|
ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ
1
Ὑπάρχει ἕνα καθῆκον εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Καὶ τὸ καθῆκον αὐτὸ εἶναι νὰ μελετήσωμεν ἡμεῖς αὐτοὶ τὸν ἑαυτόν μας, τὸ παρελθόν μας, τὸ παρόν μας, διὰ νὰ γνωρίζωμεν τὶ εἴμεθα καὶ τὶ δυνάμεθα νὰ κάμωμεν καὶ πρὸς ποίας ὁδοὺς νὰ βαδίσωμεν καὶ πρὸς τὶ αὔριον, πρὸς ποῖον προσεχὲς καὶ ποῖον ἀπώτερον μέλλον, νὰ μελετήσωμεν καὶ ἀναλύσωμεν τὴν γύρω ἡμῶν πραγματικὴν ζωήν, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ἔργα των διὰ νὰ γνωρίζωμεν τὶ σημαίνουν αὐτὰ καὶ τὶ λέγομεν ἡμεῖς. Τὸ καθῆκον αὐτὸ ἐπέβαλα πρῶτον εἰς ἐμαυτόν. Καὶ κατὰ τὴν φύσιν καὶ παρὰ τὴν κλίσιν καὶ ἐναντίον τῆς ψυχικῆς διαθέσεως ἐδέσμευσα τὰς καλλιτεχνικάς μου δυνάμεις καὶ ὁρμὰς πρὸς ἐκδήλωσιν, διὰ νὰ ἐκτελέσω πρῶτον αὐτό.
Οὔτε εἰδικὸς εἶμαι, οὔτε εἰδικὸς κριτὴς τῆς ζωγραφικῆς φιλοδοξῶ νὰ γίνω. Οὔτε εἰς τὰς τεχνικὰς λεπτομερείας ἠθέλησα νὰ καταγίνω ἐδῶ.
Ἀλλὰ καὶ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τινὰ νὰ ὑποθέσῃ ὅτι ὅπως κάθε ἄλλος ἐλεύθερος Ἕλλην ἔρχομαι νὰ συζητήσω καὶ νὰ εἴπω τὴν γνώμην μου. Προβάλλω λοιπὸν τίτλους δικαιώματος ἐπὶ τῆς προσοχῆς τῆς σκέψεως τῶν ζωγράφων. Μελέτη τῆς ἑλληνικῆς γῆς: Δηλαδὴ τῆς ἀριστοτεχνίας τῆς γραμμῆς πρὸς τὴν ὁποίαν μόλις προσήγγισεν ἡ ἀρχαία τέχνη. Δηλαδὴ τῆς ὑστάτης εὐγενείας καὶ αἰθριότητος τοῦ χρώματος καὶ τῆς γραμμῆς. Ζωὴ πολλὴ καὶ ζωὴ πραγματικὴ μὲ τὴν ἀρχαίαν γλυπτικήν: Δηλαδὴ μὲ τὴν μουσικὴν τῆς γραμμῆς, μὲ τὴν ὑπερτάτην ἁπλότητα καὶ εὐγένειαν τῆς Τέχνης, μὲ τὴν ἐντονωτάτην, πρὸ τῆς ὁποίας ὄχι μόνον τὰ ζωγραφικὰ καὶ γλυπτικὰ ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ σημερινὰ φυλακωμένα σώματα τῶν ἀνθρωπίσκων ποὺ εἴμεθα εἶναι νεκροφανῆ.
Μελέτη τοῦ Ἕλληνος καὶ μελέτη τῆς Καλλιτεχνικῆς του ἐκδηλώσεως εἰς ὅλον τὸ παρελθόν, ἀποτελοῦσα ἔργον ἰδιαίτερον. Μελέτη τῶν συγχρόνων ζωγράφων ὡς ἀνθρώπων καὶ μελέτη τῶν ἔργων των μὲ ἀγάπην.
Καὶ θὰ ἦτο φορτικωτάτη κομπορρημοσύνη τοιαύτη παράθεσις ἐὰν δὲν ἦτο ἀναγκαῖον νὰ φανῇ πόθεν ἀπορρέει τὸ θάρρος γιὰ νὰ ὁμιλήσῃ τις διὰ μίαν τέχνην καὶ δώσῃ τοὺς γενικούς της χαρακτῆρας καὶ θελήσῃ νὰ δείξῃ τὴν ὁδόν της, πόθεν ἀπορρέει τὸ θάρρος νὰ κάμῃ τις τὴν εἰκόνα τῆς ζωγραφικῆς. Καὶ ἔρχομαι νὰ κάμω τὴν εἰκόνα τῆς σημερινῆς ζωγραφικῆς διότι θέλω ἀπὸ τῶν πραγμάτων ἀναχωρῶν καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων σκεπτόμενος καὶ διὰ τῶν πραγμάτων βαδίζων νὰ ὁμιλήσω ἔπειτα μὲ τὰς πρώτας αὐτὰς χονδροτάτας ἀναλύσεις, νὰ ὁμιλήσω περὶ τῆς ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς. Ἡ δὲ ἑλληνικὴ ζωγραφικὴ εἶναι τμῆμα τοῦ ἀτόμου τὸ ὁποῖον θέλω νὰ ζωγραφίσω. Ὁ θέλων νὰ ὁμιλήσῃ περὶ ἑνὸς ζητήματος ἑλληνικοῦ, ἀδιάφορον ποίου, εὐρίσκεται ἐνώπιον ἀπείρου καὶ ἀνυπερβλήτου δυσχερείας. Ὁ λόγος εἶναι ἡ σύγχρονος πνευματικὴ κατάοτασις τοῦ τόπου μας, δηλαδὴ ἡ κατάπτωσις καὶ ἡ ἀπερίγραπτος σύγχυσις τῶν ἰδεῶν ὅλων.
Δὲν ἐτέθη τὸ γεγονὸς καὶ δὲν κατέστη ἀναμφισβήτητον ὅτι πολὺ πρὶν τῆς οἰκονομικῆς μας χρεωκοπίας προηγήθη ἡ πνευματικὴ χρεωκοπία; Οὕτω δὲν ἔχομεν τὴν ἀντίληψιν τοῦ τριγύρω μας κόσμου· οὕτω δὲν εἴμεθα ἰκανοὶ νὰ μελετήσωμεν τὴν ζωὴν ἡ ὁποία μᾶς περιβάλλει. Ἔχομεν ζωγραφικὴν καὶ δὲν ἔχομεν μίαν μελέτην δίδουσαν μίαν εἰκόνα αὐτῆς, ἐξηγοῦσαν αὐτήν. Ἀερολογοῦμεν καὶ δογματίζομεν ὅλοι χωρὶς νὰ θέλωμεν νὰ καθήσωμεν νὰ μελετήσωμεν τὰ πράγματα διὰ νὰ μάθωμεν τουλάχιστον τὶ θέλομεν διὰ νὰ τὸ λέγωμεν καθαρά. Οὕτω ἡ ἄγνοια τῆς συγχρόνου ζωῆς, εἰς ὅλας της τὰς ἐκδηλώσεις εἶναι ἀπερίγραπτος. Οὕτω ἡ ἄγνοια τοῦ συγχρόνου Ἕλληνος ἀπίστευτος. Οὕτω μὴ θέλοντες νὰ μελετήσωμεν τὰ πράγματα διὰ νὰ τὰ νοήσωμεν, τὰ ἀγαπήσωμεν καὶ ἐλπίσωμεν, προτιμῶμεν νὰ κατακρίνωμεν χωρὶς οὐδὲν νὰ προτείνωμεν. Οὕτω μὴ δυνάμενοι οὐδὲν νὰ δημιουργήσωμεν προτιμῶμεν νὰ ἁρπάζωμεν τὸν πέλεκυν καὶ νὰ δημιουργῶμεν μόνον ἐρείπια. Οὕτω ἡ σύγχυσις τῶν ἰδεῶν κατήντησεν εἰς τοιοῦτον σημεῖον ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ καμμία σαφὴς ἰδέα καὶ καθαρά γνῶσις περὶ οὐδενὸς πράγματος, νὰ μὴ δύναται ὁ ἕνας νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὸν ἄλλον εἰς κανένα ζήτημα. Οὕτω τὰ ἁπλούστερα ἑλληνικὰ πράγματα κατήντησαν συζητήσιμα καὶ ἀμφισβητήσιμα, σκοτεινότερα τῶν μεσαιωνικών θρύλων. Οὕτω τὰ στοιχεῖα τῶν ἁπλούστερων πραγμάτων, τὰ ἀλφαβηταριώδη ζητήματα ἀναγκαστικῶς συζητήσιμα ἀμφισβητήσιμα. Οὕτω ὁ θέλων νὰ ὁμιλήσῃ περὶ ζωγραφικῆς πρέπει νὰ ἀρχίσῃ ἀπὸ τὸ Α καὶ νὰ τελειώσῃ εἰς τὸ Ω, ἀναλύων καὶ ἐπεξηγῶν τὸ κάθε τι, ἀκριβῶς ὅπως ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ παρουσιάσῃ τὴν ἰαπωνικὴν ζωγραφικήν.
Διότι ὅταν ὁμιλοῦμεν διὰ ἕνα πρᾶγμα ἑλληνικόν, κατὰ τὸ γενικὸν καὶ ἀπόλυτον καθεστὼς σύστημα, ἀντὶ νὰ κυττάζωμεν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ ἔχομεν ἔμπρός μας ἀρχίζομεν νὰ λέγωμεν ὅ,τι ἐδιαβάσαμεν εἰς τὰ εὐρωπαϊκὰ βιβλία, ὅτι λέγουν αὐτὰ διὰ τὰ ἐκεῖ πράγματα, ὅ,τι ἠκούσαμεν ἐκεῖθεν, ὅ,τι εἴδομεν ἐκεῖ, καὶ ὅ,τι ἐγράφη διὰ τὸν Ραφαὴλ ἢ τὸν Φειδίαν τὸ καθίζει ὁ ἕνας μας εἰς τὸ κεφάλι τοῦ ἄλλου. Οὕτω κάθε ἰδικόν μας ἐργόχειρον χρησιμεύει μόνον διὰ νὰ ξεφουσκώσωμεν ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἔχομεν καταπιεῖ, ἀποθαλασσώνοντες οὕτω τὰ πάντα. Καὶ οὕτω οἱ ὁμιλοῦντες ἀντὶ νὰ βοηθοῦμεν καὶ προάγωμεν τὴν νόησιν τῶν πραγμάτων τὴν ἀποθολώνομεν, ἀντὶ νὰ ἐξηγοῦμεν τὰ πράγματα τὰ μεταχειριζόμεθα μόνον ἐγωϊστικώτατα ὡς ἀφετηρίαν ἐπιδείξεως τῆς σοφολογιότητός μας καὶ πονοῦμεν τόσον ὁλίγον τὸν τόπον μας καὶ μᾶς μέλει τόσον ὁλίγον δι᾿ ὅλα ὥστε νὰ καταγινώμεθα εἰς ἕνα ἐκπορνευτικὸν ἀλληθοθυμιάτισμα τοῦ ἐσχάτου εἴδους.
Πρὸ δεκαετίας σχεδὸν ἀκόμη ἡ ζωγραφικὴ ἔζη εἰς τὸν τόπον μας ἀφανής. Ὑπῆρχε χάρις εἰς μερικὰς δυνατὰς ἀτομικότητας, ἀλλὰ δὲν ἀπετέλει κοινωνικὴν ἀνάγκην. Ἦτο ὁ Βολωνάκης ὁ ζωγράφος· ὁ Λύτρας ὁ ζωγράφος. Δὲν ἦτο ἡ ζωγραφική. Τὸ κοινὸν ἠγνόει τὴν ζωγραφικήν. Ἡ ζωγραφικὴ τοῦ ἦτο ἀδιάφορος.
2
Ὁ Λύτρας, ὁ Βολωνάκης, ὁ Λάντσας, ἀποτελοῦν λοιπὸν τὴν πρώτην χρονολογικὴν σειράν. Αὐτοὶ διδάσκουν ἢ καθοδηγοῦν τοὺς ἄλλους. Περὶ αὐτοὺς καὶ μετ᾿ αὐτῶν μία δευτέρα σειρά, Ροϊλός, Φωκᾶς, Γιαληνᾶς, Πορσαλέντης, Χατζόπουλος, Λαμπάκης, Οἰκονόμου, Κοντόπουλος, Μποκατσιάμπης, Λεμπέσης, Χατζῆς... σχηματίζουν ἕνα σῶμα. Τινὲς ἐκ τῶν νεωτέρων αὐτῶν τῶν ἐδῶ διδάσκουν καὶ προσελκύουν περισσοτέρους μαθητάς, δημιουργοῦν φιλοτέχνους καὶ διὰ τῆς προσωπικῆς των ἐνεργείας ἀρχίζουν νὰ ἐλκύουν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ κοινοῦ πρὸς τὴν ζωγραφικήν.
Εἰς αὐτοὺς προστίθεται καὶ ἐκ τῆς διδασκαλίας τινῶν ἐξ αὐτῶν προέρχεται τρίτη σειρὰ ὅλη ἐκ νέων: Γερανιώτης, Μαθιόπουλος, Ἀριστεύς, Λασκαρίδου, Βικάτος, Γαλάνης, Ὀθωναῖος, Φρυδᾶς, Ξενόπουλος... Εἰς τὴν σειρὰν αὐτὴν τῶν νέων ὀφείλεται ἡ ζωηρότης τῆς ζωγραφικῆς, ἡ κίνησις τοῦ ἐμπορίου τῶν εἰκόνων, τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ κοινοῦ ὅπερ αὐξάνει κάθε ἡμέραν, εἰς αὐτοὺς ἡ παραγωγὴ ἀρκετοῦ ἀριθμοῦ εἰκόνων διὰ τὰς ἐκθέσεις. Εἰς αὐτοὺς προσθέσωμεν τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὴν Εὐρώπην: Γύζης, Ἰακωβίδης, Ράλλης, Ρίζος, Ἀνδροῦτσος, τοὺς σπουδάζοντας ἐκεῖ ὅπως ἡ Φλωρᾶ, τοὺς διαμένοντας ὅπως ὁ Παρθένης, τοὺς ἐπανερχομένους ἐσχάτως ὅπως ἡ Ἀσπριώτου, τοὺς Σαββίδην, Συμωνίδην, καὶ τὸν Σμυρναῖον Ἰωαννίδην, καὶ ἔχομεν οὕτω ὁλόκληρον περίπου τὸ σῶμα τῆς συγχρόνου ζωγραφικῆς.
Ἡ ζωγραφικὴ εἶναι νεοεγέννητος. Δὲν ἔχει παραδόσεις· οὔτε οἱ ζωγράφοι ἀποτελοῦν σχολάς· δὲν δύνανται νὰ διαιρεθοῦν εἰς ὁμάδας· μεγάλαι φυσιογνωμίαι δὲν ὑπῆρξαν διὰ νὰ ἐπιβληθοῦν ἐπὶ τῶν ψυχῶν. Περὶ τὴν Γύζειον δὲν προσεκολλήθησαν μονίμως. Οἱ τόποι τῶν προελεύσεων τῶν ζωγράφων εἶναι διάφοροι, διάφοροι οἱ τόποι τῶν μεταβάσεων ἐν Ευρώπῃ πρὸς οπουδάς. Ἑπομένως καθεὶς ἀποτελεῖ ἰδίαν ἀτομικότητα. Αἱ ἀλληλεπιδράσεις εἶναι μικραί. Ἄλλως τε ὁ Ἕλλην εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν ἀτομιστής, κατ᾿ ἐξοχὴν ἐγωιστὴς καὶ ἐγωλάτρης. Οὕτω μόνον κατὰ ποίαν τινα χρονολογικὴν σειρὰν ὅπως ἐνεφανίσθησαν δυνατὸν καταταχθοῦν.
Λύτρας, Βολωνάκης, Γύζης, Ἰακωβίδης, Ράλλης...
Ροϊλός, Φωκᾶς, Γιαληνᾶς, Χατζόπουλος, Πορσαλέντης, Λαμπάκης, Σαββίδης, Συμωνίδης, Οἰκονόμου, Κωστόπουλος, Χατζῆς, Λεμπέσης...
Γερανιώτης, Ἀριστεύς, Βικάτος, Λασκαρίδου, Φλωρᾶ, Ἀσπριώτου, Σκούφου, Παρθένης, Ὀθωναῖος, Μαθιόπουλος, Δημητρίου, Ἰωαννίδης, Γαλάνης...
Ἐξ ὅλων αὐτῶν μέχρι σήμερον τὸ μόνον φανερὸν καὶ ἀναμφισβήτητον εἶναι ὅτι ὁ Βολωνάκης εἶναι ὁ ἀνεγνωρισμένος θαλασσογράφος, τέχνης κυρωθείσης ἐν Ευρώπῃ. Ὁ Λύτρας ὁ ἐκ φύσεως καλλιτέχνης, ὁ ποιητικώτερος καλλιτέχνης τῶν ἐδῶ, μὲ ψυχὴν πολὺ συγγενεύουσαν μὲ τὴν Γύζειον, μὲ ὁρμὰς ἐνίοτε πρὸς τὴν ἀνωτέραν τέχνην, μὲ σχήματα πάντοτε εὐγενέστατα καὶ σεμνότατα, μὲ σύλληψιν καὶ αἰσθητικὴν ποιητικὴν καὶ ἁβρότητα ἁρμονιῶν χρώματος θαυμαστήν. Ὁ Ἰακωβίδης ὁ λαμπρὸς τεχνίτης μόνον μὲ χαμηλοτάτην δυστυχῶς αἰσθητικὴν καὶ διανοητικὴν μόρφωσιν καὶ ἔλλειψιν ἐνστίκτου καλαισθησίας. Ὁ Ράλλης καλλιτέχνης ἔμπειρος σχήματος καὶ χρώματος, καὶ καλλιτέχνης ἀληθὴς ὁ κατὰ τὴν κυρίαν σημασίαν τῆς λέξεως ἀριστοτέχνης ὁ Γύζης.
Ἀδύνατον νὰ διέλθῃ κανεὶς τὸ ὄνομα αὐτὸ χωρὶς νὰ σταθῇ καὶ ὑμνήσῃ. Γύζης! Τὸ εὐγενέστατον καὶ ἀριστοκρατικώτατον ἄνθος, ἡ ἁγνοτέρα ἐκδήλωσις ἑλληνικῆς ἰδέας καὶ αἰσθήματος, ἀληθὴς καλλιτέχνης εἰς τὸν ὁποῖον δυνάμεθα κατὰ σύγκρισιν νὰ ἀποδώσωμεν κυριολεκτικῶς τὸ ἐπίθετον Μέγας ἀνὴρ τῆς τωρινῆς Ἑλλάδος. Μέγας ὄχι μόνον διότι μετεωρίσθη μίλια ὑπεράνω τῶν ἄλλων ζωγράφων καὶ ἐν συγκρίσει πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ καὶ πρὸς ποιητὰς καὶ ἀρχιτέκτονας καὶ μουσικοὺς καὶ πολιτικούς. Διότι χρειάζεται κατρακύλημα ἑκατοντάδων βαθμίδων διὰ νὰ συναντήσῃ κανεὶς τοὺς καλουμένους μεγάλους ἄνδρας τῆς ἀξίας τῶν Τρικουπαίων. Ἕλλην οὐχὶ τῆς ἀναστηθείσης καὶ ἀναγεννηθείσης αὐτῆς ἀνυπάρκτου Μωρίας, ἀλλὰ τῆς Ἑλλάδος τῆς προσπαθούσης νὰ συνέλθῃ, νὰ συναισθανθῇ τὰς δυνάμεις της, τὴν εὐγένειάν της, τὴν ὑπεροχήν της, βεβαία ὅτι ἐκδηλοῦσα ἁγνῶς αὐτὰ εἶναι εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν τῶν ἀνθρωπίνων ἐκδηλώσεων. Δημιουργὸς σχήματος καὶ χρώματος θίγοντος τὸ ἰδεῶδες ἁβρὸν κάλλος τὸ ἰδικόν μας.
Οὔτε ξιπασμένος ἀντιγραφεὺς τοῦ εὐρωπαϊσμοῦ, οὔτε ἠλίθιος μιμητὴς τῶν ἀρχαίων. Ὁδηγὸς τῶν Εὐρωπαίων πρὸς κάλλος γραμμῆς καὶ εὐγένειαν σχήματος ἀνωτέραν καὶ ἀντίληψιν χρώματος ἁβροτέραν. Δημιουργὸς τέχνης καὶ μορφῆς ἑλληνικῆς. Μορφῆς ἡ ὁποία δὲν πηγάζει οὔτε ἐκ τῆς στενῆς μιμήσεως τῆς ἀρχαίας οὔτε ἐκ τῆς στενῆς ἀντιγραφῆς τῆς τωρινῆς πραγματικότητος. Πηγάζουσα ἀπὸ τὴν τωρινὴν ὑλικὴν πραγματικότητα, ὁδηγουμένη ἀπὸ τὴν ἀρχαία διδάσκαλον ἀνευρίσκει τὴν καλλιτεχνικὴν ἔκφρασιν εἰς τὴν τωρινὴν ζωὴν τὴν ὁποίαν ἐκδηλώνει καλλιτεχνικῶς. Οὕτω ἡ μορφὴ τὴν ὁποίαν ἐδημιούργησε, χωρὶς νὰ εἶναι στενὴ μίμησις τῆς τωρινῆς ζωῆς εἶναι πανόμοιος.
Διότι εἷς εἶναι ὁ τύπος εἰς τὰς γενικὰς γραμμὰς τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου καὶ τῆς ἑλληνικῆς τέχνης, εἰς πάντα χρόνον καὶ τόπον. Αὕτη εἶναι ἡ πρώτη γνησία ἑλληνική μορφή, ἡ πρώτη ἔκφρασις ἑλληνικῆς ἰδέας, ὅπως ἐννοοῦν καὶ αἰσθάνονται αὐτὴν οἱ ἔχοντες τὸν ἡρωισμὸν νὰ ἀνέλθουν μέχρι τοῦ σημείου ἵνα τὴν ἐννοήσουν. Ὁ Γύζης σημαία καλλιτεχνικὴ πρὸς τὴν ὁποίαν πρέπει ν᾿ ἀτενίζουν ὄχι μόνον οἱ νέοι ζωγράφοι ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν τεχνῶν καὶ ὅλου τοῦ πνευματικοῦ μας κόσμου ἡ νεότης. Διότι εἶναι ἡ προϊσταμένη μορφὴ τῶν ὡραίων πόθων ὅλων μας. Καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ διέλθῃ κανεὶς τὸ ὄνομα αὐτὸ χωρὶς νὰ σταθῇ διὰ νὰ θρηνήσῃ τὸ θανατηφόρον τραῦμα τὸ ὁποῖον ἔλαβεν ἡ νεογέννητος ζωγραφικὴ στερηθεῖσα τὸν Γύζην. Εἰς τὸν πάγκαλον τόπον ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἀτυχίαν νὰ τοῦ ἀποθνήσκουν τάχιστα ὅλαι αἱ μεγαλειότητες καὶ νὰ μακροβιοῦν μέχρις ἀπελπισμοῦ ὅλαι αἱ μηδαμινότητες θὰ ἦτο ἁγία ἡ ἡμερα κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Γύζης θὰ ἐπάτει τὰ ἅγια περιφρονημένα χώματα τῶν ὁποίων διαρκῶς ἔφερε τὴν νοσταλγίαν εἰς τὰ ξένα, διὰ νὰ ἀναλάβῃ εἰς τὰ χέρια του τὰς τύχας τῆς ζωγραφικῆς. Θὰ ἦτο ἁγία ὄχι μόνον διότι ἡ ζωγραφικὴ θὰ ἐθεμελιοῦτο ἀσφαλῶς ἐπὶ βάσεων ὀρθῶν, ὄχι μόνον διότι θὰ ἐξησφαλίζετο ἡ ὡραία της ἄνθησις, θὰ ἐτίθετο εἰς τὸν δρόμον της πρὸς τοὺς φυσικούς της ὁρίζοντας, ἀλλὰ θὰ ἦτο ἁγία διότι ἐπὶ τῶν παγκάλων χωμάτων, εἰς ἕνα μοναδικὸν κλάδον θὰ ἐθεμελιοῦτο μία τέχνη στερεὰ καὶ θὰ ἦτο ἡ ζωγραφικὴ τουλάχιστον μοναδικὴ ἔκφρασις τῆς αἰωνίας ἑλληνικῆς ἰδέας ἥτις θὰ ἵστατο καὶ θὰ ηὔξανε χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἀνάγκη νὰ ἀνατροπῇ ἐκ θεμελίων ἀργότερα, ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα νεογέννητα τερατουργήματα ποὺ τολμοῦν ἀκόμη νὰ δεικνύουν τὸ πρόσωπόν των εἰς τὸν ἑλληνικὸν ἥλιον.
Ἐὰν ὑπῆρχεν ἐδῶ ὁ Γύζης τὰ πράγματα θὰ ἦσαν εἰς τὴν φυσικήν των ζηλευτήν θέσιν. Θὰ ὑπῆρχεν εἷς Διδάσκαλος καὶ ὅλοι θὰ ἐλάμβανον τὴν θέσιν των, θὰ ἦσαν οἱ μαθηταί. Καὶ θὰ ἦσαν ὡς μαθηταὰ ἀσυγκρίτως ἀνώτεροι καὶ θὰ ἤλπιζον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν των ἀσυγκρίτως ἀνώτερα εἰς τὸ μέλλον ὡς μαθηταί αὐτοῦ ἢ τώρα ποὺ εἶναι ἀνεξαιρέτως ὅλοι Διδάσκαλοι.
Γύζη μὴ ὑπάρχοντος ἐδῶ μένει ἡ στενὴ κεφαλὴ μὲ τὴν ξηρὰν καρδίαν τοῦ λαμπροῦ τεχνίτου τοῦ Ἰακωβίδου. Οὔτε ἡ αἰσθητικὴ μόρφωσις οὔτε ἡ διανοητικὴ οὔτε ἡ πατριωτικὴ καρδία ὑπάρχει εἰς αὐτὸν ἀτυχῶς διὰ νὰ εἶναι ἡ δημιουργός, ἡ κινητήριος, ἡ ἐνθουσιαστήριος δύναμις ἥτις χρειάζεται διὰ νὰ ζωντανευθῇ καὶ κινηθῇ καὶ βαδίσῃ καὶ ὁδηγηθῇ μία τέχνη. Κάθε ἄλλο εἶναι ἀτυχῶς δι᾿ ἑαυτὸν ἀλλ᾿ ἀτυχέστατα δι᾿ ἡμᾶς ἢ ὁ δημιουργός, καὶ μάντις καὶ ἀπόστολος ὅπως ἀνάγκη νὰ εἶναι ὁ ἐργάτης τῶν γενναίων κοινωφελῶν ἔργων, ὁ θεμελιωτὴς καὶ ἀνατροφεὺς νεογεννήτου τέχνης.
Οὕτω ἡ ζωγραφικὴ ὑφίσταται καὶ βαδίζει μόνη της χωρὶς κανένα ὁδηγόν. Ὑφίσταται καὶ βαδίζει εἰς τὰ τυφλὰ καὶ καθεὶς λέγει ὅ,τι θέλει καὶ καθεὶς κάμνει ὅ,τι θέλει καὶ ὅλοι λέγουν καὶ κάμνουν ὅ,τι τοὺς κατεβῆ. Οἱ παλαιοὶ ζωγράφοι ἀνήκουν εἰς τὸ παρελθόν. Ἐξεδήλωσαν ἑαυτούς. Οἱ ζωγράφοι οἱ ὁποῖοι βαδίζουν ἤδη εἰς τὸ μέσον τοῦ βίου των ἐτελείωσαν τὸν ἑαυτόν των, δὲν δύνανται πλέον κατὰ φύσιν παρὰ νὰ ἐπαναλαμβάνουν ἑαυτούς. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πρόκειται νὰ δημιουργήσουν τώρα ἑαυτούς, πρόκειται νὰ ἐκφράσουν ἑαυτοὺς αὐτοὶ ἐλκύουν τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν σκέψιν. Εἶναι οἱ νέοι. Αυτοὶ εἶναι τὸ αἄριον, τὸ προσεχὲς μέλλον. Εἰς αὐτοὺς ἀνήκει τὸ μέλλον, ἀπ᾿ αὐτῶν ἐξαρτᾶται ἡ καλὴ ἢ κακὴ πρόοδος τῆς ζωγραφικῆς. Διὰ τοῦτο αὐτοὺς κυρίως ἔχομεν ὑπ᾿ ὄψιν ἐδῶ.
Περὶ αὐτῶν εἰδικῶς ἀσχολούμεθα καὶ εἰδικῶς δι᾿ αὐτοὺς γράφονται αἱ γραμμαὶ αὐταί.
Ἡμᾶς ἐνδιαφέρει τὸ αὔριον καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν καθόλου τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ ἡ ζωγραφική, καὶ μάλιστα ἡ ἑλληνικὴ ζωγραφική.
Ἀνωτέρω εἴδομεν τὰ ἄτομα ἐμφανίζοντα τὴν ζωγραφικήν. Εἴδομεν περίπου τὴν σειρὰν αὐτῶν, τὸ σύνολον σχεδὸν τῶν ζωγράφων. Ἐσημειώσαμεν ἐξ αὐτῶν μόνον τὰς ἀναμφισβητήτους κορυφάς.
Τώρα ποῖον εἶναι τὸ πνευματικὸν, αἰσθητικὸν καὶ κοινωνικὸν περιβάλλον τῆς ζωγραφικῆς; Ὅλοι σχεδὸν οἱ ζωγράφοι ἐξ Ἀθηνῶν λαμβάνουν τὰς πρώτας γνώσεις, ἐξ Ἀθηνῶν ἀναχωροῦν ἢ εἰς Ἀθήνας ἐπανέρχονται ἢ εἰς τὰς Ἀθήνας διαμένουν. Ἐντεῦθεν λαμβάνουν τὴν πρώτην μόρφωσιν καὶ ἐνταῦθα ἀπογυμνοῦνται συνήθως πάσης δορᾶς. Ἀναγκαία συνεπῶς ἡ γνώσις τῆς ἀθηναϊκής κοινωνίας, ἥτις εἶναι καὶ τὸ ἄνθος τῶν ἐπαρχιακῶν κοινωνιῶν.
3
Κοινωνία ἡ ὁποία ἐπέταξε τὴν φουστανέλλα προχθὲς καὶ ἐφόρεσεν εὐρωπαϊκά. Κοινωνία ἡ ὁποία ἐπέταξε συγχρόνως κάθε ἰδέαν καὶ αἴσθημα ἑλληνικὸν καὶ ἥρπασε κάθε φραγκικόν. Καὶ ὅπως εἶναι μὲν εὔκολο νὰ πετάξῃ κανεὶς ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ φορέματα ἀλλὰ δυσκολώτατον νὰ προμηθευθῇ καλὰ ξένα καὶ νὰ φορέσῃ καλὰ τὰ ξένα, ἔμεινε θεόγυμνος. Κάτι χειρότερον. Ἐπῆρε καὶ ἐφόρεσεν ὅ,τι ἔτυχε καὶ εὐρέθη ἐνδεδυμένη ἀρλεκινικά, δηλαδὴ κωμικώτατα. Εὐρέθη μὲ μίαν μανίαν μίσους κατὰ τῶν ἰδικῶν της πραγμάτων καὶ μίαν τραγικὴν ξιπασιὰν πρὸ τῶν ξένων. Εὐρέθη ἁρπάζουσα μὲ μονομανίαν ἀρχοντοχωριάτου κάθε λάμποντα ξένον τενεκέν. Περὶ τῆς διανοητικῆς καὶ αἰσθητικῆς της μορφώσεως περιττὸν νὰ ὁμιλήσωμεν. Ἐκ τῆς ἀναπτύξεως τῶν ζωγράφων περὶ τῆς ὁποίας ἀσχολούμεθα κατωτέρω, δηλαδὴ τῶν διδασκάλων τῆς καλαισθησίας τοῦ κοινοῦ, καταφαίνεται ὁ βαθμὸς τῆς ἀναπτύξεως αὐτοῦ.
Προτιμότερον νὰ εἴπωμεν πρὸς δικαιολογίαν καὶ αὐτῆς καὶ τῶν τέκνων αὐτῆς, τῶν ζωγράφων, ὅτι δὲν πταίει διόλου αὐτὴ διὰ τὴν κατάστασίν της.
Κοινωνία εἰς πάντα τόπον καὶ χρόνον εἶναι μόνον ὁ πηλὸς διὰ τοῦ ὁποίου οἱ διευθύνοντες τὰς ἰδέας καὶ τὰ πράγματα πλάττουν τὰ φορέματα τῶν ἰδεῶν. Ὅταν βλέπωμεν τὸν κόσμον εἰς τὸν δρόμον νομίζομεν ὅτι βλέπομεν ἄτομα. Ἀπάτη. Εἶναι αἱ ἰδέαι τῶν δύο μεγάλων μας ἀνδρῶν. Τρικούπη - Δηλιγιάννη. Τώρα πλέον εἶναι μόνον οἱ τρικουπικαί, αἱ δηλιγιαννικαὶ ἰδέαι ποὺ περιπατοῦν εἰς τοὺς δρόμους οἰκογενειακῶς ζωντανώταται καὶ μᾶς χαιρετοῦν. Αἱ τρικουπικαὶ ἰδέαι -ἰδέαι τραγικῶς ξιπασμένου εὐρωπαϊσμοῦ. Αἱ δηλιγιαννικαὶ ἰδέαι -ἰδέαι ἁγνοτάτου κλεφτισμοῦ.
Ἰδοὺ τὸ περιβάλλον τῆς ζωγραφικῆς. Ἰδοὺ οἱ πατέρες τῶν ζωγράφων. Τί θέλετε νὰ εἶναι αυτοί. Καὶ τί θέλετε νὰ σᾶς κάμουν; καὶ τί πταίουν αὐτοί; ἀφοῦ ὑπάρχουν ὑπουργοί, καὶ καθηγηταὶ ζωγραφικῆς, ἄλλοι διδάσκοντες καὶ ἄλλοι ἀνεχόμενοι ὅτι ὁ ζωγράφος πρέπει νὰ εἶναι ἀμαθής. Ἀφοῦ ἔχουν Σχολὴν Ζωγραφικῆς Τέχνης διὰ τὴν ὁποίαν τὸ εἰσιτήριον καὶ τὸ ὅλον διανοητικὸν ἐφόδιον εἶναι τὸ ἀπολυτήριον Ἑλληνικοῦ σχολείου. Ἀφοῦ δὲν δύναται κανεὶς χωρὶς νὰ ἔχῃ συμφέρον νὰ περιπαίζῃ ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ κάμῃ λόγον σοβαρὸν περὶ τῆς προνοίας τῶν Κυβερνήσεων.
Ἐντὸς τοιούτων συνθηκῶν καὶ μὲ τοιαύτας ὁδηγοὺς ἰδέας ἐξαιροῦντες μόνον καὶ μόνον τὸν Γύζη καὶ λαμβάνοντες πάντας τοὺς ἄλλους ἀπὸ τοῦ Ἰακωβίδου αὐτοῦ μέχρι τοῦ Γαλάνη καὶ ἐξετάζοντες τὴν διανοητικὴν καὶ αἰσθητικὴν ὅλων μόρφωσιν, ποῖον τύπον διανοητικὸν καὶ αἰσθητικὸν ἀποτελεῖ ὁ σύγχρονος ζωγράφος; Ποῖος εἶναι ὁ εἷς καθαρὸς καὶ ἀληθὴς γενικὸς τύπος;
Ὁ Τωρινὸς ζωγράφος εἶναι ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ. Τὸ πολὺ πολὺ οἱ γονεῖς του νὰ ἦσαν ταπεινοὶ ἀστοί. Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι ποιᾶς τινὸς καλυτέρας κοινωνικῆς καταστάσεως πρὸ τῆς τέχνης διαμένει ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ. Ἡ χαμηλὴ προέλευσις δὲν εἶναι μομφὴ ἀλλὰ τιμή. Ἀλλὰ καθίσταται μειονέκτημα ὑπέρτατον ὅταν ὁ προερχόμενος χαμηλόθεν καὶ εἰσερχόμενος εἴτε εἰς τὰ γράμματα εἴτε εἰς τὰς τέχνας δὲν εὐρίσκει κόσμον ἀνώτερον αὐτοῦ διανοητικῶς καὶ αἰσθητικῶς ἵνα προσλάβῃ ἐπίκτητον τὴν εὐγένειαν καὶ τὴν λεπτότητα καὶ τὴν μόρφωσιν καὶ τὴν καλαισθησίαν, προσόντα τὰ ὁποῖα κατὰ φύσιν δὲν ἠδύνατο νὰ ἔχῃ ἀλλὰ προσόντα θεμελιώδη διὰ τὸν κόσμον τῆς τέχνης· προσόντα ἄνευ τῶν ὁποίων καλλιτέχνης δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ. Ὅταν λοιπὸν ὅπως ἐδῶ καὶ αὐτοὶ οἱ διευθύνοντες τὰς ἰδέας καὶ τὰ πράγματα εἶναι πρὸς τὰς τέχνας κοινοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ διαμένει καὶ αὐτὸς ὅ,τι ἀνέκαθεν ἦτο.
Αἱ ζωγραφικαὶ του σπουδαὶ εἶναι αἱ τῆς Ζωγραφικῆς Σχολῆς τοῦ Πολυτεχνείου. Δηλαδὴ ἡ στοιχειώδης γνώσις τοῦ χαράσσειν τὸ σχῆμα καὶ ἀνακατώνειν τὸ χρῶμα. Δηλαδὴ σπουδαὶ ἀνάλογοι καὶ ἰσοδύναμοι πρὸς τὰς ἀλληλοδιδακτικάς. Καλαισθησία ἀγαθοῦ νοικοκύρη. Πνευματικὴ μόρφωσις οὐδεμία. Πᾶσα ὁδὸς πρὸς τὸν διανοητικὸν κόσμον κλειστή. Μὲ τοιαῦτα ἐφόδια ἕνα πήδημα εἰς τὴν Εὐρώπην. Δηλαδὴ μετὰ διαμονὴν ἐτῶν εἰς ὑπόγειον ὅπου δὲν εἰσδύει ἀκτὶς οὔτε λευκοῦ φωτὸς ὁρμητικὴ ἔξοδος εἰς τὸ φῶς καὶ ἐνατένισις τοῦ ἡλίου.
Δηλαδὴ θάμβωμα καὶ παραζάλη. Συνήθως αὐθωρεὶ ἐναγκαλισμὸς τῶν κορυφαίων ἐκκεντρικοτήτων, ἀπομίμησις αὐθωρεί. Διαμονὴ ἐνίοτε ὁλίγων μηνῶν πάντοτε ὁλίγων ἐτῶν. Ταχυτάτη ἐπάνοδος καὶ φόρα τὸ σπαθί. Κανεὶς δὲν ἐχάραξε γραμμήν, κανεὶς ποτὲ δὲν ἐχρημάτισε ζωγράφος πρὸ τῆς ἀφίξεως αὐτοῦ εἰς τὸν Πειραιᾶ. Μετὰ τοὺς πρώτους ἐξαφνισμοὺς καὶ τὰς διαφημίσεις τῶν ἀγαθῶν οἰκείων καὶ φίλων, μελαγχολία καὶ ἀπογοήτευσις καὶ ἀραὶ κατὰ τοῦ περιβάλλοντος, ἀνθρώπων, δένδρων, βουνῶν, θαλασσῶν, ἡλίου, ἀέρος. Ζωὴ καφενείου καὶ μακαρία ὀκνηρία. Καὶ σιγαλὰ σιγαλὰ ἀπογύμνωσις ἀπὸ ὅλα τὰ φούμαρα, λήθη τῶν ὁλίγων ἐναποταμιευθέντων σχημάτων καὶ τεχνοτροπιῶν πρὸς ἀπομίμησιν, ἐξάντλησις αὐτῶν καὶ ἐπὶ τέλους μελαγχολικὴ ἐνατένισις περὶ τὴν τεσσαρακονταετίαν τῆς τριγύρω ζωῆς. Καὶ τότε μόνη ἀληθὴς ἀρχὴ ἁπλῆς ἀντιγραφῆς τῶν ἀντικειμένων. Ἀλλὰ μὲ τί θανάσιμον λύπην καὶ τί στυγνὴν ἀπελπισίαν, διότι τὸ χῶμα, τὰ δένδρα, αἱ θάλασσαι, τὰ ζῶα, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἑλληνικά. Καὶ ἑπομένως βάναυσα, πρόστυχα, ὅλα ποταπά. Καὶ αὐτῶν ὅλων κορυφαῖον στεφάνωμα ψυχρὰ περιφρόνησις τοῦ διανοητικοῦ ζωγραφικοῦ κόσμου.
Αὐτὸς εἶναι ὁ εἷς ἀληθὴς γενικὸς τύπος τοῦ συγχρόνου ζωγράφου. Ἀτυχῶς δι᾿ αὐτοὺς καὶ ἀτυχῶς δι᾿ ἡμᾶς. Ἐάν τις εἶναι ἀνώτερος, ὑπερτερεῖ εἰς ἕνα τῶν ἀνωτέρω χαρακτηριστικῶν, εἶναι τοιοῦτος εἰς τὰ λοιπά. Ἐὰν ἄλλος εἰς ἕνα τῶν ἄλλων εἶναι τοιοῦτος εἰς τὰ ὑπόλοιπα. Διότι ὅλοι μας εἴμεθα τὸ ἴδιον καὶ ὅλοι προσπαθοῦμεν νὰ γίνωμεν χειρότεροι, ἀπὸ ὅ,τι εἴμεθα. Καὶ εἶναι δυστυχῶς ὁ τύπος τῆς χθές. Καὶ εἶναι δυστυχῶς ὁ τύπος τῆς σήμερον καὶ τὸ λυπηρότατον ὅλων τὸ περισσότερον πονοῦν καὶ ὁ μοιραῖος τύπος τῆς αὔριον. Καὶ θὰ ἦτο ἀτελῶς εἰλικρινὴς ἐὰν δὲν συνεπληροῦτο διὰ τοὺς νεωτάτους τῶν ζωγράφων. Εἶναι μαθηταὶ δραπετεύσαντες τάχιστα ἀπὸ τὰ ἀλληλοδιδακτικὰ θρανία τῆς ζωγραφικῆς. Μαθηταὶ ὑπερφίαλοι. Μαθηταὶ παρουσιαζόμενοι μὲ ὕφος καὶ ἀξιώσεις οὔτε τουλάχιστον ἀριστούχου μαθητοῦ, οὔτε τουλάχιστον καλλιτέχνου ἀλλὰ διδασκάλου. Καὶ θὰ ἴδωμεν ὅτι ὅλαι αἱ γραμμαὶ τοῦ τύπου αὐτοῦ ὁ ὁποῖος θὰ φανῇ ὑπερβολικὸς εἶναι γραμμένοι ὑπὸ τῶν ἰδίων δυνατώτατα εἰς τὰ ἔργα των καὶ ὑπογεγραμμένοι πλατύτατα μὲ ὀνόματα. Ἄλλως τε εἰς τὰς ἄλλας μελετὰς τῶν ἄλλων τεχνῶν καὶ ὅλων τῶν κλάδων τῆς πνευματικῆς κινήσεως θὰ ἴδωμεν τὸν ἀνάλογον καὶ παρόμοιον τύπον αὐτοῦ εἰς τὰς σχετικὰς μελέτας.
Ἐντὸς τοιούτων κοινωνικῶν συνθηκῶν κλεισμένοι οἱ ζωγράφοι, τοιοῦτοι ὄντες, ποίαν τέχνην ἐδημιούργησαν μέχρι τῆς στιγμῆς αὐτῆς καὶ ποίαν ἀξίαν ἔχουν τὰ ἔργα των; Ἔχομεν πραγματικὴν ἀληθινὴν Τέχνην; Ἡ ἐξέτασις τῆς γραμμῆς καὶ τοῦ χρώματος ἀπὸ ὅλων τῶν μέχρι σήμερα ἐκθέσεων δύναται νὰ λάβῃ τὸ ὄνομα τῆς τέχνης; Ἐκφρασθῶμεν εἰλικρινῶς στρογγυλά: ὄχι. Δὲν ἔχομεν ἀκόμη ζωγραφικήν. Δὲν εἴμεθα ἀκόμη οὔτε εἰς τὰ προπύλαια ἑνὸς ναοῦ ζωγραφικῦς τέχνης.
Ἐκτὸς τῶν ἔργων τοῦ Γύζη, ἐξαιρουμένων ὁλίγων ἐλαχίστων εἰκόνων ἀπὸ τῆς πρώτης ἐκθέσεως μέχρι τῆς τελευταίας, δηλαδὴ ἐλαχίστων εἰκόνων τοῦ Λύτρα σὰν τὰ «Ἄνθη Ἐπιταφίου» λόγου χάριν ἔργον μὲ ποίησιν, καλλονὴν χρώματος καὶ σχήματος, τῆς πρώτης ἀληθινῆς εἰκόνος τοῦ Ράλλη, ἥτις ἐξετέθη ἐδῶ σὰν τὸ «Un voeu», τῆς Φλωρᾶ «Ἕνα τραγοῦδι» εἰς τὴν ἔκθεσιν τοῦ Ζαππείου, διὰ τὴν λεπτότητα καὶ χάριν, τῆς μοναχῆς τοῦ Ἰωαννίδου «Χειροτονία Καλογραίας» διὰ τὴν σύνθεσιν καὶ τὴν ψυχολογικὴν μελέτην, ἐκτός τοιούτων τινῶν ἐλαχίστων ἀληθινὼν καλλιτεχνημάτων, ἐκ τῶν περισσοτέρων ἄλλων ἔργων εἶναι φόβος μήπως δὲν βαδίζομεν οὔτε πρὸς τὰ προπύλαια, εἶναι φόβος μήπως δὲν προχωροῦμεν οὔτε πρὸς μίαν ἀρχήν.
Εἰς ὅλα εἴμεθα καὶ ἐπιμένομεν νὰ μένωμεν παιδιὰ βρέφη, βρέφη θέλοντα νὰ παίξουν τοὺς μεγάλους, εἰς ὅλα παίζομεν τὶς κουμπάρες· οἱ κυβερνῆται παίζουν τὸ ἔθνος. Οἱ στρατιωτικοὶ παίζουν τὸν στρατόν, οἱ γλύπται τὴν γλυπτικήν. Ἑπόμενον καὶ οἱ ζωγράφοι νὰ παίζουν τὴν ζωγραφικήν.
Τοιοῦτον τὸ περιβάλλον τοιοῦτοι οἱ ζωγράφοι. Ζητήσωμεν τώρα τὴν γενικὴν ἐντύπωσιν ἐξ ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε ἐκθέσεων. Ζητήσωμεν ἐκ τῆς γενικῆς ἐντυπώσεως ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε ἔργων ὄχι μόνον τὴν νόησιν τῆς συγχρόνου ζωγραφικῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξακρίβωσιν καὶ πιστοποίησιν ἐκ τῶν γεγονότων ὅλων τῶν προηγουμένων λεχθέντων ἅτινα δυνατὸν νὰ φανοῦν φαντασιώδη καὶ ὄχι ἀναγραφὴ γεγονότων ἐξ ἀνθρώπων καὶ ἔργων.
Κανένα θέμα μυθολογικόν, κανένα θέμα ἱστορικόν, κανένα ἔργον ἐκφράζον μίαν ἰδέαν, κανένα δυνάμενον νὰ σημειωθῇ ὡς παράδειγμα διὰ τὴν ἔμπνευσιν, κανένα διὰ τὴν τελείαν ἐκτέλεσιν, κανένα διὰ τὴν εὐσυνείδητον ἐργασίαν καὶ τελείωσιν, κανένα διὰ τὴν ποίησιν, κανένα διὰ τὴν ψυχολογικὴν ἀντίληψι, κανένα διὰ τὴν ἔκφρασιν ἑνὸς οἰουδήποτε αἰσθήματος, κανένα διὰ τὴν πρωτοτυπίαν.
4
Ἡ ἐκλογὴ τῶν θεμάτων, ἡ τοποθέτησις τῶν ἀντικειμένων καὶ ὅλα τὰ χρώματα, εἶναι τὰ στερεοτυπωμένα εἰς τὰ μάτια τῶν πολλῶν ἀπὸ τὴν θέαν τῶν κοινῶν ζωγραφημάτων. Τὸ σύνολον τῶν ἐντυπώσεων ἀπὸ χρώματα καὶ σχήματα, εἶναι αὐτὸ τὸ ἀπὸ τῶν εἰκόνων τῶν κατωτάτων εὐρωπαϊκῶν περιοδικῶν. Διαδήλωσις ἀγνοίας καὶ ἔκφρασις προτιμήσεως τοῦ ἀγενοῦς σώματος, καὶ ἡδυπαθὴς σχεδίασις τῶν βαναύσων του γραμμῶν. Τὰ ἐλάχιστα παρουσιασθέντα γυμνὰ εἶναι σώματα δουλικῶν, καὶ οὔτε τουλάχιστον τοῦ νησιώτικου δουλικοῦ τὸ μαλακόγραμμον καὶ ἁπαλόσχημον σῶμα. Ἀπὸ σχημάτων καὶ χρωμάτων, μία γενικὴ ἐντύπωσις ἀτονίας, παραλυσίας γραμμῶν· οὔτε σφρῖγος γραμμῆς, οὔτε ζωηρότης, νευρότης χρώματος· ζωγραφικὴ ἐντύπωσις ὀκνηρίας, τοῦ δὲ βαριέσαι καὶ δὲν πειράζει, καὶ ὁλίγον δὲν καταλαβαίνει ὁ κόσμος. Τάσις πρὸς ἀποφυγὴν πάσης δυσκολίας ἐκτελέσεως, τάσις πρὸς περικάλυψιν ὅλων τῶν ἀδυναμιῶν τοῦ σχεδίου, ἀποδιδομένη εἰς συστήματα καὶ εἴδη τέχνης. Ἐντύπωσις μὴ εἰλικρινοῦς καὶ εὐσυνειδήτου ζητήσεως καὶ γενναίας προσπαθείας. Προσπάθεια παρουσιάσεως ἔργων ἀφημένων ἡμιτελῶν ὡς τελειωμένων. Σύνολον ἐντυπώσεων: ἔλλειψις σχεδίου, ἔλλειψις πρωτοτυπίας, ἀγριότης χρωμάτων, χονδροτάτη ἀντίληψις γραμμῆς μέχρι τοῦ ἀνυποφόρου, ζωγραφικὴ κατὰ συνθήκην. Οὔτω διὰ τὸν ἔχοντα ζωντανὴν τὴν εἰκόνα τῆς ἑλληνικῆς φύσεως, τῶν ἀντικειμένων καὶ τῶν ὄντων ἡ θέα μιᾶς ἐκθέσεως ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης καὶ τοῦ φωτὸς εἶναι ἀποκοιμιστική, ναρκωτική, λυπηροτάτη.
Ἡ ἔλλειψις τῶν μυθολογικῶν, ἱστορικῶν καὶ ἰδεογραφικῶν θεμάτων, καὶ ἡ ἔλλειψις ἐμπνεύσεως, ποιήσεως, συνθέσεως, ψυχολογίας, δικαιολογοῦνται ὡς ἀνήκοντα ὅλα εἰς τὴν διάνοιαν, ἀπαιτοῦντα διάνοιαν ἀνεπτυγμένην, φωτεινήν. Ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα δυνατὸν νὰ κριθοῦν ἐπιεικῶς, δυνατὸν νὰ δικαιολογηθοῦν. Ἀλλὰ δύο εἶναι καιριώτατα καὶ ἀσυγχώρητα.
Εἶναι ἡ γραμμή. Καὶ εἶναι παράδοξον ὅτι δὲν ἐννοήθη ἀκόμη, ὅτι ὄχι μόνον οἱ ζωγράφοι εἶναι καταναγκασμένοι νὰ εἶναι ἄριστοι σχεδιασταί εἰς τὸν τόπον τῶν παγκάλων γραμμῶν καὶ τῶν ζωντανῶν ἀκόμη μαρμαρίνων ἀσμάτων, ἀλλὰ πᾶς καλλιτέχνης, εἴτε γλύπτης, εἴτε ἀρχιτέκτων, μὴ θέλων ἢ μὴ δυνάμενος νὰ καταφαγωθῇ διὰ νὰ γίνῃ ἄριστος σχεδιαστής, διὰ νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν ἡδονὴν καὶ τὴν μουσικὴν τῆς γραμμῆς, δὲν ἔχει ἄλλη σωτηρίαν παρὰ νὰ πάρῃ τὸ καπέλλο του καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τόπους ὅπου δὲν ἐννοοῦν τὴν γραμμήν, εἰς κλίματα ἄλλα ὅπου δυνατὸν νὰ κρυβοῦν αἱ ἀτέλειαι τοῦ σχεδίου.
Ἐδῶ ὅμως εἶναι καιρὸς νὰ ἐννοήσουν οἱ καλλιτέχναι ὅλοι, ὅτι τὸ φῶς δέν παίζει, ὅτι καταλάμπει ἀνηλεῶς πάσαν ἀτέλειαν τοῦ σχεδίου, ὅτι γραμμαὶ γῆς καὶ γραμμαὶ μαρμάρων ἀναπτύσσουν τὴν αἴσθησιν τῆς γραμμῆς, τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς μουσικῆς της, τόσον ὥστε νὰ γίνεται ἀνυπόφορος καὶ νὰ πληγώνῃ τὰ μάτια, ἡ ξηρά, ἡ χονδρή, ἡ νεκρὰ καὶ ἡ βάναυσος γραμμή. Καιρὸς νὰ ἐννοηθῇ ὅτι Ἕλλην καλλιτέχνης μὴ προσπαθῶν νὰ γίνῃ ἀριστοτέχνης λεπτῆς καὶ ἁβρᾶς καὶ ἁπλῆς γραμμῆς, χάνει τὸν καιρόν του.
Καὶ εἶναι ἡ ἔλλειψις Πρωτοτυπίας. Καὶ εἶναι τὸ ὀδυνηρότερον ὅλων. Ἀλήθεια, ὀδυνηροτάτην ἐντύπωσιν προξενεῖ ἡ ἀνυπαρξία τῆς πρωτοτυπίας. Ἔχομεν γῆν τόσον ἰδιορρύθμως πλασμένην γύρω μας καὶ δὲν ἔχομεν εἰκόνας μιμουμένας αὐτήν. Ἔχομεν φύσιν μὲ τὰ ἁβρότερα αἰθεριώτερα χρώματα καὶ δὲν εὐρίσκομεν τὰ χρώματα αὐτὰ καὶ τὰς ἁρμονίας αὐτῶν εἰς τὴν ζωγραφικήν. Ἔχομεν τὰς ζωγραφικωτέρας τοποθεσίας, τὰ ζωγραφικώτερα θέματα εἰς κάθε βῆμα, εἴτε εἰς τὴν πόλιν εἴτε εἰς τὴν ἐξοχὴν καὶ δὲν βλέπομεν τίποτε εἰς τὴν ζωγραφικήν. Ἔχομεν τὰ ζωγραφικώτερα ἀντικείμενα καὶ τοὺς ζωγραφικωτέρους ἀνθρώπους καὶ δὲν ἀνευρίσκομεν τίποτε εἰς τὴν ζωγραφικήν.
Εἶναι φανερὸν ὅτι οἱ ζωγράφοι ἐνῷ βλέπουν μίαν φύσιν ἰδιόρρυθμον, ἐντελῶς παρθένον ἐνώπιόν των καὶ ὅταν δὲν ζωγραφίζουν καὶ ὅταν ζωγραφίζουν δὲν βλέπουν τὴν φύσιν αὐτήν, τὸ χῶμα, τὰ δένδρα, τὰ ὄρη, τὸν ἄνθρωπον, ἀλλ᾿ ἐνῷ βλέπουν καὶ νομίζουν ὅτι βλέπουν αὐτά, ἀντιγράφουν τὸν ἐσωτερικόν των κόσμον, τὸν συντεθειμένον ἀπὸ τὰ χρώματα καὶ τὰ σχήματα τῆς εὐρωπαϊκῆς ζωγραφικῆς. Διόλου δὲν βλέπουν, διόλου δὲν αἰσθάνονται κατ᾿ εὐθείαν τὴν ζωήν. Καὶ αὐτοὶ οἱ ὁλίγοι οἱ ἀντιγράφοντες τὴν φύσιν, τὴν ἀντιγράφουν τόσον στενὰ ὥστε νὰ στερῆται ἐντελῶς ἐνδιαφέροντος. Δὲν κατορθώνουν μετὰ βαθεῖαν μελέτην αὐτῆς, νὰ τὴν μεταμορφώσουν διὰ τῆς τέχνης ὥστε τὸ ἔργον των νὰ εἶναι μὲν κατὰ φύσιν ἀλλὰ καὶ κατὰ τέχνην. Φυσικόν τι ἀλλὰ καλλιτέχνημα. Καὶ οἱ ἀντιγράφοντες τὸν ἄνθρωπον ὁμοίως δὲν δύνανται ἐκ τοῦ φυσικοῦ νὰ ἐξαγάγουν τὸ οὐσιῶδες, τὸ καλλιτεχνικόν.
5
Ἐν συνόλῳ ἡ σύγχρονος ζωγραφικὴ ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τῆς αἰσθητικῆς εἶναι αἰσθητικὴ ἁπλοῦ φουστανελλᾶ. Καὶ ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τῆς διανοητικῆς τὸ ἴδιον. Εἶναι τέχνη καθαρῶς λαϊκή· ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν αισθητικὴν καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸν νοῦν ἀγαθοῦ φουστανελλᾶ. Ἐνίοτε τώρα μάλιστα ἐντονώτερον παλαβοῦ φουστανελλᾶ. Δηλαδὴ τοῦ φουστανελλᾶ τοῦ πετῶντος τὴν φουστανέλλα καὶ μιμουμένου μανιωδῶς τὰ ξένα καὶ τὰ ἄγνωστα. Τοῦ γελοίως ξιπασμένου. Εἶναι τέχνη νεκρὰ ὅπως ἡ σύγχρονος γλυπτικὴ καὶ φιλολογία. Εἶναι ἡ ζωή της σταματημένη ἀπὸ τὰ νέα ροῦχα, ἀπὸ τὸ κολάρον καὶ τὰ στενά. Ἐὰν ἤθελε νὰ τὴν παραστήσῃ κανεὶς δι᾿ εἰκόνος, θὰ ἐζωγράφιζε μίαν γυναῖκα τοῦ λαοῦ, μὲ ὅλα τὰ ξιπασμένα καὶ φαντακτὰ εὐρωπαϊκὰ φορέματα καὶ χρώματα, ἀπὸ ἐκείνας ποὺ κομψεύονται ἀξιολύπητα μέσα εἰς τὰ κάρρα ποὺ κατεβάζουν τὰς λαϊκὰς τάξεις εἰς τὸ Φάληρον διὰ νὰ λουσθοῦν.
Καὶ σοβαρώτατα ὁμιλῶν καὶ ἐν πληρεστάτῃ συναισθήσει ἀνθρώπου γράφοντος διὰ κόπους ἄλλων, δὲν δύναμαι νὰ ἀποφύγω νὰ εἰπῶ, μετὰ ἐπιμονωτάτην ζήτησιν, ὅσον ἀφορᾷ τὸ πλεῖστον μέρος τῶν εἰκόνων τῶν νέων, ὅτι εἶναι ἕνα ψεῦδος θέλον νὰ μᾶς παραπείσῃ ὅτι εἶναι τέχνη, καὶ διὰ τὰς μεγάλας εἰκόνας ἐκτὸς τῶν τοῦ Ἰακωβίδου ποὺ διδάσκουν σχῆμα καὶ ἀληθινὴν ζωήν, ὅτι ἔπρεπε νὰ λείπουν, ὅτι εἶναι χαμένος καιρὸς καὶ θὰ ἦτο προτιμότερον νὰ ἐκάλουν τὸν κόσμον νὰ ἰδῇ, ἕνα χέρι ἀλλὰ χέρι, ἕνα μάτι ἀλλὰ μάτι, ἕνα ἀνθύλλιον ἀλλὰ ἀνθύλλιον, μίαν ἔστω μικροσκοπικὴν τέχνην ἀλλὰ Τέχνην, παρὰ τόσην ἔκτασιν μπογιατισμένου πανιοῦ.
Δὲν λέγω αὐτὰ διὰ νὰ κατακρίνω, οὔτε ἀπὸ πόθον νὰ καταρρίψω τὴν ἰδέαν ὅτι ὑπάρχει τέχνη· ἀλλὰ διότι ἡ τέχνη δὲν εἶναι πρᾶγμα τόσον εὔκολον, τὸ ὁποῖον τόσον ἀφελῶς ἀτενίζεται, τόσον ἁπλῶς δημιουργεῖται. Καὶ τὸ λέγω διότι ἐπιθυμῶ νὰ ἰδῶ ἀνθρώπους σοβαρῶς ἀφοσιουμένους πρὸς δημιουργίαν τέχνης. Δὲν λέγω: σεῖς δὲν εἶσθε καλλιτέχναι διὰ νὰ κατακρίνω. Τὸ λέγω διότι εἶναι τὸ δυσκολώτερον πρᾶγμα νὰ εἶναι τις Καλλιτέχνης, τὸ πολυπαθέστερον, τὸ ὀδυνηρότερον πρᾶγμα διὰ τὴν ζωὴν καὶ μάλιστα εἰς ἐποχὴν ἐλεεινήν. Τὸ λέγω διότι ἐπιθυμῶ νὰ ἰδῶ ἀνθρώπους ἡρωϊζομένους μέχρι ἐσχάτων διὰ νὰ γίνουν καλλιτέχναι. Διότι τέχνη ἐννοῶ ὅτι εἶναι ἡ ὑπερτάτη ἐκδήλωσις τῆς ἀνθρωπίνης ἐνεργείας. Καὶ δὲν πιστεύω ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ περιγελώμεθα, ἀποδίδοντες ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τοιαύτας ἐκδηλώσεις. Καλλιτέχνης ἐννοῶ ὅτι εἶναι ὕπατος ἱερεὺς τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας, ὁ ὁποῖος κάθε γραμμήν, κάθε χρῶμα, κάθε ἦχον δημιουργεῖ μὲ αἷμα. Καὶ ἐνῷ ὅλοι γνωριζόμεθα εἰς τόσον στενὸν τόπον καὶ μὲ τόσον φῶς φωτισμένον, πιστεύω ὅτι δὲν ἀξίζει τὸν κόπον νὰ περιγελώμεθα, ἀποδίδοντες τόσον εὔκολα τὸ φιλοφρόνημα τοῦ καλλιτέχνου ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον. Διότι δὲν ἐννοῶ τὰ λεγόμενα, ὑποστηριζόμενα, διαδιδόμενα καὶ φονεύοντα, ὅτι εἶμαι μὲν καλλιτέχνης, ἀλλὰ ἡ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἡ ἐποχή, ἀλλά, ἀλλά... Ἀκούων τοιαῦτα ἕνα μόνον ἐννοῶ, ὅτι ὁ λέγων δὲν θέλει οὔτε νὰ γίνῃ καλλιτέχνης καὶ ὁμολογεῖ ὅτι δὲν ἔχει σαφῆ ἰδέαν τοῦ τὶ ἐστὶ καλλιτέχνης.
Ποίαν ἀξίαν ἔχει τοιαύτη ζωγραφική, ὁλόκληρος κατ᾿ ἀπομίμησιν, ὁλόκληρος ἐκτὸς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ζωῆς, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἐλαττώματα; Ἔχει μόνον ἱστορικὴν ἀξίαν, διότι συμπληρώνει διὰ τῆς ζωγραφικῆς ἐκδηλώσεως, τὴν ὅλην σύγχρονον κοινωνικὴν καὰ ἐθνικήν μας ἐλεεινότητα. Ἀφιεμένη εἰς τὴν τύχην της, ἐκφράζει ὅλην τὴν ἐπίδρασιν τῆς ἐλεεινότητος τῶν διευθυνόντων τὰς ἰδέας καὶ τὰ πράγματα, ὅλην τὴν ἐπίδρασιν τῆς ἐλεεινότητος ἡμῶν ποὺ τὴν περιβάλλομεν καὶ δι᾿ ὅλων της τῶν ἀτελειῶν, σὰν διαμαρτυρόμενη, προβάλλει ὅλα, διὰ νὰ ζωγραφίσῃ τὴν μηδαμινότητα ὅλων μας.
Ἐὰν θελήσωμεν νὰ ζητήσωμεν ποῖα εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῶν ζωγράφων μας ὅλων διὰ τὴν ζωγραφικήν μας, ποῖα εἶναι τὰ χρήσιμα ὑλικὰ διὰ τὴν αὔριον, ποῖα εἶναι τὰ ἴχνη τῶν φωτεινῶν βημάτων πρὸς ἕνα δρόμον, θὰ εὔρωμεν ὅτι ἐκτὸς τοῦ Γύζη ἀπομένει μόνον καὶ μόνη ἡ εὐγενεστάτη καὶ ποιητικωτάτη τέχνη τοῦ Λύτρα, ὑπὲρ τὸ δέον χωμένη εἰς ψαράδες καὶ σαρδελλάδες, τέχνη ἡ ὁποία δι᾿ ὁλίγων ἀνωτέρων συνθέσεων ἀναδεικνύεται συγγενεστάτη τῆς Γυζείου, τέχνη τῆς ὁποίας τὰ σκαριφήματα ἀκόμη εἶναι ἀδελφὰ καὶ ὅμοια καὶ ἴσα εἰς ἁβρότητα καὶ ποίησιν μὲ τὰ συγκινητικώτερα ποιήματα τῶν Παράσχων καὶ τῶν Σολωμῶν. Ἡ βαθυτέρα παντὸς ἄλλου αἴσθησις τῆς γραμμῆς, βαθυτέρα καὶ ἀττικωτέρα παντὸς ἄλλου αἴσθησις τοῦ χρώματος, ἀριστοτεχνικὴ ἀμφοτέρων, τοῦ Θ. Ἀννίνου. Μερικὰ ἐμπνευσμένα ἐλαφροφιλήματα ἀκτῶν, νερῶν καὶ ἀέρων τοῦ Γιαληνᾶ· καί τινες σὰν μαντικαὶ ἐμπνεύσεις ἐξ ἀνθυλλίων τοῦ ἀγροῦ, τὰς ὁποίας ἐπέταξεν εἰς τὸ νεκρὸν κεφάλι τῆς ζωγραφικῆς ἡ κ. Ἄννα Παπαδοπούλου καὶ τὸ φῶς, τὸ πλησιάζον τὸ ἑλληνικὸν φῶς, τὸν γέλωτα τοῦ φωτός, τὸν ὁποῖον ἔβαλεν εἰς τὸ νεκρόν της πρόσωπον ἡ δεσποινὶς Λασκαρίδου, πρώτη.
Πάντα τὰ ἄλλα ἔργα καὶ ἐὰν ἀκόμη ἔφθαναν ὅλα τὴν ἀρτιότητα καὶ τὴν ἐντέλειαν τοῦ σχεδίου τῶν σαλπιζόντων γερμανοπαίδων τοῦ Ἰακωβίδου, δὲν θὰ ἤξιζαν τίποτε, διότι δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἴχνος δημιουργικότητος, ἴχνος πρωτοτυπίας, ἴχνος ἐθνικῆς ἀτομικότητος, διότι θὰ ἦσαν κοινότατοι ἀντιγραφαὶ ξένων τεχνῶν, θὰ ἐπαρουσίαζον τὸ θέαμα τῶν τωρινῶν ἐκθέσεων ἀλλὰ τελείων, ὅπου ὅπως τώρα δὲν ὑπάρχει οὔτε κἂν αὐτὴ ἡ ἀργυροντυμένη νύφη τῶν νεκρῶν ἀδωνίων κήπων τῆς Ἀττικῆς μας, ἡ Ἐλαία, ἡ Ἑστιὰς αὐτή, ἡ ἀθάνατος ἀδελφὴ τῶν ἀθανάτων μαρμάρων, τῆς ὁποίας τοὺς ὕμνους διαβάζομεν εἰς τῶν ξένων ποιητῶν τὰ ἔργα καὶ δὲν εἴδομεν ἀκόμη εἰς τὴν ζωγραφικήν μας!!
Ἂς πιστευθῇ ὅτι καμμίαν διάθεσιν καὶ κανέναν λόγον δὲν ἔχομεν νὰ μειώσωμεν τὴν ἀξίαν τῶν ζωγράφων καὶ τῆς συγχρόνου ζωγραφικῆς. Πιστοποιοῦμεν γεγονότα. Δίδομεν μίαν γενικὴν εἰκόνα, καὶ πρέπει νὰ είναι ἀληθής. Ὅταν ἔλθωμεν εἰς τὴν ἀνάλυσιν διὰ γενικῶν γραμμῶν, τινῶν ἐκ τῶν ζωγράφων μας εἰς εἰδικὰς μικρογραφίας, θὰ δείξωμεν τὰς ἀτομικὰς προσπαθείας ὅλας.
Τὸ ἀληθές, τὸ ὕψιστον καθῆκον τὸ ὁποῖον ἔχομεν, ὅλοι οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὡραῖον καὶ πονοῦντες δι᾿ αὐτό, εἶναι νὰ παύσωμεν τὰ ψεύματα καὶ τοὺς ἀλληλοθαυμασμούς, νὰ ἐκφράζωμεν τὴν ἰδέαν μας καθαρὰ καὶ μελετῶντες τὰ πράγματα καὶ λέγομεν εἰλικρινῶς τὴν ἀλήθειαν οἱ μὲν πρὸς τοὺς δέ, νὰ βοηθήσωμεν ἀλλήλους, πρὸς εὔρεσιν τοῦ δρόμου τὸν ὁποῖον ἔχομεν νὰ ἀκολουθήσωμεν, διὰ νὰ δημιουργήσωμεν ὡραῖον ἰδικόν μας. Τὸ κυριώτερον ἡμῶν ἐνδιαφέρον πρέπει νὰ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ ζωγραφική. Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον καθενὸς καὶ ὄχι τὰ ἐφήμερα πρόσωπα. Ἡμεῖς θὰ κοιμηθῶμεν ὅλοι τόσον γρήγορα.
6
Καὶ δὲν θέλω διόλου μὲ τὰς γραμμὰς αὐτὰς νὰ εἴπω εἰς τὸ κοινόν, ὅτι τὰ σύγχρονα ἔργα δὲν ἔχουν καμμίαν ἀξίαν, κανένα σκοπόν, νὰ ἀπομακρύνω τὸ κοινὸν ἀπὸ τὴν ἀγορὰν εἰκόνων ἐκ τῶν ἀγορῶν τῆς ζωγραφικῆς. Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι εἰς τὴν αὐτὴν βαθμίδα μὲ τὴν αἰσθητικὴν τοῦ κοινοῦ. Συχνὰ καὶ τὴν ὑπερβαίνουν κατὰ πολύ. Τοὐναντίον τὸ κοινὸν πρέπει νὰ ἐνθαρρύνῃ πολὺ γενναιότερον τὰς προσπαθείας τῶν καλλιτεχνούντων. Ἴσως μόνον καλὸν θὰ ἦτο, νὰ μεταχειρίζεται καλλιτέρους καὶ ἀσφαλεστέρους ὁδηγοὺς ὅταν ἀγοράζῃ, διὰ νὰ μὴ ἐνθαρρύνῃ τοὺς ψευδοκαλλιτέχνας καὶ ἀποθαρρύνῃ τοὺς ἀληθεῖς ἐργάτας τοῦ καλοῦ. Καὶ πάντως εἶναι καιρὸς καὶ τίποτε δὲν ἔχει καλλίτερον τὸ κοινὸν νὰ κάμῃ παρὰ νὰ στολίσῃ τὰς αἰθούσας του μὲ ἔργα συγχρόνων, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνώτερα τῶν βαναυσουργημάτων, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ πολὺ κοινὸν στολίζει αὐτάς. Καὶ πάντως εἶναι ἐντροπὴ νὰ μὴ ὑπάρχῃ παρὰ τοὺς πεντακοσιαδράχμους χρυσοκαθρέπτας μία εἰκὼν τῶν ζωγράφων μας.
Ὄχι· σκοπὸς τῶν γραμμῶν αὐτῶν, δὲν εἶναι ἡ ἐπίκρισις καὶ ἡ κατάκρισις· διότι σκοπὸς αὐτῶν δὲν εἶναι ἡ ἀποθάρρυνσις. Καὶ δὲν εἶναι κατηγορία διότι δὲν εἶναι καλὰ ἀλλὰ διότι δὲν εἶναι τόσον ὅσον δύνανται νὰ εἶναι, ὄντες Ἕλληνες. Ἐὰν ἦσαν Βούλγαροι, δὲν θὰ εἶχε κανεὶς παρὰ νὰ τονίσῃ διθυράμβους διὰ τὴν λεπτὴν αἰσθητικὴν των καὶ διὰ τὴν πρόοδόν των.
Ἂς ἐπιτραπῇ εἰς ἕνα ἄνθρωπον ὁ ὁποιος ἔφαγε τὰ σπλάχνα τοῦ διὰ νὰ μελετήσῃ καὶ ἀναλύσῃ καὶ εὕρῃ τὰς δυνάμεις τοῦ Ἕλληνος καὶ πεισθῇ περὶ αὐτῶν, νὰ εἶναι εἰλικρινής, κυριολεκτικὸς εἰς τὴν ἔκφρασιν τῆς ἰδέας του. Ἡ ἀληθὴς ἀγάπη τῶν πραγμάτων δὲν εἶναι ἡ τυφλὴ ὑμνῳδός, ἀλλ᾿ ἡ εἰλικρινῶς καὶ γενναίως λέγουσα τὴν ἀλήθειαν, ἡ ζητοῦσα τὸ βέλτιον ὁλοέν.
Ἐὰν ἦσαν Βούλγαροι ἐπαναλαμβάνω θὰ ἦσαν ἀξιοθαύμαστοι, ὡς Ἕλληνες εἶναι ἐλεεινοί, ὄντες τὰ πλάσματα καὶ τὰ θύματα, τῶν οὐτιδανοτάτων ἀνθρώπων ποὺ διευθύνουν ἀπό τῆς ἀφυπνίσεως, τὰς τύχας λαοῦ ἐκ φύσεως προωρισμένου νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, νὰ ἔχῃ συνεπῶς ἀνάγκην πνευμάτων ὑπερόχων, διὰ νὰ νοοῦν τὰς ὑπερόχους του δυνάμεις καὶ διευθύνουν τὰς ὑπερόχους του τύχας, ἵνα εἶναι ἀνώτεροι εἰς ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις του κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην ὅσον ἀνωτέρα εἶναι ἡ γῆ τὴν ὁποίαν κατοικεῖ, ὅσον ἀνώτερος εἶναι αὐτός. Ἡ βαθυτάτη μου πεποίθησις περὶ αὐτῶν τῶν ἰδίων ζωγράφων, τὴν ἀσχημίαν τῶν ὁποίων ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀνωτέρω τόσον καθαρὰ ἐζωγράφησα, εἶναι ὅτι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, δύνανται νὰ παρουσιάσουν τέχνην πρωτότυπον, ἀσυγκρίτως ἀνωτέραν καὶ ὡραιοτέραν αἰσθητικῶς ἐὰν θελήσουν νὰ νοήσουν καὶ ἀναπτύξουν τὴν φυσικωτάτην λεπτότητα τῶν αἰσθήσεών μας -ἀντὶ νὰ τὴν χονδραίνουν- ἐὰν θελήσουν νὰ ζητήσουν διδάγματα ἁβρότητος ἀπὸ τὴν φύσιν, ἡ ὁποία τοὺς περιβάλλει -ἀντὶ νὰ τὴν περιφρονοῦν- ἐὰν προσπαθήσουν νὰ ἐκδηλώσουν τὴν φύσιν αὐτὴν καὶ τὸν ζωγραφικὸν κόσμον τὸν ἰδικόν των, ἀνωτέραν καὶ ἀνώτερον παντὸς ἄλλου -ἀντὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ τὸν νοοῦν- δύνανται νὰ παρουσιάσουν μίαν τέχνην ἔστω πρωτογενῆ καὶ ἀτελεστάτην, ἀλλὰ ἔχουσαν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς καὶ τῆς νεότητος καὶ τῆς πρωτοτυπίας, μὲ θαυμαστὴν ἁβρότητα σχημάτων καὶ χρωμάτων -ἀντὶ βαναύσου καὶ οὐδεμιᾶς ἀξίας ἀντιγραφῆς, μικρῶν ἀγρίων βαρβάρων. Ἀρκεῖ νὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἀναπτύξουν τὰς φυσικὰς των δυνάμεις, ἀρκεῖ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν φυσικὸν των δρόμον. Νὰ μείνουν αὐτοὶ εἰς τὸν ἑαυτὸν των -καὶ ἡ φύσις δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τοὺς διαπλάσῃ καλλίτερα- νὰ μείνουν εἰς τὸν κόσμον των -καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶχον κόσμον καλλίτερον νὰ ἐκφράσουν. Ἀρκεῖ νὰ ἐργάζωνται νυχθημερόν, νὰ μελετοῦν διὰ νὰ ἐννοήσουν ἑαυτοὺς καὶ τὰ περὶ αὐτούς, νὰ μορφώσουν ἑαυτούς. Ἀρκεῖ νὰ καταβάλλουν γενναίους κόπους καὶ ἡρωικοὺς ἀγῶνας. Νὰ ἀγωνίζωνται εὐσυνειδήτως, ἐργωδῶς, ἀδαμάστως, ἡρωϊκῶς τὸν ὡραῖον ἀγῶνα διὰ τὴν τέχνην των, διὰ τὸ Ὡραῖον. Νὰ ἡρωΐζωνται μέχρις ὑστάτης στιγμῆς -ἀντὶ νὰ κλαίωνται- διὰ νὰ θραύουν ὅλους τοὺς φραγμούς, διὰ νὰ ὑπερβαίνουν ὅλα τὰ ἐμπόδια της ἐποχῆς.
Διότι ἀρκεῖ νὰ θελήσουν νὰ γίνουν ἀληθεῖς καλλιτέχναι. Διότι ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἀληθεῖς καλλιτέχναι. Διότι ὁ ἀληθὴς καλλιτέχνης, ὅπου τύχῃ νὰ εὑρεθῇ, εἰς οἱονδήποτε τόπον, εἰς οἱονδήποτε χρόνον, μὲ οἱονδήποτε ἀντικαλλιτεχνικὸν περιβάλλον, μὲ ὅσους φραγμοὺς καὶ τάφρους καὶ φρούρια καὶ ἐὰν εἶναι φραγμένος ὁ δρόμος του δὲν ἀποθαρρύνεται. Συγκεντρώνεται μόνον εἰς ἑαυτὸν καὶ ἀναπτύσσει τὰς δυνάμεις καὶ τὰ μέσα τὰ ὁποῖα ἀπαιτοῦνται διὰ νὰ νικήσῃ. Δὲν κλαίεται, ἀλλὰ αὐξάνει καὶ πολλαπλασιάζει ἑαυτόν, ἡρωΐζεται καθημερινῶς, ἐπ᾿ ἄπειρον αὐξάνων τὰς δυνάμεις του, μέχρις ὅτου αἰσθανθῇ ἑαυτὸν δυνατώτερον τῶν καιρῶν καὶ τῶν περιστάσεων, τῶν ἐμποδίων ὅλων καὶ ὅλων τῶν πραγμάτων. Τότε μὲ τὴν γαλήνην τῆς ἰσχύος πλημμυρεῖ καὶ περνᾷ ἠρέμως κάθε φραγμόν, ὑπερβαίνει κάθε ἐμπόδιον, καὶ ἐκφράζει τὴν ψυχήν του καὶ ζῇ ἐλεύθερος καὶ δημιουργεῖ ὅ,τι θέλει νὰ δημιουργήσῃ. Μόνον ἕνα ἐχθρὸν γνωρίζει ὁ καλλιτέχνης. Καὶ ὁ ἐχθρὸς αὐτὸς δὲν εἶναι ὄχι, χιλιάκις ὄχι, οὔτε ἡ πενία, χιλιάκις ὄχι, οὔτε ἡ πεῖνα, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ὁ ἐχθρὸς αὐτὸς εἶναι μόνον καὶ μόνον ὁ θάνατος.
Τώρα ποία εἶναι ἡ «Ἑλληνικὴ Ζωγραφική»; Ποῖος εἶναι ὁ φυσικός της δρόμος; Ποῖοι εἶναι οἱ φυσικοί της ὁρίζοντες; Ποῖον εἶναι τὸ προσεχές της μέλλον; Τὸ μοιραῖον της μέλλον, ὅταν θὰ θελήσωμεν νὰ ἀνοίξωμεν τὰ μάτια μας καὶ νὰ ἴδωμεν τὸν ἑαυτόν μας, ὅταν ἀνοίξωμεν τὰ μάτια μας εἰς τὸν γύρωθεν κόσμον τὸν ἰδικόν μας, τὸν ὁποῖον μὲ τόσην λύσσαν ἐπὶ ἕνα αἰῶνα περιφρονοῦμεν;
Ἐὰν ὁ μελετῶν τὴν σύγχρονον ζωὴν ἀπορεῖ διὰ τὴν ἔλλειψιν τῆς πρωτοτυπίας καὶ τὴν ἀπελπισίαν καὶ τὴν νέκραν, ποὺ βασιλεύει εἰς ὅλους τους ἄλλους κλάδους τοῦ πνευματικοῦ καὶ τεχνικοῦ κόσμου, ἀπορεῖ καὶ ἐξίσταται πιστοποιῶν τὰ αὐτὰ καὶ εἰς τὴν ζωγραφικήν: Βλέπων ὅτι οἱ ζωγράφοι δὲν εἶναι ἐνθουσιασμένοι.
Ἐὰν ἐχρειάζετο καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόδειξις ἀκόμη διὰ πράγματα φυσικώτατα, ἁπλούστατα, φυσιολογικώτατα, θὰ ἐπανελάμβανον ὅτὶ τοιαύτη εἶναι ἡ κατάστασις τῆς συγχύσεως τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν πραγμάτων, τόσον ἐθόλωσαν τὴν ἀντίληψιν καὶ τὴν ὅρασιν καὶ τὰ νερὰ αἱ παράφρονες ἰδέαι αἱ ὁποῖαι ἐξεχύθησαν ἐπὶ ἕνα αἰῶνα ἀπὸ τόσα σάπια διευθύνοντα μυαλά, τοιαύτην ἐπέφεραν κατάπτωσιν τῶν ψυχικῶν καὶ διανοητικῶν δυνάμεων, τοιοῦτον κλείσιμον ματιῶν, ὥστε καὶ οἱ ζωγράφοι αὐτοὶ ἀκόμη νὰ μὴ βλέπουν ὁλοτελῶς τὸν λαμπρὸν ὁρίζοντα τῆς τέχνης των, τὸν λαμπρὸν κόσμον ποὺ ἔχουν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια των, διὰ νὰ τὴν ἐκμεταλλευθοῦν αὐτοὶ πρῶτοι τουλάχιστον πρὸς τὸ συμφέρον των καὶ τὴν δόξαν των. Διότι δὲν ὑπῆρξαν καὶ δὲν θέλουν νὰ ὑπάρξουν οἱ ἄνθρωποι οἱ ἄξιοι νὰ φωτίσουν τὸν δρόμον τῶν Τεχνῶν, νὰ ὁδηγήσουν μὲ ἀγάπην τὰ πρῶτα βήματα καὶ τῆς ζωγραφικῆς καὶ τῶν ζωγράφων. Διότι ἑπομένως οἱ ζωγράφοι δὲν εἶναι εἰς κατάστασιν νὰ αἰσθανθοῦν, νὰ ἐννοήσουν τὰ πράγματα, τὰ ἐξαίσια τὰ Φαεινὰ Πράγματα.
Καὶ τὰ πράγματα αὐτὰ ἔρχομαι νὰ ὑποδείξω, διὰ νὰ στρέψω τὴν προσοχὴν πρὸς αὐτὰ καὶ κεντήσω φιλοτιμίαν καὶ ἔμπνευσιν.
Ἀλήθεια τί θέλουν; Διατὶ δὲν εἶναι ἐνθουσιασμένοι;
7
Ἐὰν εἰς τὰς ἄλλας τέχνας, διεσώθη ἡ ἀπρόσιτος, ἡ ἀπελπίζουσα τελειότης τῆς παλαιᾶς μας ἐποχῆς, ἐκ τοῦ ἀναγκαστικῶς ἰσοτελείου ζωγραφικοῦ κόσμου διέμειναν ἐλάχιστα ἴχνη. Τώρα μόλις ἠκούσθη ὅτι εἰς τὴν Κρήτην ἕνα ζωγραφικὸν κεφάλι προαττικώτατον ἐπρόβαλε, -καὶ μόλις ἐπρόβαλεν, ἠκούσθη ὁ γδοῦπος τῶν πεσόντων μωρολογημάτων ποὺ εἶχον στήσει εἰς θαυμάσια οἰκοδομήματα, μὲ τόσους γενναίους καὶ σοφοὺς κόπους οἱ ξένοι περὶ τῆς παλαιᾶς μας ζωγραφικῆς, ἐσείσθησαν καὶ κατέρρευσαν ὅλαι αἱ πλάναι, ὅπως θὰ συμβῇ σιγὰ - σιγὰ δι᾿ ὅλα ὅσα ἐγράφησαν φυσικῶς ἀβάσιμα -ἀπὸ ἄλλους δι᾿ ἡμᾶς, ἡμῶν ἢ κοιμωμένων ἢ χασκόντων καὶ καταπινόντων. Καὶ μολονότι ἔχομεν τὴν Βυζαντινὴν ζωγραφικὴν ὁλόκληρον διὰ νὰ ἔχωμεν μαθηματικὴν γνῶσιν τῆς πρὸ αὐτῆς, προτιμότερον νὰ εἴπωμεν ὅτι ἔχομεν ἐλεύθερον θαυμάσιον στάδιον, γενναίων καὶ ὡραίων ἀγώνων, διὰ νὰ δημιουργήσωμεν ζωγραφικήν, ἥτις νὰ ἐκφράζῃ τὸ ζωγραφικὸν αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος καὶ συμπληρώνῃ τὴν ὅλην ἐκδήλωσιν τοῦ Ὡραίου, τοῦ ἰδικοῦ μας Ὡραίου. Ἔχομεν λοιπὸν τὸ εὐτύχημα νὰ ἔχωμεν ἕνα καλλιτεχνικὸν κλάδον ἀνέπαφον ἵνα τὸν δημιουργήσωμεν ἀπὸ θεμελίων μέχρι κορυφῶν.
Ἀλήθεια τί θέλουν ἀπὸ τὸν ἑαυτὸν των; Τί ζητοῦν ἀπὸ τὴν φυσικὴν των διάπλασιν; Διατὶ νὰ εἶναι λυπημένοι καὶ χαυνωμένοι καὶ ἄνευ ζωηρότητος καὶ ἄνευ ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἄνευ χαρᾶς καὶ ἄνευ ἐλπίδων; Μήπως διότι δὲν ἐγεννήθησαν φύσει εὐφυεῖς; Ἀλλὰ δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐνθουσιασμένοι διὰ τὴν φυσικὴν των εὐφυΐαν, ἀφοῦ χωρὶς νὰ ἐργάζωνται, χωρὶς νὰ μελετοῦν, ὀκνηρεύοντες καὶ τεμπελιάζοντες, κατορθώνουν τόσον ἀκόπως, τόσον ἀνωδύνως νὰ παρουσιάσουν τοιαῦτα ἔργα καὶ νὰ κάμουν τόσον θόρυβον καὶ νὰ μᾶς πείθουν, ὅτι πρόκειται περὶ ἀληθοῦς τέχνης, ἀπὸ καλλιτέχνας τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ στάζει αἷμα διὰ τὴν τέχνην;
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν τοὺς πείθει, ὅτι δύνανται νὰ ἐλπίζουν τὰ πάντα ἀπὸ τὴν εὐφυΐαν των; Μήπως εἶναι παραπονεμένοι διότι δὲν ἔχουν εὐαίσθητα αἰσθητήρια; Μήπως θὰ ἤθελον εὐαισθητότερα; Μήπως ζηλεύουν τὰ αἰσθητήρια τοῦ Ρώσου -αἰσθητήρια ἀρκούδας, τὰ αἰσθητήρια τοῦ Ἄγγλου -αἰσθητήρια φώκης, τὰ αἰσθητήρια τοῦ Γερμανοῦ -αἰσθητήρια ἀγριοχοίρου;
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι δημιουργοῦν τέχνην. Ναί, διότι καταβάλλουν ὑπερανθρώπους ἀγῶνας διὰ νὰ μεταβάλουν αὐτὴν τὴν φύσιν των. Διότι, ἐκ παμπόλλων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, ἐξερχόμεναι μυριάδες ἀγωνιστῶν καὶ ὑπερανθρώπως ἐργαζόμεναι καὶ στρώνοντες τὸν δρόμον μὲ τὰ πτώματα των, τὸν ἑτοιμάζουν δι᾿ ἐλαχίστους φθάνοντας εἰς τὸ τέρμα. Ἡμεῖς ἔχομε τὰ ζωηρότερα, τὰ εὐαισθητότερα, τὰ ἡμερώτερα καὶ λεπτότερα αἰσθητήρια, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ διαπλάσῃ ἡ φύσις καὶ καθήμενοι εἰς τὸ καφφενεῖον καὶ ἡλιαζόμενοι μόνον, δημιουργοῦμεν ἔστω καὶ ὅ,τι δημιουργοῦμεν, ἀληθινὸν θαῦμα! Διότι ἐκεῖνοι ἐργάζονται σὰν μεγαθήρια ἐνῷ ἐδῶ θὰ φανῇ παράδοξον ἐὰν εἰπῇ κανείς, ὅτι ἀπὸ τόσους φαινομένους φουσκωμένους ἀπὸ ὅλην τὴν σοφίαν τῶν αἰώνων, ἐλάχιστοι δακτυλομετρούμενοι ἐργάζονται, ἴσως οὔτε ἑκατοντὰς ἀνθρώπων εἰς ὅλους μαζί τους κλάδους, ὅσον εἰς τὴν Εὐρώπην, καὶ ἐξ αὐτῶν πεντηκοντὰς εἶναι πολὺ νὰ εἰπῇ κανεὶς δι᾿ ὅλην τὴν Ἑλλάδα ὅτι εἶναι εἰλικρινῶς, ὁλοψύχως ἀφωσιωμένοι εἰς τὰ ἔργα των, ἀδιασείστως ἀκολουθοῦντες ἀρχὰς ὡρισμένας πρός τι. Ὅταν ἀποτείνεται κανεὶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους πρέπει νὰ ὁμιλῇ διὰ τὸ συμφέρον των.
Καὶ δὲν ὑπάρχει καθαρώτερον συμφέρον διὰ τοὺς καλλιτέχνας ἑνὸς λαοῦ ἀπὸ τοῦ νὰ κατορθώσουν νὰ παρουσιάσουν μίαν τέχνην πρωτότυπον. Καὶ δὲν ὑπάρχει καθαρώτερον συμφέρον διὰ πάντα καλλιτέχνην ἀπὸ τοῦ νὰ κατορθώσῃ νὰ παρουσιάσῃ ἔργον πρωτότυπον. Δι᾿ αὐτὸ οἱ καλλιτέχναι παντὸς Ἔθνους ἐκφράζουν τὸν ἰδικόν των κόσμον, ὃν αἰσθάνονται καὶ νοοῦν καὶ δύνανται νὰ μελετήσουν καὶ ἀναπαραστήσουν καλλίτερα παντὸς ἄλλου.
Δι᾿ αὐτὸ ὅταν ὑπερβολικὰ ἐκφράσουν ἑαυτοὺς καὶ καθίσταται δύσκολος ἢ εὕρεσις νέων θεμάτων καὶ πρωτοτύπων πραγμάτων ἐκ τοῦ ἰδίου κόσμου, οἱ ζωγράφοι τρέχουν εἰς τὰς ἐρήμους καὶ εἰς ἀγνώστους χώρας καὶ εὑρίσκουν νέας καλλονάς.
Ἡμεῖς ἔχομεν μίαν Φύσιν ἑφταπάρθενον ἐνώπιόν μας καὶ φρουρουμένην μάλιστα τόσον καλὰ ἀπὸ τὴν ἐξαισίαν της καλλονὴν γραμμῶν καὶ χρωμάτων, ὥστε μόνον ἡμεῖς, νὰ δυνάμεθα νὰ γίνωμεν ἱκανοὶ νὰ τὴν ἀναπαραστήσωμεν, νὰ τὴν ἐκμεταλλευθῶμεν. Ἔχομεν ἕνα κόσμον ζωγραφικὸν αἰώνων ὅλων καὶ συγχρόνου παλλομένης ζωῆς ἑφταπάρθενον. Διότι μόνον τοὺς ἀρχαίους μας θεοὺς καὶ τοὺς ἀρχαίους μας ἥρωας ἐξεμεταλλεύθησαν οἱ ξένοι καὶ μόνον ὁλίγας εἰκόνας τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς καὶ ἐλαχίστας τῆς Βυζαντινῆς ἐδημιούργησαν.
8
Ἀλλὰ καὶ ὅλας αὐτὰς καὶ ὁσαιδήποτε καὶ ἂν γίνουν, ἔχομεν νὰ τὰς ἀναδημιουργήσωμεν μὲ τὴν ἰδικήν μας αἰσθητικὴν καὶ τὴν ἰδικήν μας ἀντίληψιν καὶ μορφήν. Καλλίτερα μάλιστα διότι ὑπάρχουν τοιαῦται εἰκόνες καὶ καλλίτερα νὰ γίνουν ὅσον δυνατὸν περισσότεροι εἰς τὸ μέλλον. Ἐκ τῆς συγκρίσεως, εὐκολώτερον καὶ ἁπτότερον, ὁ κρίνων θὰ κρίνῃ τὴν ὑπεροχὴν τοῦ Ἕλληνος. Κάθε ξένος δημιουργῶν τὴν Ἀθηνᾶν μᾶς ὠφελεῖ διττῶς. Πρῶτον, διδάσκει εἰς ἡμᾶς τοὺς σημερινούς, ὅτι εἴμεθα βλάκες, νὰ μὴ ἐκμεταλλευώμεθα τὴν μυθολογίαν μας, δεύτερον καὶ τὸ σπουδαιότερον, ἐὰν αὐτὸς δὲν ἐδημιούργει τὴν Ἀθηνᾶν, δὲν θὰ ἠδυνάμεθα συγκρίνοντες νὰ ἀποδείξωμεν, τὴν ὑπεροχὴν τῆς εὐγενείας τῆς τέχνης τοῦ ἰδικοῦ μας, τοῦ Ἕλληνος Γύζη.
Ὁ Ἕλλην λοιπὸν ζωγράφος, ἔχει φύσιν καὶ κόσμον ἑφταπάρθενον, διὰ νὰ εἶναι εὐκολώτατα πρωτότυπος, νὰ παρουσιάσῃ τέχνην πρωτότυπον. Καὶ πρέπει νὰ θέλῃ νὰ εἶναι πρωτότυπος -διότι ἀντιγράφων δὲν εἶναι τίποτε- καὶ πρωτότυπος δύναται νὰ εἶναι, μόνον κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον. Καὶ οἱ ζωγράφοι ἔχουν τὸ εὐτύχημα νὰ ὁμιλῇ ἡ τέχνη των ὅλας τὰς γλώσσας τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν τολμῶ γράφων νὰ μειώσω τόσον πολὺ τὴν ἀντίληψίν των, ὥστε νὰ ἐξηγήσω, ὅτι τὸ ἄριστον διαβατήριον καὶ συστατικὸν διὰ τὴν εὐρωπαϊκὴν ἀγοράν, εἶναι νὰ παρουσιάσῃ ὁ καλλιτέχνης, ἕνα ἔργον νέου τύπου, μὲ νέα θέματα καὶ νέα χρώματα καὶ νέας τεχνοτροπίας. Ἰδοὺ ἡ πρωτοτυπία. Ἰδοὺ τὸ ὕψιστον καλὸν ποὺ ἔχουν ἐνώπιόν των. Καὶ δὲν φαντάζομαι τίποτε ἐνθουσιαστικώτερον, δι᾿ ἕνα καλλιτέχνην, παρὰ τὴν εὔρεσιν ἑνὸς κόσμου πρωτοτύπου πρὸς ἀναπαρὰστασιν.
Τώρα ποῖα εἶναι τὰ στοιχεῖα τῆς πρωτοτυπίας αὐτῆς; ποῖα εἶναι τὰ μέσα πρὸς δημιουργίαν τέχνης πρωτοτύπου; ποῖα εἶναι τὰ στοιχεῖα τῆς ζωγραφικῆς μας;
Εἴπομεν ἡ Φύσις μας. Δηλαδὴ ἡ γῆ καὶ ἔπειτα ὁ ζωγραφικός μας Κόσμος. Κάτι θὰ ἤξευρεν ὁ ἀρχαῖος, διὰ νὰ ἀγαπήσῃ τὴν γῆν του, δηλαδὴ τὴν φύσιν, μὲ τόσον πάθος, νὰ ἐπιδοθῇ μετὰ βαθυτάτης σοφίας εἰς τὸ νὰ τὴν ἐννοήσῃ, νὰ μορφώσῃ ὅλους τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς του πρὸς αὐτήν, νὰ τὴν λάβῃ ὡς τὸν μόνον διδάσκαλον καὶ ὁδηγὸν εἰς ὅλα καὶ ὡς καλλιτέχνης νὰ τὴν ἀγαπήσῃ βαθύτατα, νὰ ἡρωϊσθῇ μέχρι τῶν ὑστάτων ἡρωϊσμῶν, ἵνα τὴν μιμηθῇ πιστῶς καὶ τὴν ἐκφράσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν ἐγγύτερον, ὁ ὁποῖος προσπαθῶν νὰ φθάση τὴν τελειότητά της ἔφθασεν εἰς τὸ τέλος τοῦ ὡραίου.
Κάτι θὰ ἤξευρεν ὁ ἀρχαῖος, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τὸ ἀρχιτεκτονικόν του ἔργον μὲ τὰ μάτια κολλημένα εἰς τὴν φύσιν, κόπτων καὶ λεπτύνων καὶ αἰθεροποιῶν πανταχόθεν, εἰς ἁρμονικὴν ἔκφρασιν καὶ συμπλήρωμα τῆς γύρω φύσεως. Κάτι θὰ ἤξευρεν ὁ ἀρχαῖος ὁ ὁποῖος ἔστησε τὸ ἀρχιτεκτονικόν του ἔργον, ὄχι διὰ νὰ ἐξευτελίσῃ τὴν φύσιν μὲ τὴν δύναμιν καὶ τὸν ὄγκον του σὰν τὸν Εὐρωπαῖον ἀλλὰ τὸ ἔγλυψεν σὰν φυσικὸν ἄνθος βράχου, ἐν ἁρμονίᾳ πρὸς τὸ περιβάλλον σὰν πρόσωπον πρὸς σῶμα, καὶ σὰν διάδημα χοροῦ ὡραίων γραμμῶν. Κάτι θὰ ἤξευρεν ὁ ἀρχαῖος ὁ ὁποῖος μελετῶν τὸ ἀνθρώπινον σῶμα εἰς τὸ φῶς ἐπεξειργάσθη κάθε γραμμὴν τοῦ ἀγάλματος, κατέστησε πᾶσαν γραμμὴν φαεινὴν καὶ μετέδωκεν εἰς κάθε γραμμὴν τὴν ὑστάτην ζωήν, τὴν ὑστάτην ἡδονήν. Κάτι θὰ ἤξευρεν ὁ ἀρχαῖος, ὁ ὁποῖος μελετῶν τὴν φύσιν, εἰς κάθε ἀρχιτεκτονικὸν ἢ γλυπτικὸν ἢ ζωγραφικὸν ἔργον (ὅλη ἡ Βυζαντινὴ ζωγραφικὴ τὸ ἀποδεικνύει) τὴν κάθε γραμμὴν καὶ τοῦ σμικροτάτου στολίσματος ἐχάραξε φαεινότατα καὶ ἐλάμβανε τοὺς ἁπλουστάτους καὶ εὐγενεστάτους συνδυασμοὺς τῶν χρωμάτων. Ἤξευρεν -διότι ἔμαθε κολλημένος εἰς τὴν φύσιν καὶ ζῶν συμφώνως πρὸς αὐτὴν καὶ αὐτὴν μελετῶν καὶ αὐτὴν ἀπομιμούμενος εἰς ὅλα- ὅτι εἶναι ἡ ἑλληνικὴ φύσις ἡ ἀναβιβάζουσα τὸ ἀνθρωποειδὲς ὂν εἰς ἄνθρωπον, ἠσθάνετο, ἠννόει, ἔβλεπεν, ὅτι ἡ γῆ του εἶναι ὁ ὑπέρτατος διδάσκαλος πάσης εὐγενείας, ἁβρότητος καὶ καλλονῆς, ὁ ἀπαράμιλλος καὶ ἀπρόσιτος Ἀριστοτέχνης τῆς γραμμῆς καὶ τοῦ χρώματος.
Καὶ γραμμὴ καὶ χρῶμα εἶναι τὰ δύο θεμελιώδη στοιχεῖα καὶ χαρακτηριστικὰ μιᾶς ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς. Ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ εἶναι ἁπαλή, λεπτή, σφριγηλή, ἡδονική, μουσικὴ καὶ φαεινή. Εἶναι ἡ γραμμὴ τοῦ βουνοῦ, τοῦ παλληκαριοῦ, τῆς γυναικός, τῆς κολώνας, τῆς μετόπης. Ὅπως τὴν βλέπομεν εἰς τὴν γύρω μας φύσιν καὶ τὴν γύρω μας πραγματικότητα, εἴτε εἰς τὸ πρόσωπον βουνοῦ, εἴτε εἰς τὸ πρόσωπον γυναικός, ἁπλουστάτη, ἡμερωτάτη, ἀγαθή, ὅλη ἁβρὰ ἡδυπάθεια εἰς τὴν ἠρεμίαν, σφριγηλὴ καὶ νευρώδης ἐν τῇ κινήσει χωρὶς ποτὲ νὰ χάνῃ τὴν λεπτότητα καὶ τὴν χάριν σὰν τὴν ὁρμὴν τοῦ παλληκαριοῦ, χωρὶς ποτὲ νὰ φθάνῃ τὴν ἀγριότητα τοῦ γρονθοκοπουμένου Ἄγγλου. Παντοῦ δὲ καὶ πάντοτε διαυγεστάτη καὶ μουσική. Ἡ μελέτη, ἡ νόησις, ἡ αἴσθησις αὐτῆς εἰς τὴν γῆν, εἰς τὸ σῶμα, εἰς τὸ μάρμαρον, εἶναι ἡ πρωτίστη βάσις πάσης καλλιτεχνικῆς διαθέσεως Ἕλληνος ἀνθρώπου.
Καὶ ἡ τοιαύτη γραμμή, φαεινῶς γραφομένη καὶ ἐπενδυμένη μὲ τὸ ἀπειροειδὲς αἰθεριότατον χρῶμα ποὺ βλέπομεν εἰς τὴν φύσιν μας, εἶναι ὁ ἐσώτατος τύπος μιᾶς κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκ τῆς φύσεως τέχνης ἑλληνικῆς. Εἶναι ὁ σκελετὸς καὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς, καὶ εἶναι τὸ ἁπλοῦν καὶ ἄμεσον χαρακτηριστικόν, πάσης ἑλληνικῆς τέχνης, εἰς κάθε τόπον, καὶ κάθε χρόνον. Εἶναι τὸ ἐσωτερικὸν καὶ ἐξωτερικὸν χαρακτηριστικὸν ποὺ κάμνει εἰς μίαν συλλογὴν εἰκόνων ξένων ζωγράφων, λόγου χάριν, ὅπου ἐκτυλίσσεται ὅλη ἡ δὺναμις, ἡ συνταραχή, ἡ βαρύτης τῶν εὐρωπαϊκῶν φύσεων καὶ ψυχῶν, νὰ πίπτῃ ἀμέσως τὸ μάτι καὶ νὰ τέρπεται καὶ νὰ ἀναπαύεται εἰς τὰ ἁπλούστατα καὶ εὐγενέστατα σχήματα, ἑνὸς Γύζη, ποὺ λέγουν ὑπερήφανα: εἴμεθα ὡραῖα. Εἶναι τὸ ἄμεσον χαρακτηριστικὸν ποὺ κάμνει, λόγου χάριν, εἰς αἴθουσαν ζωγραφικῆς ὅπως τῆς φετεινῆς τοῦ Παρνασσοῦ, ὅπου ἐδέσποζεν ὁλοζώντανος ὁ Θών, διδάσκων ματαίως τὶ ἐστὶ ζωγραφικὸν σῶμα, καὶ τὶ ἐστὶ χέρι -τοῦ ἀριστοτέχνου τῶν γεροντικῶν καὶ φλεβωτῶν καὶ τριχωτῶν χεριῶν- καὶ τὶ ἐστὶ βερύκοκον... δηλαδὴ σχέδιον, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ τετριμμένα χρώματα τοῦ Τσάτσου καὶ τὶς κορδελλίτσες τοῦ Βουγᾶ σπαρμένες εἰς τὰ γύρω του ἔργα, νὰ πίπτῃ τὸ μάτι εἰς ἕνα στιγμιαῖον ἅπλωμα ὀλίγου χρώματος, νὰ ἕλκεται μὲ ρῖγος ἡδονικὸν ἀπὸ τὸ χρῶμα αὐτὸ καὶ νὰ πλησιάζῃ σὰν ὁδοιπόρος κουρασμένος, ποὺ φθάνει εἰς ἕνα ὡραῖον τοπίον καὶ νὰ ἀνοίγῃ ἡ καρδιά του καὶ ἡ ψυχή του, εἰς ἕνα κόσμον ἀνώτερον, διακρίνων μόνον ἕνα ἀνέβασμα γῆς μὲ μίαν ἰδέαν πτωχῆς κόρης ποὺ λιβανίζει ἕνα τάφον, «Τὸ λιβάνισμα» ἑνὸς Λύτρα, ὅπου γράφεται καθαρὰ ὅλη ἡ ἁπλότης, ποίημα ἰδέας καὶ ποίημα χρώματος καὶ εὐγένεια σχήματος καὶ χρώματος τῆς μιᾶς ἑλληνικῆς τέχνης, τὴν ὁποίαν ἐξέφρασαν τὰ Γύζεια σχήματα, μὲ τὴν ἡγεμονικὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἤρεμον καὶ ἀγαθὴν ὑπερηφάνειαν διὰ τὴν ὑπεροχήν των.
9
Καὶ τὴν γραμμὴν αὐτὴν καὶ τὴν βαθεῖαν καὶ ὑπέροχον ἁρμονίαν τῶν γραμμῶν, ἥτις διακρίνει τὴν αἰσθητικήν μας καὶ τὴν τέχνην μας, ἀπὸ κάθε γαλλικήν, ἀγγλικὴν, γερμανικὴν τέχνην, εἰς τὴν ὁποίαν κάθε γραμμὴ συγκρούεται ἀπότομα μὲ τὴν ἄλλην καὶ δὲν ὑπάρχει ἕνα φόρεμα σώματος ποὺ νὰ τὸ δέχεται τὸ μάτι τὸ ἰδικόν μας, δύναται πᾶς καλλιτέχνης νὰ τὴν κατανοήσῃ, νὰ γίνῃ κύριος αὐτῆς, συζῶν μὲ τὸ παλαιόν μας ἄγαλμα -ἐννοῶ ὅπως συζῇ μὲ τὴν ἐρωμένην του-, συζῶν μὲ τὴν κολῶνα -ἐννοῶ ὅπως συζῇ μὲ τὴν ἐρωμένην του- διὰ νὰ δύναται νὰ τὴν διακρίνῃ ἔπειτα, εἰς κάθε γραμμὴν βράχου ἰδικοῦ μας, εἰς κάθε γραμμὰς σώματος ἰδικοῦ μας. Τὸ παλαιόν μας ἄγαλμα καὶ ἡ κολώνα, εἶναι ἡ μετάφρασις, ἡ βοηθοῦσα πρὸς ἀνάγνωσιν, εἰς τὸ βιβλίον τῆς φύσεως τῆς ἰδικῆς μας. Τὰ αὐτὰ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον διὰ τὸ χρῶμα, δηλαδὴ συζῶν κανεὶς μὲ τὴν φύσιν καὶ τὴν Βυζαντινὴν τέχνην, δύναται νὰ τὸ ἐννοήσῃ διὰ νὰ μεταχειρισθῇ αὐτό. Καὶ θὰ ἐννοήσῃ τότε ὅτι ἡ μεγαλειτέρα ἡδονὴ ἡ παραγομένη ἀπὸ χρῶμα, εἶναι ἀπὸ τὸ ἕνα ἁπλωμένον χρῶμα, ἁλλὰ χρῶμα, ἁλλὰ τὸ χρῶμα αὐτό. Ἡ αἴσθησις πρωτίστως τῆς γραμμῆς μας, ἡ αἴσθησις τοῦ χρώματός μας, εἶναι τὸ ἁπλοῦν γνώρισμα τῆς ἑλληνικῆς τέχνης. Καὶ ἐὰν ἐπετρέπετο ποτέ, εἰς τόσον αὐστηρὰν ζήτησιν ὅπου δὲν ἐσημειώθησαν οὔτε τὰ ἴχνη τόσων ἀνωτέρων ζωγράφων, θὰ ἔλεγον -διὰ τὸ χρῶμα ἐννοεῖται- ὅτι τὸ ἁπλοῦν αὐτὸ χρῶμα, καὶ ἡ αὐγάζουσα ἁρμονία εὐγενοῦς φωτός, εἶναι ποὺ ἕλκει ἀσυναισθήτως καὶ τοὺς πολλοὺς πρὸς τὰ ἔργα τοῦ Ὀθωναίου.
Λέγων κανεὶς Φύσιν Ἑλληνικήν, πρέπει νὰ ἐννοῇ κυρίως, τὴν καθαρωτέραν καὶ τελειοτέραν ἔκφρασιν αὐτῆς, τὴν Ἀττικὴν φύσιν. Τὸ τελευταῖον αὐτὸ ἄνθος τῆς ἑλληνικῆς γῆς. Διότι ἐδῶ συναντῶνται ὅλα τὰ διάφορα χαρακτηριστικά της ἑλληνικῆς γής· συναντῶνται ὅλα καὶ εὐγενέστερα, λεπτότερα, αἰθεριώτερα γινόμενα, ἀποτελοῦν τὸ κορυφαῖον ἄνθος αὐτῆς, τὴν Ἀττικήν. Οὖσα, τὸ ἔσχατον ἄκρον τῶν ὀρεινῶν συμπλεγμάτων, ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν Πίνδον καὶ διὰ συνεχῶν ἁλύσεων καὶ διακλαδώσεων μέχρι τῶν ὀρέων τῆς Βοιωτίας, Παρνασσοῦ, Ἑλικῶνος, Κιθαιρῶνος καὶ τοῦ συνδέοντος Πάρνηθος, τὰ ὁποῖα καταλήγουν διὰ τοῦ Πεντελικοῦ καὶ Ὑμητοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, οὖσα τὸ ἄκρον τῆς στενευομένης ὁλοὲν προβολῆς τῶν ὀρεινῶν αὐτῶν ἁλύσεων μεταξὺ Εὐβοίας καὶ Πελοποννήσου, δίδουσα τὸ χέρι εἰς τὴν μίαν καὶ τὴν ἄλλην, τείνει πρὸς τὰς Κυκλάδας. Καὶ εἶναι οὕτω γεωγραφικῶς, σὰν ἕνα περιτριγυρισμένον κέντρον, σὰν ἕνας κῆπος ποὺ ἔχει ἕνα θαυμάσιον ἄνθος, πρὸς τὸ ὁποῖον μακρόθεν προσκλίνουν ὅλα. Καὶ συμβαίνει, ὅπως ἄλλοτε, ὅπως τώρα, ὅπως θὰ συμβαίνῃ καὶ εἰς τὸ μέλλον, ἀπὸ καιροὺς εἰς καιρούς, ἀναλόγως τῶν τυχῶν καὶ τῶν ἀναγκασμῶν τῶν πραγμάτων, νὰ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς φυλῆς μας. Καὶ ὅπως ἄλλοτε, ὅπως τώρα, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ βαρύτατοι Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ἐλαφρότατοι νησιῶται τοῦ Αἰγαίου καὶ οἱ ἄλλοι ἐλαφρότατοι Ἑπτανήσιοι, συναντῶνται ἐδῶ καὶ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά των ἑνούμενα, εὐγενέστερα, λεπτότερα γινόμενα ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς ἐδῶ φύσεως ἀποτελοῦν τὸν Ἀττικὸν Ἄνθρωπον. Καὶ ἄλλως τε, ὁπωσδήποτε καὶ αἰωνίως ἡ Ἀττικὴ εἶναι τὸ σημεῖον, ὅπου τὸ σῶμα ἐλαφρότατον, δίδει τὴν εὐδαιμονίαν εἰς τὸν νοῦν. Καὶ αἰωνίως ἡ Ἀττικὴ θὰ εἶναι ὁ φυσικὸς τόπος τοῦ καλλιτέχνου, ὁ φυσικὸς ναὸς τῆς Τέχνης. Ὥστε καὶ εἰδικῶς ἂν ὁμιλῇ τις περὶ Ἀττικῆς φύσεως, ὁμιλεῖ περὶ ὅλης μας τῆς φύσεως. Ἄλλως τε καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν ζωγράφων μας, ἐδῶ ζοῦν εὐτυχῶς, ἢ ἐντεῦθεν φεύγουν ἢ συχνὰ ἔρχονται ἢ ἐδῶ ἐπανέρχονται. Ὥστε ὅλοι λούονται εἰς τὴν κολυμβήθραν αὐτὴν τοῦ Σιλωὰμ διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ διὰ τὸν καλλιτέχνην.
Ἀλλὰ λέγων ἐδῶ ἑλληνικὴν φύσιν, δὲν ἐννοῶ βέβαια τὴν εἰκονισθεῖσαν εἰς ὅλα τὰ μέχρι σήμερον ζωγραφήματα, ὅπου -παρὰ τὰ ἐνθουσιώδη συναρπάγματα φωτολουσμάτων τῆς Δὸς Λασκαρίδου- ἀναπαρίσταται ἓν κομμάτι βράχου ἢ θαλάσσης καὶ αὐτὸ κακῶς ἐκλεγόμενον, καθὼς τοποθετημένον, φωτογραφικῶς ἀντιγεγραμμένον καὶ εἰς τὴν χειροτέραν του στιγμὴν κατὰ διαρκῆ προτίμησιν, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου οἱ πολλοί, ποὺ σὰν καλοὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι, δὲν βλέπουν κατὰ φύσιν καλλίτερα ἀπὸ τὰ πρόβατα -ἔρχονται νὰ συζητήσουν μαζὶ μὲ τὸν καλλιτέχνην ἐὰν ἀληθῶς εἶναι ἔτσι εἰς τὴν φύσιν, τὸ δένδρον, ὁ βράχος, ἡ θάλασσα καὶ ὁ ζωγράφος ὡς διὰ νὰ ὑπερασπισθῇ καὶ δικαιολογηθῇ, θέτει τὴν ὀνομασίαν τοῦ μέρους ὅπου εὑρίσκεται τὸ τάδε δένδρον, ὁ βράχος, τὸ κῦμα, καὶ δὲν μένει ἄλλο παρὰ νὰ σημειώσῃ καὶ τὴν ὥρα καὶ τὰ ὀνόματα δύο μαρτύρων.
Ἐδῶ ἐννοῶ τὴν φύσιν τὴν ἐντελῶς ἀγνοουμένην, τὴν τόσον διαφορετικὴν ἀπὸ ὅ,τι φαντάζονται καὶ τόσον περίλαμπρον εἰς τὰς ὥρας τῆς ἐκλάμψεώς της ὥστε καὶ αὐτῶν πρώτων τῶν ζωγράφων ἡ πλειονότης ὄχι νὰ τὴν ζωγραφίσῃ ἀλλ᾿ οὔτε νὰ τὴν ἀτενίσῃ κατορθώνει, τόσον φαεινήν, ὥστε αὐτοὶ οἱ ζωγράφοι νὰ τὴν ἀποφεύγουν κατὰ τὰς παμφώτους ὥρας τῆς ὁλότητος τῶν δυνάμεών της, τοῦ διθυραμβικοῦ ὕμνου τῶν χρωμάτων, ὡς ἕνα θέαμα ἐκτυφλωτικὸν μόνον καὶ μόνον βάναυσον, ἄνευ οὐδενὸς ἐνδιαφέροντος καὶ νὰ μένουν μακρὰν καὶ νὰ κλείουν τὰ ἀναιμικὰ των μάτια, ἐνώπιον ὅλων τῶν ἐκφράσεων ἐκείνων, ἀκριβῶς, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἡ βαθυτέρα, ἡ πραγματικωτέρα καὶ ὡραιοτέρα ἔκφρασις τοῦ χαρακτῆρος της.
Τὴν τόσον δυνατὴν εἰς γραμμὰς λεπτοτάτας, φαεινῶς γραμμένας, εἰς σχήματα καὶ ἀξίας χροϊκάς, τῆς τόσον πεπλωμένῃς μὲ χροϊκὴν κόνιν καὶ τόσον περιπεπλωμένης μὲ ἀεροφάντους πέπλους ποιήσεως καὶ ἁρμονίας, τόσον ἐκθαμβωτικῆς καλλονῆς, ὥστε οἱ ζωγράφοι ὡσὰν ὑποφέροντες ἀπὸ ὀφθαλμίαν, ὡσὰν ἐξερχόμενοι ἀπὸ ὀφθαλμικὰς ἐγχειρήσεις καὶ ποθοῦντες τὸ ἀτονώτατον φῶς, νὰ δειλιοῦν, νὰ ἀποφεύγουν, νὰ τρομάζουν τὴν ρομφαίαν τοῦ ἑλληνικοῦ φωτός, νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἀττικὴν φύσιν, ζητοῦντες πρασινάδα δυνατήν, σὰν νὰ ἤσαν οἱ ἀγελάδες τοῦ Φαραώ, ἄρρωστοι καὶ αὐταὶ ἀπὸ τὴν προβατικὴν νοσταλγίαν τοῦ πρασίνου ποὺ ἔπαθαν αἰφνιδίως καὶ ἐκδηλώνουν τόσον ὑστερικῶς οἱ γύρω των καλοὶ ἄνθρωποι, ὅπως καὶ εἰς ὅλα μὴ δυνάμενοι νὰ ἐννοήσουν, ὅτι εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν ζωγραφικὴν πρασινάδα, τὴν ὑπερτελείως ἐκφρασθεῖσαν, δὲν ἔχουν ν᾿ ἀντιτάξουν αὐτοί, διὰ νὰ ὑπάρξουν πρῶτον, παρὰ τὴν θαυμασίαν γυμνότητα γῆς πολυχρώμου, τὴν ἀναιμικὴν αἰθεριότητα τοῦ πρασίνου των, τὴν ἀπράσινον πολύχρωμον ἁβρότητα τῶν φυτῶν των, παρουσιάζοντες οὕτω καὶ νεοφανέστατόν τι καὶ ἀσυγκρίτως εὐγενεστέρων χρωμάτων καὶ αἰθεριωτέρων ἁρμονιῶν -τοῦ παχνιασμένου γρασιδιοῦ.
10
Ἐδῶ, ἐννοῶ τὴν φύσιν τὴν θωρακισμένην μὲ φάος, τὴν ἀόρατον καὶ ἀκατανόητον, καὶ δι᾿ αὐτοὺς τοὺς ζωγράφους, ἡ ὁποία μᾶς γεμίζει τὰ στήθη ἐνθουσιασμῶν καὶ ἡρωϊσμῶν ὑστάτων διὰ τὴν ἰδέαν καὶ τὸ κάλλος, μὲ τὴν θεότρελλον καὶ θεοχαρῆ καλλονήν της. Ἡ ὁποία ἐκτυλίσσεται ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας -ὀφθαλμῶν ζῴων προϊστορικῶν, καθὼς φαίνεται- τὰς χιμαιρικωτέρας καὶ παραδεισιωτέρας εἰκόνας ἀνεκλαλήτου καὶ ἀνονειρεύτου ποιήσεως καὶ ὡραιότητος, πρὸ τῶν ὁποίων τύφλα νὰ ἔχουν, ὅλοι οἱ Παράδεισοι τῶν μεταθανατίων ζωῶν. Ἡ ὁποία θέτει τὸν ἄνθρωπον, τὸν δοθέντα εἰς αὐτὴν καὶ καταστάντα ἰκανὸν νὰ τὴν αἰσθανθῇ καὶ τὴν ἀτενίσῃ, αὐτὴν τὴν δυνατωτέραν καὶ συγχρόνως αἰθεριωτέραν, εἰς μίαν κατάστασιν σαρκικῆς εὐδαιμονίας, χαρᾶς, σφρίγους, διαθέσεως ἑορταστικῆς, ἐξάρσεως ζωῆς χαιρούσης καὶ ἀγαλλιάσεως πνεύματος, τὴν ὁποίαν οὐδαμοῦ ἀλλοῦ, εἰς κανένα μέρος τοῦ κόσμου, εἰς κανένα ἄλλο σημεῖον τῆς γῆς, δύναται νὰ αἰσθανθῇ.
Ἐδῶ, ἐννοῶ τὴν ἀόρατον φύσιν ἕνεκα τῆς λάμψεώς της, διὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ δυστυχεῖς καὶ ἀσθενικοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τωρινῶν, τοὺς ψήφους τῶν Τρικουπαίων καὶ Δηλιγιανναίων, ἐνώπιον τῆς ὁποίας οἱ ὁλίγοι αἰσθητικῶς ἀνώτεροι εὐρωπαῖοι, ὄχι τὰ πρόβατα τοῦ Cook -ἀλλὰ τῆς ὑψίστης διανοήσεως καὶ αἰσθητικῆς λεπτύνσεως ὅπως λόγου χάριν οἱ Ρενὰν καὶ οἱ Δ᾿ Ἀννούντζιο, αἰσθάνονται τὰ στήθη τῶν πλημμυροῦντα καὶ φουσκώνοντα ἀπὸ νέους κόσμους, αἰσθάνονται ἀπὸ τους ὀφθαλμούς των ἀποσυρόμενα χονδρὰ παραπετάσματα καὶ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς των διαλυόμενα τὰ σκοτεινὰ πέπλα, τὰ καλύπτοντα τὴν ἀληθῆ ὅρασιν τοῦ καλοῦ, δεχόμενους μίαν ἀνεξάλειπτον γοητείαν, ἕνα φῶς ἀποκαλυπτικὸν τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν εἰς ὕμνους, τοὺς ὑψηλοτέρους ὕμνους τῆς ζωῆς των.
Ἐδῶ, ἐννοῶ τὴν ἀόρατον καὶ ἀκατανόητον φύσιν, ἥτις ὅπως κάθε πρᾶγμα ἑλληνικόν, ἀπὸ τοῦ Παρθενῶνος μέχρι τοῦ ληστοποιητοῦ -τοῦ κλέφτου- καὶ μέχρι τοῦ Μεγαρίτου χωρικοῦ καὶ μέχρι τοῦ ἐσχάτου ξηροῦ ἀνθυλλίου, χωρὶς καμμίαν ἐξαίρεσιν καὶ καμμίαν διάκρισιν, εἶναι ἀόρατον ἕνεκα τοῦ κάλλους του διὰ χονδροὺς ὀφθαλμούς, τελείως δὲ ἀόρατον διὰ τὰς τυφλωμένας, στρεβλωμένας καὶ ἀποτρελλαμένας ψυχάς, ἀπὸ τὰς διευθύνουσας τὰς ἰδέας καὶ τὰ πράγματα Τρελλοκατερίνας, τοῦ δυσμοίρου αὐτοῦ παραδείσου, τοῦ ὁποίου ὅλη ἡ ἀτυχία εἶναι, ὅτι εἶναι πάρα πολὺ ὡραῖος, ὑπερανθρώπως ὡραῖος, διὰ νὰ δύναται νὰ νοηθῇ ἀπὸ ἀνθρώπους ἄλλους ἢ τὰ κορυφαῖα ἄνθη τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὅλη ἡ ἀτυχία μας ἀλήθεια εἶναι ὅτι εἴμεθα ἀναγκασμένοι νὰ ἀγωνιζώμεθα θανασίμους ἀγῶνας, διὰ νὰ γίνωμεν ἄξιοι ἵνα ἱστάμεθα ἐπάνω εἰς αὐτόν.
Ἐδῶ ἐννοῶ τὴν Φύσιν, τὴν ἔρημον καπνοδόχων καὶ ἔρημον δρόμων καὶ ἔρημον ἐπαύλεων καὶ ἔρημον δασῶν ἀπεράντων, διὰ τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἤκουσε πόσον εἶναι τάχα ξηρὰ καὶ ἀπελπιστικὴ καὶ ἀνυπόφορος κατὰ τὴν θερινὴν κυρίως ὥραν. Καὶ δι᾿ αὐτό, ἐδῶ ἐννοῶ αὐτὴν καὶ ὡς μέτρον λαμβάνω τὸ ἔσχατον ὅριον. Τὴν Φύσιν αὐτὴν εἰδικώτερον μάλιστα κατὰ τὴν ξηροτάτην καὶ ἡλιοκαεστάτην της ὥραν, ὅταν ὁ ἥλιος μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη κυνηγᾷ καὶ διώκῃ τὰ ἀνθρωπάρια ἀπὸ τοὺς τόπους τοῦ ἀπέφθου κάλλους, ὅπου ἐξελίσσονται τὰ θεῖα ὁράματα· ὅταν ὁ ἄνεμος ὑψώνων τὴν τέφραν τῶν αἰώνων, σκεπάζει μὲ σκόνην τὰ ἀνθρωπάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν μαρμαρίνων κλουβιῶν, εἰς τὰ ὁποία κρυβόμεθα. Ὅταν μένῃ μόνη της καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς φαίνονται μόνον τὰ μάρμαρα καὶ ἀπὸ τὰ πάμφωτα στέρνα της, ὅπου μεθύει τὸ πάγκαλον φῶς, φεύγει μόνον τὸ μελαγχολικὸν κουδούνισμα τῶν θεοξήρων χόρτων. Καὶ ἐννοῶ αὐτὴν τὴν φύσιν καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν, διότι τότε καὶ τότε μάλιστα, ἀναφαίνεται δυνατώτερον, γυμνὸν τὸ κάλλος της. Τότε, ὅταν τὰ χρώματα ὅλα, ἐνδεδυμένα μὲ τὰ παραδοξώτερα καὶ πρωτοφανέστερα χώματα, οἱ λόφοι μὲ θαυμάσια φορέματα, λάμπουν εἰς τὸ φῶς σὰν ὁλοζώντανα πρόσωπα, χώματα, λόφοι καὶ ὄρη ἀλλάζουν ἀενάως ἐκφράσεις καὶ ἀποχρώσεις ἀσυλλήπτου αἰθεριότητος, παρουσιάζοντα θησαυροὺς θησαυρῶν πρωτοφανῶν καὶ ἐξαισίων, παρθένων χρωμάτων.
Τότε, ὅταν τὰ δένδρα σφιγγόμενα ἀπὸ τὸ καῦμα, λεπτύνωνται, χάνουν τὸ παχὺ καὶ βάναυσον πράσινον, μεταμορφοῦνται ἀπὸ τὰ φῶτα εἰς πράσινα ξανθότατα, φωτεινότατα καὶ εἰς μυρίας ἀποχρώσεις εὐγενεστέρων, ἁπαλοτέρων, ποιητικωτέρων πρασίνων, καὶ μεταμορφοῦνται εἰς μίαν ἄνθησιν χρυσήν, σκορπίζουσαν τὸν μᾶλλον ἀφάνταστον καὶ ἀνονείρευτον θησαυρὸν σὰν μεταλλικῆς βλαστήσεως, ὅπου ὅλα τὰ φαιδρὰ καὶ χαρίεντα χρώματα, μὲ τὰς λεπτοτάτας τῶν ἀποχρώσεων, παρουσιάζουν κόσμους νέους χροϊκῶν ἁρμονιῶν ἀνεξαντλήτων. Τότε, ὅταν τὰ χόρτα, ὡς ὕστατα κοσμήματα, λεπτότητος, χάριτος, ὡραιότητος ἀριστοκρατικωτάτης, ὅταν τὰ βουνὰ ζοῦν τὴν ὑπερτάτην καὶ ἐντονωτάτην των ζωήν, καὶ ὅλα, τὰ πάντα, ἀπὸ τὸν λίθον ἕως τὸ ἔντομον, ἕως τὸ πρόβατον καὶ ἕως τὸν ἄνθρωπον διαγράφωνται εἰς τὸ ἄσπιλον φάος μὲ τὴν ὑστάτην διαύγειαν ἀπὸ μιλίων ἀπόστασιν, παρουσιάζοντα ὅλα μαζί, ἕνα κόσμον ἐκτὸς πάσης πραγματικότητος, ἕνα κόσμον ὁλόκληρον ἰδανικόν, ποιητικόν, πλασμένον ὁλόκληρον ἀπὸ ἀριστοτέχνας, ποιητὰς καὶ ζωγράφους καὶ γλύπτας, κόσμον ἰδανικώτατον, τὸν ὀνειρωδέστερον τῶν κόσμων καὶ ὅμως πραγματικόν.
11
Ἐννοῶ αὐτήν, ἐννοῶ αὐτὴν τότε, ὅταν οἱ συνάζοντες ὅλον τὸ θάρρος των διὰ νὰ τὴν ἀτενίσουν, πηγαίνουν μὲ τὸ πανί των καὶ τὰ γερμανικά των χρώματα εἰς τὸ κουτί, καὶ μὲ τὴν ψυχὴν των μπογιατισμένην ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴν ζωγραφικὴν πρασινάδα, ὀνειρευόμενην γρασίδι, πηγαίνουν σφιγμένοι μέσα εἰς τὰ μαῦρα των ροῦχα, σκιαγμένοι σὰν ἄρρωστοι καὶ σὰν δείλαιοι κυττάζουν, τρομάζουν καὶ φεύγουν, διωκόμενοι ἀμειλίκτως ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ παγχρύσου, φαιδροτάτου καὶ φλογερωτάτου φωτεινοῦ κάλλους, τὸ ὁποῖον μόνον μία ἐξαίρεσις εὑρέθη νὰ ἀτενίσῃ, καὶ δι᾿ αὐτὸ μᾶς ἔφερεν εἰς τὴν ζωγραφικὴν ὀλίγον φῶς ἀληθινόν, παλμὸν ζωντανοῦ, ἱλαροῦ φωτός.
Καὶ φεύγουν ἀπελπισμένοι, λέγοντες: τί νὰ κάμωμεν εἰς αὐτὸν τὸν καίοντα ὠκεανὸν τοῦ φωτός; Δυνάμωσε, ὦ ζωγράφε, τὸ σῶμα σου καὶ ἡρώϊσε αὐτό, διὰ νὰ δύναται νὰ ἀντιστέκεται καὶ νὰ ἀντικρύζῃ τὰς δυνάμεις τῶν στοιχείων. Δυνάμωσε καὶ ἡρώϊσε τὴν ψυχήν σου καὶ καταφώτισε λαμπρότατα τὸν νοῦν σου, διὰ νὰ δύναται νὰ ἴσταται, νὰ ἐνεργῇ καὶ νὰ νοῇ τὰς ὑψίστας αὐτὰς καλλονάς. Δυνάμωσε καὶ ἡρώϊσε τὰ μάτια σου, διὰ νὰ δύνανται νὰ ἀντικρύσουν τὰς φωτεινοτάτας δυνάμεις, καὶ τότε, ὅταν αἰσθανθῇς, ὅτι δὲν καίεται τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ χαίρει· ὅτι δὲν ἐξαεροῦται τὸ μυαλό σου, ἀλλὰ ἐνεργεῖ εὐδαιμόνως καὶ δημιουργεῖ ὁλαχαρῶς καὶ συλλαμβάνει ἐνθουσιωδῶς· ὅτι τὰ μάτια σου δὲν πονοῦν καὶ δὲν βλέπουν τὰ ἀντικείμενα νὰ χορεύουν, ἀλλὰ ροφοῦν ἡδονικώτατα τὰ θεῖα ὁράματα, τρίψε τα, τρίψε τα δυνατώτατα, ἄνοιξέ τα θεάνοιχτα καὶ βλέπε, βλέπε, βλέπε. Τότε δύνασαι νὰ ἴδῃς τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ διακρίνῃς τὸ εἶδος τῆς φύσεως, καὶ νὰ ἴδῃς ὅτι κάθε σαρίδι καὶ κάθε λιθαράκι, εἶναι λίθος πολύτιμος διὰ τὴν ζωγραφιάν σου. Καὶ τότε, νέε, μὲ τὴν συνήθειαν νὰ βλέπῃς τόσον χονδρότατα τὴν γραμμήν, θὰ ἀπελπισθῇς πρώτον θανασίμως καὶ θὰ θραύσῃς τὰ πινέλα σου καὶ θὰ ἀρχισῃς μὲ πάθος ἀπὸ τὴν ἀρχὴν νὰ μελετᾷς, σχεδιάζων νυχθημερὸν τὴν γραμμήν.
Καὶ τώρα, ὦ ζωγράφε, μὲ τὴν συνήθειαν νὰ κάμνῃς μὲ τὰ χρώματα σαλάταν καὶ πάστες γλυκοῦ, θὰ ἀπελπισθῇς πρώτον θανασίμως, διότι θὰ ἐννοήσῃς ὅτι αὐτὰ τὰ χρώματα καὶ αὐταὶ αἱ τεχνοτροπίαι δὲν χωροῦν ἐδῶ, εἶναι ἄχρηστοι ἐδῶ, φονεύουν ἐσένα. Καὶ τότε θὰ ἐπινοήσῃς καὶ νέα χρώματα ἀκόμη καὶ νέα ὑλικά, καὶ νέας συνθέσεις, καὶ νέας τεχνοτροπίας, τὰς ὁποίας θὰ ἐμπνευσθῇς ἀπὸ τὰς τέχνας μας τοῦ παρελθόντος καὶ ἀπὸ τὰ διδάγματα τῆς διαυγείας τῆς γραμμῆς, τοῦ αἰθερίου χρώματος καὶ ἀκόμη ὅ,τι ἐπινοήσῃς καὶ ὅ,τι φαντασθῃς καὶ ὅ,τι θελήσῃς νὰ τολμήσῃς διὰ νὰ κάμῃς τὴν ζωγραφιά σου.
Καὶ τότε, ὦ ζωγράφε, μὲ ἀγάπην καὶ ὑπομονὴν Κινέζου καλλιτέχνου, θὰ βάλῃς τὸ ὁλόγυμνο βραχάκι, μὲ τὸ ὡραῖο του φόρεμα καὶ θὰ εἶναι ὅπως εἶναι βελουδένιο καὶ θὰ βάλῃς ἐπάνω του τὰ ὡραῖα του κοσμήματα, τὰ λιθάρια του καὶ ἀραιὰ ἀραιότατα θὰ βάλῃς τὰ θεόξηρα χόρτα του καὶ μακρύτερα, ἂν θέλῃς, δυνατωτάτην ἀντίθεσιν ὅπως εἶναι, ἀλλὰ μαλακωτάτην καὶ ἁρμονικωτάτην -ὅπως φαίνεται- κανένα βουνὸ κυανοβαμμένον μὲ ἀργυρὲς φλέβες, σκεπασμένον μὲ καλύπτραν, ποὺ θὰ πάῃ τοῦ ἄλλου τὸ χέρι νὰ τὴν σηκώσῃ. Τότε ὁ κάθε Rembrand καὶ ὁ κάθε Poe καὶ ὁ κάθε Heine καὶ ὁ κάθε Rosseti καὶ ὁ κάθε Dante, ὅταν πλησιάσουν τὴν εἰκόνα σου, μὲ τὴν ψυχὴν των τὴν πιεσμένην, ἀπὸ τὸν παχὺν καὶ χονδρὸν καὶ ὀμιχλώδη κόσμον τὸν ἰδικὸν των, ἡ κατ᾿ ἐξαίρεσιν φαεινὴ ψυχὴ των, ποὺ προσπαθεῖ μὲ ἀπελπισμένον ἀγῶνα νὰ τὸν φωτίσῃ, νὰ τὸν διαρρήξῃ διὰ νὰ πάῃ πρὸς τὸ φῶς, πρὸς ἕνα κόσμον ποὺ ποθεῖ, φαντάζεται, ἀλλὰ δὲν βλέπει, θὰ πλησιάσῃ μὲ ρῖγος καὶ θὰ βάλῃ μὲ περιπάθειαν τὰ χέρια της εἰς τὰ πτωχά σου χόρτα σὰν σὲ χρυσᾶ κάγκελλα θύρας ἡ ὁποία ἀνοίγει αἰφνιδίως ἕνα δρόμον, πρὸς ἕνα κόσμον πάγκαλον καὶ φαεινότατον, τὸν ὀνειροπολούμενον κόσμον κάθε ποιητοῦ, τὸν ὁποῖον σὺ ἔχεις ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου καὶ εἶναι ὁ κόσμος ὁ ἰδικός σου, ὁ πραγματικός, ἡ γῆ σου, ἡ μητέρα σου, τὴν ὁποίαν κατὰ βάθος ἀγαπᾷς, μὲ ὅ,τι καὶ ἂν λέγῃς, μὲ ὅ,τι καὶ ἂν κάνῃς, ἀγαπᾷς βαθειὰ σὰν Ἕλλην ποὺ εἶσαι.
Ἐδῶ, ἐννοῶ, καὶ εἰδικῶς καὶ γενικῶς, τὴν φύσιν, τῆς ὁποίας αἱ ἀκταὶ καὶ τὰ πεδία καὶ τὰ ὅρη εἶναι ἐπεξειργασμένα ἀπὸ θεῖον ἀριστοτέχνην γραμμῆς καὶ χρώματος, ἐργαζόμενον μὲ φακὸν καὶ σκαλίζοντα μὲ ἀνεξάντλητον ὑπομονὴν καὶ μὲ θησαυροὺς τεχνοτροπιῶν καὶ ὑλικῶν τὸ κάθε μόριον γῆς. Διὰ τὰς θαλάσσας μὲ τὰ πηδηκτικά των κύματα, τὰς ἀνεμιζομένας ἀπὸ σφριγηλοὺς καὶ τρελλοπνέοντας ζεφύρους, τὰς μαστιγουμένας ἀπὸ τὸ χρυσάκτιον μαστίγιον τοῦ φαιδροτάτου Φοίβου καὶ ρηγνυομένας εἰς νευρώδεις ἀνθήσεις τρελλῶν κυμάτων, εἰς μίαν ἄπειρον διαυγῆ λάμψιν, μὲ τόσην κίνησιν καὶ ζωὴν καὶ φαιδρότητα, ὥστε βλέπομεν φυσικώτατα καὶ πραγματικώτατα τὰς παρελάσεις τῶν νηρηίδων καὶ τῶν τριτώνων, ὥστε τὰ αἰσθητήρια δέχονται τὴν δυνατωτάτην ἐντύπωσιν νεότητος, σφρίγους, ἑορτῆς, χαρᾶς, τὸ σῶμα δέχεται τὴν τόνωσιν καὶ αἰσθάνεται ἐν ἑαυτῷ τὸ αἷμα καὶ τὴν ὁρμὴν νεωτάτου ἵππου. Διὰ τὰς θαλάσσας ποὺ -διὰ νὰ μὴ πηγαίνωμεν μακρύτερα- σὰν τὸν Σαρωνικὸν κυανᾶς, τελειώνουν εἰς πλάτη ἀσημένια ἀργυροκύμαντα, διατρέχονται ἀπὸ ποταμοὺς ἀργυρορρόας, ποταμοὺς χρυσορρόας, θάλασσαι σὰν χρυσαῖ ζῶναι, θάλασσαι πηγμέναι, γαλακτώδεις, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἀνθίζουν χρυσοί, θάλασσαι μαργαριταρόχροοι, θάλασσαι ἰοβαμμέναι, θάλασσαι σὰν σμαραγδινοὶ λίθοι δεμένοι μὲ κεραμοχρόους ἀκτὰς σὰν δακτυλίδια ὅπως εἰς τὸ Παλαιὸν Φάληρον, θάλασσαι μεταμορφωμέναι, εἰς παραμυθιῶν φανταστικὰ ὁράματα, ὅπου τὰ πηγαίνοντα πλοῖα ἐπὶ τῶν μαλακῶν καὶ ἡδυπνόων ὑδάτων, φαίνονται ὅπως εἰς τὰ παραμύθια, σὰν εὐδαίμονα ζῶντα πράγματα, γεμᾶτα θησαυροὺς καλλονῶν, μεταφέροντα ἔρωτας, εἰς χειμαιρικὰς ἀκτὰς παραδείσων.
Διὰ τὰς θαλάσσας, σὰν τὴν θάλασσαν τῆς Ἐλευσῖνος ποὺ χάνουν τὴν πραγματικότητά των, τὴν συστατικότητά των, μεταμορφώνονται εἰς κυάνειον βελούδινον ὕφασμα καὶ ὅμως ὑελῶδες, ὑελῶδες καὶ ὅμῶς ὑγρόν, ὑγρὸν καὶ ὅμως μεταξωτόν, θάλασσα τόσον ἄυλος καὶ ὑπερβαίνουσα τὸ ὄνειρον, δίδουσα τόσην ἡδονήν, ὥστε ὅλα τὰ ὡραιότερα καὶ τὰ ποιητικώτερα παλαιά μας παραμύθια νὰ ἀναδύουν καὶ νὰ ζοῦν φυσικώτατα ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας, θάλασσα ἐμποιοῦσα ἐνθουσιώδη συγκίνησιν, σὰν μεταξωτὴ σημαία ἐπανερχομένη νικητήριος, μὲ ἀναφρίσσουσαν καλλονὴν περιθωπεύουσα τοὺς πρόποδας περιστεφόντων ὀρέων, ἀναβαινόντων σὰν πολύχρωμα θυμιάματα καπνώδη καὶ ὅμως στερεά, στερεογραμμένα καὶ ὅμως ἀτμώδη, σὰν σκαλισμένοι ἀχειροποίητοι καὶ ἄυλοι θρόνοι, ἐπὶ τῶν ὁποίων φαίνονται φυσικώτατα ἱστάμενοι οἱ ἀθάνατοι θεοί, μὲ τὰς ζωϊκάς των δυνάμεις ὅλας θαλλούσας εὐδαιμόνως, μὲ τὸ ἤρεμον γελαστὸν πρόσωπον καὶ τὸ μέθυ τοῦ κάλλους εἰς τὴν κεφαλήν, βλέποντες τὸ φυσικώτατον θέαμα ἐπὶ τῶν φρισσόντων ὡραίων ὑδάτων τῆς καθημερινῶς, ἀενάως, Ἀναδυόμενης.
12
Ἐδῶ ἐννοῶ τὴν φύσιν, τῆς ὁποίας τὸ φῶς ἔρχεται, ἀγνοεῖ τις πῶς, ἀγνοεῖ τις πόθεν, σὰν αὐτὰ τὰ ἀντικείμενα νὰ ἦσαν αὐτόφωτα, τῆς ὁποίας τὰ χρώματα εἶναι σὰν ἀπὸ ὕλην, σὰν στερεά, σὰν ἁπτά, τῆς ὁποίας τὰ χώματα, οἱ ὄγκοι, μεταμορφοῦνται εἰς ἄυλα καὶ μορφοφανῆ τόσον, ὥστε διὰ νὰ μὴ πηγαίνωμεν μακρύτερα ὅταν ἔχῃ κανεὶς βουνὰ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὅλων καθημερινῶς, ὁ θεατὴς τοῦ Ὑμηττοῦ νὰ βλέπῃ ἕνα βουνόν, ἀλλάζον σχήματα καὶ φορέματα κάθε δευτερόλεπτον, ἀπὸ τὰ ξημερώματα ἕως τὰ νυκτώματα, ψηλῶνον, χαμηλῶνον, ὀγκούμενον, λεπτυνόμενον, πλαταῖνον, στενεῦον, πλησιάζον, μακρυνόμενον, ὥστε νὰ ἀδυνατῇ νὰ πιστεύσῃ ὅτι ἔχει ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια του ἕνα βουνόν, ἕνα βραχώδη ὄγκον, δηλαδὴ ἕνα πρᾶγμα στερεόν, ὅταν εἰς τὰς ὥρας τῶν δύσεων φουντώνει, ἐκλάμπει, ἐκσπᾷ, εἰς ἕνα ἀπέραντον ὀγκῶδες φῶς ἀμεθύστου καὶ καταφθάνον ἕως τὸ Ζάππειον.
Ἡ αἰσθητικὴ ἐντύπωσις ἐκ τῆς ὕλης αὐτῆς τοῦ βουνοῦ αὐτοῦ τότε, τῆς σχεδὸν ἀΰλου, τῆς σὰν πύκνωμα ξηροῦ χρώματος καὶ φωτὸς καὶ ἀγνοῶ τὶ ἄλλο, καὶ ἡ ὀπτικὴ αἴσθησις εἶναι τόσον μαλακὴ καὶ βελουδίνη καὶ ἡδονική, τόσον ὁ ὀπτικὴ ἀκτὶς εἰσδύει εὐκόλως εἰς τὸ σῶμά του καὶ ἀναπαύεται καὶ κατευφραίνεται, ὥστε ὅταν τὰ μάτια τοῦ θαυμαστοῦ πέσουν κατόπιν εἰς τὸ σῶμα γυναικὸς μὲ τὸν δεμένον της κορμὸν μὲ μπαλένες καὶ περιπατούσης ἐνώπιόν του, πληγώνονται τὰ μάτια του καὶ αἰσθάνεται ἀσυναισθήτως νὰ σηκώνεται τὸ μπαστοῦνι του, ὅπως ὅταν περνᾷ ἀπὸ τοῖχον, διὰ νὰ κτυπήσῃ ἀφελῶς τὸν κορσέ της, βέβαιος ὅτι θὰ ἀκούσῃ ἦχον ξηρόν. Τὸν Ὑμηττὸν αὐτὸν τὸν ὁποῖον θαυμάζουν οἱ ξένοι καλλιτέχναι ἐκστατικοὶ καὶ ἀποκαλεῖ «θεότητα ζῶσαν» ὁ ἰδικός μας Μωρεὰς καὶ κυττάζουν μὲ τὸ περιφρονητικὸν μειδίαμα ποὺ ἐπανθεῖ εἰς τὰ χείλη τοῦ κάθε ξυλίνου Ρωμηοῦ τοῦ Σουρῆ πρὸς κάθε ἰδικόν μας πρᾶγμα, οἱ πλεῖστοι καφφεναῖοι καλλιτέχναι μας ὅλων τῶν εἰδῶν.
Καὶ ἡ ἑλληνικὴ φύσις αὐτή, ἐντελῶς ἡ αὐτή, καὶ διότι εἶναι τοιαύτη, ἐγέννησεν ὅλους τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἡμιθέους καὶ τοὺς ἥρωας καὶ κάτι ἀκόμη καλλίτερον ἀπὸ τοὺς θεοὺς τοὺς παρελθόντας, τοὺς παρόντας καὶ τοὺς μέλλοντας, τοὺς Ἀνθρώπους, τὰ θαυμάσια ἀρχαγγελικὰ τάγματα τῶν ὡραίων καὶ φαιδρῶν καὶ τελείων ἡλιοβόλων ἀνθρώπων, ποὺ ὁδηγοῦν τοὺς κορυφαίους τῆς ἀνθρωπότητος εἰς τὸν δρόμον τοῦ ὡραίου, εἰς τὸν ὁποῖον ὅλοι ἔκτοτε λιποθυμοῦν εἰς τὴν μέσην, λαοὶ καὶ ἄτομα.
Καὶ διότι κατέστησαν ἱκανοὶ νὰ τὴν ἐννοήσουν καὶ διότι εἶναι τοιαύτη, ἀνέδυσαν τόσοι ὡραῖοι εἰς τὸ φῶς, οἱ Ἀπόλλωνες καὶ αἱ Ἀφροδίται καὶ οἱ Ἀχιλλεῖς καὶ οἱ Πίνδαροι, καὶ ὅλη ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ ὅλη ἡ γλυπτικὴ καὶ ὅλη ἡ ζωγραφικὴ καὶ ὅλοι οἱ Πλάτωνες καὶ οἱ Σωκράται καὶ οἱ Σοφοκλεις καὶ οἱ Ἀλκιβιάδαι καὶ αἱ Ἀσπασίαι καὶ οἱ Ἰουλιανοὶ καὶ οἱ Λέοντες καὶ οἱ Χρυσόστομοι καὶ ὅλοι καὶ ὅλα μέχρι καὶ αὐτῶν τῶν λερῶν φουστανελλοφόρων φρουρῶν τοῦ Πανθέου μας, τῶν ὑπερόχων ληστοποιητῶν καὶ τῶν Καραΐσκων.
Καὶ διότι εἶναι τοιαύτη, εἶναι καὶ θὰ εἶναι μοιραίως, ἱκανὴ νὰ παραγάγῃ αἰωνίως, πότε εἰς τὸν ἕνα κύκλον τῆς ἀνθρωπίνης ἐνεργείας, πότε εἰς τὸν ἄλλον, ἀναλόγως τῶν ἐξαναγκασμῶν τῶν καιρῶν, θαύματα εὐγενείας καὶ τελειότητος, ὅταν διευθύνοντες ἀνάξιοι καὶ νὰ πατοῦν τὸ χῶμα της, δὲν στρεβλώνουν καὶ τυφλώνουν τὴν ἀνθρωπίνην της βλάστησιν, δὲν θρυμματίζουν μὲ τὰ βάναυσα χέρια των τὴν ἀνθρωπίνην της ἄνθησιν, δὲν ἀφιονίζουν μὲ τὴν φονικὴν των πνοὴν κάθε καλλονήν, εἰς τὸν φυσικὸν ναὸν τῆς Ἰδέας καὶ τοΰ Ὡραίου, ὅπου κάθε ὄν, φυσικῶς ὡραῖον, εἶναι προωρισμένον νὰ διανοῆται καὶ νὰ καλλιτεχνῇ ὡραῖα.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑλληνικὴ φύσις. Καὶ διότι εἶναι τοιαύτη, δὲν φαίνεται εἰς τοὺς κοινοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ δὲν δίδεται εἰς τὰς κοινὰς ψυχὰς καὶ δὲν γίνεται ἀντιληπτὴ εἰς τὰς χαμηλὰς διανοίας καὶ δὲν παραδίδει τὰς χάριτας καὶ τὰ μυστήριά της, παρὰ εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐρῶνται αὐτὴν μὲ πάθος, ἀφοσιοῦνται εἰς τὴν λατρείαν της ψυχῇ τε καὶ σώματι. Καὶ δὲν εἶναι μόνον, ὁ ὕψιστος διδάσκαλος τῆς τέχνης τοῦ ζωγράφου καὶ τοῦ γλύπτου καὶ τοῦ ἀρχιτέκτονος καὶ τοῦ ποιητοῦ καὶ παντὸς καλλιτέχνου, εἶναι ἀκόμη βαθύτερον καὶ σπουδαιότατον, ὁ ὕψιστος ἐξευγενιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ ἐξευγενίζει ὅλα τὰ αἰσθητήρια, ὅλα τὰ αἰσθήματα, τοῦ τροχίζει καὶ τοῦ λεπτύνει τὴν ἀντίληψιν καὶ τὰ συναισθήματα ἄνευ τῶν ὁποίων μὴ τοιούτων καλλιτέχνης εἶναι λέξις κενή, διότι ἄνευ τούτων μὴ τοιούτων πᾶσα λεπτὴ αὐτοῦ ἐκδήλωσις εἶναι φυσικῶς ἀδύνατος.
13
Τοιαύτη εἶναι ἡ ἑλληνικὴ φύσις. Καὶ ἀνάγκη νὰ ἐννοήσουν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῶν τεχνῶν καὶ τῆς ἰδέας, ὅτι εἶναι τὸ ἀνεκτίμητον ἀγαθόν, τὸ θειότερον δῶρον τῶν ὡραίων των θεῶν πρὸς αὐτούς, ἡ γῆ αὐτή. Καὶ οἱ ζωγράφοι ἀνάγκη νὰ ἐννοήσουν, ποῖον αἰσθητικὸν ἐξευγενισμὸν πρέπει νὰ ἀποκτήσουν, ποίαν νυχθημερινὴν μελέτην τῆς γραμμῆς της καὶ τοῦ χρώματός της, πρέπει νὰ καταβάλουν, διὰ νὰ ἐμβαθύνουν εἰς τὰ μυστήριά της καὶ καταστοῦν ἱκανοὶ νὰ τὴν αἰσθανθοῦν, νὰ τὴν ἐννοήσουν, διὰ νὰ τὴν ἐκφράσουν οὐχὶ φωτογραφικῶς, καὶ χονδρότατα, ἀλλὰ ζωγραφικῶς, δηλαδὴ τεχνικῶς. Καὶ ὅταν οἱ ζωγράφοι καὶ εἰδικώτερον οἱ τοπιογράφοι, κάμουν τὸ πρῶτον αὐτὸ βῆμα, ἀληθές, εἰλικρινές, ἐλεύθερον, τολμηρόν, μοιραίως μία νέα τέχνη θὰ ἀνατείλῃ. Διότι δὲν ὑπάρχει οὔτε μία εἰκών, εἴτε Εὐρωπαίου εἴτε Ἕλληνος ἀξιοῦσα νὰ παρουσιάσῃ τὴν φύσιν αὐτήν.
Καὶ ἡ τέχνη αὐτὴ θὰ εἶναι πρωτότυπος ἀναγκαστικῶς, διότι θὰ συνεπάγεται αἰσθητικὴν νέαν, ἀσυγκρίτως ἀνωτέραν τῆς εὐρωπαϊκῆς, ὅσον ἀφορᾷ τὴν μουσικὴν τῆς γραμμῆς καὶ τὸν πλοῦτον τῶν νέων ἁρμονιῶν τῶν χρωμάτων, τὸν πλοῦτον τῆς ποικιλίας αὐτῶν, τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν ἁπαλότητα αὐτῶν, θὰ συνεπάγεται νέας συνθέσεις χρωμάτων καὶ νέας τεχνοτροπίας. Θὰ εἶναι τέχνη πρωτότυπος καὶ θὰ ἔχωμεν καλλιτέχνας πρωτοτύπους καὶ θὰ εἶναι μοιραίως τέχνη νέα, τὴν ὁποίαν ἡ αἰωνία ἑστία τοῦ Ὡραίου, ἡ Ἑλλὰς -ἡ αἰωνίως ἐαρινὴ νεότης,- θὰ δώσῃ ἐκ νέου εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ἀνάγκη νὰ σπεύσουν αὐτοὶ νὰ τὴν κατακτήσουν, πρὶν οἱ ξένοι ζωγράφοι ἔλθουν πρῶτοι αὐτοὶ καὶ τοὺς πάρουν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια των καὶ ἀπ᾿ ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια των, τὸν ἰδικόν των πλοῦτον καὶ κάθονται αὐτοὶ ἔπειτα, αἰωνίως νὰ ἀντιγράφουν, ὅπως πάντα ἀπὸ τοὺς ξένους καὶ τὰ ἰδικά των ἀκόμη. Διότι οἱ ξένοι θὰ ἔλθουν καὶ εἰς αὐτό, θὰ τοὺς πάρουν, ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ αὐτό. Θὰ τοὺς πάρουν τὸν ἀφρό, καὶ αἰωνίως οἱ ξένοι θὰ τοὺς ὁδηγήσουν καὶ πρὸς αὐτό, ἀλλὰ καὶ αἰωνίως μὲ τὰ ἰδικά των τὰ ξένα, τὰ βάρβαρα μάτια.
Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν φύσιν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν Τέχνην, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ δημιουργηθῇ ἀργὰ ἢ γρήγορα, μαζὶ μὲ τὴν αἰσθητικὴν καὶ διανοητικὴν ἀνάπτυξιν, ἥτις ὅ,τι καὶ ἂν συμβῇ θὰ ἔλθῃ καὶ εἰς αὐτὸ τὸ νέον καὶ θεσπέσιον πλαίσιον, ἔχομεν νὰ βάλωμεν τὸ ἀναλογοῦν ἀνθρώπινον σῶμα. Καὶ φυσικὸν ἄνθος, τὸ μόνον ἁρμονικὸν μὲ τὴν μητέρα ποὺ τὸ ἐγέννησεν εἶναι τὸ ἑλληνικὸν σῶμα.
Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλήσῃ κανεὶς περὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως, εἰς μίαν στενὴν ἀνάλυσιν καὶ νὰ δώσῃ ἀμυδρὰν ἰδέαν τῆς σπουδαιότητός της καὶ τοῦ κάλλους της, παρὰ νύξεις μόνον, οὕτω δὲν δύναται νὰ ὁμιλήσῃ καὶ περὶ ἑλληνικοῦ σώματος, ἐντελέστερον ἀγνοουμένου καὶ περισσότερον μὴ βλεπομένου.
Ὁ ζωγράφος δὲν ἀντιγράφει ὅ,τι σώματα τύχουν ἐμπρός του. Διότι ὁ ζωγράφος ὁ ὁποῖος δὲν ἐδημιούργησεν ὡρισμένον τύπον ἐκ τῶν σωμάτων τὰ ὁποῖα ἐκλέγει πρὸς μελέτην δὲν εἶναι ἀκόμη ζωγράφος. Διότι τοῦ ἀρέσουν, δημιουργεῖ τοὺς ζωγραφικούς του τύπους, κατὰ τὰς κλίσεις, ὀρέξεις καὶ ἀντιλήψεις του. Δὲν πρόκειται ἑπομένως περὶ αὐτοῦ. Ὁ ζωγράφος ἀρύεται τοὺς ζωγραφικούς του τύπους, ἀπὸ τὸν πραγματικόν, τὸν ζωντανὸν γύρω του κόσμον. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ὁ ἑλληνικός, δηλαδὴ οἱ Ἕλληνες ἄνθρωποι. Ἀπὸ τῆς προ-ἱστορικῆς ἐποχῆς μέχρις οἱασδήποτε μετα-ἱστορικῆς, αὐτοὶ ἀποτελοῦν, ἕνα ὡρισμένον ἀναλλοίωτον τύπον. Ὅπως καὶ ὅλοι οἱ καλλιτέχναι μας, ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀποτελοῦν ἕνα ὡρισμένον καὶ ἀναλλοίωτον τύπον. Διὰ τοῦτο ἐκ τῆς διπλῆς ταύτης ταυτότητος καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Τέχνη ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀποτελεῖ ἕνα ὡρισμένον ἀναλλοίωτον τύπον.
Εἰς τοὺς θόλους τῶν ναῶν ἡ κεφαλὴ τοῦ Διὸς βασιλεύει· Ζεὺς καὶ νέος Παντοκράτωρ οὐσιωδῶς ἕνα ἔχουν κεφάλι. Τῶν μαρμαρίνων θεαινῶν καὶ ἑλληνίδων ἀδελφὴ ὅμαιμος δίδυμος εἶναι ἡ Παναγία. Δὲν εἶναι νοθευμένη Ἑλληνὶς ἀπὸ βαρβάρους ἢ Ρωμαίους ἢ Ἀσιανούς. Τῆς εὐγενοῦς καὶ ἐσχάτης ἀφελείας τέχνης τῶν μαρμαρίνων ἐπιτυμβίων, πανομοιότυποι εἶναι οἱ νέοι ἅγιοι, δηλαδὴ οἱ ἀπαθανατίσαντες ἑαυτοὺς Ἕλληνες, διὰ τῆς ἁγιωσύνης τώρα. Τῆς ἀρχαίας καὶ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης, ὅμαιμος καὶ δίδυμος ἀδελφὴ εἶναι ἡ Γύζειος Τέχνη. Ἀλλὰ ταῦτα δὲν θίγονται ἐδῶ· θὰ φανοῦν ἐλπίζω καθαρὰ εἰς ἔργον ὁλόκληρον ὁ «Ἕλλην Καλλιτέχνης», ὅπου ἐξ ὅλων τῶν τεχνῶν, τῶν ἐποχῶν ὅλων καὶ ὅλων τῶν καλλιτεχνῶν, ἐξάγεται ἡ ταυτότης καὶ καλλιτέχνου καὶ τέχνης. Ἡ τέχνη εἰς πᾶσαν ἐποχὴν πηγάζει ἀπὸ τὴν φύσιν καὶ ὁ Ἕλλην καλλιτέχνης ἰδίως τὴν φύσιν μιμεῖται, διότι ἐξ ὀργανικῆς κατασκευῆς, δὲν δύναται παρὰ πραγματικὰ ἀντικείμενα νὰ περιγράψῃ. Ὁ ζωγραφικὸς τύπος τοῦ Γύζη δὲν ἐξῆλθεν ἀπὸ ψυχὴν καὶ αἰσθητικὴν καὶ μάτια ἐκγερμανισθέντα, οὔτε ἀπετελέσθη ἀπὸ σώματα γερμανικά· συνετέθη καὶ ἐξήχθη διὰ τῆς καλλιτεχνικῆς ἀντιλήψεως καὶ τέχνης, ἀπὸ τὰ πραγματικὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τῶν ἑλληνικῶν, ἀπὸ τὴν μάμμη του καὶ τὴν μητέρα του καὶ τοὺς Ἕλληνας καὶ τὰς Ἑλληνίδας ποὺ εἶδον τὰ μάτια του.
14
Καὶ τὸ ἑλληνικὸν αὐτὸ σῶμα, εἶναι αἰωνίως ἕνα· διὰ τὸ παρελθὸν τὸ πιστοποιοῦν αἱ τέχναι μας, διὰ τὸ παρὸν ἡ πραγματικότης. Τὴν ὀπισθίαν ἄποψιν, λόγου χάριν, τῆς Ἀθηνᾶς τοῦ Φειδίου, τὰς γραμμᾶς τοῦ σώματος καὶ τὰς τομὰς τοῦ ἐνδύματος, τὴν ἀνευρίσκομεν παρόμοιον εἰς κάθε κυριακάτικα ἐνδεδυμένην χωρικήν. Αὐτὸ τὸ γλυπτικὸν πτυχωτὸν γυναικεῖον ἔνδυμα τὸ εὐρίσκομεν εἰς τὸ Μεγαρικὸν γένος καὶ εἰς ἕνα σωρὸν ἄλλα, πανομοιότυπον. Δὲν βλέπεται καὶ δὲν ἐννοεῖται καὶ δὲν ἐξηγεῖται, τὸ κάλλος τοῦ μαρμαρίνου ἀνθρώπου, ἄνευ τῆς πλησιάσεως τοῦ σημερινοῦ φυσικοῦ σώματος, δηλαδὴ τοῦ χωρικοῦ. Λαμβάνω τοὺς χωρικοὺς διότι εἶναι οἱ πολλοί, διότι τὸ χωρικὸν σῶμα εἶναι εὐκολώτερον νὰ ἰδωθῇ, διότι εἶναι φυσικόν, μὴ πιθηκοποιημένο καὶ δεμένον μὲ ἄσχημα καὶ ἄκομψα φορέματα, διότι εἶναι φανερώτερον μὲ τὸ φόρεμα καὶ ποὺ περιγράφει τὰς γραμμάς του ὅλας. Ὁ ροδοπάρειος καὶ ξανθοκόμης Ἀρκάς, λόγου χάριν, μὲ τὸ σὰν ἐλάφου λεπτὸν καὶ νευρῶδες καὶ σὰν νύμφης κομψὸν καὶ λυγηρὸν σῶμα, εἶναι ἕτοιμος δι᾿ Ἀπολλώνεια ἔργα. Ὁ μελανόφθαλμος καὶ μελανοκόμης Κρὴς διὰ τὰς ὡραιοτάτας τῶν ἀνδρικῶν παραστάσεων. Ἡ γυνὴ τοῦ Αἰγαίου καὶ ἡ γυνὴ τῆς Ἑπτανήσου, διὰ τὰς ἁρμονικωτάτας καὶ ἡδυπαθεστάτας εἰκόνας. Τὸ σῶμα τὸ ἑλληνικόν, μελετώμενον ἀπὸ νοῦν καὶ ὀφθαλμὸν καλλιτέχνην, εἶναι πάντοτε ἐνώπιον ἠμῶν, διὰ τὰ ἔσχατα ἀριστουργήματα, τῆς σφριγηλοτάτης λεπτότητος καὶ χάριτος, καλωσύνης καὶ ἁπλότητος, ἡγεμονικῆς εὐγενείας καὶ ἁρμονίας γραμμῶν, στάσεων, ἐκφράσεων προσώπων καὶ σωμάτων. Καὶ εἶναι ἐντελῶς ἀπορίας ἄξιον, πῶς οἱ καλλιτέχναι μας δὲν εἶδον ἀκόμη, ὅτι τὸ ἑλληνικὸν σῶμα εἶναι τὸ πρότυπον τοῦ ἀρχαίου ἀγάλματος, ὅτι εἶναι αὐτὸ τὸ ἴδιον, τὸ ἀπαράλλακτον σῶμα μὲ τὸ ἀρχαῖον ἄγαλμα. Καὶ ἐπειδὴ τὰ θέλομεν ὅλα ἕτοιμα, σερβιρισμένα εἰς τοῦ Ζαχαράτου, εἶναι ἀπορίας ἄξιον, πῶς δὲν βλέπομεν ὅτι ἀκόμη καὶ μέσα εἰς τὰς στενὰς αὐτὰς Ἀθήνας, ἕνας καλλιτέχνης, δύναται ἐκλέγων ἑκατοντάδα σωμάτων, ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν καὶ ἐνδύων αὐτὰ μὲ τὸ ἀρχαῖον ἔνδυμα, νὰ μιμηθῇ παραστάσεις, αἱ ὁποῖαι νὰ μὴ διαφέρουν, οὔτε κατὰ μίαν γραμμὴν ἀπὸ τὸ ἄγαλμα, νὰ λάβῃ φωτογραφίας, τὰς ὁποίας νὰ μὴ δύναται κανεὶς νὰ διακρίνῃ, ἀπὸ τὰς τῶν ὡραίων ἀγαλμάτων. Καὶ δι᾿ αὐτὸ ἀκόμη τὸ ἀπελπίζον τὰς εὐρωπαϊκὸς τέχνας εὐρωπαϊκὸν ἔνδυμα, τὸ ἀντικαλλιτεχνικώτατον πράγματι ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον, ἡμεῖς ἔχομεν τὸ δυνάμενον νὰ εὕρῃ θέσιν εἰς τὴν τέχνην, εἰς μυριάδας εἰδῶν ἀγνωστοτάτων, ἐνῷ εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μας. Τὸ ἔνδυμα αὐτὸ τοῦ χωρικοῦ, τὸ μυριόμορφον, φέρει ὅλα τὰ γραμμικὰ καὶ χροϊκὰ στοιχεῖα τῆς Βυζαντινῆς καὶ τῆς ἀρχαίας μας ἐποχῆς, τῆς ἀρχαίας μάλιστα περισσότερον, δυνάμενον εἰς τὰ κατάλληλα πρὸς τοῦτο θέματα τῶν εἰκόνων, νὰ χρησιμεύσῃ ὡς θαυμάσιον ἔνδυμα καὶ στόλισμα. Ἀπὸ τὸ ἔνδυμα αὐτὸ ἀκόμη, ὁ καλλιτέχνης νοῦς καὶ ὀφθαλμός, ἔχει νὰ λάβῃ θαυμασίας ἐμπνεύσεις ἀμφιέσεων καὶ καλλιτεχνικῶν ἀθυρμάτων, διὰ φανταστικὰς εἰκόνας τῶν νεωτέρων μας παραμυθιῶν ἢ ἄλλων δημιουργημάτων. Ἀπὸ τὸ ἔνδυμα αὐτὸ ἀκόμη, ὁ τωρινὸς καλλιτέχνης, ἔχει νὰ παραλάβῃ χρώματα καὶ συνδυασμούς, ἀσυγκρίτως λεπτοτέρους ἀπὸ τοὺς γερμανικοὺς καὶ γαλλικοὺς καὶ πρωτοτύπους. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι εὐκολώτερον ἔνδυμα τὸ τωρινόν μας σῶμα καὶ ἔνδυμα, ἀπὸ μίαν Παναγίαν ἢ Ἀθηνᾶν, διότι εἶναι τὸ ἴδιον, εἶναι αὐτὸ τοῦτο καὶ ἑπομένως δυσδιάκριτον, δυσκολονόητον, διὰ τὴν ἀποχονδρωθεῖσαν τωρινήν μας αἴσθησιν, τὴν τυφλωμένην καὶ ἀπὸ τὴν μονομανίαν τῆς περιφρονήσεως δι᾿ ὅ,τι ἰδικόν μας, ἀπὸ τὸν ναὸν τῆς Παρθένου καὶ τὴν ἁγίαν Σοφίαν, ἕως τὴν γῆν, ἕως τὸ τελευταῖον ἀνθύλλιον.
Ἰδοὺ ἡ φύσις μας. Ἰδοὺ τὸ σῶμά μας. Καὶ ὅταν ἀπεικονίσωμεν τὴν φύσιν μας καὶ ἔχομεν οὕτω τὸ πλαίσιον, καὶ ὅταν παραλλήλως ἀναπτυσσομένων τῶν δυνάμεων τοῦ νοὸς καὶ τῆς αἰσθητικῆς μας, ἀπεικονίσωμεν τὸ σῶμά μας, καὶ μεταφέρωμεν οὔτω εἰς τὴν τέχνη, εἰς τὴν ζωγραφικήν, τὴν ὡραίαν μας φύσιν καὶ ἐντὸς αὐτῆς τὸ ὡραῖον μας σῶμα, τὸ φυσικόν της ἄνθος, θὰ ἔχωμεν μίαν τέχνην νεωτάτην καὶ ἀρχαίαν συγχρόνως, δηλαδὴ ὡραιοτάτην, τῆς ὁποίας ἡ Γύζειος τέχνη καὶ μορφή, μᾶς δίδει ἀμυδρὰν μέν, πραγματικὴν ὅμως ἰδέαν.
15
Μετὰ τὰ θεμελιώδη ταῦτα ἀνοίγονται ἐνώπιόν μας οἱ πλατύτατοι, οἱ χιμαιρικώτατοι ὁρίζοντες, οἱ καλοῦντες νὰ ἐξαντλήσουν τὰς δυνάμεις τῆς δημιουργίας καὶ τῆς φαντασίας, ὄχι ἡμῶν τῶν τωρινῶν ἀνθρωπαρίων, ἀλλὰ λεγεωνῶν ὅλων μεγάλων καὶ δυνατῶν δημιουργῶν, γενεῶν ὅλων τὴν εὐδαιμονίαν. Ἔχομεν ἐνώπιόν μας τὸν ζωγραφικόν μας κόσμον. Βεβαίως διὰ τοὺς καλλιτέχνας ἐκείνους -ἐννοῶ γενικῶς ἐκ τῶν γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν ὅλων- οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν νὰ πείσουν τοὺς Ἕλληνας, ὅτι δὲν ἔχουν κόσμον ἰδικὸν των, οὔτε ζωγραφικὸς κόσμος ὑπάρχει. Ἀλλὰ μετὰ ἑνὸς αἰῶνος ἀγῶνα, κατὰ τὸν ὁποῖον τόσοι καὶ τόσοι ἔπεσαν, χωρὶς νὰ κατορθώσουν νὰ μᾶς παρουσιάσουν οὔτε μύτην κόσμου ἄλλου, εἶναι καιρὸς νὰ τεθῇ σαφῶς, καθαρῶς, ἀδιασείστως, ὅτὶ ὁ κόσμος αὐτὸς δὲν ὑπάρχει δι᾿ αὐτοὺς καὶ ὑπάρχων δὲν ἀξίζει τίποτα, διότι οὔτε ἡ αἰσθητική των μόρφωσις τοὺς ἐπιτρέπει νὰ προσεγγίσουν καὶ προσεγγίζοντες νὰ ἰδοῦν τίποτε.
Ὁ ζωγραφικός μας κόσμος, εἶναι πρῶτον διὰ τοὺς τωρινούς μας ζωγράφους, οἱ ὁποῖοι ψυχικῶς, διανοητικῶς, καὶ αἰσθητικῶς, εὑρίσκονται εἰς τὴν εὐχάριστον δι᾿ αὐτοὺς θέσιν νὰ εἶναι τόσον πλησίον μὲ τὸν λαόν, ὁ Λαϊκός μας Κόσμος, δηλαδὴ τὸ πολὺ αὐτοῦ, ὁ χωρικὸς κόσμος. Καὶ εἶναι τόσον πλησίον των ὥστε αὐτοὶ τουλάχιστον δύνανται τώρα νὰ τὴν ἐκμεταλλευθοῦν. Καὶ ὅπως ὁ ἀτελὴς ζωγράφος μόνον ὅταν ἀντιγράφῃ ἐκ τοῦ φυσικοῦ πιστὰ κάμνει κάτι τι οὕτω καὶ ἡ πρωτογενὴς τέχνη εἶναι πλησίον τῆς πραγματικότητος.
Σώματα, ἐνδύματα καὶ ἔθιμα καὶ θρῦλοι, εἶναι ὅλα διὰ τὸν ποιητικώτερον καὶ ζωγραφικώτερον κόσμον, εἶναι τὰ πλούτη τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ ζωγράφου κατ᾿ ἐξοχήν. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ κάθε ἅρπαγμα κάθε χωριάτη, τῆς κάθε χωριάτισσας, ἡ χονδρὴ καὶ βάναυσος ἀντιγραφή, τῆς κάθε βράκας καὶ τῆς κάθε φουστανέλλας, τῆς κάθε ποδάρας, ὅπως γίνεται συνήθως εἰς τὴν ζωγραφικὴν καὶ τὴν φιλολογίαν. Εἶναι ἡ μελέτη, ἡ διευθέτησις, ἡ ἐκλογὴ ἐκ τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ τῶν στοιχείων τὰ ὁποῖα δύνανται νὰ λάβουν θέσιν εἰς τὴν τέχνη, εἶναι ἡ ἐξαγωγὴ καὶ ἐκλογὴ ἀπὸ τοῦ φυσικοῦ τοῦ καλλιτεχνικοῦ. Κατ᾿ ἐξοχὴν βάναυσα εἶναι τὰ φουστανελλικὰ καὶ χορικὰ ἀπεικονίσματα, εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν ζωγράφων. Ἀλλὰ ἡ «Ἀρραβών» τοῦ Γύζη κατὰ φύσιν εἰς ὅλα, ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλα κατὰ τέχνην, εἶναι καλλιτέχνημα ἄρτιον καὶ εὐγενέστατον. Ἀντὶ νὰ ἀντιγράφουν κόσμον ἄγνωοτον, τὸν εὐρωπαϊκόν, τὸν ὁποῖον μετακομίζουν μακρόθεν καὶ ὁ ὁποῖος τοὺς ἀποχαιρετᾷ τόσον ἐντελῶς, μετὰ ὀλίγων μηνῶν διαμονὴν ἐδῶ, ἀντὶ νὰ γίνωνται ἀστεῖοι, προσπαθοῦντες νὰ ἐκπλήξουν μὲ τὸν εὐρωπαϊσμόν των -τί φιλοδοξία καλλιτεχνῶν!- τοὺς ὀλίγους μας ἀρχοντοχωριάτας καὶ ἀντὶ τόσον ὀλίγης ἀστειοτάτης δόξης, νὰ χάνωνται, νὰ ἐξαφανίζωνται αὐτοί, εἶναι σωτήριον δι᾿ αὐτοὺς νὰ ἁρπάξουν τὸν ἄμεσον αὐτὸν κόσμον ποὺ ἔχουν ἐμπρός των, διὰ νὰ σωθοῦν αὐτοὶ μόνον. Ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνω, δὲν ἐννοῶ ὅπως γίνεται συνήθως καὶ εἰς τὴν ζωγραφικὴν καὶ τὴν φιλολογίαν, τὴν στενὴν ἀντιγραφήν· αὐτὴ εἶναι ἄχρηστος καὶ ἀηδής. Ἐννοῶ τὸν ἀνεπτυγμένον καὶ μελετητὴν νοῦν, ἐκλέγοντα καὶ διευθετοῦντα, τὸν καλλιτεχνικὸν ὀφθαλμὸν ἀπεικονίζοντα. Ἂς παρατηρήσουν, πῶς ὁ Γύζης των εἰς τὰς σπουδάς του, ἀπὸ τὰ λαϊκὰ σώματα, ἀπὸ αὐτὰ ἀκόμη τὰ κτηνώδη ἀνατολικά, καὶ ὅταν ἀκόμη θέλῃ τὴν ἀνατολικὴν κτηνωδίαν νὰ γράψῃ, καὶ τὴν γράφει τόσον δυνατά, ἐξάγει τὸ καλλιτεχνικὸν σχῆμα. Ἀλήθεια, τί ἐξαίσια ζωγραφικὰ ποιήματα εἶναι ἐμπρός των· καὶ ἀκόμη τί ἄμεσος, ἀνέπαφος, πλησιέστατος καὶ ὡραιότατος, διὰ λαμπροὺς πολυειδεῖς πίνακας, εἶναι ὅλος ὁ τόσον πλησίον των, ὁ τόσον πραγματικὸς καὶ ζωντανώτατος εἰς τὸ μέγιστον μέρος τῆς μεγάλης των πατρίδος -ὁ θλιβερώτατος καὶ ποιητικώτατος κόσμος τῆς σκλαβιᾶς- τὸν ὁποῖον τόσον γραφικώτατα εἰκονίζουν τὰ δημοτικὰ τραγούδια.
Καὶ τί ἄμεσος, ἀνέπαφος καὶ ὡραιότατος κόσμος, τὸν ὁποῖον δύνανται οἱ τωρινοὶ νὰ γίνουν ἱκανοί, διὰ νὰ ἀπεικονίσουν εἰς λαμπροὺς ἱστορικοὺς πίνακας, ὁ Ἡρωϊκὸς Κόσμος τῶν τελευταίων αἰώνων, ὁ κόσμος τῶν τελευταίων μας ἡρώων. Ἔχουν ἀνάγκην διὰ τοῦτον μόνον ἑνὸς τυφλοσύρτου, ἑνὸς ὁδηγοῦ, ἑνὸς ἐμπνευστοῦ, ἑνὸς ἐνθουσιαστοῦ καλλιτέχνου, ὁ ὁποῖος νὰ τοὺς ἀνάψῃ τὴν ψυχήν, ὁ ὁποῖος νὰ τοὺς ἀνοίξῃ τὰ μάτια, διὰ νὰ ἰδοῦν εἰς τὰ δημοτικὰ τραγούδια καὶ τὰ ποιήματα τῶν Παράσχων καὶ Βαλαωριτῶν, διὰ νὰ τοὺς φωτίσῃ τὸν νοῦν, νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ τὸ χέρι, εἰς τὰς νευρώδεις γραμμάς, τὰς λυγηρὰς καὶ τὰς ὡραίας τῶν ἀγωνιζομένων μὲ τὸν θάνατον.
16
Ἔχουν ἀνάγκην ἑνὸς μεγάλου καλλιτέχνου, ὁ ὁποῖος νὰ τοὺς εἶδε, νὰ τοὺς ἠσθάνθη, νὰ τοὺς ἠννόησε, νὰ εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τοὺς ἀπεικονίσῃ, διὰ νὰ τοὺς ἰχνογραφήσῃ τὰς εἰκόνας. Τὸν καλλιτέχνη αὐτὸν τὸν ἔχουν. Καὶ εἶναι ἀπαράμιλλος. Καὶ εἶναι νεαρώτατος καὶ εἶναι σύγχρονος τῶν ἡρώων. Εἶναι ὁ Ὅμηρος. Ὁ πραγματικὸς αὐτὸς ἐσχατόγηρως τοῦ κόσμου, αὐτὸς εἶναι ὁ ροδοπάρειος καὶ ξανθοχαίτης ἡρωϊκώτατος ἔφηβος. Αὐτὸς ὡδήγησεν τὸν νοῦν καὶ τὸ χέρι τῶν παλαιῶν μας καλλιτεχνῶν καὶ σήμερον δὲν ἐννοεῖται καὶ δὲν βλέπεται πραγματικῶς καὶ δὲν ἀπεικονίζεται παρὰ διὰ μέσου αὐτοῦ, ὁ λερώτατος καὶ σκονισμένος σὰν κάθε ἥρωα τῆς Τρωάδος Κατσαντώνης ἢ Βλαχάβας ἢ Κολοκοτρώνης ἢ Καραΐσκος ἢ Μάρκος. Δὲν ἐτρελλάθην βέβαια διὰ νὰ ζητῶ ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς τωρινοὺς νὰ ἔχωμεν σχέσιν μὲ τὴν μουσικὴν τοῦ Ὁμήρου, ἀλλὰ δυνάμεθα θαυμάσια νὰ κάμωμεν τὴν δουλειά μας, μὲ τὰς μεταφράσεις τῶν σχολείων. Καὶ ὅσον παραδοξολογία καὶ ἂν φανῇ εἰς τωρινούς, ὁ Ὅμηρος εἶναι ὁδηγός των, ἐκεῖ θὰ εὕρουν τὴν πραγματικότητα τοῦ ἰδικοῦ μας ἥρωος. Τὴν ρυπαρότητα καὶ τὴν σκόνην, τὴν διχόνοιαν καὶ τὸν φθόνον, τὸ μυϊκὸν τέντωμα τῆς κομπορρημοσύνης καὶ τῆς καυχησιολογίας, τὸ ἀνέμισμα τῆς αὐθάδους καὶ ἀνυπότακτου χαίτης καὶ γλώσσης, τὸ βλοσυρὸν καὶ ὑβριστικὸν βλέμμα, καὶ τὴν ἀγέρωχον περιφρόνησιν τοῦ συναγωνιστοῦ, τὴν ὑβρίζουσαν καὶ βωμολοχοῦσαν ὁρμὴν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, τὴν ὑψίστην ἀνθρωπίνην νοητικήν, ψυχικὴν καὶ μυϊκὴν ἔντασιν, διὰ μέσου τοῦ ἐχθροῦ, κατὰ τοῦ λαφύρου. Τὴν ἤρεμον βασίλειον λυγηρότητα τῆς νυμφικῆς στάσεως διὰ τὴν ἀθανασίαν τοῦ Μάρκου, ἢ τοῦ Ἀχιλλέως, τοῦ ἑνὸς Ἕλληνος ἥρωος. Διότι ὁ δαιμονισμένος Ἕλλην καὶ τὴν στάσιν αὐτὴν ἀκόμη διὰ τὴν ἀθανασίαν φροντίζει νὰ λάβῃ, διὰ ν᾿ ἀπαλλάξῃ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόπον τὸν καλλιτέχνην, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ ἔπειτα νὰ τὸν ἀπαθανατίσῃ. Καὶ λέγω αὐτό, διὰ νὰ δώσω ἕνα παράδειγμα τῶν μέσων, τὰ ὁποῖα ἔχομεν καὶ διὰ νὰ εἰπῶ, ἰδοὺ ἕνας θαυμάσιος ὁδηγὸς τῆς ἰδέας πρός τι, καὶ μετὰ τὸν ὁδηγὸν τῆς ἰδέας πρός τι, ἰδοὺ καὶ ὁ Γύζης διὰ νὰ ὁδηγήσῃ τὸ μάτι καὶ τὸ χέρι πρὸς εὕρεσιν τοῦ σχήματος. Διότι ἐνῷ φωνάζουν πολλοὶ ὅτι δὲν ἐχομεν τίποτε διὰ νὰ ὁδηγηθῶμεν, ἐγὼ βλέπω ὅτι ἔχομεν τὰ πάντα, ἀφθονώτατα διὰ τὸ κάθε τι.
Μετὰ τὸν Λαϊκὸν ἔχομεν τὸν Θρησκευτικόν μας κόσμον. Ἐχομεν νὰ ἀντλήσωμεν ὅπως ὁ Ράλλης ἀπὸ τὰ μοναστήρια, καὶ τὰς ἐκκλησίας καὶ τὰς τελετάς, ὡραίας εἰκόνας καὶ ἔχομεν νὰ ἐπενδύσωμεν αὐτοὺς τοὺς ναούς μας. Ἡ Ἐκκλησία τὸ διατάσσει. Ἔχομεν νὰ ἀναδημιουργήσωμεν τὸν θρησκευτικόν μας κόσμον ὁλόκληρον. Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸς ἐπίσης, εἶναι πλησιέστερος παντὸς ἄλλου εἰς τὸν τωρινὸν ζωγράφον. Καὶ δὲν εἶναι δυστύχημα, ὅτι ὁ τωρινὸς ζωγράφος δὲν εὑρίσκεται εἰς στενὰς σχέσεις μὲ τὸν ἱερέα καὶ τὸν ἅγιον, ὅπως θὰ διετείνετο ὁ κάθε πεζὸς φραγκοφορεμένος ἱεροκήρυξ, ἀλλὰ εὐτύχημα. Ὁ Ἕλλην, δὲν ἔχει φύσει ἄλλην σχέσιν μὲ τοὺς Ἁγίους του -δηλαδὴ τοὺς Θεούς του- παρὰ τὰς αὐτὰς φιλικὰς ἐκδηλώσεις ποὺ ἔχει μὲ τοὺς βουλευτάς του. Συναλλάσσεται, ἀνταλλάσσει φιλοφρονήματα καὶ δῶρα, καὶ πηγαίνει πρὸς αὐτούς, ὅταν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου χορεύουν, τραγουδοῦν καὶ παίζουν μουσικήν. Ὁ Ἕλλην φύσει, ἐπισκεπτόμενος τὸν Θεόν, ἀποκαλύπτεται, μένει ὄρθιος, τὸν χαιρετᾷ μειδιῶν, τοῦ ὁμιλεῖ εἰς ἑνικὸν ἀριθμόν, καὶ συνομιλεῖ διὰ τοῦ τραγουδοῦντος ἱερέως καὶ ψάλτου. Καὶ μετὰ τὴν βραχεῖαν ἐπίσκεψιν, εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸ προαύλιον, ἐννοεῖ νὰ στήσῃ τὸ πανηγύρι του, νὰ φάγῃ, νὰ πιῇ, νὰ χορεύσῃ, νὰ τραγουδήσῃ, νὰ εὐφρανθῇ, καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς χαρᾶς, τοῦ οἴνου, τοῦ ἔρωτος, εὐφραίνει καὶ τὸν Θεόν του. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορον, ἐὰν δὲν συμφωνῇ ἡ πραγματικότης, μὲ τὰς ἰδέας τοῦ κάθε φραγκοφορεμένου ἱερομωρολόγου· ἄλλο ραγιὰς καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ἄλλο φραγκοπίθηκος καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ὁ λαός μας οὕτω ἐκδηλώνει τὸ θρησκευτικόν του αἴσθημα σήμερον καὶ ὁ λαὸς τῆς ἀκμῆς τῆς νέας θρησκείας μας, ἤτοι τῆς ἐποχῆς τῶν Χρυσοστόμων, οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτόν. Καὶ οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτὴν τότε καὶ ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία. Ἡ τωρινὴ θρησκεία μας ἔχει τὴν σκυθρωπότητα τῆς σκλαβιᾶς ποὺ ἐπέρασε, τὴν θλῖψιν τῶν βασάνων ποὺ διῆλθε, καὶ αὐτὴν ἀκόμη τώρα τὴν ἐπίδρασιν τῶν εὐρωπαϊκῶν ἰδεῶν διὰ τῶν Γερμανοπαθῶν παπάδων καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐξωτερικὴν μορφὴν τὴν ὁποίαν ἐφιλοπόνησεν δι᾿ ὅλα ἡ Ἐλεεινότης μας.
17
Ἔχομεν λοιπόν, νὰ ἀναδημιουργήσωμεν μὲ τὴν ἐλευθέραν μας τώρα ψυχὴν τὸν Θρησκευτικόν μας κόσμον, μὲ ὅλην τὴν ζωηρότητα καὶ φαιδρότητα τῶν χρωμάτων, νὰ ἐπενδύσωμεν μὲ χαίρουσαν καὶ ἑορταστικὴν καὶ χρυσοστόλιστον ζωγραφικήν, ὅλους τοὺς τοίχους τῶν ναῶν μας, ἀναδημιουργοῦντες μὲ νέαν ἀντίληψιν καὶ δίδοντες νέαν μορφὴν εἰς τὴν χριστιανικήν μας τέχνην.
Σεῖς οἱ ζωγράφοι θὰ χαροποιήσετε καὶ θὰ φωτίσετε τοὺς ναούς μας. Καὶ εἶναι ἀκατανόητον πῶς ἐνῷ ὑπάρχει Λύτρας, μὲ τὴν ἁπλῆν λαϊκὴν ψυχὴν τοῦ νησιώτου καὶ τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα ἀδελφὸν μὲ τοῦ Παπαδιαμάντη, τύπος ὁ ὁποῖος ὁλοὲν χάνεται, δὲν παρεδόθη εἰς αὐτόν, ἕνας μικρὸς ὡραῖος ναΐσκος διὰ νὰ τὸν ζωγραφίσῃ καὶ ἔλθουν μίαν ὥραν ταχύτερα οἱ ξένοι καὶ μᾶς γράψουν: «ἡ ἀναγέννησις τῆς Τέχνης ἐν Ἑλλάδι» διὰ νὰ τὸ πιστεύσωμεν, ἔπειτα καὶ μεῖς. Ἀλλὰ νὰ μὴ πάρετε ὡς ὑποδείγματα τὰς Ἰταλίδας-παρθένους, μὲ τὰ θεατρικὰ ἀνατινάγματα, πεπλώματα καὶ χρώματα, -ἀλλὰ τὴν Ἑλληνίδα ποὺ ἔχετε ἐμπρός σας -τὴν μητέρα σας- καὶ νὰ διδαχθῆτε ἀπὸ τὰς εἰκόνας μας τὸ αἴσθημά μας καὶ νὰ πάρετε τὰ χρώματά σας ἀπὸ αὐτὰς καὶ ἀπὸ τὰ χρώματα τοῦ λαοῦ. Ἕνα καὶ τὸ ἴδιον πρᾶγμα εἶναι ὅλα. Πρὸς τοῦτο ἀρκεῖ ἡ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν θρησκευτικῶν βιβλίων, ἡ μελέτη τῶν θρησκευτικῶν παραστάσεων εἰς τοὺς ναούς, ἡ μελέτη τοῦ αἰσθήματος τοῦ λαοῦ καὶ κυριώτατα, ἡ βαθυτάτη μελέτη τῆς θρησκευτικῆς μας Τέχνης, τῆς φυσικὰ περιφρονημένης ἀπό τοὺς Ρωμηούς, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἑλληνικὰ πράγματα. Ἀλλ᾿ ἥτις ὅμως, δὲν θὰ ἀργήσῃ πολὺ ὁ καιρός, ποὺ θὰ τεθῇ πλησίον τῆς ἀρχαίας χαμένης της ἀδελφῆς καὶ ὑπεράνω τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἰταλικῆς Αναγεννήσεως. Καὶ ἡ μελέτη αὕτη καὶ ἡ ἀναδημιουργία αὕτη, μᾶς ἀνοίγει τὰς θύρας, μᾶς ἀναβιβάζει καὶ εἰς κόσμον ἄλλον, εἰς κόσμον εὐρύτερον, εἰς κόσμον ἀνώτερον, εἰς κόσμον χιμαιρικόν, εἰς τὸν Βυζαντινόν μας κόσμον, τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ τὴν ἔκφρασιν.
Μετὰ τὸν Λαϊκὸν λοιπὸν κόσμον, μετὰ τὸν Ἡρωϊκόν, μετὰ τὸν Θρησκευτικόν, ἔχομεν τὸν Βυζαντινόν μας Κόσμον. Ἡ θρησκευτική μας τέχνη, ἡ πλησιεστέρα ἡμῶν, εἶναι καὶ ἡ κλεὶς διὰ τῆς ὁποίας μᾶς ἀνοίγονται αἱ θύραι τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου, τοῦ ζωγραφικωτάτου τῶν κόσμων μας. Ἀλήθεια τί ἀξιοθρήνητον θέαμα. Ἐνῷ ἡμεῖς ὑβρίζομεν τὸν κόσμον αὐτόν, ἄνθρωποι ξένοι, ὁδηγοῦντες τὰς ἰδέας καὶ τὰς τέχνας ἐν Εὐρώπῃ, εἰσέρχονται εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, τὸν ἰδικόν μας καὶ γίνονται ἔνδοξοι καὶ στεφανώνονται, ὡς ἐξερευνηταὶ καὶ ἐφευρέται καὶ ὑμνωδοί του. Εἰσέρχονται καὶ κατακτοῦν καὶ στολίζονται καὶ θησαυρίζουν, ἔρχονται καὶ μᾶς παίρνουν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια μας καὶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια μας τοὺς θησαυρούς μας ποὺ ἡμεῖς περιφρονοῦμεν σὰν ἄγριοι κλείοντες ἐπιμόνως τὰ μάτια μας εἰς τὴν καλλονήν. Ἤδη εἰς τὴν Εὐρώπην αἱ ἐκ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης ἐμπνεύσεις καὶ μιμήσεις εἶναι τοῦ συρμοῦ. Ὁ Βυζαντινός μας κόσμος εἶναι ἐντελῶς ἀνεκμετάλλευτος· ὅλαι αἱ πολύτιμοι ὗλαι ἀνατολῆς καὶ δύσεως, ἀποσύρονται ἀπὸ τοὺς τόπους καὶ τὰς χεῖρας τῆς βαρβάρου οἰκουμένης, ἵνα διὰ χειρῶν ἑλληνικῶν συνδυασθοῦν καὶ μεταμορφωθοῦν εἰς στολίσματα, τοῦ ἑνὸς Ἕλληνος δεσπότου, ὁ ὁποῖος βασιλεύει ἐπὶ τοῦ μίγματος ὅλων τῶν φυλῶν. Ἀμύθητος εἶναι ὁ πλοῦτος, ἀμύθητος εἶναι ἡ ποικιλία, μὲ τὴν ὁποίαν ἐστολίσαμεν τότε οἰκοδομήματα, οἰκίας, βασίλεια δώματα, τοὺς νέους ναούς, καὶ ἀδιήγητον τὸ πλούσιον κάλλος τῶν ἐνδυμάτων καὶ ὅλων τῶν στολισμάτων τοῦ τότε μας βίου.
Ἡ ζωγραφική, ἡ ὁποία περισσότερον ἀπὸ κάθε γυναῖκα, ἀγαπᾷ τὸ ὕφασμα καὶ τὸ χρῶμα καὶ τὸ πετράδι, δὲν ἔχει κόσμον ὡραιότερον νὰ ποθήσῃ. Καὶ μέσα εἰς τὸν φανταστικώτερον διάκοσμον, τί μορφαὶ καὶ τί ἱεροτελεστίαι Παναθηναίων καὶ τί Βασίλειαι πομπαὶ Ἀλεξάνδρων, καὶ τί μορφαί, καὶ τί στρατοὶ καὶ τί θρίαμβοι, καὶ τί δράματα καὶ τί μυθιστορήματα καὶ τί θρῦλοι καὶ τί θαυμάσιοι παπάδες -οἱ ὀλιγώτερον παπάδες ποὺ ὑπῆρξαν καὶ θὰ ὑπάρξουν ποτέ- ρασοφόροι ρήτορες καὶ δημαγωγοὶ καὶ δημεγέρται καὶ ἐθνεγέρται καὶ ἐθνομάρτυρες καὶ ἐθνάρχαι καὶ ὅλα αὐτὰ ὅπως εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ζωνόμενα ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Βοσπόρου, κινούμενα μέσα εἰς τὰ μαγευτικὰ τοπία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέσα εἰς τὸ μυριάνθρωπον καὶ μυθικὸν αὐτὸ τότε Παρίσι, τὸ φωτεινότατον αὐτὸ Παρίσι, εἰς τὸ τρισβάρβαρον σκότος τοῦ τότε εὐρωπαϊκοῦ κόσμου, καὶ τὸ αὐτάδελφον τρισβάρβαρον φῶς τοῦ Ἀνατολικοῦ κόσμου, σὰν τὸ Παρίσι τὸ τώρα λόγου χάριν, χωρὶς κανένα ἄλλο ἔθνος μὲ πολιτισμὸν γύρω του. Καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος κινούμενος, φαιδρός, ἐλαφρός, ἑορταστικός, φλύαρος, χαριτολόγος, ἐνθουσιώδης, ὅπως εἴμεθα ἡμεῖς πάντοτε, εἰσερχόμενος εἰς οἰκοδομήματα, ναοὺς καὶ βασίλεια, πλέοντα εἰς χρυσὸν καὶ ἀργύρους καὶ πολυτίμους λίθους, ἀνατινάσσων εἰς τὸν ἀέρα θόλους παμφώτους καὶ μὲ σπίτια σὰν παραμύθια τῆς Χαλιμᾶς, κλίνοντα ἐπὶ τῶν νερῶν τοῦ Βοσπόρου, καὶ μοναστήρια καλλιεργοῦντα τέχνας καὶ ἔρωτας, κατοπτριζόμενος μὲ ὅλα τὰ φανταστικὰ ὄνειρα ποὺ περιφέρομεν εἰς τὴν γῆν.
18
Καὶ ἐκτὸς τῶν ὑλικῶν τὰ ὁποῖα μᾶς παρέχει, διὰ παντὸς εἴδους θέματα ζωγραφικῆς, ἡ τέχνη τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, μᾶς διδάσκει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ, διὰ τῆς θρησκευτικῆς τέχνης εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἀντίληψιν τῆς ζωγραφικῆς. Ἔχει τὴν διαυγῆ γραμμήν, τὸ διαυγέστατον καὶ λεπτότατον σχεδίασμα παντὸς ἀντικειμένου τοῦ ζωγραφήματος, ἔχει τὰς στάσεις καὶ τὰς ἐκφράσεις τὰς ἰδικάς μας, ἔχει τὰ ἁπλᾶ αὐστηρὰ χρώματα καὶ τοὺς συνδυασμούς των κατὰ τὴν προηγουμένην μας αἰσθητικήν, ἔχει τὴν αἴσθησιν καὶ τὴν τέχνην τῆς πτυχολογίας, τὴν ὁποίαν οὔτε κανεὶς εὐρωπαϊκὸς λαὸς ἐννόησε οὔτε θὰ ἐννοήσῃ ποτὲ διὰ νὰ τὴν ἀναπαραστήσῃ. Ἀλλὰ αὐτὰ χρειάζονται ἐρεύνας, ἔρωτας, ἀφοσιώσεις, ἐργασίαν, ἐργασίαν, ἐργασίαν.
Ἄχ τί ἡμέραι ὡραίας ζωῆς, ποὺ δὲν θὰ ἰδοῦμεν ἡμεῖς, ὅταν νέοι Ἕλληνες μὲ ἐλεύθερον τὸν νοῦν, ἀπὸ τὴν σκλαβιὰν τῆς δουλικῆς ἀπομιμήσεως, μὲ νοῦν φωτισμένον, μὲ τὴν γνῶσιν τοῦ ὑψηλοῦ καὶ τοῦ ὡραίου, μὲ νοῦν ἔχοντα συναίσθησιν τῆς καλλονῆς μας, θὰ ὁρμήσουν ἐνθουσιῶντες πρὸς ἀπόλαυσιν καὶ ἀναπαράστασιν τῶν περασμένων μας καιρῶν! καὶ τί θαυμάσια ἔργα θὰ ἀναδύσουν ἀργότερα -μοιραίως.
Καὶ μετὰ τὸν ἀνώτερον αὐτὸν κόσμον, ὁ ὁποῖος μᾶς πλησιάζει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ, διὰ μέσου τῶν ὁλοχρύσων στοῶν του, καὶ μᾶς δίδει τὰς κλεῖδας εἰς τὸ χέρι, ἔχομεν ἄλλον Κόσμον καὶ αὐτοῦ ἀνώτερον, τὸν Ἀνώτατον Κόσμον ὁ ὁποῖος ἄνθισε ἐπάνω εἰς τὴν γῆν ἕως τώρα. Ὁ βυζαντινός μας κόσμος, εἶναι ἀκριβῶς τὰ Προπύλαια τοῦ ἀρχαίου μας κόσμου, σὰν τὰ Προπύλαια τοῦ Παρθενῶνος θαυμάσια, ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὴν τελευταίαν ἐκδήλωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἐξωραϊσθέντος καὶ ὁμοιάσαντος τὸ ἰδανικόν του, δηλαδὴ γενομένου θεοῦ. Ὁ κόσμος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ σημερινὸς πολιτισμὸς ἀντλεῖ τὰς ὡραιοτέρας του ἐμπνεύσεις, ὁ κόσμος πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ σημερινὸς πολιτισμὸς στρέφεται μὲ τὴν αὐτὴν δίψαν γαλήνης, καλωσύνης, εὐγενείας, ὡραιότητος, ἁρμονίας, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ σιδηροφόροι λαοὶ τῆς Δύσεως καὶ οἱ πτερωτοὶ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς ἐστρέφοντο πρὸς τὴν Βασιλεύουσαν. Ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος δὲν θὰ πεθάνῃ ποτὲ διότι εἶναι τὸ Ἔαρ. Διότι εἶναι ἡ ὡραιοτέρα καὶ ἐκλεκτοτέρα ἀνθρωπότης, πρὸς τὴν ὁποίαν ἕως τώρα, καμμία ἐκδήλωσις λαοῦ ἄλλου δὲν ἐπλησίασε -δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ πλησιάσῃ, οὔτε θὰ πλησιάσῃ ποτέ. Ἀλήθεια, καμμία ἀνάγκη δὲν ὑπάρχει διὰ νὰ δείξῃ κανεὶς ὅτι ὁ ζωγράφος ἐκεῖ, ἔχει τὰ ἐκλεκτότερα καὶ ὡραιότερα ὑλικὰ τοῦ κόσμου, κάθε γραμμὴν καὶ κάθε χρῶμα καὶ κάθε πρᾶγμα, ἀναβιβασμένον εἰς τὴν ἐσχάτην του εὐρυθμίαν, ἁπλότητα, εὐγένειαν καὶ λεπτότητα, θαυμάσια ὅλα ἐναρμονισμένα, διὰ νὰ συνθέσῃ τὴν εἰκόνα του. Ἔχει ἀκόμη τὸν ὡραιότερον τύπον τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀκόμη τὸ μόνον ἀνθρωπινὸν ἔνδυμα, τὸ ὁποῖον εἶναι διὰ τὴν τέχνην· καὶ κάθε σκέψις καὶ κάθε ἀναπαράστασις ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτό, εἶναι εἰκὼν πραγματικὴ καὶ εἶναι εἰκὼν ἰδανικωτάτη. Ὁ κόσμος αὐτὸς δὲν ἀπέθανε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποθάνῃ. Καὶ ὁ κάθε Tadema καὶ ὁ κάθε Eromme καὶ ὁ κάθε Chavanne καὶ οἱ Stuck καὶ οἱ Klinger κάθε ἐποχῆς -ἔγραψα τόσα χωρὶς νὰ ἀναφέρω ξένα ὀνόματα καὶ θὰ μὲ περάσουν δι᾿ ἀμαθέστατον- θὰ προσπαθοῦν νὰ ἀναπαραστήσουν, ὅ,τι μόνον ἡμεῖς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπεικονίσωμεν. Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸς ὡς πηγὴ ἐμπνεύσεως καὶ θησαυρὸς πρὸς δημιουργίαν νέων δημιουργημάτων, εἶναι πρὸς ἡμᾶς ἀκριβῶς ὅ,τι ἦτο διὰ τοὺς ἀρχαίους ὁ μυθολογικός των κόσμος. Εἶναι ὁ ὡραιότερος μυθολογικός μας κόσμος. Καὶ δι᾿ αὐτὸν ἡμεῖς ἔχομεν εἰς τὰ μάτια μας τὴν γῆν τὴν ἰδίαν, τὸ φῶς τὸ ἴδιον, τὰς ἰδίας γραμμάς, αὐτὰ τὰ τότε οἰκοδομήματα, τὰ αὐτὰ σώματα, διὰ πρότυπα, καὶ εἴμεθα οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, διὰ νὰ δυνάμεθα νὰ δημιουργήσωμεν ὡραῖα ἔργα, ὅταν θὰ θελήσωμεν νὰ γίνωμεν ἄνθρωποι.
Καὶ ὁ καλὸς αὐτὸς μᾶς ὁδηγεῖ καὶ μᾶς εἰσάγει εἰς κόσμον ἄλλον εὐρύτερον καὶ ἰδανικώτερον, εἰς τὸν Μυθολογικόν μας Κόσμον. Εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν τὸν ἰδανικώτερον καὶ γενικώτερον, εἶναι μόνον ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ φύσις, ἡ ὕλη καὶ ἡ ἰδέα. Κάθε ἀνθρώπινον συναίσθημα καλὸν ἢ κακόν, κάθε ἀνθρώπινος ἰδέα περὶ φυσικῆς δυνάμεως, φιλανθρώπου ἢ μισανθρώπου, κάθε τρόμος, κάθε χαρά, κάθε λύπη, κάθε ἰδέα καὶ μορφὴ τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου, περὶ τῶν φυσικῶν δυνάμεων, περὶ τῶν κοσμογονικῶν, περὶ τῆς μορφῆς τῆς θεότητος, εἶναι ἐλεύθερα σαρκωμένη εἰς σώματα θεσπέσια. Ἔχομεν λοιπὸν μελετῶντες καὶ ἐμβαθύνοντες εἰς τὰς ἐνσαρκώσεις αὐτὰς καὶ δι᾿ αὐτῶν μελετῶντες καὶ ἐμβαθύνοντες εἰς τοὺς μύθους μας, νὰ ἀναδημιουργήσωμεν μὲ πνεῦμα νέον, ὅλον μας τὸν Μυθολογικὸν κόσμον, φαυταζόμενοι μὲν ὅπως θέλομεν ἡμεῖς τὰς Ἀφροδίτας καὶ τοὺς Ἀδώνιδας, ἐκφράζοντες ὅπως θέλομεν ἡμεῖς, τὰς νύμφας καὶ τοὺς σατύρους μας, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδικήν μας αἰσθητικὴν σχήματος καὶ χρώματος, ἵνα ἀντιθέτωμεν αὐτὰ πρὸς τὰ τοιαῦτα εὐρωπαϊκὰ ἔργα.
Καὶ ἔχομεν ἀκόμη, τὸν Ἰδανικὸν καθαρῶς Κόσμον, τὸν νέον, τὸν γεννώμενον ἀπὸ ὅλην τὴν περασμένην καὶ τωρινὴν ἀνθρωπότητα, τὸν γεννώμενον ἀπὸ τὰς ἰδέας καὶ τὰς ἐλπίδας καὶ τὰ ὄνειρα τοῦ μέλλοντος τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἰδιαίτερον καὶ νέον κόσμον, τὸν ὁποῖον ὁ καλλιτέχνης, ἐννοῶ ὁ μέγας, ἐννοῶ ὁ δημιουργός, ἐκ τῆς ἰδίας του ψυχῆς, ὅπου ζῇ ἡ τέφρα τοῦ παρελθόντος ὅλου, ἀντλῶν, πλάττει κόσμον νέον, κόσμον τοῦ μέλλοντος καὶ δίδει τὴν πρώτην μορφὴν εἰς ὅ,τι δὲν ἐνεσαρκώθη εἰς τὴν μορφὴν μέχρι τῆς ἡμέρας του, τὸν ἐλεύθερον καὶ φαυταστικὸν καὶ ἄπειρον καὶ δημιουργικὸν κόσμον, πρὸς τὸν ὁποῖον ὅλοι νομίζουν ὅτι εἶναι εὔκολον νὰ εἰσέλθουν καὶ καθένας προτιμᾷ, διότι φαντάζεται εὐκολώτερον, ἀλλὰ κόσμον ἀπρόσιτον, διὰ πάντας τοὺς ἄλλους ἐκτὸς τῶν δαιμονίων φύσεων, τῶν ἡρώων καὶ τῶν θεανθρώπων.
19
Ἔχομεν λοιπὸν τὸν Φυσικὸν κόσμον, τὸν Λαϊκόν, τὸν κόσμον τῆς Σκλαβιᾶς, τὸν Ἡρωϊκόν, τὸν Θρησκευτικόν, τὸν Βυζαντινόν κόσμον, τὸν Τέλειον κόσμον, τὸν Μυθολογικόν κόσμον. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ κόσμοι οἱ ἰδικοί μας, τῶν ὁποίων καὶ ἡ κάθε γραμμὴ καὶ ἡ κάθε ἔκφρασις, εἶναι ἰδιόρρυθμος καὶ ἰδιόμορφος καὶ δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ καμμίαν παράλληλον ἔκφρασιν, εἴτε γαλλικοῦ, εἴτε ἀγγλικοῦ, εἴτε ἰταλικοῦ, εἴτε γερμανικοῦ κόσμου κανενός, ἀποτελοῦν ὅλοι μαζὶ τὸν ἑλληνικὸν ζωγραφικὸν κόσμον, ὁ ὁποῖος εἶναι τὰ σπλάγχνα μας, τὸ πνεῦμά μας, ἡ ψυχή μας, τὸ αἷμά μας.
Ἰδοὺ οἱ δρόμοι, αἱ μεγάλαι λεωφόροι αἱ ἄγουσαι πρὸς τοὺς εὐρυτάτους καὶ ὡραιοτάτους ὁρίζοντας τῆς ζωγραφικῆς. Δὲν εἶναι προγράμματα καὶ συστήματα, καὶ κριτικὴ καὶ ἀτομικαὶ ὀρέξεις, καὶ διδασκαλίαι, καὶ πόθοι ἐπιδείξεως γνώσεων, καὶ πόθοι διευθύνσεως καὶ ἀρχηγίας, πόθοι θέσεων, ὅπως φωνάζουν μερικοί, μόλις παρουσιασθῇ κανεὶς νὰ ὁμιλήσῃ θετικώτερον περὶ ἑνὸς πράγματος καὶ νὰ προσφέρῃ εἰς τοὺς συναγωνιστάς του ὅ,τι ὁ ἔρως τοῦ ὡραίου, τοῦ ἰδικοῦ μας τὸν ἔκαμε νὰ ζητήσῃ. Ἐδῶ μάλιστα βλέπει ὁ καθεὶς φανερά, ὅτι δὲν ὑπάρχει εἰς τὰς γραμμὰς αὐτάς, οὔτε ἡ ἐγωϊστικὴ φροντὶς διὰ τὴν καλὴν ἐκδήλωσιν τῆς ἰδέας. Εἶναι πέταγμα, σφάξιμον μᾶλλον ἰδεῶν, διότι ἡ ζωὴ εἶναι ὀλίγη, ἡ ὥρα τῆς ζωῆς περνᾷ, καὶ εἶναι μόνον νύξεις. Καὶ εἶναι τὰ Πράγματα, διὰ τὰ ὁποῖα, ἀπορῶ πῶς ἐξ ἀρχῆς δὲν ἐτέθησαν καὶ δὲν ἔγιναν κοινὰ καὶ ἀδιάσειστοι θεμελιώδεις ἰδέαι, ὅτι διὰ νὰ δημιουργήσωμεν πᾶν τι, ἀνάγκη ν᾿ ἀντλήσωμεν ἀπὸ τὸν γύρω μας κόσμον. Αὐτοὶ εἶναι οἱ μοιραῖοι δρόμοι πρὸς τοὺς ὁποίους θὰ βαδίσουν οἱ ζωγράφοι ὅταν ἀναπτύξουν τὸ πνεῦμά των. Καὶ ἐὰν δὲν δύνανται νὰ βαδίσουν τώρα ἀμέσως, αὔριον, μεθαύριον, εἰς τοὺς δρόμους αὐτοὺς θὰ βαδίσουν, εἴτε μετὰ εἴκοσιν, εἴτε μετὰ πεντήκοντα, εἴτε μετὰ ἑκατὸν ἔτη ἀκόμη, ἂν θέλετε, διότι αὐτὰ εἶναι τὰ Πράγματα, τὰ Φαεινὰ Πράγματα.
Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ πράγματα, διὰ τὰ ὁποῖα ἀερολογοῦμεν ἐπὶ ἕνα αἰῶνα. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ βαθύτατος πόθος ὅλων μας. Κανεὶς δὲν ὑπάρχει, μὴ θέλων, μὴ λέγων, μὴ ποθῶν ἑλληνικὴν τέχνη. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκφράζομεν θετικῶς, διότι δὲν ἐργαζόμέθα, δὲν μελετοῦμεν πράγματα, διὰ νὰ γεννῶμεν ἰδέας πραγματικάς. Αὐτὰ ζητοῦμεν δι᾿ ὅλων τῶν ἀοριστιῶν. Αὐτὰ ἠθελήσαμεν, ἐζητήσαμεν, ἠλπίσαμεν ἀορίστως, ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς Ἐλευθερίας. Αὐτὰ μαζί μας καὶ ἡ Εὐρώπη δυνατώτερα καὶ ἀπὸ ἡμᾶς. Αὐτὰ καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι ἐννοοῦμεν ὅλοι, λέγοντες Ἀναγέννησιν Ἑλλάδος. Καὶ αὐτὰ περιμένει δικαίως ἡ Εὐρώπη ἀπὸ ἡμᾶς καὶ πιστεύει ὅτι θὰ γίνουν. Καὶ δι᾿ αὐτὰ πεθαίνει ἡ κάθε μας γενεὰ μὲ τὸ φαρμάκι εἰς τὸ στόμα. Καὶ αὐτὰ δυνάμεθα ἡμεῖς νὰ κάμωμεν. Διότι δι᾿ αὐτὰ ὑπῆρξε πάντοτε καὶ ὑπάρχει τώρα Ἑλλάς. Καὶ δι᾿ αὐτὸ ὑπάρχομεν ἡμεῖς. Καὶ ὅταν ὑπάρχῃ καὶ ὑπάρχωμεν, θὰ γίνουν ἀργότερα μοιραίως. Θελήσωμεν λοιπὸν νὰ ἐννοήσωμεν, ὅτι δυνάμεθα νὰ εἴμεθα εὐπρόσωποι τώρα, μεταξὺ τῶν πρώτων ἀργότερα εἰς τὰς τέχνας καὶ τὰ γράμματα.
Καί, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ στρέψω τὰ μάτια τῶν πολλῶν πρὸς αὐτά, τῶν σημερινῶν καὶ αὐριανῶν νέων, κρίνω, ἐπικρίνω, κατακρίνω τοὺς ἐστραμμένους ἀλλοῦ. Καὶ διὰ νὰ βαδίσουν οἱ καλλιτέχναι πρὸς τὰ ἐκεῖ, ἀνάγκη ἀπόλυτος, ἐπείγουσα, νὰ θέσουν εἰς ἐνέργειαν τὰ ἐγκεφαλικά των κύτταρα: Τότε δυνατὴ ἡ κίνησις πρός τι. Ἀνάγκη μελέτης, ἐργασίας, πρὸς ἐξευγενισμὸν τῆς αἰσθήσεως: Τότε δυνατὴ αἴσθησις, νόησις τῆς εὐγενείας γραμμῆς καὶ χρώματος τῆς φύσεώς μας. Ἀνάγκη μελέτης τοῦ ἀγάλματος, πρὸς νόησιν τοῦ σώματος: Τότε δυνατὴ νόησις, ὅτι τὸ σῶμά μας εἶναι ὡραιότατον πρότυπον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κάθε εὐγενὴς αἴσθησις Γύζη, ἀνέτως, φυσικῶς, ἐξάγει εὐγενεστάτας μορφάς, τέχνης. Ἀνάγκη μελέτης τοῦ παρελθόντος πρὸς ζήτησιν, εὕρεσιν, ἐκλογήν, χειρισμὸν τῶν ὑλικῶν αὐτῶν: Τότε δυνατὴ εἴσοδος εἰς τοὺς κόσμους αὐτούς, τότε φυσικὴ ζωή, τότε ἄνετος δημιουργία, τότε ἐπιτυχία. Μὲ τὸν εὐρωπαϊσμόν, φονεύουν τὴν φύσιν των, ζοῦν, κινοῦνται, διανοοῦνται, καλλιτεχνοῦν ἄσκοπα καὶ ἀφύσικα καὶ εἶναι ἀστεῖο, διότι δὲν δημιουργοῦν τίποτε, καὶ χάνονται αὐτοί. Ἄνετος, ἐπιτυχὴς πᾶσα φυσικὴ ἐκδήλωσις. Δύσκολος, ἀτυχὴς πᾶσα ἀντιφυσική. Ἄλλο μελέτη εὐρωπαϊκῆς ζωγραφικῆς καὶ ἄλλο μίμησις δουλική, γελοία.
20
Ὁ Εὐρωπαϊσμός, ὢν ἀπομίμησις, δὲν εἶναι πρόοδος, ἀλλ᾿ ὀπισθοδρομικότης. Πρόοδος εἶναι ἡ χειραφέτησις ἀπὸ κάθε μίμησιν, ἡ ἐλευθέρωσις ἀπὸ κάθε δουλείαν, ἡ στροφὴ πρὸς τὴν φύσιν. Ἐκεῖ ἡ ἀλήθεια, ἐκεῖ ἡ ζωή, ἐκεῖ ἡ πραγματικότης, ἐκεῖ ἡ δημιουργία, ἐκεῖ ἡ πρωτοτυπία. Οὔτε ζωγράφος, οὔτε γλύπτης, οὔτε φιλόλογος, οὔτε μουσικός, οὔτε ἀρχιτέκτων εἶναι κανεὶς ἀληθινὸς -καὶ μὴ χανώμεθα πλέον ἀλληλοκοροϊδευόμενοι, σώνει ἕνας αἰὼν- ὅταν ἐπαναλαμβάνῃ μόνον ὅ,τι ἔμαθε εἰς τὸν τόπον καὶ τὴν σχολήν, ὅπου ἐδιδάχθη. Ζωγράφος, γλύπτης, φιλόλογος, μουσικός, ἀρχιτέκτων ἀληθινὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐσπούδασε μὲν ὁπουδήποτε θέλετε, ἐμελέτησε ὅλα τὰ ἐπίγεια, ἂν θέλετε, τόσον τὸ καλλίτερον, ἀλλ᾿ ὁ ὁποῖος, ὢν ἀπὸ ἕνα τόπον, ζῶν εἰς ἕνα τόπον, δύναται νὰ ἐκφράσῃ τὸν ἑαυτόν του, νὰ δημιουργήσῃ τὸ καλλιτέχνημά του, κατὰ τὴν φύσιν του καὶ ἀπὸ τὴν γύρω του φύσιν, συμφώνως πρὸς τὴν μίαν καὶ τὴν ἄλλην, δηλαδὴ φυσικὰ καὶ ἐλεύθερα. Πᾶσα προσπάθεια μετατοπίσεως, τῶν ἀσείστων αὐτῶν ἀληθειῶν, ὑπεκφυγῆς τῶν ἁπλῶν αὐτῶν ἀληθειῶν, ἐξαφανίζει μόνον τὸν προσπαθοῦντα τοιοῦτόν τι, χρησιμεύει μόνον διὰ νὰ ἀποδειχθῇ ἡ δύναμις τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, διότι καὶ εἰς τοὺς ἡρωϊκώτατα καὶ εἰλικρινέστατα σκοτωνομένους εἰς ἀπομιμήσεις, ἀνευρίσκονται ὑπεισερχόμενα ἀσυναισθήτως ὅλα τὰ χαρακτηριστικά της φύσεως τοῦ χαθέντος διὰ νὰ ἐκφράσῃ φύσιν ἄλλην ἀπὸ τὴν ἰδικήν του· αὐτὰ θὰ ἀποδειχθοῦν στρογγυλὰ ἀπό τους γύρω μας ἀνθρώπους καὶ τὰ ἔργα των. Κάθε ἄλλη λογικὴ εἶναι λογικὴ Ναστραδὶν Χότζα. Κάθε ἄλλη νεφελώδης θεωρία εἶναι δυσπεψία γνώσεων. Μελετᾶτε ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῶν λαῶν, ἀλλὰ νὰ ἐνεργοῦν καὶ ὀλίγον τὰ ἐγκεφαλικά σας κύτταρα, πηγαίνετε εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ὄχι διὰ νὰ γίνετε δοῦλοι. Μένετε ἄνθρωποι ἐλεύθεροι. Μὴ τρέχετε εἰς τὴν Εὐρώπην διψῶντες δι᾿ Ἀφέντην.
Ἐμπρός! καὶ Φαιδρυντήρια μὲν ἀλλὰ καὶ Σπαργανωτήρια. Σχέδιον, Σχέδιον, Σχέδιον οἱ ζωγράφοι καὶ ἀρχιτέκτονες. Καὶ ἐπίπλωσις κεφαλῆς. Μὲ τὰς ἐν συνόλῳ ἰδέας τῶν πολλῶν τωρινῶν, ποὺ δὲν ὑπερβαίνουν τὰ ὅρια τοῦ «παπουτσωμένου γάτου» ἀδύνατος ἡ κίνησις πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὁ καλλιεργῶν νόησιν, ἀποκτῶν ἰδέας, ἐξάγει ἑαυτὸν πρῶτον ἀπὸ τὸ κενὸν πάσης νοήσεως, συλλήψεως καὶ πόθου καὶ φωτός. Ἐμπρός! Δυσκολώτατος ὁ ἀγών, κατάφρακτος ὁ δρόμος -μόνον αὐτὸ γνωρίζω καλὰ καὶ μόνον αὐτὸ καλλίτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον. Θάρρος, θάρρος. Εἴμεθα ὀλίγοι οἱ ζητοῦντες ἑλληνικὴν ζωήν, ἀλλ᾿ εἴμεθα, ὑπάρχομεν εἰς ὅλους τοὺς κλάδους· ἀγωνιζόμεθα· ἡμεῖς θὰ νικήσωμεν· ὅσον μικραὶ καὶ ἂν εἶναι αἱ δυνάμεις τῶν ζωγράφων· ὅσον μικρὰ καὶ ἂν εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῶν πρώτων στρατιωτῶν τοῦ Ὡραίου, ἡ ἱστορία τῆς νέας ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς θὰ τὰ περισυνάξῃ μὲ ἀγάπην. Θὰ τὰ ράνῃ μὲ ἄνθη· ὅσον μικρὰ καὶ ταπεινὰ καὶ ἂν εἶναι, αὐτὰ θὰ περισυνάξῃ μὲ στοργήν, διότι τὰ ἄλλα, τὰ ἀντίγραφα, θὰ τὰ ἔχῃ πετάξει συντομώτατα ὁ καιρὸς εἰς τὰ καμμίαν σημασίαν καὶ ἔννοιαν ἔχοντα ἔργα.
Ἐμπρός! Χαρὰ καὶ ὄχι λύπη. Τόνος καὶ ὄχι ἀτονία. Ἂς ἀνατείνουν τὰ μάτια των εἰς τὸν κόσμον των καὶ ἂς ἡρωϊσθοῦν διὰ νὰ θραύσουν τὰ ἐμπόδια ποὺ τοὺς χωρίζουν ἀπὸ τὸ φῶς· ἂς μὴ περιπατοῦν πλέον ἐντὸς τοῦ παραδείσου των σὰν σκιαί, σὰν φάσματα νεκροφανῆ· ἂς ὀρθώσουν τὴν σπονδυλικήν των στήλην οἱ νέοι καλλιτέχναι· ἂς μὴν καμπουριάζουν τὰ νέα των σώματα· ἂς μὴ γερονταίνουν ἄλκιμα σώματα· ἂς μὴ διαπνέωνται ἀπὸ ὀκνηρίαν καὶ ἀτονίαν· ἂς μὴ ἐκφράζουν χαμηλοτάτην ὑλιστικότητα, πόθους χρήματος καὶ ρεκλάμας μόνον· ἂς μὴ δεικνύουν σώματα ἀηδιασμένα χωρὶς τίποτε νὰ γευθοῦν, σώματα νοσταλγικά, μουχλιασμένα σώματα ζώων ἀρρώστων, σώματα ἀντίτυπα τῶν καρεκλῶν τοῦ καφφενείου, σώματα γεμάτα Τρικουπισμοῦ καὶ Δηλιγιαννισμοῦ, σώματα ψήφων -ἂς μὴ ἀπελπίζωνται πρὶν ἀγωνισθοῦν· -ἂς μὴ ἀκινητοῦν χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἐμποδίζῃ τὸν ἀγῶνα, ἐνῷ ὅλοι μας ζητοῦμεν κίνησιν, ζωήν, ἀγῶνα νέων ὡραίων δημιουργιῶν. Ἡ τέχνη δὲν εἶναι ἐπάγγελμα, βιομηχανία, ἐμπόριον μόνον. Ἡ τέχνη εἶναι Ἔρως. Οὔτε κρύον, οὔτε ζέστην, οὔτε πεῖναν, οὔτε δίψαν, οὔτε ἐμπόδια, γνωρίζει ὁ ἔρως. Καὶ ἔρως εἶναι μέθη. Τίποτε δὲν εἶναι τὸ καλλιτέχνημα ποὺ δὲν τὸ γεννᾷ ἡ μέθη. Δι᾿ ὅλων τῶν ἀγωνισμάτων τῆς χαρᾶς καὶ τῆς μέθης καὶ τῆς ἡδονῆς, ἂς κατανικήσουν ὅλας τὰς σκληρότητας καὶ χονδρότητας τῶν σωμάτων των οἱ νέοι καλλιτέχναι, διὰ νὰ καταστήσουν τὸν ὀργανισμόν των εὐαίσθητον εἰς τὰς ἐξωτερικὰς εντυπώσεις. Δι᾿ ὅλων τῶν σφικτῶν ἐναγκαλισμῶν τῶν ὡραίων ἀθυρμάτων τῆς ζωῆς, δι᾿ ὅλων τῶν ἑορτασμῶν καὶ τῶν ἀγωνισμάτων, ἂς καταστήσουν τὸν ὀργανισμόν των λυγηρόν, ἐλαφρὸν καὶ ἐλεύθερον πυευματικῶν καὶ σωματικῶν ζυγῶν. Τότε αἴσθησις, τότε νόησις ἑλληνικῆς γραμμῆς καὶ χρώματος. Βύθισμα εἰς τὴν φύσιν καὶ διδαχὴ ἐξ αὐτῆς. Κάθε μέσον, κάθε μόχθος πρὸς λύγισμα καὶ λέπτυσμα σώματος καὶ αἰσθητηρίων πρὸς αἴσθησιν τῆς εὐγενείας τῶν ἀντικειμένων, πρὸς ἐξευγένισιν καὶ ἁβροποίησιν παντὸς ὅ,τι πιάνουν εἰς τὰ χέρια των. Τότε ἀνέβασμα τῶν ἀντικειμένων εἰς μορφὴν ἀνωτέραν, ἀντὶ κατεβάσματος τοῦ καλλιτέχνου εἰς πιστὴν φωτογραφικὴν ἀντιγραφὴν κοινῶν μορφῶν. Ζωὴ ἀνωτέρα τῶν ἀγοραίων καὶ καφφεναίων ἀνθρώπων, ἵνα κτηθῇ αἰσθητικὴ ἀνωτέρα τῶν πολλῶν, ἵνα κατορθωθῇ ἀνωτέρω ἐκδήλωσις τέχνης. Ἂς γίνουν οἱ καλλιτέχναι, πρῶτοι αὐτοί, ἀληθεῖς, βαθεῖς, ἄξιοι νὰ φέρουν τὸ βαρύτερον, ἱερώτερον καὶ ὑψηλότερον ἀξίωμα ἀπὸ τοῦ κάθε παπᾶ, τὸ ἀξίωμα τοῦ καλλιτέχνου. Καὶ διὰ νὰ εἴναί τις καλλιτέχνης ἀληθής, ἐντελής, ἀνάγκη νοὸς ἀνοικτοῦ, ὑψηλοῦ, λεπτοῦ, αἴσθησις εὐγενεστάτη. Καὶ ἡ ἐφαρμογὴ εἰς τὴν καθημερινὴν ζωὴν ὅλων τῶν κινήσεων, τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν ρυθμῶν, ἂς φαντάζεταί τις καὶ ποθεῖ εἰς τὰ ἔργα του, εἶναι ὁ μόνος τρόπος πρὸς ἔκφρασιν φυσικήν, ἀβίαστον διὰ τῆς Τέχνης. Καὶ ἂς ἐννοηθῇ βαθύτατα ὅτι τὸ πρώτιστον καὶ κυριώτατον καλλιτέχνημα τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ δημιουργήση ὁ καλλιτέχνης εἶναι ὁ ἑαυτός του. Νὰ βοηθήσῃ καὶ καλλιεργήσῃ τὴν φύσιν του πρὸς φυσικὴν καὶ ἐλευθέραν ἄνθησιν. Δύο εἴδη καλλιτέχνου ὑπάρχουν. Τὸ φυσικόν, τὸ αὐθόρμητον, τὸ ἀσυναίσθητον ἐντελῶς τὸ οὔτε διδασκόμενου, ἐνίοτε, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ἀρχῆς δημιουργόν, κορυφαῖον, φωταγωγόν, δηλαδὴ ἡ μονάς, ἡ ἐξαίρεσις, ἡ μεγαλοφυΐα. Καὶ τὸ ἄλλο, τὸ ἐργατικόν, μελετητικόν, ὑπομονητικόν, ἀφοσιωτικόν, ἀενάως τελειοποιητικόν, δηλαδὴ οἱ πολλοί. Οἱ πολλοὶ θεμελιώνουν, μορφοποιοῦν, προάγουν τὴν τέχνην. Ὁ εἷς ἔρχεται περισσότερος, δυνατώτερος ἀπὸ ὅλους καὶ αὐτὸς τὴν πετᾷ εἰς τὰ ὕψη. Καὶ διὰ μυριοστὴν καὶ ὑστάτην ἐδῶ φοράν, ἂς ἐρωτευθοῦν, ἂς ἐρωτευθοῦν μὲ πάθος βαθύτερον οἱουδήποτε ἄλλου πάθους τὴν Ἀττικὴν γῆν. Αὐτὴ εἶναι ἡ διδάσκαλος πάσης ὡραίας, ἐλαφρᾶς, ἱλαρᾶς σοφίας, λεπτοτάτης συναισθήσεως, ἡ ἀνέφικτος διδάσκαλος τῆς ἀριστοτεχνίας τῆς γραμμῆς καὶ τοῦ χρώματος, τῆς τελευταίας λεπτότητος γραμμῶν καὶ ἁβρότητος χρωμάτων. Καὶ ἀπὸ μέσα ἀπὸ αὐτὴν καὶ μὲ ἐγκόλπιον τὸν Γύζην -ἄνθρωπον καὶ ἔργον- ὅταν ἀνατείνουν τὰ ἐλευθερωμένα των μάτια, θὰ ἴδουν περιϊπταμένας τὰς Γυζείους μορφάς, τὴν προϊπταμένην μορφὴν τῶν πόθων ὅλων μας, τὴν σημαιοφόρον μορφὴν τῆς Ἀναγεννήσεως.
Καὶ οἱ ζωγράφοι ἔχουν τὴν ὡραίαν τιμὴν νὰ εἶναι οἱ πρῶτοι, νὰ εἶναι οἱ Λαμπαδηφόροι εἰς τὴν πορείαν μας, νὰ κρατοῦν τὸ ἑλληνικὸν φῶς πρὸς τὴν ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν, τὴν ἀνακοπεῖσαν μωρὰ ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέρα τῆς Ἐλευθερίας. Διότι ἡ Ζωγραφικὴ εἶναι ἡ πρώτη τέχνη εἰς κάθε ἀναγέννησιν, διότι εἶναι ἡ διὰ τῶν ματιῶν περιγραφὴ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου. Διότι οἱ ζωγράφοι εἶναι τὰ μάτια καὶ τὰ μάτια μας πρῶτα βλέπουν τὴν γραμμὴν καὶ τὸ χρῶμα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ γράψωμεν καὶ θὰ χρωματίσωμεν ὁλόκληρον τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον τὸν Νέον. Καὶ πρὸς τὴν Ἀναγέννησιν αὐτὴν βαδίζομεν μοιραίως -διότι βαδίζομεν ἀσυνειδήτως. Καὶ θὰ βαδίσωμεν -εὐθύτατα- βαδίζοντες συναισθητῶς. Διότι ὅταν ὑπάρχῃ Ὀθωναῖος, Λασκαρίδου, Φλωρᾶ, Ἰωαννίδης, Φωκᾶς, Γιαληνᾶς, Ἀνδροῦτσος, Ράλλης, Λύτρας, Ἄννινος... ἔχομεν ἀρκοῦντα πραγματικὰ ἴχνη διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ αὐτῆς. Εὑρίσκομεν ἀρκοῦντα τὰ ἴχνη διὰ νὰ βαδίσωμεν πρὸς αὐτήν. Φωτίζοντες αὐτὰ καὶ ἐνθαρρύνοντες τοὺς ἐργάτας αὐτῶν, εἰς τὸ νὰ ἐννοήσουν τὰς προσπαθείας των, εἰς τὸ νὰ ἐμμείνουν, εἰς τὸ νὰ ἐντείνουν αὐτάς. Ἐνθαρρύνοντες αὐτοὺς καὶ ὁδηγοῦντες τοὺς μέλλοντας νὰ ἔλθουν εἰς τὸ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη των, φωτίζοντες, ἐπικρίνοντες τοὺς παραστρατημένους, τοὺς χαμένους εἰς ξένους δρόμους, τοὺς μπερδεμένους καὶ χαμένους νέους, ἑλκύοντες αὐτοὺς πρὸς τὸν ἀνοικτὸν καὶ φωτεινὸν δρόμον, ἀξιοῦντες τὴν ἐντελῆ ἀπαναφορὰν τῶν εἰς τὴν Εὐρώπην ἀκολουθούντων ξένας τάσεις καὶ τὴν ἀφοσίωσιν εἰς τὸν ἐδῶ ὡραῖον, μεγάλον, ὅσον καὶ δεινὸν ἀγῶνα, θέτοντες ἀνώτατα ὅσον θέλετε, ἀλλ᾿ ἐκτός, τοὺς μὴ δημιουργοὺς εἰς τίποτε, ἀλλ᾿ ὅμως διδασκάλους ἐντελεῖς ὅπως ἕναν Ἰακωβίδην -ἀπὸ τὸν ὁποῖον ζητῶ συγγνώμην διὰ τὴν ἀτυχῆ καὶ ἀτελῆ ἐν ἀρχῇ κυριολεξίαν, ὅπως ἄλλως τε ζητῶ συγγνώμην καὶ ἀπὸ τοὺς ζωγράφους διότι τοὺς ἐλύπησα ἐν συνόλῳ, διότι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ διαφορετικὰ- οὕτω πιστεύω βαθύτατα ὅτι βοηθοῦμεν τὴν ἀρχὴν τῆς πορείας πρὸς τὴν μοιραίαν Ἀναγέννησιν. Καὶ πιστεύω ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ σκεφθῇ καὶ νὰ ἐργασθῇ διὰ τίποτε ἄλλο πρίν, παρὰ διὰ τὴν δημιουργίαν μιᾶς Πατρίδος. Τοιοῦτον δικαίωμα θὰ ἠδύνατο νὰ ἔχῃ μόνον ὁ μὴ ψωμιζόμενος ἀπὸ αὐτήν. Καὶ Πατρὶς δὲν θὰ πῇ τίποτε χωρὶς ἰδικήν της Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Ἀρχιτεκτονικήν, Φιλολογίαν, Μουσικὴν καὶ τόσα ἄλλα. Καὶ ὅταν εἰς ὅλα αὐτὰ ἀνευρίσκῃ κανεὶς τὰ φαεινὰ ἴχνη, δὲν ὀνειρεύεται γράφων, ἀλλὰ γράφει διὰ πράγματα.
Ὅταν ἔχῃ κανεὶς ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια του ἔστω καὶ μόνον τὰ ἀνθύλλια τοῦ Ἀννίνου, τὰ ἐξ ἴσου Ἀττικὰ εἰς γραμμὴν καὶ χρῶμα οἱασδήποτε ἀκμῆς ἀττικῆς, δηλαδὴ -ἕνα κύτταρον τέλειον ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς- καὶ μίαν Γύζειον μορφὴν προϊπταμένην, ἡ βάσις καὶ ἡ πρόοδος τῆς Ἀναγεννήσεως τῆς ζωγραφικῆς, δυνατὸν σαφῶς νὰ καθορισθῇ καὶ στερεῶς νὰ ὁδηγηθῇ.
Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς λάβουν θάρρος οἱ ὀλίγοι· οἱ πολλοὶ θὰ τοὺς ἀκολουθήσουν μοιραίως, ὅταν ὅλοι βοηθήσωμεν εἰς τὸ νὰ καθαρίσωμεν τὸν ὁρίζοντα τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν πραγμάτων, ποὺ μᾶς ἔφραξαν ἐπὶ ἕνα αἰῶνα τὸν ὡραῖον δρόμον πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν.
|