ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910)

Σημειώσεις


Περὶ τοῦ παρόντος ἱστοχώρου

βιογραφία τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου ἐγράφη ἀπὸ τὸν Φειδία Μπουρλᾶ, βάσει δὲ αὐτῆς ἐγράφη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸ λῆμμα «Περικλής Γιαννόπουλος» τῆς ἑλληνικῆς Βικιπαίδειας (εἰς τὴν ὁποίαν προφανῶς παρέχεται δικαίωμα χρήσεως). Ἐπειδὴ ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ Βικιπαίδεια δὲν εἶναι ἀσφαλὴς ἔναντι τῶν κακοβούλων βανδαλισμῶν (τοὺς ὁποίους δὲν ἀπέφυγε κατὰ καιροὺς οὔτε τὸ συγκεκριμένον ἄρθρον), ἀφ᾿ ἐτέρου ἀντίκειται στὴν ἐπιστημονικὴ δεοντολογία ἡ χρησιμοποίησις τῶν ἄρθρων τῆς Βικιπαίδειας ἀπ᾿ εὐθείας (ἀντὶ τῶν πηγῶν στὶς ὁποῖες αὐτὰ παραπέμπουν), συνιστᾶται εἰς κάθε περίπτωσιν ἡ χρῆσις τῶν ἱστοσελίδων τοῦ παρόντος δικτυακοῦ τόπου, μὲ ἀναφορὰ τῆς πηγῆς (συμφώνως μὲ τὶς ἐπισημάνσεις Creative Commons τῶν ἱστοσελίδων), ὅπου εὐρίσκεται ἡ πλήρης, ἐλεγμένη, ἐνημερωμένη καὶ σὲ σωστὰ ἑλληνικὰ (πολυτονικόν) βιογραφία τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου.

Τὸ κείμενον τῆς «Ἐκκλήσεως πρὸς τὸ πανελλήνιον κοινόν» ἐλήφθη ἀπὸ τὴν α' ἔκδοσιν, Ι.Δ. Κολλάρου, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Ἀθῆναι 1907. Τὸ κείμενον τῶν ἄρθρων ποὺ πρωτοδημοσιεύθησαν στὸ περιοδικὸν «Νουμᾶς» ἐλήφθησαν ἀπὸ τὰ πρωτότυπα τεύχη τοῦ «Νουμᾶ». Ὡς πηγὴ διὰ τὸ κείμενον τῶν ἄρθρων «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική», «Πρὸς τοὺς καλλιτέχνας μας», «Πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν», «Ἑλληνικὴ Γραμμή», «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», «Καὶ περὶ Ἑλληνικῆς Μουσικῆς τίποτε;», «Ἑλληνικὴν Μουσικὴν ἐμπρός» καὶ τοῦ βιβλίου «Νέον Πνεῦμα» χρησιμοποιήθηκε τὸ βιβλίον Περικλῆ Γιαννόπουλου Ἅπαντα, Ἐλεύθερη Σκέψις, β' ἐπανέκδοσις 1999 (α' ἔκδ. 1988), ISBN 960-7931-17-3. Τὸ κείμενον τοῦ Παύλου Νιρβάνα «Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης» (ἀπὸ τὰ «Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα») ἐλήφθη ἀπὸ τὴν σχετικὴ ἱστοσελίδα τοῦ Νίκου Σαραντάκου.

Ἔγινε προσπάθεια νὰ διατηρηθῇ πιστὰ ἡ πρωτότυπος ὀρθογραφία τῶν πρώτων δημοσιεύσεων, ὅπου αὐτὲς ἦσαν διαθέσιμες, διότι καθῆκον ὅλων μας εἶναι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Γλῶσσαν καὶ τὸ ἔργον τῶν λογοτεχνῶν μας.

Ἀπαγορεύω κάθε μετατροπὴν τοῦ κειμένου τῶν ἱστοσελίδων μου εἰς τὸ μονοτονικόν. Τοιαύτην πράξιν θεωρῶ ἀσέβειαν πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Γλῶσσαν, τὸν Περικλῆν Γιαννόπουλον καὶ ἐμέ.

Φειδίας Μπουρλᾶς, 2009-

Ἀρχὴ σελίδος

8 Ἀπριλίου 1910 - Λίγα ἀγριολούλουδα γιὰ τὸν Γιαννόπουλο

«Στὴν Ἀκρόπολη πρωὶ τῆς Κυριακῆς ἀνέβηκα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἤτανε νὰ γυρίσει ἡ ἀγαπημένη μου, μὰ ὁ ἀγαπημένος μου ἐκεῖνος εἶχε πεθάνει. Καὶ ἔκοψα μιὰ παπαροῦνα, ποὺ τὴν ὀνόμαζε «τὸ ἄνθος τῆς Περσεφόνης», καὶ μιὰ μαργαρίτα, στὴν πόρτα τῆς Ἀκρόπολης, καὶ ἀνέβηκα γρήγορα τὰ μαρμάρινα σκαλιὰ καὶ ἔβαλα στοὺς βράχους τοὺς λαξευμένους μπροστὰ στὸν Παρθενῶνα τὰ λουλούδια αὐτά! Καὶ κείνη τὴν ὥρα κι ὅλο τὸ πρωὶ ἔτρεμε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση ἄφραστη.»

...ἔγραφε ὁ Ἴων Δραγούμης ἑκατὸ χρόνια πρίν (Φύλλα Ἡμερολογίου, 10 Ἀπριλίου 1910).

8 Ἀπριλίου 1910.

Ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὴν αὐτοθέλητη ἔξοδο τοῦ μεγάλου Ἕλληνος.

Ὁ δημιουργὸς τοῦ παρόντος ἱστοχώρου, κόβει καὶ αὐτὸς λίγα ἀγριολούλουδα ἀπὸ τὸν λόφο τοῦ Φιλοπάππου καὶ τὰ ἀποθέτει ταπεινὰ στὸν Ἱερὸ Βράχο τῆς Ἀκροπόλεως. Γιὰ ἐκεῖνον. «Καὶ ἔτρεμε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση ἄφραστη»...

«Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.

»Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.

»Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου Κάλλους [...]»

(Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)

ΠΕΡΙΚΛΗΣ
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

1871 - 8 Ἀπρ. 1910

«Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν...» (Δ. Καμπούρογλου)

Φ.Μ., 8 Ἀπρ. 2010

https://pheidias.antibaro.gr/giannopoulos.html

Φειδίας Μπουρλᾶς, 8-4-2010

Ἀρχὴ σελίδος

Ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου

Ὁ γράφων ὀνόμασε τὸ ἔτος 2010 ἔτος Περικλῆ Γιαννόπουλου («2010: Ἔτος Περικλῆ Γιαννόπουλου», 28-12-2009). Ἐδημιούργησε τὸν παρόντα ἱστοχῶρο, καθὼς καὶ τὴν σελίδα «Περικλής Γιαννόπουλος» στὸ facebook, τὴν δὲ 8η Ἀπριλίου 2010 ἄφησε λίγα ἀγριολούλουδα στὴν Ἀκρόπολι εἰς μνήμην τοῦ μεγάλου Ἕλληνος. Ἐδημοσίευσε δὲ σειρὰ ἄλλων ἄρθρων ἐπ᾿ ἀφορμῇ τῆς ἐπετείου («Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γιὰ τὴν Ἀκρόπολι», περιοδικὸν «Ἀνθέμιον», τ. 21, Δεκ. 2010· «Περικλῆς Γιαννόπουλος: 100 χρόνια ἀπὸ τὴν ἔξοδό του - Τὰ ἅπαντα, στὸ Ἀντίβαρο», 27-3-2010· «Ὦ Ἀπολλώνιε, ἡ ὡραία μορφή σου...», 5-4-2010· «8 Ἀπριλίου 1910», 8-4-2010).

Πολλὲς καὶ σημαντικὲς πρωτοβουλίες, δημοσιεύσεις καὶ ἐκδηλώσεις, συνέβαλαν ἐπίσης ὥστε νὰ ἀναθερμανθῇ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν προφήτη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐνδεικτικῶς:

Ὁ Χρίστος Γούδης, καθηγητὴς τοῦ Παν. Πατρῶν καὶ πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτοῦτου Ἐθνικῶν καὶ Κοινωνικῶν Μελετῶν «Ἴων Δραγούμης», δημοσιεύει στὶς 8-4-2010, εἰς μνήμην Περικλῆ Γιαννόπουλου, τὴν «Ἑλληνικὴ Γραμμή, ἢ περὶ τοῦ ἰδιοτύπου ρατσισμοῦ τῶν διανοουμένων τῆς ἐθνικῆς ἀποδόμησης» (ἀναδημοσιεύσεις: «Ἑλληνικὲς Γραμμές», 8-4-2010· «Ἐλεύθερος Κόσμος», 8-4-2010· «Στοχασμός-Πολιτική», 7-4-2010· olympia.gr, 8-4-2010). Ὡς προμετωπίδα θέτει τὴν ἀκόλουθη στροφὴ ἀπὸ τὸ ποίημά του, «Προσκλητήριον Πεσόντων»:

Γιαννόπουλος Περικλῆς
Τοῦ ἀδιανόητου τοπίου
Καὶ τῆς ἀπόλυτης ἑλληνικῆς γραμμῆς
Φῶς Ἀπολλώνιον
Ἔφιππος χάθηκε στὰ κύματα
Στὴ θάλασσα τῆς Ἐλευσίνας

Ἄλλα ἄρθρα γιὰ τὴν ἐπέτειο τῶν ἑκατὸ χρόνων:

Ἐκδηλώσεις:

Στὶς 26-4-2010 ἔγινε στὸ ξενοδοχεῖον President ἡ παρουσίασις τοῦ βιβλίου τοῦ Νικολάου Καρρᾶ «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Ἑκατονταετία 1910-2010», ἐκδ. «Πελασγός», 2010. (Βλ. ρεπορτὰζ στὶς «Ἑλληνικὲς Γραμμές», 26-4-2010.)

Τὸ βιβλίο τοῦ Ν. Καρρᾶ δίδει ἀρκετὰ στοιχεῖα γιὰ τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ «ἔτους Γιαννόπουλου, 1964» καὶ γενικῶς γιὰ τὴν ἀναθέρμανσι τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸν Γιαννόπουλο μεταπολεμικῶς. Στὴν ἀναθέρμανσι αὐτοῦ τοῦ ἐνδιαφέροντος συνεργάστηκαν καὶ συνέβαλαν ἐνεργῶς σπουδαῖοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅπως ὁ Δημήτρης Πικιώνης, ὁ Τάσος Ἀθανασιάδης, Ὁ Λίνος Καρζῆς, ἡ Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη, ὁ Γιῶργος Σταμπολῆς καὶ ἄλλοι διανοητές. Καθὼς μάλιστα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ Ἑλλὰς ἑτοιμαζόταν νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν δρόμο πρὸς τὴν μετέπειτα Εὐρωπαϊκὴ Ἔνωσι, ἐτέθη τὸ καίριο ζήτημα τῆς ἐθνικῆς αὐτογνωσίας. (Τὸ ζήτημα, δηλαδή, νὰ γνωρίζουμε ὡς Ἕλληνες μὲ ποιὰ ἐφόδια καὶ μὲ ποιὰ ἰδιοπροσωπία θὰ συμμετάσχουμε στὴν ἐνωμένη Εὐρώπη καὶ θὰ συμβάλουμε στὸν παγκόσμιο πολιτισμό, χωρὶς νὰ ἀλλοτριωθοῦμε.) Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα, ὅπως ἐσημείωσε σὲ ἄρθρο του (περιέχεται στὸ βιβλίο), ὁ Τάσος Ἀθανασιάδης, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ νὰ βρεθοῦν ἀπαντήσεις.

Ἀνάλογος δημιουργικὸς προβληματισμὸς καλλιεργήθηκε τότε ἀπὸ πολλοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Βλ. π.χ. Ὀδυσσέας Ἐλύτης, συνέντευξι στὴν ΕΡΤ, περὶ τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρώπη («Ἐδῶ γεννήθηκε ἡ Εὐρώπη», ΕΡΤ, 1980). Ὅλα αὐτὰ ἔσβησαν δυστυχῶς στὴν ἀνωμαλία τοῦ «ἀνενδότου» καὶ τῶν «Ἰουλιανῶν», τῆς Ἀπριλιανῆς δικτατορίας, τοῦ Ἀττίλα καὶ τῆς μεταπολιτευτικῆς παρακμῆς, τῆς ὁποίας τὴν κατάληξι, τὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτισμικὴ χρεωκοπία, ζοῦμε σήμερα (2011)... (Μιχάλης Χαραλαμπίδης, 1996, 6ο συνέδριο ΠΑΣΟΚ: «Στὸ τέλος τοῦ κύκλου, ποὺ θὰ εἶναι τὸ 2004, τὸ 2010, θὰ εἶναι μιὰ Ἑλλάδα τουρκομπαρόκ· ἕνα φτωχὸ καὶ συρρικνωμένο βιλαέτι ἢ γερμανικὸ λάντερ.»

Φειδίας Μπουρλᾶς, 25-4-2011

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γιὰ τὴν Ἀκρόπολι (περιοδικὸν «Ἀνθέμιον»)

Τὸ περιοδικὸν «Ἀνθέμιον», Ἐνημερωτικὸν Δελτίον τῆς Ἑνώσεως Φίλων Ἀκροπόλεως, ἐδημοσίευσεν στὸ τεῦχος 21, Δεκ. 2010, ISSN 1106-6628, σελ. 35, ἀπόσπασμα ἐργασίας τοῦ γράφοντος γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο καὶ τὴν Ἀκρόπολι, ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐπετείου τῶν ἑκατὸ ἐτῶν ἀπὸ τὴν αὐτοθέλητη ἔξοδό του. Παρατίθεται ἡ σελὶς τοῦ περιοδικοῦ καθὼς καὶ ὁλόκληρη ἡ ἐργασία.

Φειδίας Μπουρλᾶς, 24-4-2011

* * *

* * *

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γιὰ τὴν Ἀκρόπολη - ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του

«Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.

»Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.

»Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου Κάλλους [...]»

(Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)

Ἑκατὸ χρόνια συμπληρώνονται ἐφέτος στὶς 8 Ἀπριλίου, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη (8-4-1910) ποὺ ὁ μεγάλος ἑλληνολάτρης Περικλῆς Γιαννόπουλος ἑνώθηκε αὐτοθέλητα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Φύση. Ὡς δεῖγμα τιμῆς καὶ μνήμης γιὰ τὸν μεγάλο ἄνδρα, παραθέτω ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἔργο του ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἀκρόπολη.

Ἑλληνολάτρης, ἀρχαιολάτρης, πάνω ἀπ᾿ ὅλα φυσιολάτρης ὁ Γιαννόπουλος («Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό») καλεῖ τοὺς νέους («ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΑΙ Ἀγαπήσετε μὲ πάθος πύρινον τὴν Μητέρα Γῆ, θ᾿ ἀναστηθῆτε στὴν ἀληθινὴ Ἡδονικὴ Ζωή») καὶ συλλαμβάνει μιὰ ἐξαίσια, ὑψηλοτάτης ἐμπνεύσεως εἰκόνα: Τὸ πεντελικὸ μάρμαρο, σὰν γάλα τῆς Μητέρας Γῆς, νὰ πηγάζει ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, νὰ κρυσταλλώνεται στὰ καλλιτεχνήματα τῆς Ἀκροπόλεως καὶ νὰ γίνεται κατόπιν πνεῦμα καὶ νὰ φωτίζει ἀπὸ τοὺς αἰθέρες παντοτινὰ τὴν ἀνθρωπότητα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

«Καὶ τότε ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀγαλλομένη ἕως τὰ βάθη τῶν σπλάχνων της αἰσθάνεται τὰ στήθη τῆς πρισκόμενα ἀπὸ τὰς ἡδονὰς τῆς συλλήψεως, τότε ἀπὸ τοῦ σὰν ὀρθοῦ μαστοῦ Ἀρτέμιδος Πεντελικοῦ της, ἕνα ἀφροδίσειον ἀφρόεν, μαρμαρόεν γάλα ἀναβλύζει, γάλα πηγνυόμενον εἰς τὸν ἀέρα καὶ τὸ φῶς, κρυσταλλιαζόμενον εἰς ἀνονείρευτα Παλάτια, μὲ μαρμαρίνην Ἀνθρωπότητα ἁβροτέραν καὶ ζωντανοτέραν κάθε ζωντανῆς, ἀνερχόμενον ἀργὰ καὶ μεγαλόπρεπα πρὸς τὰ κυάνεα οὐράνια σὰν πελώριον πάμφωτον σύννεφον Ἰουλιανοῦ μεσημερινοῦ καὶ μένον.

»Καὶ ἡ Νεφέλη, αὐτὴ ἡ διαμένουσα αἰώνια, ἡ καταυγάζουσα μὲ τὰ ἡδονικώτερα φῶτα τὴν Οἰκουμένην, ἡ μὴ γινομένη βρῶμα σκωλήκων, ἡ χῶμα οὖσα καὶ μὴ ἀπερχομένη εἰς χῶμα, ἡ οὔτε ἀπὸ τοῦ Χρόνου οὔτε ἀπὸ κανενὸς λυσσασμένου Θεοῦ τὰ δόντια τρωγομένη, εἶνε τὸ ἀποθέωμα Ἑλληνικῆς Γῆς καὶ Φυλῆς, καὶ εἶνε τὸ ἕνα καὶ ΜΟΝΑΔΙΚΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟΝ ποὺ ἄνθησε καὶ ἐπετρώθη εἰς τὸν πλανήτην αὐτόν, εἶνε ὁ μοναδικὸς Αἰσθητικὸς καὶ Πνευματικὸς Ἥλιος τῆς Οἰκουμένης, ὁλόκληρος Χαρὰ καὶ Ἡδονὴ Ζωῆς, καὶ ἡ μόνη της Δόξα, Παρηγορία καὶ Ἐλπίς, εἶνε τό: ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟΝ.»

Καὶ ἀπὸ τοὺς αἰθέρες ὁ Γιαννόπουλος ἐπανέρχεται στὴν γῆ, στὴν λατρεμένη του Μητέρα Γῆ καὶ στὰ παιδιά της, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ἔργα τους. Μᾶς μιλᾶ γιὰ τὸν Παρθενῶνα ὡς «φυσικὸν ἄνθος θαυμάσιον» τῆς Ἀκροπόλεως καὶ τῆς ἀττικῆς γῆς, καὶ γιὰ τὴν «ἑλληνικὴ γραμμή», τὴν λυγερὴ ἀρμονικὴ καμπύλη, ἀπὸ τοὺς λοφίσκους καὶ τὰ κύματα, ἔως τοὺς κίονες τοῦ Παρθενῶνος καὶ τὸν λαιμὸ τῶν γυναικῶν, τὴν μία αὐτὴν πάντοτε γραμμή («Ἑλληνικὴ Γραμμή», 1903):

«Τώρα, στρέψατε τὰ νῶτα πρὸς τὸν δύοντα ἥλιον καὶ παρατηρήσατε τὴν κατάφωτον Ἀκρόπολιν. Παρατηρήσατε τὸν ἀναβαίνοντα λόφον μὲ τὰ πεῦκα του, τὰς ἐλαίας, τοὺς ἀθανάτους, τὰς παραμικροτέρας γραμμάς. Παρατηρήσατε τὴν φεύγουσαν καμπυλωτὴν πλευρὰ τῶν ροδοπετάλων βράχων ἀπὸ τὴν θύραν της πρὸς τὸ θέατρον τοῦ Ἡρώδου καὶ πέραν· τὰ πάντα φέγγουν σὰν γράμματα Βαλτάσαρ. Παρατηρήσατε τὰ Προπύλαια, τὸν φαινόμενον Παρθενῶνα -ἕνα καλλιτεχνικὸν ἔργον, ἄνθος φυσικὸν θαυμάσιον, ἐναρμονιζόμενον καὶ ἐκφράζον αὐτὴν -τὰ πάντα φέγγουν, λάμπουν. Καὶ δὲν φαίνονται ὅσον ἐφαίνοντο, διότι ὁ καιρὸς ἐρροκάνισεν, ἡ βροχὴ ἐξέπλυνε τὰ χρώματα, τὸ πλήγωμα ἐχόνδρυνεν, ἐνίσχυσε τὰς γραμμάς. Φαντασθῆτε ὅτι εἶσθε εἰς τὰ Προπύλαια· φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε ἐνώπιόν σας, οἱονδήποτε τωρινὸν οἰκοδόμημα. Ὅλαι αἱ ἀρχιτεκτονικαὶ καὶ γλυπτικαὶ λεπτομέρειαι, αἱ περίοδοι, αἱ φράσεις, αἱ λέξεις, αἱ τελεῖαι, τὰ κόμματα, οἱ τόνοι, τὰ πνεύματα, τὰ πάντα διαβάζονται ἀνέτως, ὅπως τὰ γράμματα κρατούμενης ἐφημερίδος εἰς τὰ χέρια σας. Εἶναι ἡ ἐντελὴς Ἑλληνικὴ τῶν πάντων εἰς τὰ πάντα: Σαφήνεια.»

«Εἶναι μία μόνη γραμμὴ καμπύλη. Παντοῦ μία ἁπλουστάτη, μαλακωτάτη καμπύλη, ὑγρὰ καὶ φευγαλέα σὰν τὰς μεγάλας καὶ ἡρέμους ἀναπνοὰς τῆς θαλάσσης, σὰν τὰ μεγάλα ἥμερα κύματα, παράγουσα μίαν βαθυτάτην αἰσθητικὴν ἡδονήν. Ἡ εὐθεῖα γραμμή, μία ὀρθὴ γραμμὴ ἑνὸς μονοκοκκάλου ἄγγλου, μίας λογχοειδοῦς ἀγγλίδος, εἶναι γραμμὴ προξενοῦσα δύναμιν, γεννῶσα ἀντίστασιν, εἶναι γραμμὴ ἀποκρουστική. Μία καμπύλη γραμμὴ λόφου, μαλακὰ καμπυλωμένος λαιμὸς γυναικός, εἶναι γραμμὴ γεννῶσα συμπάθειαν, πόθον θωπείας, ἕλκουσα τὸ φίλημα, εἴτε γυναικὸς εἴτε λόφου γραμμὴ εἶναι ἡ ἕλκουσα προφανῶς τὸ χέρι διὰ τὴν ἁπαλὴν θωπείαν, ζητητικὴ θωπείας. Καὶ εἶναι παραδοξότατον ὅτι θαυμάζεται τόσον ἡ ἰδέα τῶν καμπυλῶν τοῦ Παρθενῶνος, διότι εἶναι φανερὸν ὅτι ἀληθὴς καλλιτέχνης ἔχων νὰ ὑψώσῃ γραμμὰς εἰς ἕνα λόφον τῆς Ἀττικῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λάβῃ οὐδὲν ἄλλο ὑπ᾿ ὄψιν παρὰ ν᾿ ἁρμονίσῃ τὰς γραμμάς του πρὸς τὴν τριγύρω ἁρμονικὴν καμπύλην.

»Μία λοιπὸν γραμμὴ καμπύλη σαφεστάτη, ἁπλουστάτη, ἡδονικωτάτη, ἁρμονικωτάτη, μουσικωτάτη, μὲ μίαν αἰθεριωτάτην εὐγένειαν καὶ ἕνα μέθυ μελαγχολίας, παραλλάσσουσα εἰς κάθε βῆμα, ὅσον παραλλάσσει τὸ ἓν κῦμα ἀπὸ τὸ ἄλλο.»

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ὀνειρικὴ Ἑλληνικὴ Φύση, ὑπάρχει καὶ ἡ σκληρὴ πραγματικότης τῶν καιρῶν. Κατακεραυνώνει τὴν Δύση καὶ μάλιστα τὶς Μεγάλες Δυνάμεις ὁ Γιαννόπουλος -ἐποχὴ ὅπου παίζεται ἡ τύχη τῆς Μακεδονίας- καὶ τὶς παρεμβάσεις τῶν Βρετανῶν, ἀναφερόμενος καὶ στὸν ἅρπαγα Ἔλγιν («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

«Καὶ οἱαδήποτε καὶ ἂν ὑποτεθῇ ἡ ἔμφυτος Δύναμις ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΙΑΣ τῶν Φράγκων δὲν θὰ ἔφθανον ποτὲ εἰς τὸ σημεῖον ποὺ ἔφθασεν αἴφνης ὁ πρόστυχος λωποδύτης τῶν Πετρῶν τοῦ Παρθενῶνος, ὁ ἁρπακτὴς τῶν Ἰονίων, ὁ ξεζουμιστὴς τῆς Κύπρου, ὁ Ξεθεωτὴς τῆς Κρήτης, ὁ Ἀκατονόμαστος πουλητὴς γιὰ λίγα σελίνια -σὰν νὰ ἦτο ἡ ἀδελφή του- μιᾶς ὀρφανῆς Κόρης, τῆς Πάργας, στὸ χαρέμι τοῦ Τούρκου, ὁ Μεγαλοπρεπὴς ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΟΣ Κοιλαροκαπροδόντης Τζών, ποὺ μαζὺ μὲ τοὺς ἄλλους καθ᾿ ὅλα ὁμοίους του, ἀνακατεύουν κι᾿ ἐμᾶς μὲ τοὺς ἀναρχικοὺς Λωποδύτας, ἀποκαλοῦν κι᾿ ἐμᾶς μὲ τὸ περιφρονητικόν ἐπίθετον «Χριστιανικοὶ Πληθυσμοί!...». Καὶ κάνουν ὅτι ψάχνουν καὶ ὅτι μετροῦν νὰ βροῦν, ἂν στὸ σπῆτι μας εἶνε περισσότεροι οἱ Τοῦρκοι ἢ οἱ Σέρβοι, ἢ οἱ Ρουμοῦνοι ἢ οἱ Βούλγαροι ἢ οἱ μπουρμποῦλοι ἢ οἱ Κατσαρίδες καὶ ἀξιοῦν ὅλοι μαζὺ νὰ στεκόμεθα μὲ χέρια ἀκίνητα καὶ κεφάλια σκυμμένα εἰς ὑποταγήν, ὅταν τὰ μαχαίρια τῶν ΣΜΠΙΡΩΝ ΤΩΝ μᾶς αὐλακώνουν τὰ νεφρά.»

Ἀλλὰ ἡ εὐθύνη ἀνήκει πάντοτε στοὺς ἴδιους τοὺς Ἕλληνες πρῶτα. Ἀμείλικτα στηλιτεύει ὁ Γιαννόπουλος τὴν παρακμὴ (μὲ βασικὸ αἴτιο τὴν ξενομανία) τῆς ἐποχῆς του. Καὶ τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει στὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα μοῦ θυμίζει τὴν ὀδύνη φίλης ἀρχαιολόγου ὅταν μοῦ μιλοῦσε γιὰ τὰ σκουπίδια, κουτιὰ μπύρας καὶ ὅ,τι ἄλλο, ποὺ ἐμάζευαν τὸ πρωὶ μετὰ τὴν νύχτα τοῦ αὐγουστιάτικου φεγγαριοῦ ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολογικοὺς χώρους. «Νὰ σταματήσουν αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις», μοῦ ἔλεγε. «Ὁ νεοέλληνας θέλει νὰ πιεῖ τὴν μπύρα του στὴν Ἀκρόπολη;» Τὸ μαστίγιο στὸ χέρι τοῦ Γιαννόπουλου («Νέον Πνεῦμα», 1906):

«Καὶ εἶναι Ἀνήθικον νὰ καλεῖται Ἕλλην, Ὄν, τὸ ὁποῖον ζεῖ ἕναν Αἰῶνα τώρα, πλησίον τῶν Ἀληθεστέρων Θεοφανείων τοῦ Θείου ἐπὶ Γῆς -τῶν Ἀγαλμάτων Θεῶν καὶ τῶν Ναῶν Θαυμάτων- χωρὶς νὰ συγκινεῖται οὔτε ὅσον τὰ γιδοπρόβατα χωρὶς νὰ ἕλκεται ἀπὸ τὸ Οὐράνιον Ὄνειρον καὶ Ὅραμα τοῦ Ὡραίου, οὔτε ὅσον τὸ σκουλῆκι ἀπὸ τὸ Ἄνθος. Καὶ εἶναι Ἀποτρόπαιον νὰ ὀνομάζωνται Ἕλληνες, οἱ τολμήσαντες μὲ ἕνα Βλαχοδήμαρχον ἐπὶ κεφαλῆς, νὰ καταβεβηλώσουν ὡς καὶ αὐτὸν τὸν Ναὸν τῆς Παρθένου, τσιμπουσιάζοντες χυδαιότατα ὀργιαστικῶς, σπῶντες τὰ Μπυροβάρελα, ἐπὶ τῶν Ἰχνῶν τῆς Χρυσελεφαντίνου Παναγίας, καταβρωμίζοντες μὲ τὰ βρωμοψωμότυρά των, τὰ Τρισάγια Λείψανα τοῦ Ὡραίου.»

Ὁ Γιαννόπουλος, αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης (καὶ ὄχι πιστὸς χριστιανός, μὲ τὴν συνήθη τουλάχιστον χρήση τῶν λέξεων), ἀναγνωρίζει σοφὰ τὴν συνέχεια ἑλληνικότητας σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, καὶ φυσικὰ στὴν νέα θρησκεία τῶν Ἑλλήνων. Γράφει χαρακτηριστικῶς, μὲ τὸν ἀγαπημένο του Παρθενῶνα αἰώνιο σύμβολο τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

«Ἡ Κινήσασα ἐξ Ἀθηνῶν Ἑλληνικὴ Ἰδέα, πολεμήσασα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ Ρώμῃ καὶ νικήσασα, Παρθενώνεται εἰς τὴν ΣΟΦΙΑΝ τοῦ Βοσπόρου, ἀπίστευτος πραγμάτωσις Πλατωνικοῦ καὶ Παρθενωνείου ΟΝΕΙΡΟΥ.

»Διότι ὅταν ὁ ΝΕΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ὑψώνεται τρισμέγιστος μὲ τὸν Οὐρανὸ κατάλαμπρον κατεβασμένον στὴ γῆ γιὰ καπέλλο, ὅταν ὁ Ἑλλ. Λαὸς μέσα εἰς τὰς μεγίστας ἀγκάλας του εἰσέρχεται τραγουδῶν τὰ νέα τραγούδια, τώρα ὄχι μόνον ἀκροατὴς τοῦ Ἑλλ. Δράματος ἐν τῷ Θρησκευτικῷ Θεάτρῳ, ἀλλὰ καὶ λαμβάνων μέρος μὲ τὰ τραγούδια του, ὅταν ἐν μέσῳ τῆς καταλάμπρου ΝΕΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ, ποὺ καταστολίζει τὰ πάντα ἀπὸ τὰ βάθρα ἕως τοὺς θόλους καὶ καταθέλγει τὰς ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ του, αἰσθάνεται ὅτι δὲν τοῦ στεροῦν τίποτε ἀπὸ τὴν Ζωὴν καὶ τὴν Χαρὰν καὶ τὴν Εὐμορφιὰ ποὺ εἶνε συνειθισμένος νὰ ἔχῃ καὶ νὰ λατρεύῃ, ὅταν οἱ Χοροὶ τραγουδοῦν, καὶ αἱ φωτοχυσίαι καὶ τὰ θυμιάματα καὶ οἱ λαμπροστόλιστοι ΝΕΟΙ ΙΕΡΕΙΣ παίζουν τὸ Θεῖον Δρᾶμα, τώρα μόλις πίσω ἀπὸ ἕνα ἐλαφρότατον παραπέτασμα τὸ ὁποῖον καὶ αὐτὸ ἀνοίγεται ὅλην τὴν ὥραν, καὶ ὅταν οἱ ΡΗΤΟΡΕΣ ἀπὸ τὸν Ἄμβωνα τώρα, τοῦ δίδουν τὴν ὑπερτάτην ἀπόλαυσιν παντὸς Ἕλληνος πάσης ἐποχῆς: ΤΟ ΛΟΓΟ! αἰσθάνεται τὸν ἑαυτόν του, ἐννοεῖ ὅτι δὲν ἔχασε τίποτε, ὅτι εἶνε ὅλα τὰ ἴδια, ὅτι τίποτε δὲν τὸν Ἐστέρησαν, ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος, καὶ τότε οὕτω μόνον, ὑπ᾿ αὐτοὺς μόνον τοὺς ὅρους, ἀποδέχεται τελειωτικῶς τὸν Χριστιανισμὸν ὁ Ἑλλ. Λαός. Καὶ ὅταν οἱ Γρηγόριοι θέλοντες νὰ μοναστηριάσουν μεταβάλλουν τὸν μοναχικὸν βίον καὶ τραγουδοῦν, κιθαρωδοῦν, δραματουργοῦν τὸ Νέον Θρήσκευμα, ἡ Νίκη τοῦ Ἑλλ. Πνεύματος εἶνε τελεία, εἶνε ἀκριβῶς πανομοία μὲ τὴν κατάκτησιν -ἐκεῖ Ξένης- τῆς Ἀριστοκρατίας καὶ Βασιλείας τῆς Ρώμης, καὶ ὅταν οἱ Χρυσόστομοι, ΠαπαΔημοσθένηδες καὶ ΠαπαΠερικλῆδες τῶν Νέων Καιρῶν δημαγωγοῦν τὸν Λαόν των καὶ τὸν καταμεθοῦν καὶ καταμεθοῦνται ὅλοι μαζὺ στὴν καταλαμπρύνουσα καὶ ἐξαίρουσα τὰ πάντα Εὐμορφιὰ τοῦ Ἑλλ. Λόγου, τότε πρέπει νὰ εἶνε κανεὶς Θεόστραβος διὰ νὰ μὴ βλέπῃ ἐπάνω ἀπὸ τὸν μεγάλον Θόλον, τὴν Ἀήττητον Παρθένον, τὴν Πρόμαχον ΑΘΗΝΑ, τώρα μὲ τὸ Βυζαντινό της Φόρεμα, μὲ τὸ κεφάλι τοῦ Νέου Θεοῦ στὸ στῆθος, προβάλλουσαν μὲ τὸ χέρι της τὸ νέον ὅπλον τό: ΣΤΑΥΡΟ.»

«Ἡ μεγαλητέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶνε, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα», λέγει χαρακτηριστικῶς ἀλλοῦ. Καὶ ἐπιγραμματικῶς διατυπώνει τὴν συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἐκφράζει τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννηση, μὲ τὴν φράση: «Μετὰ τὴν Θεὰν Σοφίαν Ἀθηνᾶ, μετὰ τὴν Ἀθηνᾶ Παναγία Σοφία, θὰ πεταχθῇ εἰς τὸ φῶς ἡ ὅλων ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ: Παναγία Σοφία ΑΦΡΟΔΙΤΗ.»

Ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὴν ἐθελούσια ἔξοδό του ἀπὸ τὴν ζωή, ὁ βάρδος τοῦ Ἑλληνισμοῦ μᾶς καλεῖ: «Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.» («Νέον Πνεῦμα», 1906)

Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε, ἂς τὸν ἀφήσουμε νὰ μᾶς ὁδηγήσει, «Ἐμεῖς οἱ Ὡραιότατοι ΙΔΑΝΙΣΤΑΙ-ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΑΙ καὶ ἐξωφρενικότατοι τῶν Παλαβῶν της Γῆς.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907).

Καὶ ἂς ἀναγεννηθοῦμε, ἂς χορέψουμε, ἂς τραγουδήσουμε, ἂς μεθύσουμε μαζί του: «Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 28-3-2010

Ἀρχὴ σελίδος

Περικλῆς Γιαννόπουλος
Σελίδες Πατριδογνωσίας

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 15 Ὀκτωβρίου 2011