ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910)

Ἄρθρα καὶ ἐπιστολαί

Ἄρθρα:

  • «Ποῖος εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ζώντων ποιητῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἀπόκρισις σὲ ἔρευνα, ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 31-12-1898)
  • «Ἐντυπώσεις απὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴν τῶν Ἀθηνῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-3-1899)
  • «Ἐντυπώσεις απὸ τὴν ἐσωτερικὴν διακόσμησιν τῶν οἰκιῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 23-3-1899)
  • «Ἡ Δόξα τοῦ Γύζη» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑστία», 31-3-1899)
  • «Ἀπὸ τὴν καλλιτεχνικὴν ἔκθεσιν: Διδάγματα» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 21, 4-4-1899)
  • «Ἀπὸ τοὺς ναούς (Διὰ τοὺς Ἐπιτρόπους)» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-4-1899)
  • «Τὰ στρατιωτικὰ ἄσματα καὶ οἱ ποιηταί» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 25-5-1899)
  • «Οἱ παλαιοί» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 26-5-1899)
  • «Κηδεία μικροῦ παιδιοῦ» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 31, 13-6-1899)
  • «Ἐθνικοὶ εὐεργέται» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 18-7-1899)
  • «Ἀναμνήσεις ἐκ Βοιωτίας: - Κακοσάλεσι - Σχολεῖον χωρίου» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 38, 1-8-1899)
  • «Ὁ Βασιλεύς (Ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος)» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 8-8-1899)
  • «Φιλολογία καὶ Πατριωτισμός» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑστία», 13, 15, 16-8-1899)
  • «Ποιηταὶ καὶ Πατρίς (Πρὸς τὸν κ. Παλαμᾶν καὶ τὴν Σχολήν του» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 15-8-1899)
  • «Ὁ Παπακοιλᾶς» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 41, 22-8-1899)
  • «Λυκαβηττὸς ἢ Λουλουδάκης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 54, 21-11-1899)
  • «Τιγρὰν Ὑεργὰτ» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 24-11-1899)
  • «Ὁ Διάδοχος» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 4-12-1899)
  • «Ὑπάρχει πλατωνικὸς ἔρως. Ὁ σημερινὸς ἔρως τῶν πολιτισμένων τάξεων. Ἀθηναϊκὸς ἔρως.» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑσπερινὴ Ἀκρόπολις», 9-12-1899)
  • «Τὸ ἐρωτικὸν αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑσπερινὴ Ἀκρόπολις», 10-12-1899)
  • «Ἑλληνικὰ παράδοξα: - Ἡ ἄγνωστος χώρα» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 10-12-1899)
  • «Ὁ Γύζης ἀπέθανε» (ἀνεξακρίβωτον, 1901· ξανατ. ὡς ἀνέκδοτο στὴν ἐφ. «Ἑστία», 22-3-1928)
  • «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 7, 8, 9, 11, 12, 13, 15, 16, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 28, 29, 30, 31-12-1902, 5-1-1903)
  • «Πρωτοχρονιάτικη εὐχὴ γιὰ τὸ 1903» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 1-1-1903)
  • «Μία περίεργος κριτική! (Χωρὶς σύνορα καὶ χωρὶς συνέχεια)» (περ. «Κριτική», 1, 15-1-1903, 1, 15-2-1903, 1-3-1903, σελ. 25-27, 53-57, 84-85, 121-125, 157-159)
  • «Τὸ καθῆκον μας» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 4, 12-1-1903)
  • «Ἡ ξενομανία» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 5, 16-1-1903)
  • «Ὄχι ξένα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 9, 30-1-1903)
  • Ἐπιστολή: Διὰ τὸν κ. Τσαρούχην («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 18, 2-3-1903)
  • «Χαιρετισμός» [στὸν Κωστῆ Παλαμᾶ] («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 19, 6-3-1903)
  • «Τὰ πανταλόνια τῆς φιλολογίας» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 24, 23-3-1903)
  • «Ὁ χαλασμένος καθρέπτης» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 27, 3-4-1903)
  • Ἐπιστολή: Πρὸς τὸν κ. Αντίλαλον («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 31, 20-4-1903)
  • «Βυζαντινὴ μὲν ρινοκλασία δέ» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 32, 24-4-1903)
  • «Τὰ ἀρχαῖα δράματα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 33, 27-4-1903)
  • «Διὰ τοὺς ξενομανεῖς σοφολογίους» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 35, 4-5-1903)
  • «Ὄχι Ἀττικὸς ἀήρ, ἀλλὰ ἀττικὸν χῶμα» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-1-1903)
  • «Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος» (ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Ἀνατολὴ», Φεβ. 1903, σελ. 390)
  • «Πρὸς τοὺς καλλιτέχνας μας: Ζωγράφους, γλύπτας, ἀρχιτέκτονας καὶ μουσικούς» (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Α', ἀρ. 12, Φεβ. 1903, σελ. 392-396)
  • «Τὰ δύο ἰδανικά: Δύο μηδενικά» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 9, 10, 11, 12, 13, 18, 19-2-1903)
  • «Πρὸς τὴν ἑλληνικὴν ἀναγέννησιν: Τὸ πρῶτον βῆμα» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 11, 13-3-1903)
  • «Διὰ τὸ Βασιλικὸν Θέατρον καὶ διὰ τὴν δραματικὴν σχολὴν τοῦ Ὠδείου»(ἀπόκριση σὲ ἔρευνα) (περ. «Κριτική», 15-3-1903, σελ. 170-174)
  • «Τί νὰ κάμωμεν;» (περ. «Πρωτεύουσα», ἔτος Α', ἀρ. 19, 19-3-1903)
  • «Ἡ Ἑλληνικὴ ὡραιότης» (ἐφ. «Ἑστία», 26-3-1903)
  • «Περίπατοι (Ἀπὸ τὰς Ἐκκλησίας)» (ἐφ. «Ἀθῆναι», 14-4-1903)
  • «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Α'. Ὁ δυνατὸς πόθος» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 18-4-1903)
  • «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Β'. Ἡ ἀοριστία τοῦ πόθου» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 19-4-1903)
  • «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Γ'. Ἡ συνδρομὴ τοῦ τύπου» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 22-4-1903)
  • «Τηλεφωνήματα (Προσεχὴς ἔκθεσις τοῦ Παρνασσοῦ)» (ἐφ. «Ἀθῆναι», 21-4-1903)
  • «Ἡ ἑλληνικὴ γραμμή» (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Β', ἀρ. 1, 23-5-1903, σελ. 416-422)
  • «Tigrane Yergate» (Ὡς Jean Méandre· περ. «La Revue, ancienne Revue des Revues», Παρίσι 15-6-1903, σελ. 704-706· ξανατ. στὸ τεῦχος τῆς σειρᾶς «Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν Παλαμᾶ»: - Tigrane Yergate. Préface de Jean Méandre· Athènes. Imprimerie «Hestia», 1932)
  • «Ἡ νέα μας Ἑλληνοποῦλα» (ἐπιστολὴ γιὰ τὴν «Τρισεύγενη» τοῦ Παλαμᾶ) (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-9-1903)
  • «Ἕνα ἑλληνοειδὲς θέατρον» (ἐφ. «Ἑστία», 3-7-1904)
  • «Τὸ γυναικεῖον καπέλλο» (ἐφ. «Ἑστία», 4-7-1904)
  • «Δωρεὰ εἰκόνων» (ἐφ. «Ἑστία», 7-7-1904)
  • «Ὁ διάδοχος τοῦ Λύτρα» (ἐφ. «Ἑστία», 10-7-1904)
  • «Τὸ γυμνόν: Ὁ διωγμὸς τῶν λουομένων» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-7-1904)
  • «Ἐξετάσεις Πολυτεχνείου» (ἐφ. «Ἑστία», 18-7-1904)
  • «Καὶ περὶ ἑλληνικῆς μουσικῆς τίποτε;» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 18-7-1904)
  • «Ἑλληνικὴν μουσικὴν ἐμπρός!» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 25, 27, 28-7-1904· καὶ ἐπιστολὴ διορθωτικὴ 29-7-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ παλαιὰ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 30, 31-7-1904, 1-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ βασιλικὴ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3, 4, 5, 6-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ νέα σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ ἀρχαιολογικὴ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 16, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 25 (τὸ ἄρθρο αὐτὸ ὡς Θ. Θάνατος), 26-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Τὸ ἑλληνικὸν θέατρον» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 28, 29, 30, 31-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Τὸ νέον θέατρον» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 1-9-1904)
  • «Τὸ ἑλληνικὸν χρῶμα» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11-9-1904)
  • «Οἱ ἀποτρόπαιοι θεοί» (Ὡς Θ. Θάνατος· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 13-9-1904)
  • «Προσέξατε» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 16-9-1904)
  • «Paul Mathio né poulo» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 19, 20, 21, 23, 24, 26-9-1904 (τὸ τελευταῖο ἄρθρο ὡς Θ. Θάνατος))
  • «Ἀπὸ τὰ νέα ἐρείπια πρὸς τὴν ἀναγέννησιν: Σαλπίσματα» (Ὡς Θ. Θάνατος· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 29, 30-9-1904, 1, 4, 5, 9, 11, 13, 15-10-1904)
  • «Διαβάζουμε ἢ δὲ διαβάζουμε;» (ἀπόκριση σὲ ἔρευνα γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ βιβλίου στὴν Ἑλλάδα, περ. «Παναθήναια», τόμ. 12, 15-31 Ἰουλ. 1906, σελ. 181· ἀναδημοσίευσις «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 208, 6-9-1906)
Βιβλία: Ἐκδόσεις μετὰ θάνατον:
  • «Ὁ Καλλιτέχνης» (ἀπόσπασμα ἀπὸ ἀνέκδοτη μελέτη) (Ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 20, 30-4-1910, σελ. 35-37)
  • «Τηλεφωνήματα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 600, 1-10-1916· ἐγράφη τὸ 1903)
Ἐπιστολαί:
  • Ἐπιστολὴ στὸν Δ. Καμπούρογλου, σταλμένη τὴν παραμονὴ τῆς αὐτοκτονίας του (ἐφ. «Ἐμπρός», 13-4-1910)
  • Ἐπιστολὴ στὸν Εὐγενία Ζωγράφου (χρονολ. Αὔγ. 1907, ὅπου τῆς ζητοῦσε συνεργασία γιὰ τὸ περιοδικό της· περ. «Ἑλληνικὴ Ἐπιθεώρησις», ἔτος Γ', 1-7-1910, σελ. 1046-1047· ξανατ. στὴν ἐφ. «Ἡ Καθημερινή», 27-6-1938)
  • Ἐπιστολαὶ στὴν «Νέα Ζωή» (περ. «Νέα Ζωή» Ἀλεξανδρείας, ἔτος 6, 1909-10, σελ. 342-344)
  • Ἐπιστολαὶ στὸν Δ. Ταγκόπουλο (περ. «Ἑλληνικὰ Γράμματα», τόμ. Δ', 1-2-1929, σελ. 180-181)
  • Ἐπιστολαὶ στὴν Σοφία Λασκαρίδου (περ. «Νέα Ἑστία», τόμ. 26, 1 καὶ 15-7-1939, σελ. 878-881, 970-977)
  • Ἐπιστολαὶ στὸν Ἴωνα Δραγούμη, 1907-1910 («Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», εἰσαγωγὴ-σχόλια: Στέφανος Μπεκατῶρος, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5)


Τὸ καθῆκον μας

[ΜΙΑΝ ΕΡΕΥΝΑΝ εἰλικρινεστάτην καὶ πρωτοτυπωτάτην ἐπὶ τῆς συγχρόνου Ἑλληνικῆς ζωῆς ἀρχίζει ἀπὸ τὸ σημερινὸν φύλλον ὁ κ. Περικλῆς Γιαννόπουλος. Ἂν ἡ ἔρευνα αὐτὴ εἶνε πολύτιμος καὶ ἂν ἦτο ἀπαραίτητος, θὰ τὸ ἰδῆτε μόνοι σας. Ὁ «Νουμᾶς» μὲ ὑπερηφάνειαν φιλοξενεῖ στὰς στήλας του τὰ ἄρθρα τοῦ ἀγαπητοῦ συναδέλφου καὶ λογίζεται εὐτυχὴς διότι ἡ ἐργασία αὐτή, ἡ ἐξόχως ἐθνοπλαστική, ἔρχεται πολύτιμον βοήθημα εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ ἀρχικοῦ προγράμματός του.

Τὸ σημερινὸν ἄρθρον τοῦ κ. Γιαννοπούλου εἶνε ἕνα εἶδος προλόγου. Τὸ δεύτερον, τὸ ὁποῖον θὰ δημοσιεύσωμεν εὶς τὸ προσεχὲς φύλλον, φέρει τὸν τίτλον «Ἡ Ξενομανία».

Ἀνάγκη δὲ νὰ σημειωθῇ ὅτι τὰ ἄρθρα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος ἔτυχε νὰ ἀνατραφῇ καὶ νὰ ζήσῃ, κατὰ τὸ πλεῖστον, μὲ ξένους καὶ μὲ ξένας ἰδέας καὶ μεταξὺ ξενολατρῶν. Συνεπῶς στηρίζονται ἐπὶ παρατηρήσεων, τὰς ὁποίας ἠρύσθη ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν πηγὴν καὶ ὄχι ἀπὸ τρίτον χέρι.

Δὲν συνιστῶμεν λοιπὸν μόνον τὴν μελέτην των. Πρέπει νὰ τὰ αἰσθανθῆτε, πρέπει νὰ τἀγαπήσετε τἄρθρα τοῦ κ. Γιαννοπούλου· πρέπει νὰ τὰ υἱοθετήσετε, γιὰ νὰ μείνετε Ἕλληνες. Διότι ὅπως ἀποδεικνύει τετραγωνικότατα ὁ πολύτιμος συνεργάτης μας, ἂν δὲν ἐπαύσαμεν, κινδυνεύομεν ἐν τούτοις νὰ παύσωμεν νὰ εἴμεθα Ἕλληνες -καὶ ἂς φωνάζωμεν ὅσο θέλομεν περὶ τοῦ ἐναντίου. (Ο ΝΟΥΜΑΣ)]

* * *

Ἡμεῖς οἱ Ἰδεολόγοι εἴμεθα οἱ πνευματικοὶ πατέρες τοῦ λαοῦ. Ἡμεῖς εἴμεθα οἱ πραγματικοὶ ποιμένες αὐτοῦ. Ἡμεῖς κρατοῦμεν εἰς τὰ χέρια μας, τὴν ψυχήν του, τὴν καρδιά του, τὸ πνεῦμά του. Ἡμεῖς ἂν θέλωμεν τὸν διαφθείρομεν ἔως τὸ κόκκαλον. Ἡμεῖς ἐὰν θέλωμεν τὸν ναρώνομεν, τὸν ἀρρωσταίνομεν, τὸν πεθαίνομεν, τοῦ κόπτομεν κάθε καλόν, κάθε χαράν. Ἡμεῖς ἂν θέλωμεν τὸν βοηθοῦμεν ν᾿ ἀνθίσῃ περίφημα, νὰ εἶνε παραδειγματικός, θαυμάσιος. Οὔτε ὁ Δηλιγιάννης, οὔτε ὁ Τρικούπης, οὔτε κανεὶς ἄλλος πταίει, δι᾿ ὅ,τι ἔγινε, δι᾿ ὅ,τι γίνεται. Πταίουν μόνον, κυρίως, πρῶτοι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, καὶ ἡμᾶς βαρύνει ὁλόκληρος ἡ εὐθύνη της σήμερον, ἡ φοβερὰ εὐθύνη τῆς αὔριον ὁλόκληρος.

Ἰδοὺ ποία εἶνε ἡ δύναμίς μας: Κάθε γῆ ἔχει τὰ μέταλά της, τὰ φυτά της, τὰ ζῶά της, τοὺς ἀνθρώπους της καὶ αἱ ἐκδηλώσεις ὅλαι τῶν ἀνθρώπων κάθε γῆς, κατὰ φυσικὸν λόγον, εἶνε διαφορετικαί. Συνεπῶς, ἄλλο εἶδος οἰκογενείας ἔχει ὁ Ἄγγλος, ἄλλο ὁ Γάλλος, ἄλλο ὁ Ἰταλός, ἄλλο ὁ Γερμανός. Ἄλλο πατρικὸν αἴσθημα ἔχει ὁ Ἄγγλος, ἄλλο μητρικόν, ἄλλο ἀδελφικόν. Ἄλλο ὁ Γάλλος, ὁ Ἰταλός, ὁ Γερμανός. Ἄλλη λοιπὸν εἶνε καὶ ἡ Ἑλληνικὴ οἰκογένεια, διότι ἄλλος εἶνε ὁ Ἕλλην, διότι ἄλλη εἶνε ἡ γῆ του. Ἡ οἰκογένεια εἶνε ἡ θρησκεία τοῦ Ἕλληνος. Εἶνε ἡ βαθυτέρα του θρησκεία, ἀπὸ τὴν προϊστορικὴν ἐποχὴν ἔως αὐτὴν τὴν στιγμήν, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει Ἕλλην. Θρησκευτικῶς τηρεῖται ἡ ἱεραρχία, δυνατότατος εἶνε ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς τῆς ἀγάπης, τῶν αἰσθημάτων, τῶν καθηκόντων, τοῦ σεβασμοῦ μεταξὺ τῶν μελῶν της. Ἀπόλυτος ἡ ἀφοσίωσις τοῦ ἑνὸς εἰς τοὺς ἄλλους, τῶν ὅλων διὰ τὸν ἕνα. Ὁ Ἕλλην δὲν ἔχει τίποτε ἱερότερον εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν του. Τίποτε δὲν τηρεῖ ὑψηλότερα, ἁγνότερα. Ὁ πατὴρ δουλεύει εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν διὰ τὸ σπίτι του. Ἡ μητέρα -ὤ ἡ ἑλληνὶς μητέρα! ἡ ὡραιοτάτη Παναγία- πονεῖ δι᾿ ὅλους εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Ὁ ἀδελφός, ἔχει τὴν ἀδελφήν του σὰν τὰ μάτια του. Δὲν ὑπανδρεύεται πρὶν τὴν ὑπανδρεύσῃ. Ὁ υἱὸς μόλις μάθει ὅτι ἡ μητέρα του εἶνε ἀσθενής, τρέχει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Αἰγύπτου, τῶν Ἰνδιῶν, τῆς Ἀγγλίας, ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, νὰ εὐρεθῇ κοντά της καὶ ὅσον ἂν ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του, ὅσον καὶ ἂν τὸν ἀγρίευσαν αἱ καταιγίδες, κλαίει σὰν μικρὸ παιδὶ μόλις τὴν ἰδεῖ. Εἴτε εἰς τὴν Μάνην, εἴτε εἰς τὴν Σύφνον, εἴτε εἰς τὰ Πάτρας, εἴτε εἰς τὸν Βόλον, εἴτε εἰς τὴν Κρήτην, εἴτε εἰς τὰς Ἀθήνας, εἴτε εἰς τὴν Πόλιν, εἴτε εἰς τὴν Ὁδησσόν, εἴτε εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, εἴτε πρὸ χιλίων, εἴτε πρὸ ἑκατόν, εἴτε πρὸ πέντε ἐτῶν, εἴτε τώρα, αὐτὴ εἶνε ἡ μία ἑλληνικὴ οἰκογένεια. Ἡμεῖς οἱ ἰδεολόγοι, οἱ ἰδεογράφοι, ἔχομεν τὴν δύναμιν, ἂν θέλωμεν, νὰ καταστρέψωμεν τὸ θαυμάσιον αὐτὸν πρᾶγμα, νὰ θραύσωμεν τοὺς ἱεροὺς καὶ στενοτάτους αὐτοὺς δεσμούς, νὰ ξεριζώσομεν τὰ αἰσθήματα αὐτά, νὰ πετάξωμεν τὴν οἰκογένειαν εἰς τοὺς δρόμους, νὰ τὴν διαλύσωμεν εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους. Δὲν ἔχομεν παρὰ νὰ πάρωμεν τὴν οἰκογένειαν τοῦ ἄγγλου, τοῦ γάλλου, τοῦ γερμανοῦ, τοῦ ἰταλοῦ καὶ νὰ εἰποῦμεν εἰς τὴν ἰδικήν μας νὰ γίνῃ τὸ ἴδιον. Καὶ ὁ ἄγγλος ἀδελφὸς ἀφήνει τὴν ἀδελφὴν του νὰ πεθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖναν, τὴν παραδίδει δεμένην ἐπάνω εἰς τὰ σίδερα τοῦ κρεββατιοῦ διὰ νὰ πάρῃ ὁλίγα σελήνια καὶ μεθύσῃ. Ὁ ἰταλὸς σὲ πηγαίνει εἰς τὴν μητέρα του καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν διαφθοράν της. Ὁ Γερμανὸς μὲ ὁλίγα μάρκα σοῦ πουλεῖ τὴν γυναῖκά του, τὴν ἀδελφήν του, τὴν μητέρα του, τὴν νόννα του. Ὁ Ἕλλην πατήρ, υἱός, ἀδελφός, σκοτώνει. Παίρνομεν λοιπὸν ἡμεῖς, τὴν «Τιμὴν» τοῦ Σούδερμαν, τὴν μεταφράζομεν, τὴν ἐξυμνοῦμεν, τὴν διδάσκομεν εἰς τὸ θέατρον, τὴν συζητοῦμεν καί, λέγομεν ἡμεῖς οἱ πνευματικοὶ πατέρες, οἱ ὁδηγοί, ἡ τιμὴ εἶνε κολοκύθια, δὲν ὑπάρχει τιμή. Εἶσαι βάρβαρος νὰ ἔχῃς τιμήν.

Αὐτὴν τὴν δύναμιν ἔχομεν εἰς κάθε τι. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν δύναμιν δυνάμεθα νὰ κάμωμεν τὸ κάθε καλὸν τὸ κάθε κακὸν εἰς κάθε ζήτημα. Δυνάμεθα νὰ κάμωμεν τὸν λαὸν νὰ κρατήσῃ τὰ ἰδικά του θαυμάσια πράγματα ἢ νὰ τὰ ἀλλάξῃ μὲ ἄλλα ξένα, ποταπά. Βαθυτάτη λοιπὸν πρέπει νὰ ἀρχίσῃ ἡ συναίσθησις τῆς εὐθύνης ἡμῶν. Ὁ κάθε ἰδεολογῶν ἢ ἰδεογραφῶν βαθύτατα πρέπει νὰ συναισθάνεται πιάνων τὴν πένα τὶ κακὸν δύναται νὰ κάμῃ ἢ τὶ καλόν.

Καὶ κανένα ἀπολύτως σκοπὸν ἄλλον, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχωμεν τώρα, πιάνοντες τὴν πένα, παρὰ πῶς νὰ θέσωμεν τὰς ἰδέας εἰς τὴν θέσιν των, διὰ νὰ θέσωμεν ἔπειτα καὶ τὰ πράγματα. Κανέναν ἄλλον σκοπὸν παρὰ νὰ δημιουργήσωμεν τὴν Ζωὴν Ἑλληνικήν.

Καὶ διὰ νὰ τὴν δημιουργήσωμεν καὶ τὴν βοηθήσωμεν νὰ ἀνθίσῃ πρέπει νὰ μελετήσωμεν αὐτὴν ποὺ ἔχει, καὶ ἔχει καὶ εἶνε θαυμασία καὶ εἶνε ἀνωτέρα κάθε Εὐρωπαϊκῆς (μὴν ἀκοῦτε τοὺς ξιππασμένους), νὰ τοῦ συστήσωμεν νὰ κρατήσῃ μὲ τὰ δόντια ὅ,τι ἔχει ἰδικόν του, νὰ τοῦ δείξωμεν ὅτι εἶνε ὡραῖον ὅ,τι ἔχει, νὰ τοῦ τὸ ἀποδείξωμεν, νὰ τὸ ἐπαναφέρωμεν, νὰ τὸ κάμωμεν πρῶτοι ἡμεῖς, νὰ εἴμεθα ἡμεῖς ὑπερήφανοι δι᾿ ὅ,τι ἔχομεν ἰδικόν μας, νὰ τοῦ συστήσωμεν καὶ αυτοῦ νὰ εἶνε ὑπερήφανος ὅπως ἦτο πάντοτε καὶ θὰ ἦτο καὶ τώρα ἐὰν δὲν τὸν ἀλλάζαμεν ἡμεῖς.

Καὶ πρὶν στραφῶμεν πρὸς τὴν Ἑλλ. ζωήν, τὸ πρώτιστον πρᾶγμα ποὺ ἔχομεν νὰ κάμωμεν, διότι εἶνε καὶ τὸ μόνον ἐμπόδιον, μὰ κτυπήσωμεν κατακέφαλα ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρην τῆς ζωῆς ἔως τὴν ἄλλην, ἀπὸ τὴν κούνιαν ἔως τὸν τάφον τὸν Ξενισμόν. Νὰ βοηθήσωμεν τὰς λαϊκὰς τάξεις -αἱ ὁποῖαι ἐκόλησαν τὴν ψώραν ἀπὸ τὴν ἀνωτέραν καὶ ἔγιναν γελοιωδέσταται- ὰ ἐλευθερωθοῦν, νὰ κτυπήσωμεν μὲ μῖσος καὶ ἀπόφασιν ἀμείλικτον τὸν ξενισμὸν τῆς ἀνωτέρας τάξεως, μεχρις ὅτου τὸν ξεπατώσωμεν ὁριστικῶς, μέχρις ὅτου δὲν μείνει οὔτε ἴχνος. Ὁ καθεὶς λοιπὸν εἴτε ἰδεολογῶν, εἴτε ἰδεογραφῶν, διὰ τοῦ ἔργου καὶ διὰ τοῦ λόγου, ἀποστολικῶς, καθῆκον ἔχει, νὰ βοηθήσῃ τὸν πρῶτον αὐτὸν ἀγῶνα πρὸς πέταγμα τῶν ξένων πραγμάτων τὰ ὁποῖα πνίγουν τὰ ἰδικά μας καὶ ἐμποδίζουν τὴν δημιουργίαν ἰδικῶν μας πραγμάτων ἀπὸ τὰ ἰδικά μας ὑλικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας τεχνίτας. Ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ σπητιοῦ ἔως τὴν ἐφημερίδα καὶ τὸ περιοδικὸν καὶ τὸ θέατρον καὶ τὴν φιλολογίαν.

Εἶνε ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ Ἑλληνικὴ Ζωὴ ἐνόσῳ ὅλη ἡ ζωὴ εἶνε πιασμένη ἀπὸ τὴν ξένην.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Τὸ καθῆκον μας», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 4, 12-1-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Ἡ ξενομανία

Εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ δημιουργία Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐνόσῳ ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ πρῶτον κουρέλι τοῦ λίκνου -καὶ ὅλων τῶν ἰδεῶν- μέχρι τοῦ τελευταίου κουρελίου τοῦ τάφου, εἶναι ξένα.

Τὸ κτύπημα τῆς ξενομανίας εἶνε τὸ πρῶτον κίνημα, ὁ πρῶτος ἀγὼν τῶν ποθούντων νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ μίαν ἀρχὴν Ἑλλάδος.

Ἡ ξενομανία εἶνε χωριατιά. Εἶνε προστυχιά. Εἶνε κουταμάρα. Εἶνε ἀφιλοτιμία. Εἶνε ἀφιλοπατρία. Καὶ εἶνε ξυππασιά. Καὶ εἶνε ἀμάθεια.

Αὐτὸς ὁ ἀνώτερος, ὁ πλούσιος, ὁ ἀνεπτυγμένος, ὁ ταξειδευμένος, ὁ παντογνώστης, ὁ παντοκρίτης, ὁ ἰατρός, ὁ δικηγόρος, ὁ πολιτικός, ὁ παππᾶς, ὁ δάσκαλος, ὁ καθηγητής, ὁ τραπεζίτης, ὁ ἔμπορος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος, ποὺ ἐπῆγε εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ ἐγύρισε ξενομανής, εἶνε ἀμαθής. Ἐπῆγε καὶ ἐγύρισε κούτσουρον. Δι᾿ αὐτὸ εἶνε ξενομανής. Ἐπῆγε καὶ ἐγύρισε χωριάτης, δι᾿ αὐτὸ εἶνε ξενομανής. Ὅ,τι εἶδε, ὅ,τι ἔμαθε δὲν τοῦ ἐχρησίμευσεν εἰς τίποτε. Δὲν ἐδιόρθωσε τὸ κεφάλι, τὸ ἐχάλασε. Δὲν ἐφωτίσθη, ἀλλὰ ἐτυφλώθη διὰ πάντα. Δι᾿ αὐτὸ εἶναι ξενομανής.

Κάνει τὸν Εὐρωπαῖον, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον, τὸ κεφάλι του κάθε ἄλλο παρὰ νὰ ἔχῃ σχέσιν μὲ τό τωρινὸν Εὐρωπαϊκόν κεφάλι. Ὁ ἰδικός μας Ἐσπεριοειδὴς εἶνε σὰν τὸν ἀράπη ποὺ πηγαίνει εἰς τὸ Παρίσι καὶ φορεῖ Παρισινὰ ροῦχα. Εἶνε ξενομανής, διότι ἅμα τοῦ ἀφαιρέσῃς αὐτό, δὲν μένει τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτόν. Ἀφαίρεσέ του τὰ ροῦχα, τὰ τέσσαρα ξένα λόγια, τὸ τσάι, τὰ δέκα ὀνόματα ποὺ ἐπαναλαμβάνει, τὰς δέκα ἰδέας ποὺ ἔμαθε καὶ βάλε τον νὰ ἐρασθῇ. Δὲν εἶνε ἰκανὸς νὰ σκεφθῇ νὰ κάμῃ τὸ παραμικρόν. Εἶνε ἕνα μυαλὸ τιποτένιον, ἕνα κεφάλι ἐντελῶς ἄχρηστον διὰ τὸ κάθε τι. Ὅλη του ἡ ζωή, ὅλη του ἡ δύναμις, ὅλη του ἡ σοφία εἶνε νὰ λέγῃ, καὶ ξαναλέγῃ τὰ τέσσαρα πράγματα που ἔμαθε. Θέλετε νὰ τὸ εἰδῆτε καθαρὰ ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον τὸ ροῦχον; Πάρετε τὸν Τρικούπην, τὸν Δηλιγιάννην, τὸν Θεοτόκην, τὸν Ζαΐμην, ὅλους τοὺς Στρατηγοὺς καὶ ὅλους τοὺς ἐν τέλει τῶν γραμμάτων καὶ τῶν πραγμάτων. Εἰπέτε τους νὰ ἐνδύσουν τὸν στρατὸν μὲ τὰ θαυμάσια Ἑλληνικὰ ὑφάσματα καὶ ἐνδύματα διὰ νὰ μένουν εἰς τὸν τόπον ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων ποὺ φτερουγίζουν τόσα ἔτη τώρα πρὸς τὴν τσέπην τῶν ξένων, διὰ νὰ ἔχουν τὸν ὡραιότερον ζωγραφικώτερον καὶ φθηνότερον στρατὸν τοῦ κόσμου. Ὅλοι θὰ φρίξουν διὰ τὴν βαρβαρότητά σας, διὰ τὴν κουταμάρα σας, διὰ τὴν προστυχιά σας, διὰ τὴν ἀμάθειάν σας. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀνεπτυγμένος, ὁ Ἐσπεροειδὴς Ἕλλην. Φαντασθῆτε τώρα τὶ εἶνε οἱ ἄλλοι ξενομανεῖς, ὅταν τοιοῦτοι εἶνε οἱ πρῶτοι. Καὶ κυττάξετε τὶ εἶνε ὁ Εὐρωπαῖος. Ὁ Εὐρωπαῖος εἰς τὴν Κρήτην ἐννοεῖ καὶ τὴν ἀξίαν καὶ τὴν οἰκονομίαν καὶ κυριώτατα τὴν ὡραιότητα τοῦ Κρητικοῦ ἐνδύματος καὶ αὐτὸς ὁ πραγματικὸς Εὐρωπαῖος ἐνδύει τὸν οτρατιώτην μὲ τὴν Ἑλληνηκήν του στολήν. Καὶ εἴδατε τὶ θαυμασία ζωγραφιὰ εἶνε ὁ Κρητικὸς στρατιώτης. Παρόμοια ἀνεξαιρέτως εἶνε ὅλα τὰ Ἑλληνικὰ πράγματα. Παρομοίας ὡραιότητος. Παρομοίως δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν τὰ πάντα Ἑλληνικά. Καὶ παρομοίας προστυχιᾶς, κουταμάρας, ἀκαταληψίας καὰ ἀμαθείας, εἶνε ὅλοι οἱ ξενομανεῖς εἰς ὅλα τὰ ζητήματα. Βγάλετε ἀπὸ τὸν νοῦν σας ὅτι ἀπὸ τοὺς Ἑλληνογάλλους, Ἑλληνοάγγλους, Ἑλληνοϊταλούς, Ἑλληνογερμανοὺς εἶνε δυνατὸν νὰ γεννηθῇ τίποτε σωστόν, τίποτε Ἑλληνικόν. Αὐτοὶ εἶνε φρενοβλαβεῖς. Χθὲς ἐφώναζεν ἡ «Ἀκρόπολις» ὅτι διὰ νὰ στρώσουν τοὺς δρόμους μὲ γρανίτην, ἐσκέφθησαν ἀμέσως νὰ τὸν φέρουν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικόν, ἐνῷ ἔχομεν εἰς τὸ Λαύριον. Ὡς καὶ οἱ δασονόμοι ἀκόμη παρεφρόνησαν καὶ διέγραψαν ἀπὸ τὴν φύτευσιν τῶν γυμνῶν τόπων, ἀπὸ τὴν διακόσμησιιν τῶν δρόμων καὶ τῶν δημοσίων κήπων πλατειῶν, τὴν ἐληὰ καὶ τὴν συκιά, κάθε φυτὸν ἰδικόν μας καὶ φέρουν, φέρουν σπόρους φυτὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν δασῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ δὲν πηγαίνουν νὰ πάρουν τὰ θαυμασιώτερα καὶ διακοσμητικώτερα φυτὰ τῶν δασῶν τῆς Ἑλλάδος! Τὸ κυριώτατον χαρακτηριστικὸν τοῦ ξενομανοῦς εἶνε ὅτι ἐνόσῳ δὲν βλέπει ἕνα πρᾶγμα Εὐρωπαϊκόν, μὲ μάρκα Εὐρωπαϊκήν, μὲ ὑπογραφὴν Εὐρωπαϊκήν, δὲν τολμᾷ οὔτε νὰ τὸ ἰδῇ, οὔτε νὰ τὸ πιάσῃ, οὔτε νὰ τὸ ἐξετάσῃ. Διότι τὸ κεφάλι του εἶνε ἄχρηστον. Τὸ περιφρονεῖ διότι δὲν εἶνε ἰκανὸς νὰ τὸ ἐννοήσῃ. Διότι τὸ κεφάλι του δὲν τοῦ χρησιμεύει εἰς τίποτε. Δὲν σκέπτεται, δὲν γεννᾷ τίποτε. Εἶνε σταματισμένον. Ἐπαναλαμβάνει μόνον. Ἀντιγράφει μόνον.

* * *

Κτυπήσατε τὴν ξενομανίαν, ἄνθρωποι τῆς ἰδέας. Κρατήσατε ὅ,τι ἔχετε ἑλληνικόν, ἄνθρωποι τῆς λαϊκῆς καὶ τῆς μεσαίας καὶ τῆς ἀνωτέρας τάξεως.

Κουβαληθῆτε ὅλοι εἰς τὴν ὁδὸν Πανεπιστημίου, ἀπέναντι τοῦ ζαχαροπλαστείου Γιανάκη, πλησίον τῆς πολυφήμου Lizie ἡ ὁποία σᾶς ἄδειασε τὴν τσέπην. Εἶνε τὸ μαγαζὶ τῆς λαίδης Ἔτζερτων τῆς ἀγγλίδος ἀριστοκράτιδος καὶ κυρίας τοῦ πρέσβεως τῆς Ἀγγλίας. Ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ κυττάξετε ἄνθρωποι θεόκουτοι καὶ ἀκαλαίσθητοι. Ἐκεῖ τὰ ὑφάσματα εἶνε τὰ κεντήματα τὰ ὁποῖα κάθε κόρη τοῦ λαοῦ γνωρίζει νὰ κεντᾷ ἄδουσα. Κυττάξετε τὰς τιμάς. Εἶνε ἀκριβώτερα ἀπὸ κάθε εὐρωπαϊκά. Διότι εἶνε ὡραιότερα ἀπο κάθε εὐρωπαϊκά. Αὐτὰ τὰ ὁποῖα σεῖς εἴχατε, ἡ κόρη δύναται νὰ τὰ κάμῃ, σεῖς ἔχετε αὐτὰ τὰ ὁποῖα κρύβετε πετᾶτε ἀπὸ τό φόρεμά σας ἀπὸ τήν σάλα σας διότι τὰ θεωρεῖτε πρόστυχα, αὐτὰ πωλοῦνται εἰς τὸ Λονδῖνον ὡς εὐγενέστατα καὶ ὡραιότατα. Ἐντροπή, ἄνθρωποι ἕλληνες νὰ ἐπιδεικνύετε τοιαύτην ἀκαλαισθησίαν. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἰταλογαλλλικά καὶ γερμανοεβραϊκὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐγεμίσατε τὰ σπήτια σας καταξοδευόμενοι, κλέπτοντες, ἀτιμαζόμενοι διὰ νὰ εὔρετε τὰ χρήματα, νομίζοντες ὅτι κάτι κάνετε, ὅτι θὰ φανεῖτε πολιτισμένοι, ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς εἶνε προστυχότατα, βαναυσότατα καὶ σᾶς ἀποδεικνύουν φρικαλέαν ἀκαλαισθησίαν καὶ βαθὺ χωριατισμόν.

Ἀρχίσετε ἀπὸ τὸ σπῆτι. Πετάξετε τὰ ταπέτα τὰ ψεύτικα ποὺ πληρώνετε τόσον ἀκριβὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ἕνα χρόνον δὲν ἔχετε τίποτε. Βάλετε τὰς Ἑλληνικὰς ἀνδρομίδας τὰς αἰωνίους. Ὅλη ἡ Θεσσαλία, ὅλη ἡ Πελοπόννησος καλλιτεχνεῖ θαυμάσια εἴδη. Μὲ ἐλάχιστα χρήματα, ἔχετε ὡραιότατα πράγματα καὶ στερεότατα καὶ ἀσυγκρίτως εὐγενεστέρων χρωματισμῶν. Μὲ τίποτε ὡραιότερα καὶ πλουσιότερα δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ στρώσῃ κανεὶς μίαν αἴθουσαν παρὰ μὲ τὰ ὁλόλευκα μαλλιαρὰ χαλιὰ ποὺ ἔχουν μόνον ἕνα μαῦρον περιθώριον. Εἰκοσιπέντε καὶ τριανταπέντε καὶ σαρανταπέντε δραχμὰς στοιχίζει μόνον ἡ μία εἰς τὰ μαγαζειὰ τοῦ Δημοπρατηρίου. Βάλετε τοὺς σοφάδες σας μὲ τὰ ὡραῖα ἐγχώρια ὑφάσματα εἰς τὴν θέσιν των. Καλλιτεχνήσατε μὲ τὰ χέρια σας τὰ ὡραῖα σκεπάσματα. Εἶνε πρόστυχοι καὶ γελοῖοι οἱ καναπέδες σας μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ παληόπανα τὰ ὁποῖα κάμνει ἡ Εὐρώπη διὰ τοὺς κουτοὺς καὶ βαρβάρους λαοὺς ποὺ φέρουν ὅλα τὰ μάρκα «διὰ τὴν Ἀνατολήν». Καὶ παρουσιάζετε κωμικώτατον θέαμα μὲ τοὺς καναπέδες σας ποὺ δὲν ξεύρετε νὰ καθήσετε ἐπάνω, καὶ εἶνε θεόκουτον καὶ ἀξιολύπητον πρᾶγμα νὰ μὴν ἔχετε ἕναν καναπὲ νὰ ἀναπαύσετε τὸ κόκκαλόν σας. Πετάξετε τὰ βάζα καὶ τὰ χρυσόχορτα καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ παληοπράγματα τὰ μαζευμένα ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ χωριά. Ἕνα κανάτι ξύλινον τῆς Κορίνθου ἀπὸ τὸ ἀρωματῶδες κυππαρίσι μὲ τὰ ὡραῖα του στεφάνια καὶ μὲ ὁλίγα ἄνθη τοῦ ἀγροῦ μέσα, εἶνε κομψοτέχνημα ποὺ θὰ τὸ ἐζήλευεν ὁ κάθε Εὐρωπαῖος καλλιτέχνης. Κάνετε τὰ ἔπιπλά σας ἀπὸ ξύλα τοῦ τόπου σας, ἀπὸ τὴν ἐληά σας, ἁπλᾶ, ἥσυχα, ἥμερα, ἀναπαυτικά. Μὴν τὰ μαυρίζετε σὰν νὰ σᾶς ἀπέθαναν δώδεκα παιδιὰ εἰς τὸν τόπον ποὺ δὲν μαυρίζει οὔτε τὸ μάρμαρον εἰς χιλιάδες χρόνια. Μία εἰκὼν συγχρόνου ζωγράφου ἰδικοῦ σας καὶ ἡ ἀτελεστάτη ὅλων ὡς χιλιάκις προτιμοτέρα καὶ εὐγενεστέρα, στολίζει ἑκατομμυριάκις περισσότερον τὴν σάλα σας, καὶ σᾶς ἀποδεικνύει ἑκατομμυριάκις πλέον πολιτισμένους παρὰ οἱ πεντακοσιόδραχμοι χρυσοκαθρέπται οἱ βαναυσότατοι ποὺ σᾶς ἀποδεικνύουν ἀκαλαισθήτους καὶ χρησιμεύουν μόνον διὰ νὰ κατακλίνωνται ἡ μῦγες εἰς χρυσὰ κρεβάτια.

Ἕνας ἁπλοῦς σοφᾶς, μὲ ἕνα ὕφασμα χειροτεχνημένον, μὲ ἕνα ράφι ἀπὸ ἁπλοῦν ξῦλο, μὲ ὁλίγα ἁπλούστατα πράγματα ἑλληνικὰ καὶ γίνεσθε καὶ φαίνεσθε περισσότερον πολιτισμένος παρὰ ἐὰν ἐξοδεύσετε ὅλην σας τὴν περιουσίαν διὰ νὰ πάρετε πολυτελῆ Εὐρωπαϊκά πράγματα. Καὶ ἐπὶ τέλους διατί αὐτὴ ἡ κουταμάρα; Τί τοῦ χρεωστᾶτε τοῦ Ἰταλοῦ, τοῦ Γάλλου, τοῦ Γερμανοῦ διὰ νὰ δουλεύετε δι᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ δίδετε ὅλον σας τὸ χρῆμα ποὺ κερδίζετε μὲ ἀγῶνας; Διατί νὰ σᾶς διευθύνῃ καὶ σᾶς ἐπιβάλλῃ τὸ γοῦστό του ὁ κάθε ἐργοστασιάρχης καὶ ἔμπορος τοῦ Μονάχου καὶ τῆς Μασσαλίας; Σεῖς δὲν εἶσθε ἄνθρωπος; δὲν ἔχετε γοῦστο; δὲν ἔχετε καὶ σεῖς δικαίωμα νὰ κάμετε μόδα οὔτε εἰς τὸν τόπον σας, οὔτε μέσα εἰς τὸ σπῆτι σας; Διατί νὰ εἶσθε Σκλάβοι;

Ἀρχίσατε ἀπὸ τὸ σπῆτι σας νὰ πετᾶτε τὰ παληοπράγματα ποὺ ἐμαζεύσατε, πετᾶτε ἕνα ἕνα ἀντικαθιστῶντες αὐτὰ μὲ ἑλληνικά, ἕως ὅτου σιγὰ σιγὰ κατορθώσωμεν νὰ πετάξωμεν τὰ πάντα καὶ δημιουργήσωμεν ὅλοι μας τὸν κόσμον ὡραῖον ὅπως εἶναι ἡ γῆ μας, τὰ βουνά μας, ὅλα τὰ καλλιτεχνήματα τοῦ λαοῦ μας καὶ ἐνδύσωμεν τὰ πάντα ἀπὸ τὸ λίκνον ἕως τοῦ τάφου μὲ τὸ ὡραῖον ὁλόχαρο φῶς καὶ χρῶμα καὶ γραμμὰς τῆς Ἑλλάδος.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ ξενομανία», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 5, 16-1-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Ὄχι ξένα

Εἰς αὐτὴν τὴν ἰδίαν στήλην εἰς τὴν ὁποίαν ἐγὼ προχθὲς ἐφώναζα κατὰ τῆς ξενομανίας καὶ ἀνέφερα ὡς παράδειγμα τὸ μπακάλικον ἔργον τοῦ Σούδερμαν ποὺ μοῦ ἔφερεν ὅλον τὸ βράδυ ποὺ τὸ ἤκουα εἰς τὴν μύτην λαδωμένην ποδιά, ὁ ποιητὴς τοῦ «Τάφου» Παλαμᾶς σᾶς εἶπεν «νὰ γονατᾶτε πάντα, ὦ ἐμπνευσμένοι νέοι τῆς Ἑλληνικῆς γῆς!» ἐμπρὸς εἰς ἕναν ἁμαξᾶν Ἔνσελ καὶ ἐμπρὸς εἰς ἕνα σακατεμένον παληόγερον τὸν ὁποῖον εἴδατε νὰ πίπτῃ τὸ καλοκαῖρι ἀπὸ τὸ «Μπαλκόνι» τῆς νέας σκηνῆς.

Ὁ ποιητὴς τοῦ «Τάφου» εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους κατόρθωσε νὰ συνδυάσῃ εἰς μίαν εὐχὴν ἐν τῇ Ἀκροπόλει μίαν ἰδέαν νικημένην, νεκράν, ἰδέαν μουχλιασμένην τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, ἰδέαν ἀντεθνικωτάτην, εὐχόμενος καὶ δεόμενος εἰς τὸ Πανελλήνιον νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ Ψυχαρικὴ γλῶσσα τὴν ὁποίαν ὀρθῶς ἀποκαλεῖ «Σταχτοπούταν», καὶ μίαν ἰδέαν βαθυτάτην καὶ ἐθνικωτάτην, μίαν ἰδέαν ὡραίαν διὰ κάθε παρελθὸν καὶ διὰ κάθε μέλλον, ἰδέαν ἀληθῶς ἀνταξίαν μεγαλοψύχου καὶ μεγαλοκάρδου Ἕλληνος ποιητοῦ.

Μεταφράζω εἰς τὴν γλῶσσάν μου τὴν κουτσουρεμένην εὐχήν:

«Δέομαι ... ἕνα ἄλλον ἀλφαβητάριον νὰ ἀνοιχθῇ πρὸ τῶν ματιῶν τοῦ σημερινοῦ παιδιοῦ, τοῦ αὐριανοῦ πολίτου.

Διδάσκαλος νὰ γίνῃ ὁ Ποιητής.»

Καὶ ὅπως συνέβη ἀπὸ τὰ πρῶτά μου σαλπίσματα -τὰ ὁποῖα ἀνεκόπησαν, ὅπως διόλου δύσκολον νὰ συμβῇ καὶ τώρα- αὐτὸ εὐχήθην καὶ ἐγώ, δι᾿ αὐτό, ὅταν μεταξὺ τῶν εὐχῶν τῶν ἐπιτελῶν καὶ ἡμιτελῶν μὲ τὰ ἀπαίσια νεροζούμια «τό γε νῦν ἔχον εὔχομαι τῇ φίλῃ Πατρίδι» -καὶ εἶναι νέος ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ἔγραψεν αὐτό; ἀπήντησα τὴν εὐχὴν τοῦ ποιητοῦ, ἐστάθην μὲ ρίγος καὶ ἤκουσα σχεδὸν τὴν φωνήν μου νὰ ἐπαναλαμβάνῃ ἀδελφωμένη μὲ τὴν φωνὴν τοῦ ποιητοῦ τὴν ὡραίαν εὐχὴν καὶ ἠσθάνθην τὴν ψυχήν μου σὰν νὰ σηκώνῃ δισκοπότηρον εἰς τὴν Ὡραίαν Πύλην Ναοῦ καὶ νὰ λέγῃ:

«Δέομαι Διδάσκαλος νὰ γίνῃ ὁ Ποιητής.»

Καὶ δὲν βλέπω διατὶ διδάσκαλος νὰ μὴν εἶναι πρῶτος αὐτὸς ὁ ποιητὴς Παλαμᾶς.

Καὶ εἶναι. Ἀλλὰ δὲν βλέπω διατὶ νὰ εἶναι διδάσκαλος κακός. Καὶ εἶναι. Ἀλλὰ δὲν βλέπω διατὶ νὰ εἶναι ἤκιστα -ἐμένα μοῦ ἀρέσουν αὐτὰ τὰ ξεράδια- ποιητὴς ὅταν διδάσκει· καὶ εἶναι.

* * *

Δὲν ἔρχομαι νὰ πολεμήσω τὸν Ποιητὴν διότι νομίζω ἀνόητον τὸν πόλεμον τῶν ἀνθρώπων τοῦ παρόντος αἰῶνος. Διότι νομίζω, μαζὺ μὲ κάθε ἀναγνώστην, δονκιχωτικὸν τὸν πόλεμον ἐναντίων ἀνεμομύλων καὶ φαντασμάτων. Καὶ εἶναι ἀνεμόμυλοι καὶ φαντάσματα, τὸ γνωρίζει πλέον ὁ καθείς, ὅλαι αἱ ἰδέαι τοῦ παρελθόντος αἰῶνος.

Δὲν ἔρχομαι νὰ ὁμιλήσω διὰ τὴν «Σταχτοπούταν» διότι εἰς μίαν σοφὴν μελέτην τὴν ὁποίαν ἐφιλοπόνησα περὶ γλώσσης -ἀφοῦ εἶνε ὅλοι σοφοὶ εἰς τὸν μακάριον τόπον μας δὲν βλέπω τὶ μοῦ λείπει ἐμένα διὰ νὰ μὴν εἶμαι σοφός- καὶ τὴν ὁποίαν ἐπιγράφω: «ὁ Φόρος τοῦ Αἵματος εἰς τὰ γλωσσικὰ Ξόανα» -εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ κάμνω μόνος μου τὴν διαφήμησιν τῶν μεγαλοφυῶν μου ἔργων, διότι δὲν ἔχω καμμίαν ἐμπιστοσύνην εἰς τοὺς συγχρόνους μου ἀθανάτους καὶ φίλους- δίδω ὅλα τὰ ἀποβράσματα τῶν μακρῶν καὶ ἠλιθίων μου προσπαθειῶν πρὸς δημιουργίαν τῶν τεχνικῶν ξερατῶν τὰ ὁποῖα ἔκοψαν τοῦ καθενὸς τὴν γλῶσσαν καὶ ἐκοκκάλισαν ὡραῖα τοῦ καθενὸς τὸ μυαλό, τὰ φωτεινότατα αὐτὰ ἀποβράσματα διὰ τὸ ζήτημα τὸ ὁποῖον ἂν λυθῇ κατ᾿ εὐχὴν θὰ μᾶς πάῃ -ἂν καὶ μὴ χειρότερα! Γένοιτο!- κατ᾿ εὐθείαν μέσα εἰς τὴν Πόλιν, κατὰ τὸν σοφόν μου φίλον κύριον Κουρκουτουμβάχερ, ὑπερβαίνουσιν τὴν τρίπατον ἐρεβώδη σοφίαν τῶν προηγουμένων μου σοφῶν καὶ ἔχουν μίαν θαυμαστὴν νέαν ἐμβρίθειαν ἡ ὁποία ἔχει μόνον τὸ ἐλάττωμα νὰ πετᾷ κάποτε τὸν κορσέ της διότι εἰσῆλθεν πρὸ πολλοῦ εἰς τὸν δωδέκατον μῆνα. Δὲν ἔρχομαι οὔτε νὰ ἐνοχλήσω τὸν Ποιητὴν διότι τοῦ ἔχω μίαν ὑπερβολικὴν ἀγάπην καὶ ἀδυναμίαν. Ἔρχομαι μόνον νὰ εἰπῶ ὅτι συμβαίνει μία βαθυτάτη παρεξήγησις καὶ ἡ ὁποία καιρὸς εἶναι νὰ διαλευκανθῇ καὶ διορθωθῇ: ἄλλο τὶ πρέπει νὰ διαβάζῃ ὁ συγγραφεὺς καὶ ἄλλο τὶ πρέπει νὰ διαβάζουν οἱ Δηλιγιαννικοὶ καὶ Θεοτοκικοὶ νέοι τοὺς ὁποίους ὀφείλομεν νὰ γνωρίζομεν περίφημα, ἀφοῦ θέλομεν καὶ πρέπει νὰ θέλωμεν νὰ τοὺς διδάσκωμεν. Τὸ ἕνα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ ἄλλον. Ἄλλο τὶ πρέπει νὰ διαβάζῃ ὁ συγγραφεὺς καὶ ἄλλο τὶ χρειάζονται οἱ ξεκουτιάρηδες τῶν πραγμάτων καὶ οἱ Πολυχρονιάται τῶν Γραμμάτων. Ἄλλο τὶ χρειάζεται ὁ συγγραφεὺς νὰ φάγῃ, νὰ ἰδῇ, νὰ πιῇ, καὶ ἄλλο τὶ οἱ ἐκπορνευταὶ τῆς φιλολογίας καὶ οἱ μεγάλοι ἐδωδιμοπῶλαι τῆς ὁδοῦ Σταδίου καὶ Ἑρμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὸ γνωστὸν φιλόμουσον κοινόν. Ἄλλο τὶ χρειάζεται ὁ συγγραφεὺς καὶ ἄλλο τὶ πρέπει νὰ ἰδῇ, νὰ διαβάσῃ, νὰ ἀκούσῃ ἕνα κοινὸν τῆς κουταμάρας καὶ τῆς ἀκαταληψίας τοῦ ἰδικοῦ μας, μία νεότης τῆς προϊούσης ἀμαθείας τῆς ἰδικῆς μας, μία κοινωνία τῆς μούρλιας τῆς ἰδικῆς μας, ἕνα ἔθνος ξεχαρβαλωμένον σὰν τὸ ἰδικόν μας. Κάθε πρᾶγμα εἶναι καὶ καλὸν καὶ κακόν. Καὶ τὸ ἁγιώτερον τῶν πραγμάτων δυνατὸν νὰ εἶναι εὐεργετικὸν διὰ τὸν ἕνα καὶ φονικὸν διὰ τὸν ἄλλον. Καὶ ὅ,τι τονώνει καὶ ἐμπνέει ἕναν Παλαμᾶν, δυνατὸν νὰ ἀποκοιμίζῃ καὶ νὰ ἀποβλακόνῃ ἕναν κοινότατον θνητόν.

Ὄχι νέοι καὶ γέροι καὶ ἄνδρες καὶ παιδιά. Ὅπως ὁ γέρος ποὺ εἴδατε νὰ πίπτῃ ἀπὸ τὸ «Μπαλκόνι» τῆς Νέας Σκηνῆς δὲν σᾶς ὠφελεῖ εἰς τίποτε. Τίποτε. Τίποτε δὲν ἐμπνέει ἡ ἀκράτεια τῶν οὔρων ἑνὸς σακατεμένου γέρου. Καὶ εἰς τίποτε δὲν σᾶς ὠφελεῖ κανένας ἀμαξᾶς καὶ κανένας σεΐζης καὶ κανένας Ἔνσελ καὶ κανένας Χένσελ. Ὁμολογῶ ὅτι δὲν γνωρίζω τὸν ἀμαξᾶν Ἔνσελ, γνωρίζω μόνον τὸν Κάτσικαν. Καὶ δὲν φαντάζομαι εἰς τὶ δύναται νὰ ὠφελήσῃ ὁ Κάτσικας τὴν Γερμανικὴν φιλολογίαν διὰ νὰ ἐννοήσω τὶ θὰ ὠφελήσῃ τὴν Ἑλλ. ὁ Χένσελ. Ὄχι! κανένας ἀμαξᾶς, καὶ κανένας σεΐζης, καὶ κανένας ἀρκουδιάρης, καὶ κανένα σάπιο μπαλκόνι, καὶ κανένα ἀμαξοστάσιο καὶ κανένα βουστάσιον καὶ κανένα χάνι δὲν σᾶς διδάσκει τίποτε, καὶ δὲν σᾶς ἐμπνέει ποτὲ τίποτε -ὅπως δὲν ἐνέπνευσε τίποτε ἔτη τώρα ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐμπνεύσῃ πρώτους, δηλαδὴ τοὺς συναγελαζομένους καὶ κορυβαντιάζοντας μὲ τὸ Ἰταλικὸν καὶ Γαλλικὸν καὶ Γερμανικὸν πνεῦμα. Καὶ ἂν ἐκεῖνο δὲν ἐνέπνευσε αὐτούς, σεῖς οἱ ἄλλοι τραβᾶτε τὸν δρόμο σας.

* * *

Καὶ ἀντὶ νὰ χάνετε τὴν ὥραν τῆς ζωῆς σας ὅπως τόσοι γέροι καὶ τόσοι νέοι οἱ ὁποῖοι ἀπεμωράνθησαν καὶ ἐξαίραναν τὴν πηγὴν τῆς ψυχῆς των καὶ τὰς δυνάμεις των πρὸς δημιουργίαν, εἰσπνέοντες μόνον αὐτὰ τὰ ἐκπνευστικὰ πνεύματα τὰ ὁποῖα τοὺς κρατοῦν χλωροφορμισμένους καὶ ἀσκομαχοῦντας δεινότατα, προτιμήσατε νὰ κυττᾶτε τὴν δουλειά σας καὶ τουλάχιστον νὰ ἐρωτεύεσθε κανένα ὡραῖον οἰκόπεδον τοῦ πλησίον. Καὶ ἐὰν θέλετε πράγματι νὰ καρπωθῆτέ τι καὶ νὰ ἐμπνευσθῆτέ τι ἀπὸ τὴν Γερμανίαν, ἀντὶ νὰ περιμένετε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ βρασμένα μὲ βρωμερὰ λάδια Γερμανικὰ λάχανα μὲ σάπια λουκάνικα τὰ ὁποῖα δὲν χωνεύει τὸ λεπτό σας στομάχι καὶ τὰ ὁποῖα ἔρριψαν ψόφια τόσα σύγχρονα τσιτσίκια τὰ ὁποῖα θὰ ἐτραγουδοῦσαν ἄνετα εἰς ὅλην τους τὴν ζωὴν τὸ φυσικόν τους τραγοῦδι, εἶνε προτιμότερον νὰ μάθετε ὅτι ἡ Γερμανία παράγει ἕνα ὡραιότατον κρασὶ τὸ ὁποῖον λέγεται Liebfraumilch, -ὅπερ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον, κατὰ τὸ ἕκτον ἐδάφιον τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς, -ἐκδόσει τῶν πατρίων -Ἔρως, γυναῖκα, γάλα -δὲν ὑπάρχει, ἐμπνευσμένος νέος, γερμανικὸν προϊόν, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ μυρίζῃ λουκάνικο ἢ λάχανο ἢ γάλα, καὶ δὲν ὑπάρχει Γερμανὸς συγγραφεὺς εἴτε Goethe εἴτε Heine ὁ ὁποῖος ὅσον καὶ ἂν συχαίνεται καὶ ραπίζει καὶ ἀγωνίζεται νὰ ξεβγάλῃ τὴν Γερμανικὴ κακομοιριά, προστυχιά, πεῖνα, νὰ μὴν ἀδελφώσῃ κάθε στίχον μὲ μίαν κουταλιὰ σοῦπα χελῶνας, μὲ ἄρωμα τηγανητῆς πατάτας -τῇ ἀληθείᾳ θαυμάσιον προϊόν -διότι δὲν τὸ κατασκεύασαν οἱ σοφοί. -Ζητήσατε λοιπόν, ἐμπνευσμένοι νέοι θεσιθῆραι, ἀπὸ τοὺς ἐδῶ ἀνταποκριτὰς καὶ πρέσβεις τοῦ Γερμανικοῦ οἰνοπνεύματος ἀντὶ ἀλογίλας νὰ σᾶς ἐνσταλάζουν -εὐκολώτατα λαθρεμπορικῶς- ἀπὸ τὸ κρασὶ αὐτό, καὶ ἀγόρασε ὡραῖο μὲν ἀγόρι μίαν φιάλην -καὶ ἐπειδὴ εἶνε πολὺ ἀκριβὸν γράψε τοῦ πατέρα σου ὅτι ἔπαθες περιπνευμονίαν καὶ πληρώνεις ἰατροὺς καὶ χρειάζεσαι φανέλλες- παράλαβε μίαν κόρην -χάριν εὐφημισμοῦ- ἡ ὁποία Ὁπωσδήποτε νὰ μὴν εἶνε πολὺ παλαιὰ γίδα καὶ πήγαινε ἕνα ἡλιόρρυτον πρωΐ -κάθε πρωΐ εἶναι ὡραῖον εἰς τὸν τόπον σου- νὰ λουσθῇς εἰς ἑλληνικὰ νάματα τὰ ὁποῖα ἐπικαλεῖται ὁ Παπαμιστριώτης καὶ τὰ ὁποῖα δὲν ἐπισκέπτεται ποτέ. Τὰ πάτρια αὐτὰ νάματα μὲ τὰ ὁποῖα σὲ φοβίζει ὁ κάθε Παπαδαμβέργης, εἶνε παντοῦ ὅπου κατεβαίνει μαλακὰ ὁ λόφος καὶ προσψαύει τὸ χαριτωμένον κῦμα τὰ λερά σου πόδια. Κάθου ἐκεῖ καὶ βλέπε, καὶ ἀερίζου καὶ ἰλαρύνου καὶ φίλει τὸ θῆλυ εἰς τὸν ἥλιον καὶ βάλε το νὰ θωπεύῃ ἠρέμα τὸν νωτιαῖον μυελόν. Καὶ πίνε, πίνε Liebfraumilch καὶ δόξαζε τὴν μεγάλην μαντοφόρον Γερμανίαν καὶ θὰ μὲ θυμηθῇς.

* * *

Ἀλλὰ καὶ μελέτα τὴν πλάτην τοῦ λόφου, τὴν κοιλίαν τῆς ἀκτῆς, τὸ μἐτωπον τοῦ βουνοῦ, μελέτα τὰς καμπύλας τῆς κόρης εἰς τὸν ἥλιον, τὰ μάτια, τὰ χείλη, κάθε ἄνθος, κάθε ἀκτίνα, κάθε ἦχον.

Ἐὰν δὲν σοῦ ἀνεβῇ εἰς τὰ χείλη κανένα εὔμορφο ποίημα, βεβαίως δὲν θὰ σοῦ ἀνεβῇ ἡ χολὴ καὶ δὲν θὰ σοῦ κιτρινίσουν τὰ μάτια καὶ δὲν θὰ ἐνοχλῇς τὸν πλησίον σου καὶ δὲν θὰ τὸν ποτίζεις χολήν.

Κατακαϋμένο μου παιδί, εἰς τὸν τόπον ὅπου ὁ Μιστριώτης σύρει τὴν Καμήλαν τῆς Ἑλλ. Σοφίας καὶ ὁ Δαμβέργης τὸ Κάρρο τῶν Πατρίων καὶ ὁ Ψυχάρης τὴν Ἀρκούδα τοῦ Ὡραίου, ἐὰν δὲν ἐμπνευσθῇς ὡραῖα ποιήματα τοὐλάχιστον θὰ ἔχῃς νὰ διηγῆσαι γηροκομούμενος ἀπὸ τὰ δεκαοκτώ, εἰς τὰ δημόσια Πρυτανεῖα καὶ παίζων τὸ κομβολόγι ποὺ σοῦ φέρουν εὐλαβεῖς προσκυνηταὶ τοῦ Παρνασσοῦ ἀπὸ τὸν ἅγιον Τάφον, ὅτι ἐπέρασες καὶ σὺ μίαν ὡραίαν ἡμέραν εἰς τὴν ζωήν σου, καὶ θὰ κάθεσαι ἥσυχος καὶ θὰ ἀφίνῃς καὶ τὸν κόσμον ἥσυχον.

Καὶ ἴσως, ἐὰν τὸ κάμνεις τακτικὰ καὶ εὔμορφα, σηκωθῇ καμμία ἄκρα ἀπὸ τὰ ὡραῖα χώματα καὶ κινήσῃ τὸν κάθε Δαμβέργη σας, τὸν κάθε Μιτριώτην σας, πρὸς τὴν ζωὴν καὶ πάρουν καὶ αὐτοὶ οἱ νεογέροντες καὶ οἱ γεροντονέοι ἀπὸ μίαν Ἀντιόπην ἢ Κασιόπην ἢ Νερατζούλαν φουντωτὴν νὰ τοὺς περιποιηθῇ τὸν νωτιαῖον μυελὸν καὶ σοῦ δώσουν πρῶτα αὐτοὶ ποιήματα καὶ πάτρια, καὶ Ἰδανικά, διὰ νὰ ἔχῃς κάτι νὰ μυρισθῇς ἔπειτα καὶ σύ. Διότι, χλωροί μου νέοι καὶ γέροι ξεροί, ὁ νωτιαῖος μυελὸς εἶνε καὶ πᾶσα πηγὴ ἀληθείας, καλλονῆς, Σοφίας, καὶ ὅλη ἡ Σοφία τοῦ Σολωμῶντος εἶνε τὸ νὰ περιποιῆσθε αὐτὸν ὅσον δύνασθε περισσότερον, φθάνει μόνον νὰ μὴν τὸν ὠθεῖτε εἰς τὸν χορὸν ἐμπνευσμένοι νέοι τῆς Ἑλλ. γῆς! συνηθίσατε ἀπὸ μικροὶ νὰ κυττᾶτε νὰ ἁρπάζετε σφικτὰ καὶ νὰ τραγωδεῖτε ὅπως σᾶς κατεβῇ τὴν τριγύρω σας ἰδικήν σας ζωήν. Συνηθίσατε ἀπὸ μικροὶ τὴν κάθε Ἰδανικότητα, τὴν κάθε τραγικότητα νὰ μὴν τὴν ἐνσαρκώνετε εἰς τὸ γέρικον ρυπαρὸν κουφάρι κανενὸς μπακάλη, ἀμαξᾶ ἢ σκουπιδιάρη, νὰ μὴν κλείετε εἰς κανένα βουστάσιον καὶ ἀμαξοστάσιον καὶ νὰ φεύγετε εἰς τὰ τέσσερα κλείοντες τὴν μύτην σας ὅταν κανεὶς ὑψιπέτης ποιητὴς καὶ χαμηλοφάγος μπούρμπουλας σὰς ἁπλώνη ἐπάω εἰς τὴν σκηνὴν κοπριὰν διὰ νὰ ἀρωματίσῃ τὸ ἔργον τοῦ Τολστόη διὰ νὰ σᾶς μεταδώσῃ τὰ ὑπέρτατα ρίγη τῆς ἀλογίλας.

Συνηθίσατε, ὦ ἐμπνευσμένοι νέοι τῆς Ἑλλ. γῆς!, ἀπὸ μικροὶ ὅλα σας τὰ ἰνδάλματα νὰ τὰ ἐνσαρκώνετε εἰς ὡραιότατα σώματα καὶ ὅλας τὰς τραγικώτητας εἰς ὑψηλὰ καὶ ὑπέροχα ὄντα, ἀνασηκώνοντες κοινωνίαν, ἀνθρώπους, ψυχήν, πρὸς κάτι τι ὑψηλότερον καὶ εὐγενέστερον.

ΠΕΡ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ὄχι ξένα», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 9, 30-1-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Γράμματα διὰ τοῦ «Νουμᾶ»: Διὰ τὸν κ. Τσαρούχην

[Ἀπάντησις τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου εἰς τὴν ἐπιστολήν: Mr. Tsarouchis, «Διὰ τὸν κ. Γιαννόπουλον», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 13, 13-2-1903:

Φίλτατε «Νουμᾶ»

Ἡ κ. τάδε μετεμφιεσμένη εἰς Flamme. Ἡ κ. τάδε εἰς Merveilleuse, ἡ δ. δεῖνα εἰς Soubrette, ἡ δ. τάδε εἰς Incroyable. Καὶ οὕτω καθεξῆς.

Περιγραφὴ ἀπὸ Ἀθηναϊκὸν χορὸν εἶνε αὐτή. Ποῦ εἶνε ὁ κ. Περικλῆς Γιαννόπουλος νὰ μᾶς φωνάξῃ ὅτι ὄχι μόνον νὰ ζήσουμε αλλ᾿ οὔτε νὰ μασκαρευθοῦμε κατωρθώσαμεν Ρωμαίϊκα;

Ἰδικός σου πάντοτε

Mr. TSAROUCHIS]

* * *

Μὲ ἐφωνάξατε καὶ ἰδού με εἰς τὰς διαταγάς σας. Εἶμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τρέχουν μόλις τοὺς φωνάξουν. Μόνον ὅταν εἶνε διὰ θέσιν καὶ διὰ Σύλλογον δὲν τὸ κουνοῦν.

Σᾶς πειράζει ὅτι «ὄχι μόνον οὔτε νὰ ζῶμεν Ἑλληνικὰ ἐκατορθώσαμεν ἀλλ᾿ οὔτε νὰ μασκαρευώμεθα». Σᾶς πειράζει ὅτι εἰς τοὺς μασκαρευμένους χοροὺς ἡ κάθε εὐγενεστάτη Πιπή, Λιλή, Τσιμπλὴ -τοῦ χαρεμίου τοῦ Νέη- μεταμορφώνεται εἰς Flamme, Merveilleuse, Incroyable καὶ καμμία εἰς Πάτριον Καμήλαν. Καὶ ἐφωνάξατε ἐμένα ὡς ὄντα φωνακλᾶν νὰ «ὑψώσω φωνήν».

Λυποῦμαι, ἀγαπητέ μου κύριε, ὅτι δὲν θὰ σᾶς εὐχαριστήσω, διότι μοῦ συμβαίνει ἕνα πρᾶγμα παράδοξον. Ἴσως νὰ εἶνε ἐλάττωμα κληρονομικόν. Ἴσως κανένας πρόγονός μου νὰ ἦτο ἀρχιτέκτων. Ἴσως τὸ φυσικόν μου νὰ ἦτο νὰ γίνω Ἀρχιτέκτων καὶ δὲν τὸ ἐννόησα ποτέ. Ἴσως τέλος εἰς τὸν τόπον μας, ὅπου τὰ σπήτια φυτρώνουν κάθε πρωῒ σὰν μανιτάρια, νὰ εἶδα πολὺ πῶς κτίζουν ἢ νὰ μοῦ ἔχει ἐντυπωθῇ ἡ εἰκὼν τοῦ κτισήματος τόσον πολὺ εἰς τὸν νοῦν, ὥστε ὅταν θέλω νὰ στήσω ἕνα Ἰδεολογικὸν σπῆτι νὰ ἀρχίζω σκάπτων, κουβαλλῶν ἄμμους, ἀσβέστη καὶ ἀγκωνάρια καὶ προσέχω νὰ βάλλω καλὰ τὸ ἕνα ἐπάνω εἰς τὸ ἄλλο καὶ νὰ τὰ μετρῶ καὶ τὰ ζυγίζω χιλιάκις, διότι μοῦ φαίνεται ὅτι ἂν δὲν κάμω καὶ τρέξω ἐλαφρὰ ὑψηλά, τὸ οἰκοδόμημά μου θὰ πέσῃ τὸ ἄλλο πρωῒ σὰν σπῆτι Σπεματσόγλου. Και δι᾿ αὐτὸ καὶ εἰς τὸ Παλάτι ποὺ ἔκτισα καὶ προσκαλῶ τὸν καθένα ἂν τοῦ ἀρέσει καὶ ἂν θέλῃ νὰ πάῃ νὰ καθήσῃ -καὶ μόνον εἰς τὴν σάλα- ἀλλὰ ἀρχίζω καὶ τοῦ δεικνύω πῶς ἔβαλα τὴν πρώτη πέτρα καὶ ἔχω ἀφήσῃ παντοῦ τρύπες διὰ νὰ φαίνωνται ὅλα καὶ ἐρωτῶ τοῦ καθενὸς τὴν γνώμη ἂν εἶνε καλὰ βαλμένα καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀλλάζω τὸ κάθε τι στραβὸ ἢ τὸ κάθε τι ποὺ δὲν πολυαρέσει ἢ παραστενοχωρεῖ ἀπὸ τὰ στολίσματά του.

* * *

Μὲ ἄλλα λόγια θέλω νὰ εἰπῶ ὅτι ἔχομεν καιρὸν καὶ δρόμον πολὺν καὶ μακρυνὸν καὶ κακορροίζικον σὰν τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς καὶ γεμάτον γαϊδαράγκαθα, διὰ νὰ φθάσωμεν. ἀγαπητέ μου, εἰς τὴν Πιπή, Λιλὴ καὶ Τσιμπλὴ καὶ θελήσωμεν νὰ τὰς γδύσωμεν καὶ τοὺς βάλλωμεν Ἑλληνικά. Ἔχομεν μίαν ἄλλην πρῶτον ἡ ὁποία ἔχει διαρκῶς ἀποκρηᾶ, καὶ εἶνε διηνεκῶς καὶ ἐξωφρενικῶς μασκαρευμένη καὶ πολὺ περισσότερον «Incroyable» καὶ αὐτή, ἀγαπητέ μου, εἶνε ἡ Ἑλλάς. Καὶ ἕως ὅτου νὰ γδύσωμεν αὐτὴν καὶ τῆς βάλλωμεν φορέματα Ἑλληνικά, ἐγὼ εἶμαι τῆς Ἰδέας κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ νὰ τελειοποιηθῇ τόσον τὸ μασκάρευμα τῶν Λιλίδων καὶ τόσον θαυμάσια νὰ ὀργανωθῇ ἔστω ὁ κάθε Μύτος-Θεοτόκης καὶ ἡ κάθε Οὐρὰ-Ρωμάνος νὰ λάβουν τὴν θέσιν των καὶ ἐκτελέσουν τὸν προορισμόν των δημιουργοῦντες Κομιτάτα καὶ διευθύνοντες ὁ ἕνας τὸν ἐσωτερικὸν ὀργανισμὸν καὶ ὁ ἄλλος τὴν ἐξωτερικὴν παράστασιν αὐτῶν, διότι ἐνόσῳ ἕνας τοιοῦτος λόγου χάριν διευθύνει τὰ ἐσωτερικὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλος τοιοῦτος τὰ ἐξωτερικά, συγχίζεται φοβερὰ τὸ ζήτημα τῆς Μακεδονίας μὲ τὰ φορέματα τῶν Λιλίδων.

Ἕως ὅτου λοιπὸν ἰδοῦμεν αὐτὰ ἂς ἐνδύεται ὅπως θέλει ἡ κάθε Λιλή· μοῦ εἶνε ἐμένα καὶ πρέπει νὰ σᾶς εἶνε καὶ σᾶς ἀδιάφορον.

* * *

Ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ σᾶς δυσαρεστήσω δύναμαι νὰ σᾶς ὑποσχθεῶ ἀπὸ τώρα ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα καὶ βέβαια ποὺ θὰ τραβήξωμεν μὲ τὰ νύχια ὅλα αὐτὰ τὰ φορέματα καὶ βέβαια ποὺ θὰ τὰ ξεσχίσωμεν καὶ βέβαια ποὺ θὰ τὰ πατσαβουρόσωμεν ὡς προστυχότατα καὶ θὰ δείξωμεν εἰς ὅλες τὶς Λωλὲς Λωλίδες πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἐνδύωνται Ἑλληνικὰ καὶ νὰ εἶνε ὡραιότεραι χωρὶς νὰ εἶνε ἀνάγκη πάλιν καὶ φαινομηρίδων.

Ἀλλὰ πρᾶγμα ποὺ δὲν σὲ πειράζει φαίνεται διόλου καὶ ἐμένα μὲ πειράζει καὶ μὲ ἐνδιαφέρει ὑπερβολικὰ -διότι ἐπὶ τέλους ἡ κάθε Λιλὴ μπορεῖ νὰ κάμνῃ ὅ,τι θέλει, ἀδιάφορον πρέπει νὰ μᾶς εἶνε τὶ κάμνει- εἶνε τὶ κάμνουν καὶ τὶ πρέπει νὰ κάμνουν οἱ πολλοί. Τὶ κάμνει ὁ Λαὸς καὶ πῶς διασκεδάζει καὶ πῶς μασκαρεύεται ἀκόμη καὶ πῶς πρέπει νὰ τὰ κάμνῃ ὅλα αὐτά. Καὶ ἡ ἰδική μου ἰδέα εἶνε ὅτι ὁλόκληρος ἡ ζωὴ πρέπει νὰ εἶνε Ἑορτὴ καὶ σὰν Ἑορτὴν εὐδιάθετος καὶ στολισμένος πρέπει νὰ πηγαίνῃ ὁ καθεὶς πρὸς τὸ κάθε τι καὶ ὄχι σὰν ψῆφος Δηλιγιάννη καὶ Θεοτόκη καὶ σὰν πάτριος μαυροφόρος καὶ νεκροθαπτικὸς ὅπως εἶνε εἰς ὅλα του ὁ τωρινός... μασκαρᾶς -Incroyable- Ρωμηὸς ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ ὁδηγηθῇ νὰ γίνῃ Ἕλλην.

Καὶ διὰ νὰ γίνῃ Ἕλλην ἡ ἀλλαγὴ πρέπει νὰ ἀρχίσῃ ἀπὸ τὴν ρίζαν τοῦ μοναχοῦ.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, Γράμματα διὰ τοῦ «Νουμᾶ»: Διὰ τὸν κ. Τσαρούχην, «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 18, 2-3-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Χαιρετισμός

[πρὸς τὸν ποιητὴν Παλαμᾶν]

Μοῦ εἶνε ἀδύνατον νὰ ἐπαναφανῶ εἰς τὴν στήλην αὐτήν, χωρὶς νὰ ἐκφράσω εἰς τὰς πρώτας γραμμάς, αἴσθημα βαθείας τιμῆς, ὑπολήψεως καὶ σεβασμοῦ, πρὸς τὸν ἀληθῆ Ἰδεολόγον, τὸν ποιητὴν Παλαμᾶν. Μέσα εἰς τὸ ἀνακάτεμα, ποδοκύλημα, καταλάσπωμα τὸ ὁποῖον ἐκατορθώθη ἀπὸ τῶν ὑψηλοτάτων Ἐθνικῶν Ἰδεῶν, μέχρι τῶν κοινωνικῶν καὶ τῶν ἀτομικῶν, ἦτο φυσικὸν νὰ παρεξηγηθῇ καὶ μασκαρευθῇ καὶ κατεβασθῇ καὶ ὁ ἀγὼν τῶν Ἰδεῶν καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἀγωνίζεσθαι περὶ Ἰδεῶν. Οἱ ὑστερικοὶ Τσούσιδες τοῦ ᾿97, ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν καταντῶντες εἰς τὰ χάλια τῆς ξενευριασμένης γεροντοκόρης, κατέστησαν ἀδύνατον τὸν Ἰδεολογικὸν ἀγῶνα, διότι τὸν κατήντησαν σαλιάρισμα παιδικὸν ἀναξιπρεπέστατον.

Ὁ Ποιητὴς -τοῦ ὁποίου οἱ στίχοι ἐρεθίζουν ἐμένα τὰς περισσοτέρας φορὰς- κατὰ τῶν ἰδεῶν τοῦ ὁποίου δὶς ἐξεφράσθην μὲ τὸν ἀνατρεπτικὸν τρόπον κατὰ τῆς καθιερωμένης εἰς τὴν Ἰδεολογίαν Ἑπτανησιακῆς γυναικοσύνης καὶ δουλοσύνης, τῆς ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ πολιτισμοῦ καθαρᾶς αὐτῆς -ἀναγούλας, εἰς τυχαίαν συνάντησιν μοῦ ἔσφιξε τὸ χέρι καὶ μὲ τὸ ἀγωνιστικὸν ἐκεῖνο πῦρ τὸ ὁποῖον διακρίνομεν εἰς κάθε του στίχον μοῦ εἶπε: Ἐγὼ θέλω τὸν ἀγῶνα. Ἐμένα μὲ τέρπει ἡ εἰλικρινὴς ἔκφρασις τῆς Ἰδέας. Ἐμένα μὲ ἐνθουσιάζει ἠ ἐνθουσιώδης σφοδρότης, ὅταν δὲν προέρχεται ἀπὸ πάθος προσωπικόν.

Ἀναφέρω αὐτὸ ἐδῶ, μὲ τὴν συγκίνησιν τὴν ὁποίαν μοῦ προξενεῖ τὸ αὐθόρμητον αἴσθημα τῆς ἀληθοῦς εὐγενείας, διὰ νὰ ἀντλήσω καὶ ὑποδείξω εἰς νέους καὶ γέρους, ἕνα δίδαγμα εὐγενὲς τὸ ὁποῖον δὲν εἶδον ἀντλούμενον καὶ ἐφαρμοζόμενον ἀπὸ τοὺς διαβαζομένους ξένους ἱπποτισμοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς διαβαζομένους ξένους Ἰδεολογικοὺς ἀγῶνας, τὸ ὁποῖον δίδει εἰς ὅλους μας ὁ Ποιητής.

Δυνάμεθα νὰ εἴμεθα πολεμιότατοι οἱ μὲν τῶν δέ. Δυνάμεθα νὰ ὁρμῶμεν λυσσωδῶς οἱ μὲν κατὰ τῶν Ἰδεῶν τῶν δέ. Αὐτὸ ζητῖ ἡ ὑπηρεσία τῆς Ἰδέας. Αὐτὸ εἶνε ἀγών. Αὐτὸ εἶνε ἰδέα. Αὐτὸ εἶνε εἰλικρίνεια. Καὶ αὐτὸ εἶνε ἀνδρικότης. Ἀλλὰ μετὰ τοὺς ἀγῶνας, δυνάμεθα νὰ σφίγγωμεν ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου, ὄχι μόνον διὰ τὴν στοιχειώδη εὐγένειαν τῶν ἀγωνιστῶν, ἀλλὰ κυρίως διὰ νὰ πιστοποιοῦμεν οἱ μὲν πρὸς τοὺς δέ, ὅτι οὐδεὶς προσωπικὸς λόγος μᾶς ὑποκινεῖ, οὐδὲν προσωπικὸν πάθος ὑπεισέρχεται. Ἐξαιροῦνται βεβαίως οἱ ἀγῶνες, οἱ λόγῳ ἀπολύτου διαφορᾶς, οἱ λόγῳ τῆς διαρκείας, καταλήγοντες εἰς μίαν προσωπικὴν ἀντιπάθειαν. Καὶ εἰς τόπον ὅπου εἴμεθα τόσον ὁλίγοι, τόσον γνωστοί, τόσον φίλοι καὶ συναντώμεθα κάθε στιγμὴν εἰς κάθε στρίψιμον δρόμου, καὶ ἔχομεν τόσον πολὺ δυνατὸν τὸ αἴσθημα τῆς συμπαθείας καὶ της συναισθήσεως τῆς εὐαισθησίας τοῦ ἄλλου, ἡ εἰσαγωγὴ καὶ κραταίωσις ἠθῶν εὐγενεστέρων, ἁπαλοτέρων, καὶ ὁ χωρισμὸς τῶν Ἰδεολογικῶν ἀγώνων, πρέπει νὰ κατωρθωθῇ διὰ νὰ κατωρθωθῇ ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐλευθέρου καὶ ὑψηλοῦ ἀγῶνος.

Ὁ χωρισμὸς αὐτὸς καὶ ἡ εὐγένεια αὐτὴ εἰσαγομένη ἀντὶ νὰ ἀδυνατήσῃ θὰ ἐντείνῃ, ἀντὶ γνώρησιν ἀννὰ δεσμεύσῃ θὰ ἐλευθερώσῃ, θὰ καταστήσῃ δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ, δυνατότατος καὶ ὡραιότατος ὁ Ἰδεολογικὸς Ἀγών. Διότι ἡ συνάντησις καὶ ἡ χειραψία καὶ ἡ συνομιλία δὲν σημαίνει κατέβασμα καὶ ὑποχώρησιν, ἀλλὰ ἀναγνώρησιν ἀνυπαρξίας λόγων προσωπικῶν. Καὶ γενομένη παρὰ τῶν ὑψηλοτέρων πρὸς τοὺς χαμηλοτέρους, εἶνε πράγματι ὡραῖον καὶ ἀναβιβάζει ἔτι μᾶλλον ἐκείνους οἱ ὁποῖοι συγκαταβαίνουν. Καὶ κυριότατον πάντων διὰ τοὺς ἔχοντας λόγους προσωπικοὺς καὶ ἀγωνιζομένους ἐκθύμως ὑπὲρ τῶν Ἰδεῶν καὶ χάριν αὐτῶν γινομένους πολεμικοτάτους, εἶνε μία εὐκαιρία ἐπεξηγήσεως καὶ στηρίξεως διὰ ζώσης, τῆς ἀγάπης, τῆς τιμῆς καὶ τῆς ὑπολήψεως καὶ τοῦ σεβασμοῦ, τοῦ ὀφειλομένου πρὸς τοὺς ἀληθεῖς ἀγωνιστὰς ὑπὲρ τῶν Ἰδεῶν καὶ τοῦ ὡραίου, μία ἀνακούφησις καὶ θερμοτέρα ἔκφρασις ὅλων αὐτῶν προσωπικῶς, διότι ἐπιτρέπεται νὰ μισοῦμεν καὶ νὰ πολεμοῦμεν λυσσωδῶς τὰς ἀντιθέτους ἰδέας, τὰς ὁποίας νομίζομεν σφαλερᾶς καὶ κυρίως ἐπιβλαβεῖς εἰς τὴν κοινὴν ζωὴν -καὶ δι᾿ αὐτὸ τὰς πολεμοῦμεν- ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπεται, ὅταν ἀναγνωρίζομεν εἰλικρινεῖς πεποιθήσεις, νὰ μισοῦμεν τοὺς ἔχοντας αὐτάς, διότι τότε ἐκτὸς τῆς ἐπιδείξεως ἐμφύτου ἀγενείας καὶ κακοηθείας, ἐπιδεικνύομεν ὅτι δὲν ἔχομεν οὐδενὸς εἴδους καταλληλότητα, διὰ τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Ἰδεολογικὸν κόσμον.

Καὶ ἔγραψα αὐτά, διότι ὑποθέτω ὅτι κανεὶς δὲν εἶνε ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὸ καθιερωμένον καθεστώς, ὑπὸ τὴν ξένην προσωπίδα ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ εἶνε ἠλιθίως μεταμορφωμένη, τῆς δῆθεν καλῆς ἀνατροφῆς, τῆς δῆθεν εὐγενείας!!! διὰ τῆς ὁποίας ἐκατορθώθη ὥστε πᾶσα ἔκφρασις εἰλικρινοῦς γνώμης νὰ μεταβάλλῃ τὸν πρὸς ὃν ἀπευθύνεται εἰς ἀσπονδότατον ἐχθρὸν καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ γράφοντες νὰ θυμιατίζουν μὲν καὶ νὰ πασαλίβουν τὰς ἐκφράσεις των, μὲ μίαν προστυχοτάτην προσπάθειαν νὰ καταστήσουν αἰσθητὴν εἰς τὸν ἀναγνώστην ὅτι κάθε ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γράφουν φρονοῦν, νὰ ἐπιφυλάσσωνται δὲ διὰ τοῦ προφορικοῦ λόγου, νὰ ἐξεμοῦν ὅλην των τὴν συγκρατημένην περιφρόνησιν, ἥτις ὅμως, οὕτω ἐκφραζομένη καὶ ἐνεργουμένη, μεταβάλλεται ὑπὸ τῶν ἀκροωμένων εἰς περιφρόνησιν δικαίαν, μόνον αὐτῶν, τῶν οὕτω σκεπτομένων καὶ οὕτω ἐνεργούντων.

Ἐγώ, ὁ ὁποῖος θέλω νὰ καῶ, εἰς ἕνα ἀγῶνα σχισίματος καὶ κοψίματος, μὲ τὰ δόντια, ὅλων τῶν σχοινιῶν καὶ ὅλων τῶν ἀλυσσίδων, ποὺ κρατοῦν σκλαβωμένην τὴν κοινὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐλευθέρα καὶ θεοχαρῆ ἔκφρασιν, ὅλων τῶν ζωϊκῶν ἐνεργειῶν, τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου, καὶ θέλω νὰ εἰσαγάγω τὴν ἀλήθειαν, τὴν εἰλικρίνειαν, τὴν ἀνδρικότητα καὶ τὴν Πραγματικότητα, εἰς ὅλα καὶ πρωτίστως καὶ κυρίως θέλω νὰ εἴμεθα Ἄνδρες καὶ Ἰδεολόγοι Πραγματικοί, χαιρετῶ τὸν Ποιητήν, ὁ ὁποῖος ἔτυχε νὰ εἶνε ὁδηγὸς τῆς φιλολογικῆς νεολαίας καὶ ὁ δυνατώτερος καὶ τελειότερος σημαιοφόρος τῆς Στραβῆς Ἑλληνικῆς Ἰδέας καὶ ὑποστηρίζει τὸν Ἰδεολογικὸν κόσμον, τὸν ὁποῖον θέλω νὰ ξεριζώσω ἐντελῶς καὶ ἀνασκάψω τὸ χῶμα, ἐκφράζω πρὸς τὸν κατὰ τύχην, ὡς ἐκ τούτου, πολεμιότατον τὸ συγκινητικὸν αἴσθημα εἰλικρινοῦς τιμῆς, ὑπολήψεως καὶ σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης καὶ ἀκόμη τὴν αἴτησιν συγγνώμης, διότι οἱ νεώτεροι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ πικραίνωμεν τοὺς προηγουμένους οἵτινες ὁμοίως ἐπόθησαν καὶ ἐμόχθησαν διὰ τὴν κοινὴν ζωήν.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Χαιρετισμός», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 19, 6-3-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Τὰ πανταλόνια τῆς φιλολογίας

Μόνον εἰς ἐσένα «Νουμᾶ», ποὺ ἔχεις τὴν μικροτέραν κυκλοφορίαν τοῦ κόσμου, εἶνε δυνατὸν νὰ φανοῦν αἱ γραμμαὶ αὐταί, διὰ νὰ μείνουν μεταξὺ τῶν ὁλίγων, καὶ θὰ ηὐχόμην δι᾿ αὐτὸ τὸ φύλλον νὰ μὴ τὸ διαβάσουν οὔτε ἑκατὸ ἀναγνῶσται. Σᾶς βεβαιῶ ὅτι ἔρχονται στιγμαὶ ποὺ πιστεύω ὅτι καταγίνομαι εἰς πολὺ μεταφυσικὰ πράγματα καὶ πιστεύω τὸν χαζότατον Κίμωνα, ὁ ὁποῖος μὲ μὲ μάτια λάμποντα ἀπὸ τὴν ἡδονὴν τῆς μεγαλοφυΐας, μὲ εἶπε: Βασιλέα τῶν Ἀερολόγων. Ἐμένα δὲν μὲ ἐξάφνισαν διόλου τὰ Πανταλόνια τοῦ Ἀρχισιδηρουργοῦ, καθὼς δὲν μὲ ἐξάφνισαν καθόλου τὰ τρισχειρότερα ξεκάλτσωτα καὶ ἄπλυτα ποδάρια τοῦ Παλαιολόγου, διότι εὑρίσκομαι εἰς τὴν ἀξιοδάκρυτον θέσιν, νὰ γνωρίζω καὶ τὰ πόδια τῆς Γλυπτικῆς καὶ τὰ πανταλόνια τῆς Φιλολογίας καὶ τὶς πελερίνες τῆς Ζωγραφικῆς καὶ τὶς καμποῦρες τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς καὶ κάτι χειρότερον καὶ τὰ ἐσώρρουχα ὅλων καὶ τὴν σγάρτσαν τῶν σωμάτων ὅλων των. Καὶ οὔτε ἡ ἀναίδεια -Θωμόπουλε τὸ παραξεκοντάκιασες- τῶν καλλιτεχνῶν, τῶν ξυπολύτων Αὐτοκρατόρων μὲ συγκινεῖ, οἱ ὁποῖοι ἔπειτα γράφουν ὑψηλὰ ἀέρια περὶ Τεχνῶν καὶ σκοτώνονται -μὲ τὸ ἕνα των χέρι διὰ τὴν Γερμανικὴν τέχνην καὶ μὲ τὸ ἄλλο των διὰ τὴν Ἑλληνικήν, μετὰ τῆς αὐτῆς ξετσιπωσιᾶς, ποδοκυλίοντες καὶ τὰς δύο ἀγνώστους καὶ μετὰ τῆς αὐτῆς ἀδειανοτάτης καὶ ἀηδεστάτης φουσκολογίας, ὑμνοῦντες τὰ ἔργα τοῦ Φειδίου καὶ τὰ Κιμώνεια ἔργα τῆς Ἀσπριώτου, καθὼς οὔτε τοῦ Διευθυντοῦ τοῦ Βασιλικοῦ Θεάτρου ἡ ἀδιαβασία καὶ ἡ ἀκαταληψία τῶν παιζομένων ἔργων.

Ὁμολογῶ ὅμως, ὅτι μὲ ἐξάφνισε τὸ δικαιολογητήριον γράμμα τοῦ μεταφραστοῦ τοῦ Ἀρχισιδηρουργοῦ εἰς τὰς «Ἀθήνας». Ὁ κύριος Χρυσάνθεμος, μετάφραζε Γαϊδουράγκαθος, Γαϊδουράγκαθος, Γαϊδουράγκαθος-, ἀντὶ εἰλικρινοῦς συντριβῆς καὶ αἰτήσεως συγγνώμης, μὲ μίαν πρωτοφανῇ ἀναισθησίαν μᾶς εἰσάγει εἰς τὸ φιλολογικόν του ἐργαστήριον καὶ μὲ χάριν ἀφελεστάτην μᾶς τὸ ἐπιδεικνύει, μὴ ἔχον καμμίαν διαφοράν, ἀπὸ τὰ Ἰταλικὰ πλαστογραφεῖα τῶν μονοδράχμων, τὰ ὁποῖα ἀνακαλύπτουν κάθε τόσον οἱ ἀστυφύλακες ἄμα τὰ χαλάσουν μὲ τοὺς πλαστοποιούς. Καὶ αὐτὸ δὲν μοῦ μανθάνει ὅμως τίποτε νέον. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μοῦ σηκόνει τὰς τρίχας εἰς τὸ κεφάλι, εἶνε ἡ δαιμόνιος ἀναίδεια μὲ τὴν ὁποίαν ἄνθρωποι τοιαύτης καλλιτεχνικῆς καὶ διανοητικῆς ὑποστάσεως θέλουν νὰ ἀνακατεύωνται εἰς τὰ Γράμματα καὶ τὰς Τέχνας τοῦ οἰκτροῦ αὐτοῦ τόπου καὶ ὄχι ἐκλιπαροῦντες τὴν ἀνοχήν, ἀλλὰ πολεμοῦντες νὰ ἀποδείξουν τὴν προηγεσίαν!!!

Καὶ ἐνῷ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ καταλάβουν τὸν «Παπουτσωμένον Γάτον» νὰ πιάνουν εἰς τὸ στόμα των τὰ μεγαλήτερα ὀνόματα τῆς γῆς καὶ νὰ ὁμιλοῦν ὅλην τὴν ὥραν δι᾿ ἰδικούς μας καὶ ξένους μεγάλους συγγραφεῖς!!!

Μὰ ἐννοεῖτε εἰς τὶ χάλι πραγματικόν, εἶνε ὁ τόπος αὐτὸς διὰ νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τοιοῦτοι, μὲ τοιοῦτον Ταρταρινισμόν, κάμνοντες ὅτι εὑρίσκονται μίλια ὑψηλότερα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς, κατακρίνοντες καὶ περιφρονοῦντες ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου των, διὰ ἀνικανότητα διανοητικὴν καὶ ψευτιάν!! κοβόμενοι διὰ νὰ εὕρουν τὰ ὀρθοπεδικὰ συστήματα τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν κουβαλοῦντες τὰ φῶτα (!) ἀπὸ κάθε Γαλλίαν, Γερμανίαν καὶ πᾶσαν Ξεροκαμπίαν, καὶ ὅταν τὸ Βασιλικὸν Θέατρον, ἔστω καὶ δι᾿ ἑνὸς οἰκτροῦ Διευθυντοῦ τοὺς παραδίδει νὰ κάμουν μίαν ἁπλῆν μετάφρασιν, νὰ γράφουν οἱ ἴδιοι ὅτι «ἐχειροτόνησαν δύο τρία παιδιὰ μεταφραστὰς» -ἕνεκα βέβαια τῆς πολλῆς των συγγραφικῆς ἐργασίας- καὶ τοῦ ἔστειλαν «τὰς οἰκτρὰς σκηνάς»!!!

Ἄνθρωποι τοιοῦτοι, ποὺ λησμονεῖτε τὶ ἔχετε εἰπωμένα καὶ γραμμένα, Στέφανοι καὶ Γαϊδουράγκαθοι καὶ Θωμόπουλοι καὶ τόσοι ἄλλοι ἐκπορνευταί, νὰ πᾶτε πρῶτα νὰ κρεμασθῆτε ἀνάποδα εἰς τὶς συκιὲς δι᾿ ἕνα μῆνα, διὰ νὰ συνειθίσῃ ὁλίγον τὸ αἷμα νὰ σᾶς κατεβαίνει ἀπὸ τὰ πόδια εἰς πρόσωπον καὶ ἔπειτα νὰ θίγετε τοὺς πάτους «τῶν ἐμβάδων» τῆς Καλλιτεχνίας καὶ τῆς Φιλολογίας. Καὶ τοῦ λόγου σου, κακόμοιρε Κίμων, καὶ τόσοι ἄλλοι Κίμωνες, ξεφουρνισταὶ τῶν φωστήρων καὶ τοῦ λόγου σου ἀκόμη, κυρία Κριτική, αἰσθανθεῖτε τέλος πάντων τὴν εὐθύνη ποὺ φέρετε -διότι σεῖς εἶσθε ὑπεύθυνοι. Εἰς τὸν σβέρκον τὸν ἰδικόν σας πρέπει νὰ πέσῃ ἕνα σιδερένιο χέρι, διότι σεῖς φαμπρικάρετε τοὺς Καμηλοπαρδαλίους αὐτοὺς λαιμοὺς τῆς θρασύτητας, ἀπωθοῦντες κάθε Γιαννοπούλους ἐργάτας καὶ ἀγκαλιάζοντες κάθε Θωμοπούλους, οἱ ὁποῖοι σᾶς βυζαίνουν καὶ σᾶς κατακοροϊδεύουν ἐξευτελίζοντες καὶ σᾶς καὶ τὰ πάντα.

Καὶ σεῖς, κύριοι ἄνθρωποι τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν οἱ λοιποί, καὶ σεῖς οἱ γέροι φυγάδες τοῦ ᾿97 τῆς Φιλολογίας, οἱ ριψάσπιδες, οἱ κρυμμένοι, καταλάβετε καὶ ἐννοήσετε καὶ αἰσθανθεῖτε ὅτι μὴ ἀποτελοῦντες τίποτε καὶ μὴ ὄντες τίποτε καὶ μὴ καθορίζοντες τὴν θέσιν τοῦ καθενὸς καὶ μὴ συγκροτούμενοι εἰς ἕνα σῶμα, μόνον καὶ μόνον χάριν τῆς ὑπερασπίσεως τοῦ στοιχειώδους Ἀνθρωπισμοῦ καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Λογίου καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Καλλιτέχνου, καὶ ἀδιαφοροῦντες διὰ τὴν ὑπόληψιν καὶ τὴν τιμὴν τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν τοῦ τόπου σας, καὶ πέρνοντες ὅλα εἰς τὰ ἀστεῖα, τὰ ὁποῖα σᾶς ἐκατάντησαν εἰς τὰ τραγικὰ καὶ ἀγκαλιασμένοι ἐξ ἐπιεικείας -τί θαυμάσιον εἶδος ἐπιεικίας! ὅλοι μαζὺ καὶ βουτηγμένοι ἕως τὸν λαιμὸν εἰς ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν βόρβορον καὶ κρατοῦντες τὸ σπῆτι τοῦ Διανοητικοῦ Κόσμου εἰς τοιαύτην ἀκαθαρσίαν, μὴν ἔχετε τὴν ἐλπίδα νὰ εὐρεθοῦν ἄνθρωποι νὰ ἀποφασίσουν νὰ εἰσέλθουν ἐντὸς αὐτοῦ. Καὶ ἐὰν εὑρίσκεται καὶ κανεὶς τρελλὸς σὰν ἐμένα θέλων νὰ σᾶς συγκινήσῃ καὶ σᾶς ἐνθαρρύνει νὰ ἀνακτήσετε τὴν ἀπὸ βαρεσιὰν ἀφημένην ζωὴν καὶ θέσιν, νὰ ξαναπιάσετε εἰς τὰ χέρια σας τὰ χαλινάρια τῶν πραγμάτων, μὴν νομίζετε ὅτι δύναται ἄνθρωπος νὰ ἀνθέξῃ νὰ τὸ κάμνῃ καὶ διὰ πολὺν καιρόν.

Ἐγὼ τοὐλάχιστον ζωγραφίζων μόνον τὸ Σήμερον διὰ νὰ περάσω εἰς τὸ Αὔριον, ἤδη στενοχωρημένος διότι δὲν ἔχω τὸν τόπον νὰ περάσω μίαν ὥραν ταχύερα -διὰ νὰ μὴ ξαναμιλήσω ποτὲ εἰς τὴν ζωην μου- σᾶς ὁμολογῶ ἁπλούστατα καὶ θέλω νὰ τὸ γνωρίζετε ὅτι ἡ ἠθική, διανοητικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ κατάστασις τῆς ἐποχῆς αὐτῆς αὐτῆς εἶνε τοιαύτη, ὥστε αἱ γραμμαί μου αἱ φαινόμεναι βίαιαι, οὔτε τὸ ἑκατομμυριοστὸν ἐκφράζουν ἀπὸ ὅ,τι πρέπει νὰ ἐκφράσουν, ὅτι εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀνθέξῃ κανεὶς νὰ περιγράψῃ τὰ πράγματα καὶ ἀνάγκη ὁ ἀναγνώστης νὰ ἐννοῇ δισεκατομυριάκις χειρότερα τὰ πράγματα, ἀπὸ ὅ,τι ἐγὼ τὰ ζωγραφίζω. Καὶ ὅμως, κύριε Σουρῆ, δὲν ἐννοεῖτε τὴν δύναμίν σας καὶ τὸ καθῆκον σας, καὶ ὅμως κύριε Δροσίνη μελισσουργεῖτε, καὶ ὅμως κύριε Παλαμᾶ μαν[...]τε [...] σὰν Δράκος, μόλις τρυπώσῃ κανεὶς εἰς τὴν [...] τῆς Ποιήσεως, καὶ σᾶς τσιμπήσῃ τὴν Σταχτοπούταν, καὶ ὅμως κύριε Κονδυλάκη μὲ τὴν κου[...]ον παρθενίαν τῆς Κρητικιᾶς Φιλολογικῆς σας [...] παρακολουθεῖτε ἀπαθέστατα νὰ γλυ[...] τὴν [...]πελιὰν τοῦ Ὑμηττοῦ καὶ νὰ μᾶς [...] ὅλοι σας νὰ μὴ μᾶς μέλλει διὰ τίποτε. Δὲν ἐντρ[...] ποτὲ πὼς εἶσθε ἄνθρωποι, πιωμένες μαϊμοῦδες, βάτραχοι ψόφιοι;

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Τὰ πανταλόνια τῆς φιλολογίας», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 24, 23-3-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Ὁ χαλασμένος καθρέπτης

Ὁ καθρέπτης κάθε λαοῦ εἶνε ἡ Ἱστορία του. Ὁ κάθε λαὸς ἀπὸ τὴν Ἱστορίαν καὶ ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ γράφουν δι᾿ αὐτὸν ἰδικοί του καὶ ξένοι συγγραφεῖς, σχηματίζει τὴν ἰδέαν του διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀπαράλλακτα ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ ἐξωτερικόν του ἀπὸ τὸν καθρέπτην. Καὶ ἀπαράλλακτα ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος γνωρίζει πῶς εἶνε τὸ ἐξωτερικόν του, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀνάγκην ὅλην τὴν ὥραν, νὰ κυττάζεται εἰς τὸν καθρέπτην διὰ νὰ ἰδῇ ἂν ἔχῃ μαῦρα ἢ ξανθιὰ μαλλιά, τὸ ἴδιον δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην νὰ κυττάζεται κάθε ἡμέραν εἰς τὴν Ἱστορίαν, διὰ νὰ ἰδῇ τὸ ἐθνικόν του Ἐγώ. Ἔχει τὴν ἰδέαν του σχηματισμένην.

Ἀλλὰ ἂν δώσετε, εἰς ἕνα ἄνθρωπον μόνον ἕνα καθρέπτην χαλασμένον, μουντζουρωμένον, βέβαια δὲν θὰ εἰξεύρῃ πῶς εἶνε τὸ ἐξωτερικόν του ἀκριβῶς καὶ θὰ νομίζῃ ὅτι ἔχει πρόσωπον εὐλογιασμένον, πρόσωπον πανουκλιασμένον. Τὸ ἴδιον θὰ συμβῇ καὶ διὰ κάθε λαόν, ἐὰν τοῦ δώσετε ἕνα καθρέπτην χαλασμένον, μουντζουρωμένον. Θὰ νομίζῃ τὸ ἐθνικόν του Ἐγὼ εὐλογιασμένον, πανουκλιασμένον. Θὰ ἔχῃ μίαν ἰδέαν διὰ τὸν ἑαυτόν του θεόστραβον.

Καὶ νά ἀπὸ ποῦ, πῶς, ὁ ἰδικός μας λαὸς ἐσχημάτισε τὴν Ἰδέαν του καὶ ἑπομένως φαντάζεσθε τὶ εἶνε αὐτὸς καὶ τὶ νομίζει ὅτι εἶνε αὐτός. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἱστορία εἰς τὸ σύνολόν της εἶνε κυρίως ἔργον τῶν Εὐρωπαίων. Αὐτοὶ συνέρραψαν καὶ συνεδίασαν καὶ ἐσχολίασαν τὰς μερικὰς ἱστορίας. Ἐσχηματίσθη οὕτω σιγὰ σιγὰ εἰς τὴν Εὐρώπην, μία Ἑλληνικὴ Ἱστορία -ὄγκος τεράστιος- ἀπὸ τὴν ὁποίαν κατὰ τὸ πολὺ μέρος ἐπήγασαν καὶ αἱ ἰδικαί μας. Ἡ Ἱστορία αὐτή, ἡ ξένη, μὲ χιλίας ριζωμένας καὶ ἀθίκτους ἰδέας, διαπλάττει τὸ πολὺ πνεῦμα τῶν Εὐρωπαίων. Ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουν τὰ πολυειδῆ περὶ ἡμῶν βιβλία, ἐξ αὐτῆς τρέφεται ὁ ἡμερήσιος καὶ περιοδικὸς Εὐρωπαϊκὸς τύπος. Ἐξ αὐτῆς εἶνε προκατηλειμένον πᾶν πνεῦμα καὶ πάντων τῶν ἐδῶ ἐρχομένων πολυειδῶν βιβλιογράφων.

Ἐξ αὐτῆς ἐπηρεάζεται κάθε πνεῦμα καὶ Εὐρωπαίων καὶ ἰδικῶν μας ἱστορικῶν. Καὶ ἐκ τῶν βιβλίων, τῶν μελετῶν, τῶν ἄρθρων, τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ τύπου, τὰ ὁποῖα ἀπορρέουν ἐξ αὐτῆς, μορφώνουν καὶ οἱ πάμπολοι ἐξ ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, τὰς ἰδέας των περὶ Ἑλληνικῆς φυλῆς, Ἑλλάδος, Ἑλληνισμοῦ.

Αἱ τινὲς φωναί, τὰ τινὰ ἔργα τὰ πολεμοῦντα τὰς ἰδέας αὐτὰς εἰς τὴν Εὐρώπην, αἱ τινὲς φωναὶ καὶ τὰ τινὰ ἔργα τὰ πολεμοῦντα τὰς ἰδέας αὐτὰς ἐδῶ, δὲν ἔχουν κανενὸς εἴδους καμμίαν σοβαρὰν ἐπιρροήν· οὔτε ἐπὶ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πλήθους οὔτε ἐπὶ τοῦ ἰδικοῦ μας. Αἱ στραβαὶ ἰδέαι, ἐρριζοῦντο εἰς τὰ πνεύματα ἐπὶ τόσον καιρόν, ὥστε τώρα χρειάζεται ἄλλος τόσος καὶ πολὺ περισσότερος διὰ νὰ ξερριζωθοῦν. Διότι ὅσον δύσκολον εἶνε, νὰ ριζοβολήσῃ εἰς ἀνθρώπους πολλοὺς μία Ἰδέα, τόσον ἀπείρως δυσκολώτερον, ἄπαξ ριζωθεῖσα καὶ κατακτήσασα ἔδαφος νὰ ἀποσπασθῇ ὅσον προφανῶς στραβὴ καὶ ἂν εἶνε.

Αὐτὸ τὸ κομμάτι τὸ χαρτὶ ποὺ λέγει μίαν ἁπλῆν ἀλήθειαν, θὰ ἦτο καλὸν καθένας νὰ ἤθελε νὰ τὸ ἔχῃ ἐμπρός του, ὅταν πιάνῃ νὰ διαβάσῃ κάθε ξένον ποὺ λέγει τὰς ἰδέας του δι᾿ ἡμᾶς. Καὶ ἂν ὁ τύπος ἤθελε νὰ ἀντιδράσῃ κατὰ τῆς ἀπομουρλοσύνης τὴν ὁποίαν ἐκτείνουν καὶ αἱ ἰδέαι τῶν ξένων δι᾿ ἡμᾶς, ἀφοῦ γνωστὸν πῶς χάπτονται αἱ ἰδέαι τῶν ξένων, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴ δίδῃ οὔτε μίαν ξένην ἰδέαν, χωρὶς νὰ τὴν ἀκολουθῇ ἡ σχολίασις καὶ ἡ ἀντιβολὴ τῶν ἀληθῶν πραγμάτων ὑπὸ τῶν ἐδῶ εἰδικῶν εἰς τὰ ἱστορικά, διὰ νὰ ἀρχίσῃ νὰ μειοῦται τὸ θανατικὸν αὐτό.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ὁ χαλασμένος καθρέπτης», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 27, 3-4-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Γράμματα διὰ τοῦ «Νουμᾶ»: Πρὸς τὸν κ. Αντίλαλον

[Ἀπάντησις τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου εἰς τὴν ἐπιστολήν: Ἀντίλαλος, «Μία εὐχή», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 30, 17-4-1903:

Φίλτατε «Νουμᾶ»,

Ὅσον καὶ ἂν ἀποκαλοῦν μερικοὶ σοβαροὶ συμπολῖταί μας, ἀπὸ τὴν λεγεῶνα τῶν γραφόντων δά, τὸν κ. Περ. Γιαννόπουλον «ἀερολόγιον μετὰ χαρτοφυλακίου» -διότι, ὡς γνωστόν, ὁ συμπαθὴς λόγιος συνειθίζει νὰ κρατῇ ὑπὸ μάλης πάντοτε κομψὸν δερμάτινον χαρτοφυλάκιον- γιὰ μένα εἶνε ὀ μόνος ἀπὸ τοὺς συγχρόνους λογίους, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει ἐργασίαν πρωτοτυπωτάτην, οὐσιαστικωτάτην, μὴ δικαιολογοῦσαν καθόλου τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ ἀερολογίου τὸν ὁποῖον καὶ αὐτὸς ὁ κ. Κίμων τῶν «Παναθηναίων» τοῦ ἀπέδωκεν ἀποκαλέσας αὐτὸν «Βασιλέα τῆς ἀερολογίας».

Ὁ κ. Γιαννόπουλος θὰ γελᾷ βεβαίως δι᾿ αὐτὰ καὶ θὰ τὰ περιφρονήσῃ ἱστάμενος πολὺ ὑψηλά, ἐπὶ τοῦ τιμίου καὶ στερεοῦ βάθρου τῆς εὐσυνειδητοτάτης ἐργασίας του. Ὅτι δὲ ἡ ἐργασία του εἶνε καὶ σοβαρὰ καὶ ἀξία λόγου, ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι δὲν θὰ φιλοξενηθῇ ποτὲ στὴν βιβλιοθήκην τοῦ Μαρασλῆ, ἡ ὁποία -βιβλιοθήκη, πάντοτε- ἐκτὸς τῶν Ἁπάντων τοῦ Σολωμοῦ, τῶν Παροιμιῶν τοῦ κ. Πολίτου καὶ δύο τριῶν ἄλλων βιβλίων ἀκόμη, μόνον ἀπὸ ἀερολογήματα εἶνε παραγεμισμένη.

Νὰ ἔπιανε τάχα ἡ εὐχὴ τὴν ὁποίαν θὰ ἐξεδήλωνε κανεὶς περὶ ἀφιερώσεως ἑνὸς τόμου της καὶ διὰ τὴν ἐργασίαν τοῦ κ. Γιαννοπούλου;

Μεθ᾿ ὑπολήψεως

Ἀντίλαλος]

* * *

(Πρὸς τὸν κ. Ἀντίλαλον τοῦ «Νουμᾶ», εὐχηθέντα τὴν ἔκδοσιν τοῦ ἔργου μου διὰ τῆς Βιβλιοθήκης Μαρασλῆ).

Εὐχαριστῶ τοὺς δεικνύοντας ἐνδιαφέρον διὰ τὴν ἐργασίαν μου. Ἐγὼ εἶμαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει ἐνδιαφέρον καὶ πόθος πολὺς ἐμφανίσεως νέων ἐργασιῶν.

Ἐὰν δὲν ἤμουν βέβαιος δι᾿ αὐτό, δὲν θὰ ἔχανα τὸν καιρόν μου. Ἀλλ᾿ οὔτε ὁ Μαρασλῆς ποὺ κάθεται εἰς τὴν Ρωσσίαν, οὔτε καὶ οἱ ἐδῶ ἐκδόται ἔχουν κανένα λόγον νὰ ἐκδίδουν τὰ ἔργα τοῦ κάθε παρουσιαζομένου μὲ ἕνα ἄρθρον ἢ μίαν μελέτην. Ὅ,τι λέγομεν καὶ θέλομεν διὰ τοὺς ἄλλους, πρέπει τὸ ἴδιο νὰ λέγωμεν καὶ νὰ θέλωμεν καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μας. Τί θὰ εἰπῇ Γιαννόπουλος; Ἢ Γιαγκόπουλος, ἢ Ἰωαννόπουλος, ἢ Κολοκυθόπουλος; τὸ ἴδιον εἶνε. Ἐὰν ἐρωτήσετε ἀνθρώπους, ἐκτὸς τῶν ὁλίγων ἡμῶν, τῶν διαβαζόντων τὰ ὅλα θὰ σᾶς εἰποῦν ὅτι δὲν ἔχουν ἰδέαν. Καὶ πολὺ δικαίως καὶ πολὺ φυσικά. Μεταξὺ τῶν ἄλλων κακῶν ποὺ παθαίνομεν ἐδῶ εἶνε καὶ αὐτό: Γράφομεν ἕνα ἄρθρον, ἕνα διήγημα, ἐκδίδομεν ἔστω ἕνα βιβλιαράκι καὶ οἱ φίλοι μας, ὅσοι μᾶς ἀγαποῦν, ὅσοι ἔχουν ἐνδιαφέρον, μᾶς λέγουν, εὖγε εὖγε καὶ ἐμεῖς νομίζομεν, ὅτι ἔγινε, ἐτελείωσεν ἡ δουλειά, ὅτι ἡμεῖς εἴμεθα μεγάλοι καὶ ἡ Ἑλλὰς ἐπρόκοψεν. Ὄχι! καὶ ἡ ἀξία καὶ ἡ ὑπόληψις καὶ ἡ τιμὴ πρέπει νὰ ἀποκτᾶται μὲ αἷμα καὶ βῆμα βῆμα ἀγωνιζόμεναι. Πρέπει νὰ εἴμεθα φειδωλότατοι εἰς τοὺς ἐπαίνους. Πρέπει νὰ προσέχωμεν νὰ μὴ δημιουργοῦμεν Θεοὺς τιποτένιους. Ἅμα σπρώξῃς ἕναν καὶ τοῦ κάτσῃς εἰς τὸν σβέρκον, φώναζε ἔπειτα ὅσον θέλεις ἅμα ἰδῇς ὅτι τενεκὲς αὐτὸς ἔγινε πλέον. Ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν ἔχω παρὰ μίαν μόνον ἀξίωσιν τὴν ὁποίαν διατυπώνω ὡς θερμὴν καὶ ἐπίμονον καὶ καθημερινὴν παράκλησιν, τρεῖς τῶρα μῆνας τακτικὰ εἰς τοὺς τεταγμένους νὰ ἐμφανίζουν καὶ νὰ κυκλοφοροῦν τὰς νέας Ἰδέας, τὰς ἀγαθὰς Ἰδέας, δηλαδὴ εἰς τὸν ἡμερήσιον καὶ περιοδικὸν τύπον, νὰ βοηθήσουν ὥστε νὰ φανῇ ὄχι ἡ ἐργασία, ἀλλὰ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας μου, διότι ἔχω τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ τὴν συμπαθήσουν ὅλοι, παρὰ τὸν ἀχρεῖον χαρακτῆρα μου τὸν δυσαρεστοῦντα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὸ δι᾿ ἐμένα εἶνε ὑπεραρκετόν. Τὰ ἄλλα ἔπειτα ἔρχονται μόνα των. Τὰ κάμνω καὶ μόνος μου.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, Γράμματα διὰ τοῦ «Νουμᾶ»: Πρὸς τὸν κ. Αντίλαλον, «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 31, 20-4-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Βυζαντινὴ μὲν ρινοκλασία δέ

Βεβαίως· δι᾿ ἕνα ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι θέλει νὰ ὁμιλήσῃ δι᾿ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ εἶνε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον αὐτὸ συμβαίνει. Λέγουν οἱ ἄνθρωποι δικαίως, μᾶς ὁμιλεῖ καὶ δι᾿ αὐτό. Καὶ πράγματι συμβαίνει, νὰ ἔχω νὰ ὁμιλήσω δι᾿ ὅλα τὰ Ἑλληνικὰ πράγματα καὶ μοῦ φαίνεται μάλιστα ἰσοϋψῶς. Αὐτὸ συμβαίνει, διότι ἔχω ὡς βάσιν τὴν γῆν, τὴν ἱστορίαν, τὸν Ἕλληνα καὶ διὰ νὰ ἰδῶ αὐτὸν καλά, ἠναγκάσθην νὰ ἰδῶ ὅλας του τὰς ἐκδηλώσεις, τὰς ἄλλοτε καὶ τὰς τώρα, καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν, ποὺ ἀναμφισβητήτως πρέπει νὰ στηρίζεται τὸ σήμερον καὶ νὰ σχεδιάζεται τὸ αὔριον, ζωγραφίζω τὸ σήμερον καὶ σχεδιάζω τὸ αὔριον. Ὥστε ὅταν ὁμιλῶ περὶ Στρατοῦ, λόγου χάριν, δὲν γνωρίζω βέβαια τὴν Στρατιωτικὴν ἐπιστήμην ὁλοτελῶς καὶ ὁλοτελῶς δὲν μὲ ἐνδιαφέρει. Ἐγὼ δεικνύω τὴν φύσιν τοῦ Ἕλληνος στρατιώτου καὶ λέγω, ἐπὶ τῆς φύσεως αὐτῆς θὰ στηριχθοῦν οἱ νόμοι. Δεικνύω τὴν φύσιν τῆς γῆς καὶ τὴν φύσιν τῶν προαιωνίων πραγμάτων καὶ τὴν θέσιν τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, αἰωνίως τῶν αὐτῶν ὑπὸ ὀνόματα ἄλλα, τοὺς ὄγκους αὐτῶν καὶ τὴν ὁλιγότητα ἡμῶν, καὶ ζητῶ τὴν φύσιν τοῦ στρατοῦ ποὺ εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχωμεν καὶ ζητῶ εἴδη τρόπων καὶ νόμων Ἐλληνικῶν, δηλαδὴ στηριζομένων ἐπὶ τῆς φύσεως τοῦ στρατιώτου. Ζητῶ Στρατιωτικὴν ἐπιστήμην Ἑλληνικὴν δηλαδή, στηριζομένην εἰς τὴν φύσιν τῆς γῆς καὶ εἰς τὴν φύσιν τῶν ἐχθρῶν. Καὶ σταματῶ ἐκεῖ. Δι᾿ αὐτὸ λέγω τὴν ἰδέαν μου καὶ διὰ τὴν Βυζαντινὴν Μουσικήν.

Ἀλλ᾿ οὔτε εἰς τὰς «Ἀθήνας» εἶπα τίποτε, οὔτε ἐδῶ χωρεῖ τὸ παραμικρόν. Εἰς μίαν μελέτην «τὸ Θρησκευτικὸν αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος», εἰς τὴν ὁποίαν ἀρχίζω ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ὁ Κρητικὸς Κρόνος εἶχε καταπιεῖ τὰ παιδιά του καὶ ἡ Κυρία του τὸν ἔβαλε κάτω καὶ ἤρχισε νὰ τοῦ πηδᾷ εἰς τὴν κοιλιά, διὰ νὰ τοῦ ἀνεβοῦν πάλιν ἀπὸ τὸ στόμα, καὶ καταλήγω μὲ τὸν τελευταῖον ἅγιον τῆς Ὕδρας, ἕναν Κὺρ Θόδωρον μὲ φουστανέλλες -μελέτην ἀληθινὰ περίεργον καὶ ἀφελεστάτην- μὲ τὴν ὁποίαν ἀοδεικνύω καθαρόατα, ὅτι ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Κρόνου ἕως τὸν Κὺρ Θόδωρον, κατὰ τίποτε δὲν ἤλαξε τὸ θρησκευτικόν μας αἴσθημα, ἀποδεικνύων καὶ δι᾿ αὐτοῦ τοῦ μέσου τρανότατα, ὅτι δὲν ὑπάρχει παρὰ ἕνας μοναδικὸς Ἕλλην, ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ φιλογύνου Διὸς ἕως τώρα. Ἐκεῖ δεικνύω -διότι έκεῖ φαίνεται- καὶ τὴν θέσιν καὶ τὴν φύσιν τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς· ἐδῶ μὲ δύο λόγια νύξεων. Ἡ Μουσικὴ αὐτὴ δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀρχαία. Ὅσον καὶ ἂν σᾶς φανῇ παράξενον, κάμετε τὸ ἐξῆς πείραμα. Βγάλετε τὸ καπέλλο σας· ἄλλαξε κατὰ τίποτε ὁ τρόπος κατὰ τὸν ὁποῖον αἰσθάνεσθε τὴν μουσικήν; Λατρεύσατε αὔριον τὸ πρωὶ τὸν Βούδδαν· εἰπέτε τοῦ Λαυράγκα νὰ σᾶς κάμῃ ἕναν ὕμνον. Θὰ ἀλλάξῃ κατὰ τίποτε τὴν Μουσικήν του; Τὸ ἴδιον συνέβη ὅταν ἀλλάξαμεν θρησκείαν καὶ ἀντὶ τοῦ καπέλλου μὲ τὰς πτέρυγας, ἐβάλαμεν εἰς τὸ κεφάλι μας τὸ ψηλὸν τοῦ θόλου. Ἡ Μουσικὴ ἀπολύτως ἔμεινε ἡ ἴδια, δηλαδὴ τὸ σύστημα, ἤλλαξε μόνον ἂν θέλετε ὁ χρωματισμός. Ἐξεφράσθησαν δι᾿ αὐτῆς πράγματα ἄλλα, ἂν καὶ εἰς αὐτό, δι᾿ ἐμένα, ἐλαχίστη θὰ ὑπῆρξε διαφορά. Τώρα ὅπως εἶνε γενικῶς βεβαίως, εἶνε κολοκύθια. Ἀλλ᾿ ὅταν ψάλλῃ ὁ Σακελλαριάδης, εἶνε σὰν κάθε ἄλλην μουσικήν. Ἄλλως τε ἐγὼ δὲν εἶπα νὰ μείνῃ ὅπως εἶνε, κάθε ἄλλο μάλιστα. Ἀλλ᾿ αὐτὰ δὲν ἀναλύονται ἐδῶ. Βεβαίως καὶ οἱ ἄλλοι ἔκαμαν τὸ ἴδιον μὲ τὴν Εὐρωπαϊκήν. Ἀλλὰ δὲν νομίζετε ὅτι καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ καὶ ὅλοι μας, δὲν εἴμεθα, διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν πρὸς τοὺς θεούς; Καὶ δὲν νομίζετε, ὅτι ἀντὶ νὰ ἀκούωμεν μίαν μουσικὴν προσφώνησιν τωρινοῦ, ποὺ μόλις εἶνε καλὴ διὰ τὸν Δεληγιάννην, νὰ τὴν ἠκούωμεν ἀναπεμπομένην πρὸς τὸν Θεόν; Καὶ δὲν νομίζετε, ὅτι οἱ Χρυσόστομοι καὶ οἱ λοιποὶ εἶνε κάπως ὑψηλότεροι ἀπὸ ἡμᾶς; Ἄλλως τε ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς λόγος νὰ πεταχθῇ ἡ Μουσικὴ αὕτη, ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο ζήτημα.

Ἐγὼ δὲν ἐννοῶ τὶ θὰ εἰπῇ παλαιὸν καὶ νέον. Ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα πράγματα εἶνε καὶ ὁ ἄνθρωπος. Διατί δὲν τοῦ βάζετε δύο μύτες, τρία πόδια, διὰ νὰ νεωτερισθῇ; Παλαιὸς δὲν εἶνε καὶ ὁ θόλος; διατὶ δὲν τὸν βάφετε κόκκινον καὶ νὰ τοῦ κρεμάσετε καὶ μίαν φοῦντα νὰ γίνῃ φέσι; ὁ Ἀξελὸς ἕτοιμος εἶνε. Καὶ ἡ Θρησκεία ὅλη παλαιὰ εἶνε· διατί δὲν τὴν ἀλλάζετε; Αἱ θρησκεῖα καὶ ὅλα τὰ πράγματα των θρησκειῶν ἐκ φύσεως δὲν πρέπει νὰ κινοῦνται. Κάθε θρησκεία εἶνε δόγμα. Ἀπὸ κάθε δόγμα ἄμα θέλεις νὰ κινήσῃς μίαν πέτραν κρημνίζεται ὁλόκληρον. Τὸ δόγμα εἶνε σὰν παλαιὸ σπῆτι. Διόρθωσιν δὲν παίρνει, καταρρέει. Τὴν θρησκείαν πρέπει νὰ τὴν δέχεσαι ὁλόκληρον, ὅπως εἶνε καὶ ὅ,τι καὶ ἂν εἶνε. Πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα, εἶνε ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος κάθε θρησκείας. Πιστεύεις; ἔχει καλῶς. Δὲν πιστεύεις; Δέχου τὰ πάντα· τίμα τὰ πάντα· σέβου τὰ πάντα καὶ μὴ καταλαμβάνεις τίποτε καὶ μὴ κλονίζεις κανενὸς τὴν πίστην, καὶ κάμνε ἀφελῶς ὅ,τι κάμνουν καὶ οἱ ἄλλοι. Καὶ δὲν εἶνε καὶ καμμία ἀνάγκη οὔτε νὰ καταλαβαίνῃ κανεὶς τίποτε -εἶνε τόσον ἁπλᾶ πράγματα- οὔτε νὰ θέλῃ νὰ διορθώνῃ τίποτε δὲν ἀξίζει τὸν κόπον.

Κράτα καλά, εἶνε ὅλη ἡ δύναμις κάθε θρησκείας. Ἐμένα μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Πάππας εἶνε ὁ σοφὸς καὶ ἀνόητοι, οἱ σοφοὶ ποὺ τὸν πολεμοῦν καὶ θέλουν νὰ τὸν κάμουν νὰ νεωτερίσῃ. Ὅσον πλέον παλαιοτέρα εἶνε ἡ θρησκεία, τόσον εἶνε καὶ ἡσυχωτέρα· ὅσον πλέον ἀμετάβλητος καὶ ἀπείρακτος καὶ ἄθικτος καὶ ἀσυζήτητος, τόσον ὀλιγώτερον τόπον πιάνει, τόσην όλιγωτέραν φασαρίαν κάμνει. Ἡ καλητέρα θρησκεία τοῦ κόσμου, εἶνε ἐκείνη, ποὺ εἶνε σὰν νὰ μὴν εἶνε. Καὶ ἡ ἰδική μας μάλιστα ἡ Ἑλληνική, ἡ ἐκ φύσεως ἀγαθοτάτη καὶ ἡσυχοτάτη, ἡ μὴ βαρύνουσα κανέναν καὶ κανένα μὴ ἐνοχλοῦσα, εἶνε ἡ ἀρίστη ὅλων τῶν ἄλλων χριστιανικῶν θρησκειῶν -ἡ δουλειὰ τῆς θρησκείας εἶνε, νὰ κάθεται εἰς τὰ αὐγά της καὶ νὰ μὴν ἀνακατεύεται εἰς τίποτε, πρᾶγμα διὰ τὸ ὁποῖον πολεμᾷ ὅλη ἡ Εὐρώπη καὶ ἡμεῖς ἀνέκαθεν ἔχομεν -πρέπει νὰ μᾶς εἶνε λατρευτὴ σὰν τὰ μάτια μας καὶ ἂν σωπήσουν τέλος καὶ οἱ Δαμβέργηδες, θὰ εἶνε τὸ πρότυπον θρησκείας πολιτισμένου Ἔθνους. Καὶ αὐτὰ τὰ γράφω ἐγὼ ὁ ὁποῖος θὰ ἤθελα θρησκείαν πρωτίστως, καθαρῶς Ἑλληνικήν. Ἀλλὰ ὅρα καὶ δούλους Ἕλληνας.

Ὄχι, χιλιάκις ὄχι. Διὰ νὰ ἀγαπᾷ κανεὶς τὸ Ὡραῖον, δὲν χρειάζεται νὰ εἶνε τρελλός, οὔτε ἀντεθνικός, καὶ τὸ Ὡραῖον θέλει ἕνα φόρεμα. Καὶ ἀπὸ τὸ κάθε ὕφασμα ὁ Καλλιτέχνης δημιουργεῖ τὸ Ὡραῖον. Καὶ διὰ τὸ Ὡραῖον ἰσχύει ἡ παροιμία «παποῦτσι ἀπὸ τὸν τόπο σου κι᾿ ἂς εἶνε καὶ μπαλωμένο». Ὅ,τι ἔχει νὰ καλλωπίσῃ, νὰ ἐξωραΐσῃ ἡ Ἐκκλησία, νὰ ἀνυψώσῃ μάλιστα μάλιστα. Ἀλλ᾿ ὄχι νὰ ἀλλάξῃ τίποτε. Μὴ φοβεῖσθε, κύριε Πάτριε, ἀπὸ ἐμένα, νὰ ἀκούσετε διὰ τουζλούκια. Ἐγὼ φρονῶ, ὅτι οἱ Παπάδες πρέπει νὰ κάμνουν τὰ φορέματά των εἰς τὴν καλητέραν ράπτριαν τοῦ κόσμου καὶ νὰ φορέσουν ὡραιότατα μεταξωτά. Ὁ πατριωτισμὸς ὁ ἰδικός μου εἶνε, ἄλλου παπᾶ εὐαγγέλιον. Νὰ μὴ φοβεῖσθε ὀπισθοδρομικότητας· νὰ φοβεῖσθε ἐντελῶς τ᾿ ἐναντίον, ἢ μᾶλλον νὰ εἶσθε βέβαιος, ὅτι ὅταν περάσω ἀπὸ τὰ τωρινὰ καὶ ἀρχίσω τὸ αὔριον, θὰ εὕρουν ὅλοι τὰς ἰδέας μου τόσον νεωτεριστικάς, ὥστε κανεὶς δὲν θὰ τὶς ἀκολουθήσῃ καὶ ὅλοι οἱ παλιότεροι θὰ βάλουν τὶς φωνές. Ὁ πατριωτισμὸς ὁ ἰδικός μου πρώτιστον θέτει τὸ Ὡραῖον καὶ τὸ Ὑψηλόν.

Δὲν πιστεύω νὰ εἶνε ἀσυγχώρητον, ὅτι δι᾿ αὐτὸ μεταχειρίζομαι τὸ κάθε τι ἐθνικόν, ὅ,τι σμπίπτει μὲ τὸ ἐθνικὸν συμφέρον, ὅτι ἠθέλησα νὰ ἐνδύσω αὐτὸ μὲ τὸ ἐθνικώτερον φόρεμα.

Ὅσον ἀφορᾷ τὸ ἐδῶ ζήτημα τῶν στενῶν ρετσινωμένων Ρινῶν, ἐὰν δὲν πάρουν βοῦρτσες καὶ δὲν τὰς καθαρίζουν κάθε πρωί, ὅπως οἱ πυροβοληταὶ τὰ κανόνια των καὶ δὲν γίνει τίποτε, θὰ εἶμαι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ φωνάξω διὰ τὴν Ρινοκλασίαν τὴν ἀνηλεῆ μάλιστα Ρινοσπασίαν.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Βυζαντινὴ μὲν ρινοκλασία δέ», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 32, 24-4-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Τὰ ἀρχαῖα δράματα

Ζῶα, Ζῶα, Ζῶα· ὁρίστε τὰ χάλια σας. Ἕνα Βασιλικὸν Θέατρον, πετᾷ κλωτσηδὸν ἕνα Βερναρδάκην ὁ ὁποῖος εἶνε θαυμάσιος διὰ νὰ μᾶς δώσῃ τὰ Βυζαντινὰ θεάματα. Ἕνα Βασιλικὸν Θέατρον μὲ Βλάχους, εἶνε ἀδύνατον νὰ μᾶς δώσῃ ἕνα ἀρχαῖον δρᾶμα. Τόσοι καλλιτέχναι καὶ τόσοι σοφολογιώτατοι, εἶνε ἀδύνατον νὰ μᾶς δώσουν μίαν καλλιτεχνικὴν εἰκόνα. Καὶ ἔρχεται ὁ Τρουφφιὲ νὰ περάσῃ ὁλίγας ἡμέρας ἐδῶ καὶ εἰς τὴν Γαλλικὴν Σχολὴν μὲ τὰς μαθητρίας τοῦ Ὠδείου ἢ κάθε ἄλλα θηλυκά, ἀμέσως συλλογίζεται νὰ κάμῃ μὲ τὰ τωρινά μας σώματα, καλλιτεχνικὰ συμπλέγματα ἀναπαριστῶντα ἀρχαίας εἰκόνας. Καὶ αὐτὰ γίνονται ἐντὸς στενοῦ κύκλου, καὶ δὲν τὰ βλέπουν οἱ πολλοί, καὶ κανεὶς δὲν διδάσκεται τίποτε, καὶ τίποτε δὲν ἐπιχειρεῖται, καὶ κανεὶς δὲν συνδυάζει τὰς ἰδέας καὶ τὰ πράγματα διὰ νὰ μιμηθῇ τι. Ἕνας φίλος μου ἤθελε νὰ δημοσιεύσῃ, ὅτι ἐγὼ τὰ φωνάζω αὐτά, δέκα ἔτη τώρα. Τοῦ εἶπα: Ἐμένα δὲν μοῦ ἀρέσουν αὐτά, εἶναι περιττόν, τὰ γράφω μόνος μου.

Ἀερολόγιοι λοιπὸν εἶνε οἱ φωνάζοντες καὶ θέλοντες νὰ σᾶς ἀνοίξουν τὰ μάτια διὰ νὰ κατωρθώσετ νὰ τὰ ἐννοήσετε; Ἀερολόγιοι εἶνε οἱ καταφαγωθέντες διὰ νὰ σᾶς μάθουν πῶς νὰ τὰ πλησιάσετε νὰ τὰ κάμετε; Καὶ τρελλοὶ εἶνε κὺρ Στέφανε, οἱ φωνάζοντες διὰ τὰς παραστάσεις τῶν ἀρχαίων δραμάτων; Βέβαια εἶνε τρελλοί. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔλθῃ ὁ Τρουφφιὲ καὶ εἰπῇ, ὅτι δυνατὸν νὰ γίνουν ἀρχαῖαι παραστάσεις, τὸτε τὸ ἄλλο πρωὶ ἀμέσως, ἀρχίζετε σεῖς οἱ ἴδιοι νὰ θέλετε νὰ τὰ ἐπιχειρήσετε καὶ νὰ τὰ κάμετε ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας, χωρὶς νὰ ἔχετε σκεφθῇ ποτέ σας τίποτε, χωρὶς νὰ δύνασθε νὰ κάμετε τίποτε, χωρὶς νὰ σᾶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἐννοήσετε ἀπολύτως τίποτε, καὶ ἢ νὰ μᾶς κουβαλήσετε ξένους θιάσου νὰ κάμνουν ὅ,τι τοὺς κατεβῇ, ἢ νὰ τὰ κάμετε μόνοι σας καὶ νὰ καταβιβάζετε τὰ ὕψιστα μέχρι τοῦ ἑαυτοῦ σας καὶ νὰ τὰ κωμικεύετε καὶ νὰ τὰ ποδοκυλίετε. Ἀμέσως ἐπεφοίτησεν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ εἶνε ἕτοιμοι οἱ τοῦ Βασιλικοῦ, ἀφοῦ ἐτελείωσαν τὸν Νέον κόσμον νὰ ριχθοῦν καὶ εἰς τὸν Παλαιόν. Καὶ εἰς παραστάσεις ὅπου οἰκτρῶς κωμικεύεται ἕνας Μιστριώτης καὶ ἐνταφιάζεται ἕνας καλλιτέχνης σὰν τὸν Χρηστομάνον, θέλουν οἱ θεατρῶναι νὰ δείξουν τὸ ἀνάστημά των.

Καταλάβετέ το, καταλάβετέ το, καταλάβετέ το, Στέφανοι. Εἶνε ἀδύνατον νὰ κάμετε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ἐξευτελίσετε τὸ Ἔθνος σας, φέροντες ξένους θιάσους νὰ παραστήσουν τὰ ἰδικά μας ἔργα, νὰ τὸ παραστήσετε ἀμαθές, βάρβαρον, ἐνῷ εἶσθε μόνον σεῖς τοιοῦτοι -ἢ νὰ ποδοκυλίσετε καὶ αὐτὰ εἰς τὸ οἰκτρὸν καὶ κωμικὸν σημεῖον, ὅπου ὠθεῖτε και κάθε ἄλλο, πρὶν σᾶς ἀνοίξουν τὰ μάτια, πρὶν σᾶς μάθουν τὶ ἔχετε νὰ κάμετε, πρὶν σᾶς δείξουν πῶς θὰ τὸ κάμετε.

Μάθετέ το ἀπὸ τώρα. Ἐὰν φέρετε ξένους θιάσους, νὰ παίξουν ἀρχαῖα δράματα ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἐρειπίων, ἐὰν ἀτιμάσετε τόσον τὴν πατρίδα σας καὶ μᾶς καταστήσετε ἀδύνατον νὰ συναντήσωμεν ἕναν Εὐρωπαῖον, χωρὶς νὰ μᾶς ἀνεβαίνῃ τὸ αἷμα εἰς τὸ πρόσωπον, θὰ ἀκούσετε μίαν κραυγὴν διαμαρτυρίας ἐν μέσῳ τοῦ θαυμασμοῦ σας, ἠ ὁποία δὲν θὰ χαλάσῃ μόνον τὸ ἰδικόν σας γλέντι ἀλλὰ καὶ τῶν κυρίων ξένων σας -μολονότι δὲν πταίουν τίποτε οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ σεῖς οἱ τρέχοντες ἀπὸ πίσω των μᾶς τοὺς παρουσιάζετε τοιούτους- καὶ θὰ ἐννοήσετε τότε στρογγυλότατα, ὅτι οὔτε σεῖς, οὔτε αὐτοί, θὰ μάθετε ἐμᾶς, Ἑλληνικά. Δυνατὸν νὰ εἶνε οἱ Εὐρωπαῖοι ὅσον θέλετε μεγάλοι, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς τέλος εἴμεθα ἄνθρωποι μὲ μάτια καὶ βλέπομεν εἰς τὸ σπῆτί μας καλήτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον.

Ἀρχαῖα δράματα κύριοι -μάθετέ το ἀπὸ ἐμένα- μόνον Ἕλληνες δύνανται νὰ διδάξουν καὶ μόνον Ἕλληνες δύνανται νὰ παραστήσουν. Τὰ πάντα τῶν παραστάσεων αὐτῶν δύνανται νὰ γίνουν ἐδῶ ἀπὸ Ἕλληνας. Ἀλλ᾿ ἔστω καὶ καλήτερον, νὰ βοηθήσουν οἱ Εὐρωπαῖοι, εἰς τὰς καλλιτεχνικὰς λεπτομερείας μόνον καὶ μόνον.

Πρέπει τέλος εἷς ἐξ ἡμῶν, περιφρονῶν κάθε κίνδυνον Ταρταρινισμοῦ, νὰ ἀναλάβῃ νὰ προστατεύσῃ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ: τὴν τιμὴν καὶ τὴν ἀξιοπρέπειαν καὶ τὴν εὐφυΐαν καὶ τὴν ἰκανότητα πρὸς κάθε τι καὶ πρωτίστως πρὸς τὸ Ὡραῖον.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Τὰ ἀρχαῖα δράματα», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 33, 27-4-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Διὰ τοὺς ξενομανεῖς σοφολογίους

Διὰ τοὺς ξενομανοῦντας λογίους, εἴτε νέους εἴτε γέρους ἐσπεριοειδεῖς, τοὺς ἔχοντας ἕνα μόνον σκοπὸν καὶ ἀγωνιζομένους ἕνα μόνον ἀγῶνα ἀξιοδάκρυτον, νὰ πείσουν τὸν κόσμον... ὅτι εἶνε Εὐρωπαῖοι, ἀκριβῶς διότι δὲν εἶνε, νὰ πείσουν τὸν κόσμον ὅτι εἶνε πολιτισμένοι, ἀκριβῶς διότι δὲν εἶνε καὶ ἀκριβῶς ιότι αἰσθάνονται ὅτι εἶνε Τσούσιδες, ὑπάρχει ἕνα μέσον θεραπευτικόν, ἕνα φάρμακον τὸ ὁποῖον πιθανον νὰ τοὺς θεραπεύσῃ, διὰ νὰ σωθοῦν αὐτοὶ ἀπὸ τὸ γελοῖον, πρὸ παντὸς ὅμως διὰ νὰ γλυτώσῃ ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ κακὰ τῆς μονομανίας των.

* * *

Νὰ πάρουν τὸ «Ἄστυ» καὶ νὰ μελετήσουν ὁλόκληρον τὴν σειρὰν τῶν χρονογραφηματων τοῦ Ἐπισκοποπούλου, ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἐμφανίσεώς του ἔως σήμερον εἰς τὸ «Ν. Ἄστυ».

Θὰ ἰδοῦν τὴν περιφρόνησιν τὴν ὁποίαν ἔτρεφεν πρὸς ἑαυτόν, καὶ τὴν ἀπελπισίαν του διότι ἦτο Ἕλλην. Θὰ ἰδοῦν τὴν περιφρόνησιν καὶ τὸ μῖσος κατὰ παντὸς Ἑλληνικοῦ πράγματος, τὸν σαρκασμὸν τῶν πάντων, ἀπὸ τῶν τωρινῶν ἔως τῶν ἀρχαίων Θεῶν, τὸν σαρκασμὸν πρὸς πᾶσαν ἐδῶ γενωμένην ἐλπίδα, τὴν προκατάληψιν, τὴν ὑψίστην ἐκδήλωσιν τῆς ξενομανίας, καὶ τὴν καθημερινὴν κωδωνοκρουσίαν τῆς φυσικῆς μας βαρβαρότητος, τοὺς θρήνὀυς διότι ἐγεννήθημεν εἰς αὐτὸ ἐδῶ τὸ χῶμα, τὸ τίναγμα καὶ τὸ ξάφνισμα, καὶ τὸ τέντωμα τοῦ στόματος, τὸν ἐκστατικὸν θαυμασμὸν πρὸς κάθε ξένον τενεκέν, τὸν καθημερινὸν ἐθνοκτόνον πόλεμον, κατὰ παντὸς Ἑλληνικοῦ πράγματος. Δηλαδὴ θὰ ἰδοῦν τὴν γενικὴν ψυχολογικὴν καὶ διανοητικὴν κατάστασιν ἑαυτῶν καὶ ὅλων τῶν μονομανῶν ὁμοίων των, ἀναβιβασμένην εἰς τὸν κῦβον.

Καὶ ἔπειτα θὰ ἰδοῦν, κατὰ τὰ τρία τέσσαρα τελευταῖα ἔτη, τὴν κατάστασιν αὐτὴν μεταβαλλομένην καὶ θὰ παρακολουθήσουν τὴν μεταβολὴν βῆμα βῆμα καὶ θὰ ἰδοῦν πῶς ὁ ἀρχικὸς μισέλλην ἀναπτυσσόμενος, πλησιάζων καὶ ὁλίγον Ἑλληνικὰ διὰ μέσου τῶν Εὐρωπαίων, προσπαθεῖ τέλος νὰ μεταβληθῇ εἰς Φιλέλληνα καὶ εἶμαι βέβαιος καὶ τὸ εὔχομαι ἐγκαρδίως, διότι ὁ Ἐπίσκοπος εἶνε φίλος μου ἀπὸ τὸν ὁποῖον μὲ χωρίζει μόνον τὸ μῖσος κατὰ τῶν ὀλεθρίων του ἰδεῶν διὰ τοὺς πολλούς, τὰς ὁποίας ἔσπειρεν καὶ εἶμαι βέβαιος, καὶ τὸ εὔχομαι ἐγκαρδίως, ὅτι ὅσον προχωρεῖ ἡ ἀνάπτυξίς του καὶ ἀνοίγονται τὰ μάτια του, θὰ καταλήξῃ βεβαίως νὰ γίνῃ Ἑλληνοειδὴς ὅσον δύναται νὰ γίνῃ ἄνθρωπος ξενοτραφεὺς κατὰ διάνοιαν καὶ φαντασίαν, τοὐλάχιστον κατὰ τὸν πόθον τῆς ψυχῆς του, Ἕλλην σὰν κάθε ἄνθρωπον ἁπλοῦν σὰν ἡμᾶς καὶ ἀγαπῶντα τὰ ἴδια σὰν ἄνθρωπος λογικός. Ἔστω καὶ ἂν παραλογίζεται κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην, ὁμιλῶν διὰ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν ἠθέλησε νὰ μάθῃ.

* * *

Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ μοιραῖον τέλος ὅλων τῶν ξενομανῶν. Δὲν εἶνε λοιπὸν καλήτερον, ὅ,τι θὰ γίνῃ μίαν ἡμέραν μοιραίως νὰ γίνεται ἀπ᾿ ἀρχῆς, καὶ ἀντὶ νὰ καταβάλλεται τόση ἀγωνιώδης προσπάθεια ξενομανίας, νὰ καταβάλλεται ἄνετος προσπάθεια Ἑλληνομανίας τοὐλάχιστον; Τί ὠφελεῖ αὐτὴ ἡ ἄσκοπος καὶ κουτοτάτη ἐπίδειξις Εὐρωπαιογνωσίας; Ἡ Ἑλληνικὴ εὐφυΐα ἀναρκώθη λοιπὸν τόσον ὥστε νὰ μὴν ἐννοεῖ, ὅτι διὰ τοὺς διαβάζοντας εἰς ξένας γλώσσας καὶ τοὺς ἔχοντας κάμει λουτρὰ εἰς τὰς Εὐρώπας -καὶ δὲν εἶνε δὰ καὶ τόσον ὀλίγοι ὅπως φαντάζονται καὶ οὔτε αὐτοὶ οἱ μὲ ἀρκετὰ ζυγίζοντα διανοητικὰ καὶ χρηματικὰ κεφάλαια διασκεδάσαντες τὰς Εὐρωπαϊκὰς ἰδέας καὶ τὰ πράγματα εἶναι ὀλίγοι- δι᾿ αὐτοὺς ὅλους εἶνε μόνον ἀπόδειξις τραγικοῦ ξιπάσματος καὶ ἀπολύτως τίποτε ἄλλο ὅλη των αὐτὴ ἡ ὀχλοβοή;

Καὶ ἐπὶ τέλους αὐτοὶ μὲν καταλήγουν εἰς τὴν φυσικὴν κατάστασιν, ἀλλὰ ὁ κόσμος, ὁ κόσμος, οἱ πολλοὶ τῶν ὁποίων τὸ κεφάλι κάμνουν κόσκινον, τῶν ὁποίων τὴν ψυχὴν μαραίνουν, ἀπελπίζουν, δηλητηριάζουν, τρέφουν μὲ περιφρόνησιν, τί τοὺς πταίει καὶ πῶς νὰ διορθωθῇ; Ἐννοοῦν τὶ φρικτὴ εὐθύνη τοὺς βαρύνει;

Κάμετε αὐτὸ τὸ πείραμα.

Διαβάσετε τὸν Ἐπισκοπόπουλον, ἀπὸ τὸ πρῶτον του ἄρθρον ἔως τὸ τελευταῖον εἰς τὸ «Ν. Ἄστυ» διὰ τοὺς Δελφούς, ὅπου οἱ ἀρχαῖοι μεταβάλλονται εἰς «πατέρας μας»· ἐκτὸς τῶν ἄλλων καθημερινῶν πηδημάτων ἀπὸ τὴν μίαν γνώμην εἰς τὴν ἄλλην, τὸ ὁποῖον εἶνε τὸ γενικὸν χαρακτηριστικὸν τῶν τωρινῶν, θὰ ἰδῆτε πόσον ὀλεθρία σπορὰ ἰδεῶν ἔγινεν ἐδῶ. Καὶ σκεφθῆτε πόσος θὰ ἦτο ὁ Ἐπίσκοπος τώρα, ἐὰν ἀντὶ ὅλων τῶν πραγμάτων ποὺ ἔβλαψαν τοὺς πολλοὺς καὶ κανένα δὲν ὠφέλησαν καὶ οὔτε αὐτὸν εἰς τίποτε, ἐὰν ἐκάθητο φρόνημα καὶ ἐμελέτα τὸν τόπον του. Καὶ σκεφθῆτε πόσον χρήσιμος θὰ ἦτο διὰ τὴν ἐδῶ δημιουργίαν. Καὶ ἐννοήσετε, ὅτι δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν τόπον αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ γίνουν δημιουργοὶ ἔθνους, ἀλλὰ ἡ ἁπλῆ λογική.

Καὶ τὸ συμπέρασμά σας θὰ εἶνε, ὅτι μανθάνομεν γράμματα, τὰς ὥρας ποὺ μᾶς περισσεύουν ἀπὸ τὰ μαθήματα ποὺ παραδίδομεν εἰς τὴν πατρίδα μας διὰ νὰ μεγαλώσῃ, ὅτι καταστρέφωμεν τὸ κεφάλι τοῦ κόσμου, καὶ ἑπομένως τὰ πράγματα τοῦ τόπου μας διὰ νὰ δημιουργηθῶμεν ἡμεῖς, χωρὶς οὔτε αὐτὸ νὰ κατορθοῦται καὶ σταματῶμεν οὕτω καὶ καταζαλίζομεν καὶ σπρώχνομεν πρὸς τὰ ὁπίσω τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας τῆς Ἑλλάδος. Γελοιοποιοῦμεν καὶ ἐξευτελίζομεν τὸν τόπον μας καὶ ἡμᾶς τοὺς ἰδίους. Καὶ ἐνῷ δὲν θέλομεν νὰ κυττάζωμεν τὶ γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας, καὶ νὰ γίνωμεν ἰκανοὶ νὰ ἐννοοῦμεν αὐτά, θέλομεν ἔπειτα νὰ ἐννοήσωμεν τὸν κόσμον ὁλόκληρον, πιστοποιοῦντες τὸ ρητὸν μόνον: τὸν μουρλὸν καὶ τὸν χωριάτην ἡ ξένη ἔγνοια τὸν γερνᾷ.

Ἐγὼ ἐκ παιδικῆς ἀδυναμίας δὲν κατωρθώνω νὰ ἐκφράσω τὰ πράγματα ὅπως εἶνε καὶ ὅπως αἰσάνομαι, ὅτι πρέπει νὰ λεχθοῦν, διὰ νὰ τεθῇ ἕνα τέρμα εἰς τὴν ὀπισθοδρομικοτάτην αὐτὴν δύναμιν τῆς ξενομανίας.

Ἀλλὰ οἱ νεώτεροι, οἱ ἐρχόμενοι κατόπιν ἡμῶν, πρέπει νὰ φανοῦν ἀνηλεήμονες πρὸς πάντα ὅστις θελήσῃ νὰ ἐπαναλάβῃ, τὴν ἱστορίαν αὐτὴν τῶν τελευταίων δεκαετηρίδων.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Διὰ τοὺς ξενομανεῖς σοφολογίους», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 35, 4-5-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Διαβάζουμε ἢ δὲ διαβάζουμε;

[Στὸ τελευταῖο φυλλάδιό τους τὰ «Παναθήναια» ἀρχίζουνε νὰ δημοσιεύουν τὶς ἀπάντησες ποὺ τοὺς στείλανε πολλοὶ στὸ ρώτημά τους «ἂν διαβάζουμε ἢ ὄχι καὶ γιατὶ δὲ διαβάζουμε». Ἀπὸ τὶς ἀπάντησες αὐτὲς ξανατυπώνουμε καὶ μεῖς μερικὲς γιατὶ θαρροῦμε τὸ ζήτημα σπουδαῖο καὶ ἄξιο νὰ μελετηθεῖ πλατιὰ καὶ στοχαστικά. (Ο ΝΟΥΜΑΣ)]

Οὔτε τὸ περιοδικόν, οὔτε ἡ ἐφημερίς, οὔτε τὸ βιβλίον, οὔτε ἡ ἄνοιξις, οὔτε τὸ Ρωμουνικὸν ζήτημα οὔτε κἂν τὸ σταφιδικὸν ὑφίσταται κρίσιν. Τὸ μοναδικὸν πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εὐρίσκεται εἰς ἐσχάτην κρίσιν ἀνέκαθεν ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἐλευθερίας τοῦ ἐδῶ χωραφιοῦ εἶναι·

Ὁ ΕΛΛΑΔΙΚΟΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ, δηλαδὴ τὸ Σάπιο Καρπούζι.

Λοιπόν, ὅταν θ᾿ ἀποφασίσετε νὰ τὸ κόψετε, μοῦ τὸ λέτε κ᾿ ἐμένα, κ᾿ ἐγὼ εὐχαρίστως ἀναλαμβάνω νὰ γίνω δήμιος.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, ἀπόκρισις σὲ ἔρευνα γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ βιβλίου στὴν Ἑλλάδα, περ. «Παναθήναια», τόμ. 12, 15-31 Ἰουλίου 1906· «Διαβάζουμε ἢ δὲ διαβάζουμε;», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 208, 6-9-1906)

Ἀρχὴ σελίδος

Τηλεφωνήματα

[Σ. τοῦ «ΝΟΥΜΑ». Τὸ ἄρθρο αὐτὸ τοῦ μακαρίτη Περικλῆ Γιαννόπουλου βρέθηκε μέσα σὲ παλιὸ συρτάρι τοῦ «Νουμᾶ», λησμονἠμένο ἐκεῖ ἀπὸ τὰ 1903 ποὺ μᾶς τὸ εἶχε δώσει μαζὶ μ᾿ ἕνα ἄλλο ἄρθρο, «Ὁ Τραγουδιστὴς» ποὺ τυπώθηκε στὸν 34 ἀριθμὸ 1903 τοῦ «Νουμᾶ», μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ι. Ἄνεμος», ποὔχει καὶ τοῦτο τὸ ἄρθρο. Στὰ «Τηλεφωνήματα» μέσα ὑπάρχει ὁλόκληρος ὁ Γιαννόπουλος μὲ τὶς φωτεινές του ἰδέες, μὲ τὶς γοητευτικὲς παραξενιές του καὶ μὲ τὸ ἰδιόρρυθμο ὕφος του.]

Δὲν ἐννοεῖτε, δὲν ἐννοεῖτε, δὲν ἐννοεῖτε. Καὶ ἔχετε δίκαιον, πληρέστατον δίκαιον. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῆτε τὶ εἴδους ἐργασία ἔχει γίνει καὶ πόση ἐργασία· τὶ εἴδους εἶναι αὐτή, πῶς πρέπει νὰ κινηθῇ καὶ πρὸς ποῖον σκοπόν. Καὶ θέλετε νὰ χυθῇ εἰς τὰ παλαιὰ καλούπια· ἀλλὰ πῶς ἀφοῦ εἶναι νέα, εἶναι ἄλλη; Καὶ διστάζετε νὰ δοκιμάσετε· τί σᾶς μέλει; πρὸς ποίους ἀπευθύνεσθε; δὲν ἀπευθύνεσθε πρὸς τοὺς πολλούς; Πρὸς αὐτοὺς κ᾿ ἐγώ. Δώσατε σεῖς τὴν ἐργασίαν μου πρὸς τοὺς πολλοὺς καὶ ἀφίσατε αὐτοὺς νὰ κρίνουνε, αὐτοὺς ἐρωτήσατε ἂν τοὺς ἀρέση, ἂν τοὺς κάμνῃ καλόν. Τοὺς πολλούς. Πρὸς τοὺς πολλοὺς ἀπευθύνομαι ἐγώ. Τοὺς πολλοὺς θέλω νὰ ἐξυπνήσω· τῶν πολλῶν θέλω νὰ ἐλευθερώσω, νἀναστήσω τὴν ψυχήν.

Μοῦ ζητᾶτε κοψίματα, ραψίματα, κτενίσματα ἰδεῶν. Τί σᾶς μέλει; Τί σᾶς μέλει; Τί σᾶς μέλει; Ἐγὼ μειόνουμαι, ἐγὼ βλάττομαι, ἐγὼ χάνω. Νομίζετε ὅτι δὲν τὸ ἐννοῶ; Ἀλλ᾿ αὐτὸ θέλω. Ἐὰν ἐγὼ πάρω καὶ τελειώσω κἄτι τι, αὐτὸ ἐτελείωσε, δὲν ἔχει νὰ τὰ πάρῃ ἄλλος, τίποτε δὲν ὡφελεῖ, εἶναι ἰδικόν μου. Ἀλλὰ ἐὰν πετάξω σωροὺς ἰδεῶν, δυνατὸν ὁ καθεὶς νὰ πάρῃ, νὰ κόψῃ, νὰ ράψῃ, νὰ κτενίσῃ, νὰ δημιουργήσῃ ὅ,τι θέλει.

Νά, λ.χ.: Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε δέκα χρόνια εἰς τὴν Ἀκρόπολιν καὶ τὴν ἀγάπησε, φυσικώτατα, κἄτι περισσότερον νὰ εἶδε ἀπὸ κάθε σοφὸν ποὺ πῆγε μόνον νὰ τὴν μελετήσῃ, φυσικώτατα δυνατὸν νὰ εἰπῇ ὡραῖα πράγματα. Καὶ μ᾿ αὐτὸ τί; Θὰ εἰποῦν μόνον: Ὡραῖα τὰ λέγει. Καὶ ἔπειτα; Τίποτε. Καὶ αὐτὸ δὲν θέλω ἀκριβῶς. Ἐπαναλαμβάνω δὲ ἑκατομμυριοστὴν φοράν: Ὅ,τι θέλω νὰ εἰπῶ, δύναμαι νὰ τὸ εἰπῶ ὡραιότατα. Δὲν θέλω, δὲν θέλω, δὲν θέλω καὶ δὲν πρέπει νὰ θέλω.

Ἀπευθύνομαι πρὸς ὅλους μὴ ἐξαιρῶν κανένα: Θέλετε νὰ δημιουργηθῇ ἕνας ἰδεολογικὸς κόσμος ὡραῖος; Σεῖς, θὰ τὸν δημιουργήσετε ἅμα σᾶς εὕρουν τὸν δρόμον. Ἐσεῖς θὰ τὸν χαρῆτε, ὄχι ἐγώ. Θέλετε νὰ ξεπαγώσουν, νὰ ξεναρκωθοῦν, νὰ κινηθοῦν οἱ πολλοὶ πρὸς ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ ποθῆτε; Ἀφῆστε με ἐλεύθερον νὰ τοὺς κεντρίσω, καὶ νὰ τοὺς οἰστρῃλατίσω ὅπως ξέρω ἐγώ.

Καὶ σᾶς παρακαλῶ, σᾶς παρακαλῶ, σᾶς παρακαλῶ: Πάρετε νὰ διαβάσετε μίαν Μελέτην τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς καὶ τοῦ Χρώματος ποὺ θὰ δημοσιευθῇ εἰς τὴν «Ἀνατολήν». Θὰ σὰς φανῇ καλὴ καὶ τὰ λοιπὰ νὰ εἶναι καὶ δὲν εἶναι τίποτε. Εἶναι σπουδαία -ἐγὼ βλέπετε μιλῶ στῆθος μὲ στῆθος- καὶ δὲν εἶναι τίποτε, ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ κατόπιν. Αὐτὰ τὰ δυὸ φύλλα ἔχουν δυὸ ἀγκωνάρια θεμελίων. Ἑνὸς κόσμου. Καθ᾿ ὅλους τοὺς κανόνας τοῦ κτισίματος. Καὶ κόκκορας ἀκόμα ἔχει σφαγεῖ. Καὶ διὰ τὸ κάθε τι εἶναι τὸ ἴδιον. Δὲν θέλετε χιλίας χιλιάδας τοιούτων μελετῶν; Βάλετε τὸ χέρι σας εἰς τὴν καρδιάν σας. Δὲν σᾶς χρειάζονται ἑκατομμύρια τοιούτων ἰδεῶν; Δὲν σᾶς εἶναι χρησιμώτεραι ἀπὸ κάθε ἄλλο; Δὲν προτιμᾶτε σωροὺς ὑλικῶν μὲ τὰ ὁποῖα νὰ κτίσετε σεῖς ὅ,τι θέλετε παρὰ δυὸ τρία τελειωμένα λιθάρια; Καὶ δὲν εἶναι κρίμα ἂν αὔριον ψοφήσω νὰ τὰ πάρω μαζί μου ἐγώ; Διατί δὲν θέλετε νὰ τὰ πάρετε, νὰ τὰ ἐξασφαλίσετε, νὰ τὰ μεταχειρισθῆτε μίαν ὥραν ἀρχίτερα; Ποῖος σᾶς λέγει ὅτι αὔριον δὲν εἶναι πιθανὸν ἕνα κεραμίδι νὰ μοῦ κόψῃ τὸν ἀέρα;

Ἐσᾶς ἐσᾶς σᾶς χρειάζονται αὐτά· ἐμενα δὲν μοῦ χρειάζονται τίποτε. Ἐμένα μὲ ἐνοχλοῦν μόνον, μὲ βαρύνουν μόνον. Μὴ κάμνετε σὰν Εὐρωπαῖοι. Ἐγὼ δὲν κάθομαι νὰ κτενίσω τέτοια βάρη. Ἐγὼ θέλω νὰ εἶμαι ἐλαφρός, σὰν τὸ πουλί. Τύχη τὰ πάντα καὶ τύχη ὤθησεν ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἰδῇ δέκα πράγματα περισσότερα διὰ τὴν κοινὴν ζωήν. Πάρετε αὐτὰ τὰ πράγματα, μὴ τὰ χάσετε.

Ἐγὼ τίποτε δὲν σᾶς ζητῶ καὶ τίποτε δὲν ἔχετε νὰ μοῦ δώσετε. Ἐπαίνους δὲν θέλω. Δόξαν σᾶς τὴν χαρίζω. Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀδειάσω εἰς τὸ κεφάλι ὅ,τι εἶναι χρήσιμον, κινητικόν, ἡδονικὸν τῆς ζωῆς σας· γρήγορα, γρήγορα καὶ ἔπειτα χαίρετε, χαίρετε. Ἐγὼ μίαν φορὰν θὰ ζήσω, δὲν θὰ ζήσω δυό. Καὶ ὅταν περάσῃ ἡ νεότης, τὰ ρέστα σᾶς τὰ χαρίζω. Κ᾿ ἐγὼ δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ φάω τὰ νειάτα μου μὲ σᾶς. Ἐγὼ τὴν μόνην δόξαν ποὺ ἐζήλευσα εἶναι ἡ δόξα τῶν φιλιῶν. Θέλω νὰ αἰσθάνομαι τὸ κεφάλι μου ἄδειο, κούφιο, φορτωμένο μὲ τὸ στεφάνι τῶν φιλιῶν. Καὶ θέλω νὰ πεθάνω νέος. Καὶ θέλω νὰ πεθάνω ὀρθός. Θὰ κάμω ὅ,τι εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ σᾶς πείσω νὰ τὰ πάρετε, γιὰ νὰ σᾶς δείξω ὅτι εἶναι χρήσιμα διὰ σᾶς. Θέλετε νὰ τὰ πάρετε; Πάρετέ τα, εἶναι ἰδικά σας. Δὲν θέλετε; Τύφλα σας!

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Τηλεφωνήματα», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 600, 1-10-1916· ἐγράφη τὸ 1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Περικλῆς Γιαννόπουλος
Σελίδες Πατριδογνωσίας

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 15 Ὀκτωβρίου 2011