, καὶ δυνατώτερος ἀπὸ τὴν Δύναμη, ἂν καὶ αὐτὴ εἶναι δυνατή. Τὰ πτερά του ἔχουν τῆς φωτιᾶς τὸ χρῶμα καὶ σὰν τὴν φωτιὰ εἶνε τὸ κορμί του. Τὰ χείλη του εἶνε ζαχαρωμένα σὰν τὸ μέλι, καὶ ἡ πνοή του εἶνε σὰν λιβανωτός.»

Ὁ Φοιτητὴς εἶδε ἀπὸ τὴν χλόη ποὺ ἦτο πεσμένος, καὶ ἤκουσε, ἀλλὰ δὲν ἐνόησε τὶ τοῦ ἔλεγε τὸ Ἀηδόνι, διότι δὲν ἐγνώριζε ἄλλο ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ εἶνε γραμμένα εἰς τὰ βιβλία.

Ἀλλὰ ἡ Δρῦς ἐνόησε καὶ κατελυπήθη, διότι ἀγαποῦσε πολὺ τὸ μικρὸ τὸ Ἀηδόνι, ποὺ εἶχε κτίσει τὴν φωληά του εἰς τοὺς κλώνους της.

«Τραγούδησέ μου ἕνα τελευταῖο τραγοῦδι» ἐψιθύρισε, «θὰ ἔχω τόση μοναξιὰ ὅταν θὰ φύγῃς!»

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἐτραγούδησε εἰς τὴν Δρῦν, καὶ ἡ φωνή του ἦτο ὅλο φοῦσκες σὰν χυνόμενο νερὸ ἀπὸ ἀσημένια ὑδρία.

Ὅταν ἐτελείωσε τὸ τραγοῦδι του, ὁ Φοιτητὴς ἐσηκώθη καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα μικρὸ τετράδιο καὶ ἕνα μολύβι.

«Ἔχει πλαστικότητα» ἔλεγε φεύγων ἀπὸ τὴν χλόη, «αὐτὸ δὲν συζητεῖται· ἀλλ᾿ ἔχει καὶ αἴσθημα; Φοβοῦμαι πὼς δὲν ἔχει. Ἄλλως τε εἶνε ὅπως ὅλοι οἱ καλλιτέχναι, εἶνε ὅλο ὕφος, χωρὶς καμμίαν εἰλικρίνεια. Δὲν θὰ ἐθυσιάζετο δι᾿ ἄλλον. Δὲν συλλογίζεται παρὰ τὴν μουσική, καὶ ὅλοι γνωρίζουν ὅτι αἱ τέχναι εἶνε ἐγωίστριαι. Πάλιν ὅμως πρέπει νὰ παραδεχθῇ κανείς, ὅτι ἔχει μερικοὺς ὡραίους φθόγοους εἰς τὴν φωνή του. Τί κρῖμα νὰ μὴ θέλουν νὰ ποῦν τίποτε, νὰ μὴ κάνουν κανένα πρακτικὸ καλό»· καὶ εἰσῆλθε εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ κατεκλίθη εἰς τὸ στενό του κρεββᾶτι, καὶ ἤρχισε νὰ συλλογίζεται τὸν ἔρωτά του, καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγη ὥρα ἀπεκοιμήθη.

Καὶ ὅταν ἡ Σελήνη ἔλαμψε εἰς τοὺς ούρανούς, τὸ Ἀηδόνι ἐπέταξε εἰς τὴν Τριανταφυλλιά, καὶ ἔβαλε τὸ στῆθός του ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι. Ὅλην τὴν νύκτα ἐτραγούδησε, μὲ τὸ στῆθος ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι, καὶ ἡ ψυχρὰ κρυσταλλίνη Σελήνη ἔκυψε καὶ τὸ ἤκουσε. Ὅλην τὴν νύκτα ἐτραγούδησε, καὶ τὸ ἀγκάθι ἐχώθηκε ὁλοένα βαθύτερα εἰς τὸ στῆθός του, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς του ἐχύθη ἀπὸ κεῖ.

Ἐτραγούδησε πρῶτα τὴν γέννησιν τοῦ Ἔρωτος εἰς τὴν καρδιὰ κόρης καὶ ἀγοριοῦ. Καὶ εἰς τὸ ὑψηλότερο κλωνάρι τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἄνθησε ἕνα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, ἕνα ἕνα φύλλο, καθὼς τὸ ἕνα τραγοῦδι ἀκολουθοῦσε τὸ ἄλλο τραγοῦδι. Χλωμὸ ἦτο πρῶτα, σὰν τὴν πάχνη ποὺ κρέμεται εἰς τὸν ποταμό - χλωμὸ σὰν τὰ πόδια τῆς πρωίας, καὶ ἀσημένιο σὰν τὰ πτερὰ τῆς αὐγῆς. Σὰν τὴ σκιὰ τριανταφύλλου σὲ ἀσημένιον καθρέπτη, σὰν τὴν σκιὰ τριανταφύλλου σὲ λίμνη, ἦτο τὸ τριαντάφυλλο ποὺ ἄνθιζε εἰς τὸ ὑψηλότερο κλωνάρι τοῦ Δένδρου.

Ἀλλὰ τὸ Δένδρον λέει εἰς τὸ Ἀηδόνι νὰ σπρώξῃ δυνατώτερα τὸ στῆθός του ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι. «Σπρῶξε δυνατώτερα, μικρό μου Ἀηδόνι», λέει τὸ Δένδρον, «διότι θὰ φθάσῃ ἡ ἡμέρα πρὶν τελειώσῃ τὸ τριαντάφυλλο.»

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἔσπρωξε δυνατώτερα ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι, καὶ ἡχηρότερο ὁλοένα ἐγίνετο τὸ τραγοῦδί του, διότι ἐτραγουδοῦσε τὴν γέννησιν τοῦ Πάθους εἰς τὴν καρδιὰ ἀνδρὸς καὶ παρθένου.

Ἁβρὰ κοκκινάδα ἀνέβη εἰς τὰ φύλλα τοῦ τριανταφύλλου, σὰν τὴν κοκκινάδα τοῦ νυμφίου ὅταν φιλῇ τῆς νύμφης τὰ χείλη. Ἀλλὰ τὸ ἀγκάθι δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀηδονιοῦ, ὥστε ἡ καρδιὰ τοῦ τριανταφύλλου ἔμεινε λευκή, διότι μόνο τὸ αἷμα καρδιᾶς ἀηδονιοῦ ἔχει τὴν δύναμι νὰ πορφυρώσῃ τὴν καρδιὰ τριανταφύλλου.

Καὶ τὸ Δένδρον λέει εἰς τὸ Ἀηδόνι νὰ σπρώξῃ δυνατώτερα τὸ στῆθός του ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι. «Σπρῶξε δυνατώτερα, μικρό μου Ἀηδόνι», λέει τὸ Δένδρον, «διότι θὰ φθάσῃ ἡ ἡμέρα πρὶν τελειώσῃ τὸ τριαντάφυλλο.»

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἔσπρωξε δυνατώτερα τὸ στῆθός του ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι, καὶ τὸ ἀγκάθι τοῦ ἤγγισε τὴν καρδιὰ καὶ ἄγριον ῥῖγος πόνου τὸ σπάραξε. Πικρὸς πικρὸς ἦτο ὁ πόνος του, καὶ ὁλοένα ἀγριώτερο ἐγίνετο τὸ τραγοῦδί του, διότι ἐτραγουδοῦσε τὸν Ἔρωτα ποὺ ἀποτελειώνεται ἀπὸ τὸν Θάνατο, τὸν Ἔρωτα ποὺ δὲν πεθαίνει εἰς τὸν τάφον.

Καὶ τὸ θαυμάσιο τριαντάφυλλο ἔγεινε κατακόκκινο, σὰν τὸ τριαντάφυλλο τοῦ οὐρανοῦ τῆς Ἀνατολῆς. Κατακόκκινη ἦτο ἡ ζώνη τῶν φύλλων του, καὶ κατακόκκινη σὰν ῥουμπίνι ἦτο ἡ καρδιά του.

Ἀλλ᾿ ἡ φωνὴ τοῦ Ἀηδονιοῦ ἀδυνάτησε, καὶ τὰ μικρά του πτερὰ ἤρχισαν νὰ σπαράζουν, καὶ μία μεμβράνη τοῦ ἐκάλυψε τὰ μάτια· ὁλοένα ἀδυνατώτερο ἐγίνετο τὸ τραγοῦδί του καὶ ἠσθάνετο εἰς τὸν λαιμό του κάτι νὰ τὸ πνίγῃ.

Τότε ἄφησε μία τελευταία πνοὴ μουσικῆς. Ἡ λευκὴ Σελήνη τὴν ἤκουσε, καὶ ἐλησμόνησε τὴν αὐγή, καὶ ἐβράδυνεν εἰς τὸν οὐρανό. Τὸ κόκκινο τριαντάφυλλο τὴν ἤκουσε, καὶ τρέμον ὁλόκληρο ἀπὸ ἔκστασιν ἄνοιξε τὰ φύλλα του εἰς τὸν ψυχρὸν ἀέρα τῆς αὐγῆς. Ἡ Ἠχὼ τὴν ἐπῆγε ἔως τὸ μενεξεδένιον της σπήλαιον εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἔσυρεν ἀπὸ τὰ ὄνειρα τοὺς κοιμισμένους βοσκούς. Ἀεροπόρησεν ἔως τὰ καλάμια τοῦ ποταμοῦ, κ᾿ ἐκεῖνα ἐπῆγαν τὸ μήνυμα εἰς τὴν θάλασσα.

«Κύττα! κύττα!» λέει τὸ Δένδρον, «τὸ τριαντάφυλλο εἶνε τελειωμένο τώρα»· ἀλλὰ τὸ Ἀηδόνι δὲν ἀπεκρίθη τίποτε, διότι ἐκοίτετο νεκρὸ εἰς τὴν ὑψηλὴ χλόη, μὲ τὸ ἀγκάθι εἰς τὴν καρδιά του.

Καὶ τὸ μεσημέρι ὁ Φοιτητὴς ἄνοιξε τὸ παράθυρό του καὶ ἐκύτταξεν ἔξω.

«Ἔλα δά! τί παράδοξη τύχη» ἐφώναξε, «νά ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο! Εἰς ὅλη μου τὴ ζωὴ δὲν εἶδα παρόμοιο τριαντάφυλλο. Εἶνε τόσον ὡραῖο, ποὺ εἶμε βέβαιος ὅτι θὰ ἔχῃ ἕνα μακρὺ ὄνομα λατινικό.» Καὶ ἔκυψε καὶ τὸ ἔκοψε.

Τότε ἔβαλε τὸ καπέλλο του, καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Καθηγητοῦ, μὲ τὸ τριαντάφυλλο εἰς τὸ χέρι.

Ἡ κόρη τοῦ Καθηγητοῦ ἐκάθητο εἰς τὴν θύραν τυλίγουσα σὲ κουβαρίστρα μενεξεδένιο μετάξι, μὲ τὸ σκυλάκι της καθισμένο κοντά.

«Μοῦ εἶπες ὅτι θὰ χορεύσῃς μ᾿ ἐμένα, ἐὰν σοῦ ἔφερνα ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο» λέει χαρούμενος ὁ Φοιτητής. «Νά τὸ κοκκινότερο τριαντάφυλλο τοῦ κόσμου. Θὰ τὸ βάλῃς τὸ βράδυ εἰς τὸ στῆθός σου, ἐπάνω εἰς τὴν καρδιά σου, καὶ ὅταν θὰ χορεύουμε μαζί, αὐτὸ θὰ σοῦ λέῃ πόσο σὲ ἀγαπῶ.»

Ἀλλ᾿ ἡ κόρη ἐσούφρωσε τὰ φρύδια.

«Φοβοῦμαι ὅτι δὲν πάει καλὰ μὲ τὸ φόρεμά μου» λέει· «καὶ ἔπειτα, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ αὐλικοῦ μοῦ ἔστειλεν ἀληθινὰ κοσμήματα, καὶ καταλαβαίνεις ὅτι τὰ κοσμήματα ἀξίζουν πολὺ ἀκριβότερα ἀπὸ τὰ ἄνθη.»

«Μά τὴν ἀλήθεια, εἶσαι πολὺ ἀχάριστη!» λέει ὁ Φοιτητὴς μὲ θυμό. Καὶ ἐπέταξε τὸ τριαντάφυλλο εἰς τὸν δρόμο, ὅπου ἔπεσεν εἰς τὸ αὐλάκι, καὶ ὅπου ἡ ῥόδα κάρρου ἐπέρασεν ἐπάνω του.

«Ἀχάριστη;» λέει ἡ κόρη. «Καὶ ἐγὼ σοῦ λέω ὅτι εἶσαι πολὺ χωριάτης· καὶ ἐπὶ τέλους τί εἶσαι σύ, κύριε; ἕνας φοιτητὴς καὶ τίποτε ἄλλο. Μοῦ φαίνεται μάλιστα ὅτι δὲν ἔχεις ἀσημένιους φιόγγους εἰς τὰ ὑποδήματά σου, καθὼς ἔχει ὁ ἀνεψιὸς τοῦ αὐλικοῦ.» Καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ κάθισμά της καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ σπίτι.

«Πόσον ἀνόητο πρᾶγμα εἶνε ὁ Ἔρως» λέει φεύγων ὁ Φοιτητής. «Ὁ Ἔρως δὲν ἔχει οὔτε τὴν μισὴ ὠφέλεια τῆς λογικῆς, διότε τίποτε δὲν ἀποδεικνύει, καὶ σοῦ ὁμιλεῖ ὅλην τὴν ὥρα διὰ πράγματα ποὺ δὲν θὰ συμβοῦν, καὶ σὲ ἀναγκάζει νὰ πιστεύῃς πράγματα ποὺ δὲν εἶνε ἀληθινά. Ἀλήθεια, ὁ Ἔρως δὲν εἶνε πρακτικός, καὶ ὅπως εἰς τὴν ἐποχή μας τὸ πᾶν εἶνε νὰ εἶνε κανεὶς πρακτικός, θὰ ῥιχθῶ πάλιν εἰς τὴν Φιλοσοφία καὶ θὰ μελετήσω Μεταφυσική.»

Ἐγύρισε λοιπὸν εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ ἐπῆρεν ἕνα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, καὶ ἤρχισε τὸ διάβασμα.

ΟΣΚΑΡ ΓΟΥΑΪΛΔ

Μετάφρασις Μαιάνδρου.

(Ὀσκὰρ Γουάιλδ, «Τὸ τριαντάφυλλον καὶ τὸ ἀηδόνι», περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 1901, σελ. 140-144)

Ἀρχὴ σελίδος

Περικλῆς Γιαννόπουλος
Σελίδες Πατριδογνωσίας

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 25 Δεκεμβρίου 2024