ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910)

Πεζὰ ποιήματα

  • «Κλεοπάτρα» (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 8-5-1894)
  • «Πόνος» (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3-8-1894)
  • «Απ᾿ τὴ χαραμάδα» (γιὰ τὸ ψυχομάχημα τοῦ Ἀχ. Παράσχου) (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-1-1895)
  • «Τὸ φιλὶ τοῦ σατύρου» (Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ρώπς) (Ὡς Λωτός· «Ἡμερολόγιον Ποδογύρου», 1896, σελ. 57-59)
  • «Ἡ ὀπτασία τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου» (Εἰκὼν τοῦ Ρώπς) (Ὡς Ὀνούφριος· ἐφ. «Ἑστία», 20-12-1898)
  • «Μεσαιωνικὴ Παναγία» (Ὡς Ξηροτάγαρος· ἐφ. «Ἑστία», 26-12-1898)
  • «Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ γρηοῦλα» (τοῦ Baudelaire) (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 33, 27-6-1899)
  • «Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ Παναγία μου - Ἡλίων χαρίσματα - Ἀεροναύτης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 34, 4-7-1899)
  • «Ἡ χάρες τοῦ φεγγαριοῦ»(ποίημα εἰς πεζὸν τοῦ Βοδελαίρ) (Ὡς Λωτός· «Μικρὸν Ἄστυ» (ἑβδομαδιαῖον παράρτημα τῆς ἐφ. «Τὸ Ἄστυ»), 21-11-1899)
  • «Μάιος» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 30-4-1901, σελ. 41)
  • «Αἱ νύμφαι τοῦ Αἰγαίου» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 30-4-1901, σελ. 58-59)
  • «Νύκτωμα» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 15-6-1901, σελ. 181)
  • «Ὁ τραγουδιστής» (Ὡς Ι. Ἄνεμος· «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 34, 1-5-1903)
  • «Αἰγαίου Ἑσπερινός» (ἐντὸς τῆς σειρᾶς ἄρθρων «Ἑλληνικὸν Χρῶμα»· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 5-9-1904)
  • «Λόγια τοῦ ἀέρος... τοῦ Ἀττικοῦ ἀέρος λόγια...» (Ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 8, 15-9-1904, σελ. 295-297)
  • «Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Παύλου Τούμαν» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἀνεξακρίβωτον)
  • «Δεύτερη ζωή» (ἀνεξακρίβωτον)
  • «Τὸ ἄλαλο ἀηδόνι» (ἀνεξακρίβωτον)
  • «Πρωτομαγιά» (ἀνεξακρίβωτον)


Ὁ τραγουδιστής

Ἡ πόλις εἶνε λευκή. Ἡ πόλις εἶνε ὡραία. Ἡ πόλις εἶνε γεμάτη παλάτια. Παραδίσεια στολισμένα κάθονται γύρω της ὅλα τὰ βουνά, νυμφικὰ λάμπουν τὰ μαρμαρένια της παλάτια. Καὶ ὁ Ἥλιος κατάχρυσος περιπατεῖ μόνος εἰς τοὺς ἐρήμους της δρόμους καὶ κλαίει. Κατάκλεισται εἶνε ὅλαι αἱ θύραι, κατάκλειστα εἶνε ὅλα τὰ παράθυρα, ἡ πόλις εἶνε νεκρά. Ἡ πόλις ἄλλοτε ἦτο ὅλο ζωὴ καὶ ἑώρταζε λαμπρὰς ἑορτὰς καὶ ἕνα Κακὸν Πνεῦμα ἐπέρασε καὶ ἐμαρμάρωσε τὴν χαράν. Οἱ ἄνθρωποι εἶνε κλεισμένοι εἰς τὸ σκότος, αἱ ψυχαὶ δεμέναι εἰς σώματα νεκρά.

Ἀλλὰ τώρα τὴν πάμφωτον ἐρημίαν ἕνα ἆσμα ταράζει. Εἶνε ἕνας τραγουδιστής, ἕνας τραγουσιστὴς ποὺ περνᾶ. Ὁ Ἔρως τοῦ ἔδωκε τὴν δύναμιν, ποὺ τίποτε δὲν τὴν νικᾶ, ὁ Ἔρως τοῦ ἔδωκεν ἕνα θαυμάσιον σπαθὶ ποὺ κόβει ὅλα τὰ δεσμά. Ὁ Ἔρως ποὺ ἐρωτεύθη τὴν ὡραίαν πόλιν, ὁ Ἔρως ποὺ ἐρωτεύεται ὅλας τὰς ψυχάς, τὸν ἔστειλλε νὰ ἐξυπνήσῃ τὴν πόλιν, νὰ ἐξυπνήσῃ ὅλας τὰ ψυχάς. Ὁ Τραγουδιστὴς περνᾶ καὶ τραγουδεῖ «ὦ λιγερὸν καὶ κοπτερὸν σπαθί μου», διαμαντένιο σπαθὶ τῆς Εὐμορφιᾶς. Καὶ γελᾷ καὶ περνᾷ τραγουδῶν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐρήμους δρόμους μαζὶ μὲ τὸν Ἥλιον ποὺ κλαίει.

Τραγουδεῖ, τραγουδεῖ καὶ ὅλαι αἱ κλεισμέναι ψυχαὶ εἰς τὰ νεκρὰ σώματα, αἰσθάνονται εἰς τὰ σπλάγχνα των τὰ ἡδονικὰ ἀναταράγματα τῆς ὡραίας Σουλαμίτιδος. Καὶ ὁ Τραγουδιστὴς θὰ τραγουδῇ, θὰ τραγουδῇ, μὲ τὴν ὑψηλοτέραν καὶ γλυκυτέραν του φωνήν, θὰ τραγουδῇ ἕως ὅτου αἱ ψυχαὶ πεταχθοῦν καὶ ἀνοίξουν ὅλας τὰς θύρας, ὅλα τὰ παράθυρα, ἕως ὅτου προβάλλουν ὅλαι ἐρωτευμέναι εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ ἰδοῦν τὸν τραγουδιστήν, ἀλλ᾿ ὁ τραγουδιστὴς δὲν θὰ εἶνε πλέον. Δὲν θὰ εἶνε ὁ τραγουδιστής, ἀλλὰ θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ξυπνημέναι, ὅλαι αἱ θύραι καὶ τὰ παράθυρα ἀνοικτά, ἀλλὰ θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ἐλευθερωμέναι, θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ἐρωτευμέναι, ἐρωτευμέναι εἰς τὸ Φῶς.

Ι. ΑΝΕΜΟΣ

(Ι. Ἄνεμος, «Ὁ τραγουδιστής», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 34, 1-5-1903)

Ἀρχὴ σελίδος

Αἰγαίου Ἑσπερινός

... Ὁ ἥλιος ἔπεσεν ὄπισθεν της πόλεως Σύρου... Παντοῦ βασιλεύει σιγή, οὐδαμοῦ σείεται αὔρας πνοή: παντοῦ ἁπλώνεται νωχέλεια θερμοτάτη καὶ ἡ θάλασσα πνιγμένη ἀδρανεῖ. Πτερόεντα πλοιάρια ὅπου ἔτυχαν μένουν κολλημένα μὲ διπλωμένα τὰ πτερά, σὰν πτηνὰ ἀναπαυόμενα ἐπάνω εἰς νερά.

... Ὅταν τὸ πολυάνεμον, πολυκύμαντον καὶ πολυθόρυβον ρεῦμα τοῦ Αἰγαίου, τοῦ ὁποίου ἡ διάθεσις διευθύνει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν ὅλων τῶν νησιωτικῶν ὄντων ἠρεμεῖ, ὅλα λαμβάνουν ὄψιν ἄλλην, ὄψιν νέαν. Τότε ἀπὸ ὅλων τῶν σημείων ἀναφαίνονται ὁλοφάνεροι μεγαλονόμεναι, ὑπερυψούμεναι καὶ πλησιάζουσαι ἐν σιγῇ, αἱ κυλοῦσαι τὸν ὁρίζοντα νῆσοι, σὰν νὰ τελῆται ἱερουργία τις καὶ μέγα τι ἐν τῇ φύσει νὰ συντελῆται.

... Ἀζωγράφιστος, ἀτραγούδιστος, ἀνεκλάλητος εἶναι τότε ὁ χορὸς τῶν Νυμφῶν τοῦ Αἰγαίου, στέφανος ἀνθισμένης ἡδυπάθειας. Ἡ Τῆνος, σωρὸς ἴων θερμοτάτων, μιμουμένη τὸν ἀμίμητον Ὑμηττὸν κατὰ τὰς στιγμὰς τῆς ἐντονωτάτης του ζωῆς, τῶν ὑστάτων θωπειῶν τοῦ Ἡλίου. Μία ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης μελανὴ ἑνώνει τὴν Τῆνον μὲ τὴν Μύκωνον. Ἡ Μύκωνος ἁπαλώτατα ροδίνη, τριαντάφυλλον Ἀπριλίου μαραινόμενον. Ἄλλη ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης ἀνοικτοτέρα καὶ ἔπειτα ἡ Νάξος βελούδινον, βυσσινόχρουν ρόδον διαπύρως ἀκμαῖον. Ἡ ἱερὰ Δῆλος κολυμβῶσα εἰς τὸ σταματημένον ὕδωρ. Ἕνα θαυμάσιον περιδέραιον ἀνθέων κυκλῶνον τὸν οὐρανόν, ἔχον ἄνθος μεσαῖον τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, χρυσοβόλον δέσμην γαζιῶν.

... Τὰ κυκλοῦντα τὸν οὐρανὸν ἰορρόδινα ἄνθη, τὰ περιβρέχει τὸ κυανοσκότεινον ἀργυρολαμπὲς ὕδωρ, σὰν ἄνθη βουτημένα εἰς νερὸν καὶ ἀπὸ τὸν σμαράγδινον οὐρανὸν ἀποκρεμᾶται καταρρέων ἁπαλώτατα στέφανος ἄλλος χρυσοκίτρινος, στεφανώνει καταρρέων χαμηλὰ θάλασσαν καὶ νησιὰ μὲ φωτεινὴν θωπείαν διαβάσεως ἀγγελικῶν ταγμάτων μὲ καναρίνεια πτερά.

... Εἰς τὴν ἀθόρυβον πόλιν τῆς Σύρου, ποὺ λάμπει μὲ τοὺς κυανολεύκους καὶ ροδολεύκους χαρωποὺς οἰκίσκους ποὺ ἀναβαίνουν ὁ ἕνας εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου, ἕως τὴν κορυφὴν τῶν δύο κωνικῶν της βουνῶν, διὰ νὰ ἰδοῦν μὲ μάτια λάμποντα καὶ πλησίον τοῦ μόλου σχήματα ἀνθρώπων καθισμένα μελανὰ καὶ ἄφωνα, ἔχουν τὸν ἀέρα ἀκολουθούντων νωχελῶς λειτουργίαν ἢ ἀγαθῶν γελαδινῶν ζῴων ἁπλῶς ἠρεμούντων. Εἰς τὸν ἐρυθροκίτρινον κυματοθραύστην βρεφῶν καὶ δουλαρίων σμῆνος σὰν ἔντομα πολύχρωμα.

... Ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ὁλοὲν καταβαίνουν νέαι φωτεινοὶ θωπεῖαι, ἡδύτατα φιλήματα αἰθεριότητος καὶ διαρκείας ἀσυλλήπτου, ἀλλ᾿ ἐκπληκτικῆς διαυγείας. Χρυσομηλόχρους στέφανος ἁπλώνεται λαμπρότατος, ροδίνη χύνεται σκόνη ζώνουσα ξηρὰ καὶ ὑγρά. Τώρα ἡ Τῆνος βαθύχροα ἴα δροσολουσμένα. Τώρα ἡ Μύκωνος πυρουμένη μιμουμένη τὸν Ὑμηττόν. Τώρα ἡ Πάρος ἴα μαραμένα. Τώρα τὸ Νησίδιον τοϋ Φάρου βαθυχροΐζον. Τώρα ἡ θάλασσα... ἕλκουσα, πίνουσα τὰ χρώματα, φωτιζομένη, λευκαινομένη, γινομένη γάλα πηγνυόμενον, κυλίον εἰς τὴν ἐπιφάνειάν του χρυσούς.

... Τὰ πάντα ζοῦν καὶ δονοῦνται ἐντονώτατα θερμαινόμενα ἢ ψυχόμενα, ἀλλὰ τὰ πάντα ἀενάως μεταμορφούμενα. Ἀνθρώπινον σχῆμα ταχυποροῦν φθάνει εἰς τὴν ἀκτὴν καὶ μόλις ἀντικρύσῃ τὴν θάλασσαν, ἵσταται, ἀποκαλύπτεται, κρατεῖ χαμηλὰ τὸ κάλυμμά του, κάμνει εὐρύτατον σημεῖον σταυροῦ μὲ βαθυτάτην εὐλάβειαν: Σταυροκόπημα καὶ δέησις διευθύνονται πέραν τῆς Σύρου, ἄνωθεν τῶν ὑδάτων, εἰς τὴν ἀντίπεραν Τῆνον -συνήθεια τῶν γειτόνων νησιωτῶν- ἀποστέλλονται εἰς τὸ φαινόμενον κωδωνοστάσιον τῆς Παναγίας της.

... Ἀπὸ τῶν οὐρανίων ἀποκρεμᾶται ζωηρότατος ρόδινος στέφανος ἐφαπτόμενος ξηρῶν καὶ θαλασσῶν, ἄνωθεν ἄλλος ἀκολουθεῖ ἀερωδέστερος, μετεωρίζεται φωτεινοκίτρινος καὶ ὑπεράνωθεν αὐτῶν ὅλων τὸ οὐράνιον κυανοῦν τώρα ἀνοίγει ὁλοὲν ἀτονοῦν ἁβρότατα. Καὶ αἱ Νύμφαι συναλλάζουν καὶ ἀνταλλάζουν τὰ ρόδινα καὶ ἰώδη καὶ ἰορόδινα καὶ χρυσοκίτρινα αἰθέρια ἐνδύματα, ὡσὰν αὐτὴ ἡ συνοδεία τῶν Ἐρώτων καὶ Χαρίτων τῆς Ἀφροδίτης ἀνεκίνει καὶ ἐδοκίμαζεν αἰθερίων πέπλων ἁρμονίας, διὰ τὴν περιβολὴν τῆς ἐκεῖ ποὺ εἰς τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου εὐρισκομένης θεᾶς.

... Κόρη εἰς περιστύλιον, περιφερικὸν παραλιακοῦ ἐξώστου προσθέτει τὴν ποίησιν τοῦ θήλεως, περιφέρει μαλακώτατον ραδινὸν σχῆμα σὰν δονουμένη καὶ κυμαινομένη ὑπὸ τῶν καλλονῶν, τείνουσα μεγάλους ὀφθαλμοὺς νοσταλγοῦ ἄνωθεν μελαγχολικῶν πόθων ἀνθούντων εἰς μειδίαμα χειλέων, σὰν λυπουμένη παρομοίως μὲ τὰς Νύμφας, διότι τὸ φῶς ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν μορφὴν ὅλων των καὶ μετ᾿ ὀλίγον δὲν θὰ φαίνωνται πλέον. Καὶ γίνεται αἰσθητὴ ἡ κυμαινομένη κόρη σὰν ἆσμα ναύτου μελαγχολικώτατον, ὡς νυκτωδία τις ἡδυτάτη περιραίνουσα τὸν ἀέρα. Κόρη τῆς ὁποίας τὰ μάτια ἐμεγάλωσαν, ἐμεγάλωσαν καὶ ἔπειτα ἔσβησαν ἀπὸ τὸν ἐπάνω κόσμον.

... Ὤ, τί ἀπίστευτον, τί ἀπερίγραπτον θέαμα πραγματικώτατον καὶ ὅμως ὑπερβαῖνον πᾶν ὄνειρον! Ἀπὸ τῶν μυχιαιτάτων τοῦ ὄντος ὅπου ζῇ ἡ λατρεία, ἀνέρχεται ἡ ζωὴ τηκομένη καὶ καιομένη ὡς πῦρ βωμοῦ καὶ ὡς κυάνεον θυμίαμα διαλύεται εἰς τὰ μαγικὰ χρώματα καὶ ὁράματα τὰ ὁποῖα ὅλα δονοῦντα τὴν διάνοιαν ἐν ἡδονῇ, κάμνουν αἰσθητὴν τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ διανοεῖσθαι.

... Ἀθρόαι ἀναδύουν τῆς ψυχῆς καὶ πάλλονται ἐν συγκινήσει ὡς θούρια, αἱ παλαιαὶ εἰκόνες λαμπρῶς φωτιζόμενοι. Τοιαῦτα μόνον οὐράνια χρώματα, τοιοῦτοι μόνον παραδείσιοι οὐρανοὶ δύνανται νὰ γεννήσουν μεταξὺ τῶν ἀνθρωποειδῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα. Αὐτοὶ οὗτοι ἦσαν καὶ αὐτοὶ οὗτοι εἶναι οἱ μόνοι γεννῶντες καὶ ἀνατρέφοντες ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωποειδῶν θηρίων τῆς γῆς, τὸ ἥμερον ἄνθος, τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα.

... Ἐδῶ παντοῦ καὶ πανταχόθεν, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου, ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν μαγικῶν αὐτῶν χωμάτων, τῶν τριμμένων ὡς ἑτοίμων διὰ νὰ πλασθοῦν εἰς πολύμορφον καλλονήν, ἀνέδυσεν εἰς τὸ φῶς ἡ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων, ὑπὸ τῶν μητρικῶν θωπειῶν τῶν θείων αὐτῶν σκηνωμάτων διεπλάσθη. Ἐδῶ μόνον οὐρανοὶ καὶ γῆ καὶ θάλασσα καὶ ἄνεμοι καὶ χρώματα φιλανθρώπως περιθωπεύοντα τὰς αἰσθήσεις ἀενάως, ὡς ὡραία μήτηρ πολυφίλητον τέκνον, ἀνατρέφουν μὲ στοργὴν τὸν ἐγκέφαλον ὡς ἄνθος φυσικόν, ἄνθος ὑπέρτατον τοῦ ὀρατοῦ ζωϊκοῦ κόσμου τῆς γῆς. Σῶμα καὶ ψυχή, καρδία καὶ νοῦς ἀνοίγουν ὡς ἄνθη ὡραῖα καὶ ὡς δέσμη ἀνθέων ἀποπνέουν ἡδονικὰ ἀρώματα.

... Λίνου καὶ Ἀδώνιδος καὶ Κύπριδος ἅγιοι θρύλλοι· φυσικῶν ἐρώτων ἄσματα γαλήνια· σαρκὸς καὶ οἴνου ἁβρὸν ἀνακρεόντειον μέθυ· σαπφικὸν πῦρ· διάνοιαι φωτεινόταται γηΐνων ἀνθέων κορυφαια ἀριστοτεχνήματα· τραγωδίαι Αἰσχύλειοι· δράματα Σοφόκλεια ἔρωτος ἡδύτερα καὶ θρησκευμάτων θειότερα· Πλάτωνος δρᾶμα ὅπου αἱ ἰδέαι ἱέρειαι ἱερουργοῦσαι ἐν παγκάλλῳ τελετῇ, ἀνέρχονται ἐν ρυθμῷ σεμναὶ καὶ κοσμημέναι δι᾿ ὅλων τῶν γηΐνων ἀθυρμάτων, ὡς ἵνα ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου ἀνέλθουν πτερούμεναι ὑπὸ τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸ παμφαὲς σύμπαν, ἀναζητοῦσαι νὰ εὕρουν καὶ περιφιλήσουν τὸν ἀκατανόητον Δημιουργόν· ὅλα, ἀναδύουν ὡς ἄνθη αὐτοφυῆ καὶ μέχρις αὐτῶν τῶν λίθων μεταμορφουμένων εἰς τελείους τύπους ἀνθρώπων, οὓς ἡ φύσις δὲν κατώρθωσε νὰ δημιουργήσῃ, μέχρι τῶν λίθων αὐτῶν συνδεομένων εἰς ἁρμονίας λιθίνας, δοξαζούσας τὸ θεῖον βαθύτερον, αἰθεριώτερον ὅλων τῶν γηΐνων μουσικῶν, ὅλα αὐτὰ τὰ πιστευόμενα θαύματα ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.

... Καὶ ὅλα, ἀνεξαιρέτως ὅλα: Στρατοί, πνευματικοὶ ὡπλισμένοι δι᾿ ἐπιστημῶν, γραμμάτων καὶ τεχνῶν, χυνόμενοι εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, ὄπισθεν τοῦ ἅρματος ἑνὸς ὡραίου μας θεοῦ, ἡμερώνοντας καὶ μαγεύοντες τοὺς λαούς, δουλοῦντες καὶ καταβυθίζοντες τοὺς Ρωμαίους μὲ τὸ φῶς, ἁρπάζοντες γυμνὸν καὶ τετραχηλισμένον τὸν Ναζωραῖον καὶ δημιουργοῦντες θρησκείαν νέαν, νέον κόσμον χιμαιρικόν, κοσμοκράτορες κρατοῦντες τὴν τύχην τῆς γῆς ἡρωϊκῶς ἐπὶ αἰῶνας αἰώνων, ὅλα τὰ περασμένα ἀνεξύμνητα κλέεα κλέη, διότι εἶναι νοητὰ μόνον εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ τὰ μεγάλα πνεύματα, ὅλα ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα διερχόμενα ἄνωθεν τῶν ἀνθρωπίνων· ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα ὅπως ὁ δαυλὸς τοῦ Κανάρη, ὅλα ζωντανώτερα τῶν ζωντανωτέρων καὶ ἁπτοτέρων πραγμάτων τῆς ζωῆς, ὅλα τὰ κορυφαιότατα ποιήματα τοϋ πλανήτου αὐτοῦ ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.

... Ὤ! Τί ὥρα ἀλησμόνητος! Ἐνῷ ὁ νοῦς φλογίζεται ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἡ ψυχὴ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν, ἐνώπιον τοῦ ἑλληνικοῦ πανοράματος ποὺ ζωγραφίζεται εἰς τὰ βάθη τοῦ Ὄντος, εἰς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον, ὅλα ὁλοὲν ἀλλοιοῦνται ἀνταλλάσσοντα φωτεινὰ φιλήματα, ἐνῷ ὑπὸ τὴν λάμψιν τοῦ θερμοῦ νωχελοῦς ρευστοῦ ἀμαυροῦται τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, ἀβανόχροοι γίνονται οἱ βράχοι τῆς νήσου, ἐνῷ πλοιάρια φαινόμενα καρφωμένα πρὸ τῶν ἀπωτάτων νήσων διαγράφονται μελανώτατα καὶ διαυγέστατα μέχρι τῶν λεπτοτάτων ἐξαρτημάτων καὶ νημάτων, σὰν ἔντομα ὁρώμενα διὰ φακοῦ. Τὰ ἰώδη ἄνθη τῶν νήσων ἐν ἀρρήτῳ ἡδυπαθείᾳ μαραίνονται, ναρκοῦνται, νεκροῦνται καὶ εἶναι λευκοκίτριναι καὶ ἀνθορρόδιναι προβολαὶ ἐρχόμεναι μὲ τὴν γλυκύτητα φιλήματος καὶ ἀφίνουσαι μειδιάματα, ἀποσυρόμεναι καὶ ἀφίνουσαι χροϊκὸν λυγμόν.

... Ὤ! παρομοία θὰ ἦτο ἡ ὥρα καὶ ἡ σκηνογραφία ἡ προπέμψασα ἀπό τῆς ἱερᾶς Δήλου τὴν τριήρη τὴν μεταφέρουσα τοὺς θησαυροὺς εἰς τὰς Ἀθήνας, παρομοίως θὰ ἐπάλλοντο ὅλαι αἱ Νύμφαι τοῦ Αἰγαίου, οὐρανοί, ξηραὶ καὶ θάλασσαι ἐν παρομοίᾳ κατευοδοῦσαι λαμπροφανείᾳ τὸ πτερόεν πλοῖον, προαισθανόμενα ὅλα ὅτι εἶχεν ἔλθη ἡ ὥρα, ἵνα πάντα ταῦτα ἐκδηλωθοῦν εἰς μίαν πρώτην μορφὴν ὑπὸ τοῦ εὐγενεστάτου ἀνθρωπίνου εἴδους ποὺ εἴμεθα ἡμεῖς δι᾿ αἰῶνα τὸν ἅπαντα.

... Καὶ εἶναι ἀκόμη μία στιγμή, καθ᾿ ἣν ἡ θάλασσα σὰν νὰ ἔπεσεν εἰς τὸν πυθμένα της ἥλιος φωτίζων ἔνδοθεν, ὅλη γάλα ἐφ᾿ οὗ ρέει χρυσός, πάλλεται καὶ λάμπει ὡς ὀπτασία, καὶ εἶναι μία στιγμὴ ἀκόμη, στιγμὴ ὑστάτη, καθ᾿ ἣν ὅλη ἡ θάλασσα εἶναι θερμότατον πυρωπὸν ἴον, ἐνῷ τὰ νερὰ εὐωδιάζουν καὶ τὰ πάντα ζοῦν ἐν ἐκτάσει ἐνῷ δρομοῦσα ἡ σελήνη κατακόρυφος διὰ νὰ ἰδῇ, ἀναστέλλει τὰς ἀκτῖνας βαίνουσα μέσα εἰς τὸν ἱστάμενον ἀέρα, πελώριον πρόσωπον ἔκπληκτον ἐτάζον τὴν ἄπειρον ἡδυπάθειαν μὲ φευγαλέον ἀέρα εἰρωνείας.

... Ὦ ὡραῖε Θεὲ τῆς Ἑλλάδος. Μίαν μοναδικὴν φορὰν τὰ χείλη μου ἐκινήθησαν εἰς δέησιν, μίαν μοναδικὴν φορὰν ἐπρόφεραν αἴτησιν, νὰ εἶναι ὥρα παρομοία καὶ παρόμοιον τὸ θέαμα, ἡ ὥρα ποὺ θὰ κλείουν οἱ λατρεύοντες ὀφθαλμοί μου καὶ μία μόνη ἰδέα ἐκφράσεως τῆς ἱερᾶς γοητείας ὑπερισχύει νὰ κύψῃ κανεὶς καὶ νὰ φιλήσῃ τὸ γενέθλιον χῶμα νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ κάμῃ ἐν βαθυτάτῃ εὐλαβείᾳ τὸν σταυρόν του, λατρεύων τὸ χῶμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ χρῶμα καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἀέρα τῆς ἱερᾶς Ἑλλάδος.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Αἰγαίου Ἑσπερινός», ἐντὸς τῆς σειρᾶς ἄρθρων «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 5-9-1904)

Ἀρχὴ σελίδος

Περικλῆς Γιαννόπουλος
Σελίδες Πατριδογνωσίας

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 15 Ὀκτωβρίου 2011