|
(Ἡ ἀρίθμησις τῶν κεφαλαίων συνεχίζει αὐτὴν τῆς «Ἑλληνικῆς Γραμμῆς»)
7
Ὅπως διὰ τὴν ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν πρώτην Ἰδέαν μιᾶς ἐκρήξεως Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, τίθεται ὡς βάσις οὐχὶ Τέχνη τις οἱαδήποτε, οὔτε αὐτὴ ἡ Ἀρχαία μας Τέχνη, ἀλλὴ ἡ Φύσις, ἡ Γῆ, ὅπως τὴν βλέπομεν γύρωθεν ἡμῶν, οὕτω καὶ διὰ τὸ ΧΡΩΜΑ. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν ἐξέλεξα ὡς σημεῖον παρατηρήσεως τὸν κάτωθεν τῆς Ἀκροπόλεως ναΐσκον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου καὶ τὴν δεξιόθεν αὐτοῦ χαραχθεῖσαν μόλις ὁδὸν τὴν ἀνιοῦσαν πρὸς τὴν Πνύκα, διὰ τὸ κοντινώτατον καὶ πανοραματικώτατον, οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν ἐπὶ τῶν γραμμῶν αὐτῶν τῶν Ζωγράφων, Γλυπτῶν, Ἀρχιτεκτόνων καὶ Μουσικῶν, ὅλων τῶν Καλλιτεχνῶν, καὶ κάθε φιλοτεχνοῦντος, καλλιτεχνοῦντος ἀνθρώπου.
Ἀνέλθετε λοιπὸν πάλιν ἐκεῖ διὰ νὰ ξεμουδιάσετε καὶ τὰ μέλη σας. Ἀφεθῆτε πάλιν εἰς τὴν θέαν τῆς Φύσεως, ζητοῦντες τώρα νὰ αἰσθανθῆτε καὶ νὰ ἔννοησητε τὸ Φυσικὸν Χρῶμα. Διὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὸ καὶ τὴν αἰθεριότητά του, παρατηρήσατε πάλιν καὶ πρῶτον τὴν Γῆν. Εἶναι ἐλαφροτάτη. Παρατηρήσατε τὸ Φαληρικὸν πεδίον. Βλεπόμενον ὑψηλόθεν δίδει τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔχῃ πάχος περισσότερον ὀλίγων δακτύλων. Κάμνει τὴν ἐντύπωσιν λεπτοφυοῦς ἁπλωμένου ὑφάσματος· ὁ φυτικός του κόσμος εἶναι μόλις μία ἰδέα· εἶναι σὰν χνοῦς γυναικείου μύστακος. Διὰ νὰ ἰδῆτε ζωηρότατα τὴν λεπτότητα αὐτήν, ὅταν εὑρεθῆτε εἰς τὸ Παλαιὸν Φάληρον παρατηρήσατε τὸ σὰν βαρὺ ὄνειρον κακοστομαχισμένου Καραθανασοπούλειον Ἀκταῖον, τὸ θεόκλειστον σὰν βαρυποίνων καταδίκων φρούριον. Νομίζει κανείς, ὅτι θὰ τὸ βουλιάξῃ τὸ Φάληρον· ἀπορεῖ αἰσθητικῶς πῶς εἶναι δυνατὸν τόσον λεπτὴ βάσις, τόσον λεπτὴ Γῆ, νὰ βαστάζῃ τόσον ὄγκον, τόσον βάρος. Παρατηρήσατε τά... Βουνὰ ἐλαφρότατα, ἐλαστικώτατα, συστέλλονται, διαστέλλονται, ὑψώνονται, χαμηλώνουν, μεγαλώνουν, μικραίνουν, κινοῦνται, περπατοῦν, πηγαινοέρχονται. Τὰ Βουνὰ τῆς Αἰγίνης ἔρχονται ἐνίοτε εἰς τὸ Φάληρον. Ὁ Ὑμηττὸς τὸ πρωῒ φεύγει μακράν· συνήθως φαίνεται ἀπέχων δύο βήματα· περὶ τὰ βασιλεύματα καταφθάνει εἰς τὸ Ζάππειον· τὸ χέρι μας ἀσυναισθήτως σηκώνεται νὰ τοῦ θωπεύσῃ τὴν πλάτην. Ὅλη ἡ γύρωθέν μας Φύσις, ἡ γηΐνη ὕλη, χρωμάτων, πετρῶν, λόφων, βουνῶν, εἶναι τόσον λεπτόγραμμος καὶ λεπτόχρους σὰν ἐὰν Ἀριστοτέχνης Ζωγράφος ἐξῆγεν ἀπὸ ἕνα φυσικὸν τελειότατον τοπίον τὸ οὐσιῶδες του γραμμικὸν καὶ χροϊκὸν κάλλος καὶ συνέθετεν ἕνα μουσικόγραμμον καὶ ἡδονόχρουν ἀερογράφημα. Εἶναι μία εἰκὼν Ἰδανικὴ σὰν ἕτοιμη νὰ ἐξαφανισθῇ· ἕνα ἴνδαλμα σὰν τὰ ζωγραφικὰ καὶ γλυπτικὰ ἰνδάλματα, τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ἐνθουσιῶν νοῦς τῶν Ποιητῶν καὶ τὰ πετᾷ ἀπέναντί των καὶ τὰ βλέπουν, τὰ ζωγραφίζουν, τοὺς ὁμιλοῦν καὶ τὰ ὑμνοῦν. Ὑπάρχουν καὶ δὲν ὑπάρχουν. Εἶναι καὶ δὲν εἶναι. Δὲν εἶναι καὶ τὰ βλέπουν.
Ἕνα τοιοῦτον φάντασμα εἶναι πυκνούμενον, ἀραιούμενον, φαινόμενον ζωηρὰ ἢ ἀμυδρά, κινούμενον, πλησιάζον, μακρυνόμενον, χιλιοτρόπως μορφοποιούμενον, ἑκατομμυριοτρόπως χρωματιζόμενον, ἐξαερούμενον, αἰσθητικῶς ἕτοιμον κάθε λεπτὸν νὰ χαθῇ. Ὁ θεατής, ὅσον συνειθισμένος καὶ ἂν εἶναι, δὲ χορταίνει ποτέ του, θέλει νὰ βλέπῃ ἀδιακόπως, καὶ βλέπων νομίζει κάθε στιγμήν, φοβεῖται διαρκῶς, τρέμει κάθε φορὰν καὶ ὅλην τὴν ὥραν, ὅτι ἡ ὀπτασία θὰ φύγῃ, θὰ χαθῇ σὰν Φαντασίας πλάσμα ἄυλον: Εἶναι Γῆ αἰσθητικῶς Ἄυλος. Πετρώματα, βραχώματα, λοφώματα, Βράχοι, Λόφοι, Βουνὰ -φαντασθῆτε τὶ χώματα, τὶ λίθοι, τὶ βάρη, τὶ ἑκατομμύρια τόννοι ὕλης εἶναι ἕνας λόφος Φιλοπάππου, ἕνας Λυκαβηττὸς- εἶναι σὰν μάγουλα παιδιοῦ φουσκωμένα αὐλοῦντα, σὰν παιγνιώδεις πολύχροαι φοῦσκαι ἱστάμεναι εἰς τὸν ἀέρα. Ὅλα τὰ χώματα, ἀπὸ τῶν χαμηλοτάτων ὑγρῶν ἄμμων τῶν ἀκτῶν ἕως τῶν ὑψηλοτάτων ξηρῶν βράχων Ὑμηττοῦ καὶ Πεντελικοῦ καὶ Πάρνηθος, εἶναι ἐλαφρὰ σὰν Σύννεφα. Παρατηρήσετε τὸν Ὑμηττόν: εἶναι πλησίον ὁλόκληρος· ὁλόκληρος ἐμπρός μας, ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια μας, ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος μας, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μας καὶ ὅμως αἰσθητικῶς δὲν μᾶς κάμνει τὴν ἐντύπωσιν ΒΟΥΝΟΥ. Κάθε ἄλλο· τὸ θέλει κανείς· τὸ ζητεῖ· εἶναι τὸ γλυκὸ βουνὸ τοῦ κλέφτου· τὸ ἀγαπᾷ· τὸ ἀποχωρίζεται μὲ λύπην, εἶναι τὸ κλέφτικον: ἔχετε γειὰ γλυκὰ βουνά.
Ὤ! δὲν μᾶς βαρύνει οὔτε τόσον ὅσον ἡ παραμικροτέρα μας στενοχωρία, ἡ ὁποία μᾶς πλακώνει ἀμέσως τὸ στῆθος· τοὐναντίον μάλιστα μᾶς τὴν παίρνει ἀμέσως· δὲν μᾶς ἐμποδίζει διόλου εἰς τίποτε, κατὰ τίποτε· δὲν παράγει τὴν ὑλικὴν αἴσθησιν ἐμποδίου, διὰ νὰ κινήσῃ τὴν περιέργειαν νὰ ἰδῇ κανεὶς τὶ εἶναι ὄπισθέν του· δὲν ἐπιθυμεῖ κανεὶς ποτὲ νὰ ἀπεσύρετο διὰ μίαν στιγμήν. Εἶναι σὰν ἕνα ὕφασμα ἀραχνοϋφέστατον, σὰν τὰ Βυζαντινά μας ὑφάσματα τῶν Πατρῶν, ποὺ ἕνα ὁλόκληρον γυναικεῖον φόρεμα ἐχωροῦσεν εἰς ἕνα καρύδι· κάτι ὀλιγώτερον ἀπὸ ἕνα ὕφασμα· δὲν παράγει τὴν αἴσθησιν οὔτε τοῦ φανταστικωτέρου μεταξίνου πεπλώματος· δὲν ἔχει οὔτε τὴν ὑλικὴν σύστασιν νέφους· δὲν παράγει οὔτε νέφους τὴν αἰσθητικὴν ἀντίστασιν. Ἡ ὀπτικὴ ἀκτὶς δὲν κτυπᾷ πουθενά, εἰσδύει εἰς τὸ σῶμά του ἡδονικὰ καὶ μένει. Γίνεται αἰσθητός, φαίνεται σὰν ἀὴρ ὀλίγον ὑλικώτερος τοῦ οὐρανίου ἀέρος· ἴσως μόλις ὀλίγον πυκνότερος· τὸ σῶμά του καὶ ἡ γραμμή του κόπτουν μόνον τὴν μονοτονίαν τοῦ οὐρανίου ἀέρος καὶ τοῦ οὐρανίου χρώματος, δι᾿ ἄλλου ἀέρος καὶ χρώματος ἄλλου. Εἶναι καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴν εἶναι. Εἶναι μόνον Ἡδονικὸν Φῶς. - Ἀφήσετε, ἀφήσετε τὰς Ἑλληνικὸς ἀηδίας, τὰ λωβιασμένα, τὰ σάπια αἰσθήματα ποὺ σᾶς κάμνουν νὰ κλείετε σφικτὰ τὰ μάτια σας μόλις σᾶς εἰπῇ ὁ πλαγινός σας νὰ κυττάξετε τίποτε, μόνον καὶ μόνον διότι σᾶς τὸ εἶπεν ἄλλος· οὔτε ὁ ἄλλος ἔκαμε τὸν Ὑμηττόν, οὔτε ὁ ἄλλος ἔκαμε τὰ μάτια του, καὶ αὐτὰ θὰ λυώσουν αὔριον καὶ οὔτε σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι ἔτυχεν ὁ ἕνας μας νὰ ἰδῇ ἢ νὰ εἰπῇ ὅ,τι δὲν εἶδεν ἢ ὅ,τι δὲν εἶπεν ὁ ἄλλος, βάλετε ὀλίγον θειάφι εἰς αὐτοὺς τοὺς ψωροπροφήτας, ποὺ δεικνύουν μόνον σᾶς λυπηρότατα κωμικούς, σὰν ψωριασμένα κοτοπούλια σὲ βρεμμένον σούρπωμα φθινοπωρινοῦ κοτερικοῦ. Καὶ πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε νὰ τὸν ἰδῆτε περὶ τὰ βασιλεύματα ὅταν τοῦ παίζουν Μουσικὴν ἀπὸ τὸ Ζάππειον. Εἶναι αἰσθητικῶς ἁπαλότερος ἡδονικώτερος τῆς Μουσικῆς.
Αὐτὸς καὶ ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος. Ὑψώματα, βραχώματα, κολπώματα, λοφώματα, βουνώματα, βουνὰ φωτανθισμένα ὅλα, ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν ὡραιότατα καὶ ὅλαι των αἱ Γραμμαὶ μὲ Ἀφροδίσεια νῶτα καὶ ὤμους καὶ λαιμοὺς σὰν Νύμφαι ἐαροντυμέναι φθάνουν, θίγουν τὸν οὐρανόν, ἀποτελοῦσαι τὸν ἡδονικώτατον Χορόν, ἀνατείνουν τὸν Χροϊκὸν Στέφανον τῶν κεφαλῶν των -ἕνα ἀγλαώτατον, ἱλαρώτατον, ἐαρινώτατον, μυριώτατον, μυριοπέταλον ἀνθόχρωμα, ἕνα θυμαρόεν, θυμιατόεν πνεῦμα- πρὸ τῶν ποδῶν τοῦ Ὑπερτάτου ΝΑΟΥ τῆς Οἰκουμένης, ὅστις μὲ τὰ λαμπρόφωτα, φλογόχρυσα φορέματά τους, λέγει, εὐγνωμόνως τὸ Χαῖρε εἰς τὸν ἀποσυρόμενον Βασιλέα τοϋ Κόσμου, Βασιλέα Βασιλέων Γαιῶν καὶ Οὐρανῶν: ΗΛΙΟΝ. Ἀποκαλυφθῆτε καὶ σταθῆτε μίαν στιγμὴν μὲ ὅλα σας τὰ αἰσθητήρια εἰς προσοχὴν καὶ παρατηρήσετε τὰ θεῖα Φαινόμενα, ὅταν ὅλα Σεραφειμικώτατα μελωδοῦν τὸ ΧΑΙΡΕ. Εἶναι ὅλα ρυθμικώτερα τῶν ρυθμῶν τῆς Μουσικῆς, ἐλαφρότερα τῶν ἤχων -ἀυλότερα, ἡδονικώτερα, μελωδικώτερα τῶν ἡδονικωτέρων καὶ μελωδικωτέρων ἤχων.
Ἡ ΑΫΛΟΤΗΣ αὐτὴ τῆς ἐπιφανείας τῆς κοσμικῆς Ὕλης, τοῦ Φυσικοῦ χρώματος, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης Ἰδέα, ἡ θεμελιώδης Βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος ΑΝΑΓΚΗ, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν ὅλαι αἱ ΧΡΩΜΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ. Εἰς τὴν Φυσικὴν αὐτὴν Βάσιν, στηριζόμενος ὁ Νοῦς θὰ δημιουργήσῃ τὸ εἶδος τοῦ τεχνητοῦ χρώματος, τὸ εἶδος τῆς χροϊκῆς ἐπιφανείας, τὸ εἶδος τῆς χρωματογραφίας, πρωτίστως εἰς τὴν Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Ἀρχιτεκτονικὴν καὶ εἰς ἁπάσας τὰς διακοσμητικὸς τέχνας ἀπὸ τῆς τοιχογραφίας καὶ ἐπιπλογραφίας, μέχρις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀντικειμένων τῆς Ζωῆς.
Καὶ ἡ Ἀυλότης αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτον χαρακτηριστικόν τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος. Καὶ μόνον αὐτὸ θὰ ἤρκει νὰ ἐπιφέρῃ ὡς συνεπείας διὰ τὸ τεχνικὸν χρῶμα ἕνα πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν, περὶ τῶν ὁποίων δὲν πρόκειται ἐδῶ. Ἤτοι καὶ ἀμυδρῶς ἐδῶ φαίνονται τὰ πάντα ἀυλότατα: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λειοτάτης ζωγραφικῆς ἐπιφανείας. Τὸ φυσικὸν Χρῶμα φαίνεται ἀυλότατον: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ ἀραιοτάτου, αἰθεριωτάτου, ἀυλοτάτου ζωγραφικοῦ χρώματος. Καὶ ἐδῶ ἀραιότης, ξηρότης, ἀνυπαρξία ἀέρος, δηλαδὴ διαυγεστάτη γραφὴ τοῦ Χρώματος, δηλαδή: Σαφήνεια. Καὶ ἐδῶ τὸ Πᾶν Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ὑψίστης φωτεινῆς χροϊκῆς κλίμακος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ φωτεινοτάτου Χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἑνότητος τοῦ Χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῶν ὀλίγων χρωμάτων. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ σχεδὸν ἑνὸς χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἐλαφροτάτης διαφορᾶς μεταξὺ φωτὸς καὶ σκιᾶς. Φῶς: Ἰδοὺ τὸ δυνατὸν τῆς ἐλαφροτάτης διαφορᾶς μεταξὺ δύο χρωμάτων. Φῶς: Ἰδοὺ τὸ δυνατόν τῆς ἐντελοῦς Εὐγενείας δι᾿ ὀλίγων, οὐρανικωτάτης, ἀυλότητος καὶ ἡδονικότητος, χρωματισμῶν.
8
Καὶ ὅλα τὰ χώματα πεδίων, λόφων, βουνῶν, ὅλα τὰ νερά, ὅλοι οἱ ἀέρες, εἶναι ὅλα φωτεινότατα χρωματιστά. Τὸ κύριον Χρῶμα, τὸ χαρακτηριστικὸν Χρῶμα εἶναι τὸ Κυανοῦν. Ὁ συνηθέστερος χρωματισμὸς εἶναι ὁ κυανοῦς. Ἀήρ, οὐρανός, ὄρη, θάλασσα εἶναι κυανᾶ. Εἰς οἱονδήποτε ὑψηλὸν σημεῖον σταθῇ κανείς, βλέπει εἰς τὸν τελευταῖον στέφανον τῶν ὑψηλῶν ὀρέων -Ὑμηττός, Πεντελικόν, Πάρνης- καὶ εἰς τὰς ἀπωτάτας κορυφὰς τῶν ὄπισθεν αὐτῶν φαινομένων ὀρέων, πάντοτε δεσπόζον τὸ Κυανοῦν. Καὶ τὸ αἰθέριον αὐτὸ Κυανοῦν διέρχεται ὅλων τῶν τόνων, ὅλην τὴν κλίμακα τῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἀτονιῶν, ἀπὸ τῶν βαθυτάτων βρεμμένων σταφιδοσωρῶν μέχρι τῶν ἀσυλληπτοτάτων γαλανοτήτων ἡλιορρύτου ὀφθαλμικῆς κόρης γάτας, ἀπὸ τῶν πυκνοτάτων μέχρι τῶν ἀραιοτάτων· ἀπὸ τῶν τονωτικωτάτων ἀγαλλιάσεων μέχρι τῶν ἀτονωτάτων μελαγχολιῶν, ἀπὸ τὰ ἐλπιδοφόρα ροδαυγήματα καὶ τὰ μεσημερινὰ ἐνθουσιάσματα ἕως τὰ δειλινὰ κρυώματα τῶν μελῶν καὶ τὰ ἡδυπαθέστατα κλεισίματα κουρασμένων ματιῶν. Καὶ τὸ ἕνα αὐτὸ κύριον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, τὸ ἁπλούμενον εἰς ἀέρα, ὄρη, νερά, δέχεται τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Ἀργύρου, ἀργυρονεφοῦται, ἀργυροσκονίζεται, ἀργυρανθίζεται, ἀργυροβρέχεται, ἀργυροφλεβοῦται, ἡ ἀργυρορροὴ διακλαδοῦται εἰς συρματένια ρυάκια ἐπὶ τῶν ὀρέων, εἰς μεγάλα ἀργυρᾶ ρεύματα ἐπί της θαλάσσης· καὶ τὰ μαργαριταρόχροα θωπεύματα ἀπὸ τῶν μαυροτέρων, μαῦρον μαργαριταριοῦ, μέχρι τῶν φωτεινοτάτων καὶ ὑελοδεστάτων ἀργυρορρευμάτων σεληνοφωτίστων θαλασσῶν, τρέχουν ἁπαλύνοντα, βελουδίζοντα καὶ στιλπνόνοντα.
Καὶ τὸ ἕνα αὐτό, ἀπώτατον, ὀρεινότατον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, δέχεται εἰς τὸν ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρα καὶ τὴν πρὸ τῶν ποδῶν του γηΐνην ὕλην τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Χρυσοῦ, ἄνωθεν καὶ κάτωθεν, χρυσοφιλεῖται, χρυσογραμμίζεται, χρυσακτινοῦται, χρυσολούεται, χρυσανθίζει, χρυσοκαίεται εἰς χρυσοστέμματα νεφῶν, εἰς ἐκρερηγμένα πυροτεχνήματα χρυσοβελωνωτῶν πευκώνων, εἰς χρυσόρροα ρεύματα χρυσοτυφλοῦντος ἔρωτος θαλασσῶν· καὶ τὰ χρυσόχροα φιλήματα ἀπὸ τῶν βαθυτέρων χρυσοβυσινοφλόγων καὶ χρυσοκοκκινοπύρων μέχρι τῶν φωτεινοτάτων χρυσαναμμάτων τῶν ἀέρων, τρέχουν παντοῦ, χρυσογράφοντα, χρυσοξανθίζοντα, χρυσονεκροῦντα ἢ χρυσογυαλίζοντα. Καὶ βαίνοντες ἀπὸ τὰ γενικώτερα, τυπικώτερα εἰς τὰ εἰδικώτερα καὶ ἀραιότερα, τὰ ροδαλὰ καὶ γαλανὰ ἀνοίγματα καὶ ἀνθίσματα, ἱλαρύνουν, ἡδονίζουν τὸ Κυανοῦν, τὰ Ἀργυρὰ ἐξευγενίζουν, τὰ Χρυσᾶ καὶ κοκκινόφλογα θουριάζουν, τὰ σμαράγδινα καὶ φυστικίζοντα καὶ γαζιόχροα καὶ λεμονόχροα ἐκποιητικίζουν καὶ τὰ φαιά, τεφρά, καφφετιὰ περάσματα σκυθρωπάζουν τὴν Κυανῆν Θέαν.
Τὸ ἀπώτατον αὐτὸ Ὀρεινὸν Κυάνεον Κύκλωμα, τοῦ ὁποίου τὰ στήθη ἀργυρώνει καὶ τοὺς ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρας, καὶ τὰς ὑποκάτω αὐτοῦ ὕλας χρυσώνει, Χρυσὸςκαὶ Ἄργυρος σχεδὸν οὔτε ὡρισμένως οὐρανόθεν, ἀλλ᾿ ἀοράτως ἀερόθεν καταχεόμενον, κόπτει ὁ ἐντὸς αὐτοῦ καὶ πλησιέστερον ἡμῶν σχηματιζόμενος δεύτερος Κύκλος, ἀπὸ πεδία, λόφους καὶ βράχους -Ὁσίου Λουκᾶ, Λυκαβηττοῦ, Ἀρδηττοῦ, Φιλοπάππου, Ἀστεροσκοπείου. Καὶ μὲ εὐρυτέραν ἀκόμη περιφέρειαν περιλαμβάνουσαν τὴν Φαληρικὴν γῆν, τὴν Καστέλλαν καὶ τὰ πρὸς ἡμᾶς φουσκώματα τῆς Κορυδαλλείου καὶ Σκαραμαγγείου βουνογραμμῆς, Κύκλος οὐδέποτε κυανοῦς, μὲ ἐντελῶς ἄλλα χρώματα, ὁλόκληρος πολύχρους, σὰν νὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποδεικνύεται καὶ διὰ τοῦ... Χρώματος! ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς καὶ ἐκ τῆς συνόλου Ἑλλάδος καὶ ἐκ τοῦ κάθε τμηματικοῦ σημείου. Ὁ ποικιλόχρους αὐτὸς κύκλος ὁ δεσποζόμενος ἀπὸ τὸ Χρυσοῦν, ὁ Ξανθὸς Κύκλος, τὸν ὁποῖον ἐδῶ δὲν περιγράφω ἀναλυτικώτερον, διὰ νὰ μὴ μακρύνω, ἀφοῦ θὰ ἐπανέλθω ἑκατομμυριάκις λεπτομερέστατα μέχρι τελείας ἀποδείξως καὶ ἐξαντλήσεως θέματος, ἐμοῦ καί... ἡμῶν -διότι εἶπα, ὅτι ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλάνω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν φάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα- εἶναι χρυσόχρους, κιτρινόχρους, φαιόχρους καὶ τὰ ταυτοειδῆ. Τὰ μακρυνὰ δὲ Κυάνεακαι Ἀργυροκυάνεα καὶ βοκαμβυλεόχροα θιγόμενα ὀπτικῶς ἀπὸ τὰ Ξανθά, τὰ Χρύσεα, τὰ γαζιανθῆ, ἀπὸ τὰ αἱμοχροΐζοντα λοφίδια -ὅπως τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ- τὰ κεραμοχροΐζοντα, τὰ κανελίζοντα, τὰ χρυσοκίτρινα, τὰ γλυνόχροα, τὰ σκονόχροα, τὰ καφφεόχροα, ἀντιβάλλουν παραδοξότατα τὰς μᾶλλον ἀπροόπτους, ἀφαντάστους καὶ δυνατωτάτους ἀντιθέσεις καὶ ὅμως κατορθώνουν νὰ δένωνται ἐξαισιώτατα, νὰ ἁρμονίζωνται θαυμασιώτατα, συνθέτοντα τὸ ἀπαραμίλλου πρωτοτυπίας καὶ ὀξυτάτης καλλονῆς σύνολον, τὸ ὁποῖον βλέπομεν.
Καὶ ὅπως ὁ ἀπώτατος Κύκλος ἔχει τὸ χαρακτηριοτικόν του γενικὸν Χρῶμα καὶ διέρχεται ὅλων τῶν τόνων αὐτοῦ, οὕτω καὶ ὁ δεύτερος. Καὶ ὅπως εἰς τὸν πρῶτον κάθε βουνὸν εἶναι ὁλόκληρον ἕνας τόνος καὶ κάθε ἕνα εἶναι ἕνας τόνος ἄλλος, οὕτω καὶ εἰς τὸν δεύτερον κάθε βράχωμα, λόφωμα ὁλόκληρον εἶναι ἕνα ἁπλοῦν χρῶμα ἄλλο. Καὶ ὅπως εἰς τὸν πρῶτον αἱ ἀποχρώσεις περιστρέφονται πάντοτε ἐντὸς τῶν αὐτῶν ἰδιαιτέρων των ὁρίων, ἐπανερχόμεναι κατὰ ὡρισμένας ὥρας καὶ ἀτμοσφαιρικὰς συνθήκας, οὕτω καὶ εἰς τὸν δεύτερον, ὥστε εὐκόλως εὑρίσκεται οὕτω καὶ ὁρίζεται ὁ τύπος, ὁ χαρακτήρ, τὸ εἶδός των, τὸ Χρῶμά των.
Καὶ ὅπως ἡ χρυσῆ λυχνία περιφέρεται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ὁ ἀπώτατος Κυανοῦς Στέφανος καὶ ὁ πλησίον Πολύχρους Κύκλος καὶ τὰ πάντα, ἀλλάζουν ὄψιν ἀενάως. Κάθε βράχωμα, ὕψωμα, λόφος τοῦ πλησίον μας κύκλου δίδει τὸ φόρεμα ποὺ ἐφόρεσε δι᾿ ὀλίγον εἰς τὸ πλησίον του καὶ κάθε φόρεμα περνᾷ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, ἀπὸ τὸ πρῶτον ὕψωμα ἕως τὸ τελευταῖον τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν, νὰ μὴ φαίνωνται ὅλα τὰ συνήθη φορέματα τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει κυριολεκτικῶς ΣΤΙΓΜΗ σταματήματος καὶ δὲν ὑπάρχει ΣΤΙΓΜΗ, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἕνα ὕψωμα νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸ ἄλλο.
Καὶ ἀκόμη περισσότερον καὶ αἰθεριώτερον ἀπὸ τὰ λιθοχώματα, τὰ σὰν τριμμένα μάρμαρα καὶ σὰν τριμμένα πήλινα ἀγγεῖα καὶ σὰν πολυτίμων λίθων τρίμματα ποὺ εἶναι τὸ χῶμα μας, τὸ κοῦφον σὰν ἀὴρ χῶμα, ἀπὸ τὴν πολύχροον Ἱερὰν Τέφραν ποὺ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἡ Μητέρα μας Γῆ, ἡ Γῆ μας, σὰν νὰ ἐξατμίζωνται -ὅπως ἡ ζέστη- σὰν νὰ σαλεύωνται χρώματα καὶ ἀπὸ τὴν αἰθερίαν ὕλην καὶ ἀπὸ τῶν κυριωτέρων αἰθερίων χροϊκῶν βάσεων καὶ αἰθερίων χρωμάτων, τῶν κάπως κάπου ἐνσαρκουμένων καὶ ἀπὸ τὴν τελευταίαν μόλις ὁρατὴν ἐπιφάνειαν ὅλων τῶν Φαινομένων περνοῦν Χρώματα ἀκόμη ἀσυλληπτότερα, ἀκόμη ἡδονικώτερα, ἀεικίνητα, θωπευτικὰ καὶ ἄυλα σὰν τὰς εἰς τὰ πλάγια τῶν λόφων Σκιὰς τῶν μικρῶν βραδυπορούντων νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετεωρούμενα σὰν ἀραιὸς καπνός, πιανόμενα σὰν καπνὸς ἀπὸ μαλλιά, συρόμενα ἡδυπαθῶς, σὰν διαλυόμενον θυμίαμα, Χροϊκαὶ Αὖραι μεταμορφώνουσαι τὴν ὅλην κοσμικὴν ὕλην, εἰς σωροὺς ἀπὸ σκόνιν πολυχρόων χρυσαλλίδων, τὰ ὄρη εἰς ἀναμμένους ἀρωματικοὺς κώνους, τὰ χρώματα εἰς φλόγας γλυκυτάτας οἱ ὁποῖαι φέγγουν ἔνδοθεν ἅλω θυμιαμάτων ἢ κατὰ τὰς ἀκροτάτας θερινὰς χρυσοπυρκαϊᾶς ὑγρῶν, στερεῶν, οὐρανῶν καὶ ἀέρων, κατὰ τὰς ὥρας αὐτὰς τῆς ἀοράτου ἀπορροφήσεως κάθε ἀτμίδος καὶ κάθε ἰκμάδος, τῆς διαστολῆς καὶ ἐξαφανίσεως τοῦ ἀέρος, ἡ κοσμικὴ ὕλη ὅλη μεταποιεῖται εἰς κάτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ σταθεροειδές τι, μὲ γήϊνόν τι, μὲ ὑλοειδές τι, μὲ ὑπαρκτόν τι, εἰς κάτι τι μεταλλικόν, ἀλλὰ λάμψιν, μετάλλων, ἀλλὰ μόνον μεταλλικὸν Φῶς, εἰς κάτι τι δακτυλιολιθικόν, ἀλλὰ βλέμμα πολυτίμων λίθων, ἀλλὰ μόνον τοιούτων λίθων Φῶς, εἰς ἕνα ὑέλινον πολύχρουν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ὅμως περνᾷ κανεὶς ἀνέτως ὅπως ἡ ἀκτὶς τὸ γυαλί, εἰς ἕνα ὑέλινον πολυήδονον ἀερόχρωμα, διότι μετουσιώνεται καὶ ἐξαεροῦται καὶ αὐτὸς ὁ θεατής, αἰσθάνεται σὰν νὰ περιφέρεται εἰς τοὺς οὐρανίους ἀέρας καὶ νὰ περιπατῇ εἰς τοὺς οὐρανίους λίθους, μετουσιώνεται καὶ αὐτὸς εἰς Ἰδέαν, Ἀέρα, Χρῶμα, νομίζει ὅτι εἶναι μία τεχνητὴ ἀνύπαρκτος ὑπόστασις, εἰκὼν ἀνθρώπου εἰς εἰκόνα φύσεως ζωγραφημένην ὑπὸ καλλιτέχνου πλανήτου ἄλλου· καὶ εἴτε αἱ οὕτως, εἴτε αἱ ἄλλως ὄψεις, ἐξαίρουν τὴν Χροϊκὴν Αἴσθησιν τοῦ θεατοῦ εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τοῦ δυνατοῦ ἐξευγενισμοῦ καὶ λεπταισθητισμοῦ, ἀποπνέουν τὴν θειοτάτην Χροϊκὴν Ἡδονήν, πανοραματίζοντα θέαμα Φύσεως, τοῦ ὁποίου, ΚΑΝΕΙΣ χωρὶς νὰ ἰδῇ δυνατὸν νὰ φαντασθῇ καὶ ἰδὼν ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τελειότερον καὶ ἡδυπαθέστερόν τι ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ.
* * *
Βεβαίως θὰ νομίζετε ὅτι φαντασιοκοπῶ, ὅτι παραληρῶ. Πραγματικῶς τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων, ἡ πραγματικὴ ὡραιότηςὑπερβαίνει κάθε φαντασίαν καὶ ἡ δυνατωτέρα φαντασία ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψῃ τὴν ἁπλῆν πραγματικότητα. Καὶ εἶναι τόση ἡ οὐσία τῆς Καλλονῆς τῆς Γῆς αὐτῆς τὴν ὁποίαν ἀτιμάζετε, ὥστε οὔτε γενεαὶ γενεῶν... Σοφοκλείων Σωμάτων καὶ Πνευμάτων δὲν θὰ ἤρκουν νὰ ἀναβιβάσουν τὸν Ἕλληνα Ἄνθρωπον εἰς τὸ σημεῖο εἰς τὸ ὁποῖον δυνατὸν νὰ φθάσῃ καὶ νὰ ἀποδώσῃ δι᾿ ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς τὴν ὅλην οὐσίαν τῆς Καλλονῆς τῆς γῆς αὐτῆς, ἥτις μένει ἀκόμη ἀνεκδήλωτος.
Διὰ νὰ βεβαιωθῆτε, τὴν ἐποχὴν αὐτὴν μολονότι ὑγρανθεῖσαν ἤδη, τὴν ὥραν αὐτὴν τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ἀνεβῆτε εἰς ἕνα ὕψωμα, θὰ ἰδῆτε ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ ἰδικά σας τὰ μάτια. Μὴν ἀκούετε τὴν Ζωγραφικὴντὶ λέγει, διότι ἡ τωρινὴ Ζωγραφική μας εἶναι ξένη καὶ δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὸν τόπον -ἡ ὡραιοτέρα Ἑλληνικὴ Ἐποχή, ἡ Ἀττικὴ Ἐποχὴ κατ᾿ ἐξοχήν, εἶναι ἡ ΘΕΡΙΝΗ, ὅτε ἡ αἰθριότης καὶ γυμνότης εἶναι τελεία· καὶ ἡ φύσις ἀναφαίνεται ὁλόκληρος μὲ γυμνὸν τὸ κάλλος της ὅπως μία ὡραία Γυνὴ πετῶσα τὰ παληόρρουχα εἶναι τὸ ΓΥΜΝΟΝ. Νὰ καθήσετε εἰς τὸ Παλαιὸν Φάληρον τὴν ὥρα τῆς δύσεως· θὰ ἰδῆτε μὲ τὰ μάτια σας χιλιάκις τὴν θάλασσαν, ἕνα κυανώτατον, ἀνοικτότατον, ὑελωδέστατον καὶ μεταλλικώτατον χρῶμα, δενόμενον μὲ χρυσοκίτρινα χώματα, χώματα καὶ νερὰ μὲ λάμψιν ἀμφότερα καὶ θερμὸν φῶς δακτυλιολίθων καὶ τὰ χώματα ἀνερχόμενα εἰς μαλακωτάτας κορυφογραμμάς, διερχομένας κάτωθεν καὶ ἔμπροσθεν σαπφειρίνου Ὑμηττοῦ, τὸν ὁποῖον στέφει ἀραιότατος φωτεινοπράσινος οὐράνιος ἀήρ. Περιμείνετε ὀλίγην ὥραν νὰ πέσῃ ὁ ἥλιος ὄπισθεν τῆς Καστέλλας. Στραφῆτε πρὸς τὰ ἐκεῖ· ἡ θάλασσα κρόκος αὐγοῦ χρυσός· ἡ Καστέλλα καφεόχρους, ἄνωθέν της χρυσορρόδινος ἀήρ. Νά, ἀκόμη ἁπλούστερα, εὐκολώτερα, ὅπου τῆς ἐξοχῆς τύχῃ νὰ εὑρεθῆτε. Πάρετε μίαν δέσμην νέων μονῶν μενεξέδων εἰς τὰ χέρια σας, ξερριζώσατε ἕνα ἀνθισμένο θυμάρι, βάλετε εἰς τὸν πρῶτον τυχόντα, ἐμπρὸς σας γυμνὸν λοφίσκον ἀπέναντι τοϋ Ὑμηττοῦ μίαν ἐλαίαν, ἕνα ξηρόφυλλον πλάτανον, ἕνα ἡβάζον πεῦκον καὶ μίαν φθινοπωρινὴν χρυσαργυροτρέμουσαν λεύκην, καθήσατε μίαν ὁλόκληρον ἡμέραν ἀπέναντί των βλέποντες καὶ θὰ ἰδῆτε ὅλα τὰ ἀτελέστατα περιγραφέντα μὲ τὰ ἴδια σας τὰ μάτια.
* * *
Υ.Γ. Εἶχον τὸ δικαίωμα τώρα ἀμέσως ἐδῶ κατωτέρω νὰ εἰσέλθω εἰς τὰς Ζωγραφικὰς Ἐκθέσεις, νὰ συνοψίσω ὅλας εἰς μίαν χροϊκὴν εἰκόνα καὶ μὲ δίκαιον θυμὸν διασπαθίζων νὰ δείξω ἀνετώτατα τὸ ὅλον εὐρωπαϊκὸν χρῶμα τῆς Ζωγραφικῆς, ὡς σκοτεινότητα μὲν καπνιὰν καμινάδας, ὡς ἀγριότητα δὲ ἀνοικτοχροΐας κόκκινον φρέσκον βρεμμένον, ἀχνίζον, αἱμοστάζον Τσαροῦχι καὶ νὰ θέσω εἰς τὸ δίλημμα τὴν Ζωγραφικήν, ἢ νὰ πετάξῃ τὰ χρώματά της καὶ τὰς τεχνοτροπίας της καὶ νὰ τραπῇ αὐθημερὸν εἰς τὴν μελέτην τῆς Φύσεως, ἢ νὰ βάλῃ τοὺς ζωγράφους τὸν ἕνα ἐπάνω εἰς τὴν ράχην τοῦ ἄλλου διὰ νὰ γρονθοκοπήσῃ ὁ τελευταῖος τὸ πρόσωπον τοῦ Ἡλίου καὶ μουντζουρωθοῦν οὕτω ὀλίγον τὰ χρώματα. Ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ κάμω.
9
ΝΕΟΙ, ΝΕΟΙ, ΝΕΟΙ... ἀκούετε; δώσετε τὰ μάτια σας εἰς ὡραῖα χέρια νὰ καθαρίσουν τοὺς φακούς των μὲ τὸ ροδοπέταλον ὕφασμα τῶν φιλημάτων διὰ νὰ ἰδῆτε τὴν ὡραιότητα τῆς ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ. Ὅταν θὰ γίνῃ ὁ ΕΞΩ ΚΟΣΜΟΣ, ΕΣΩ ΚΟΣΜΟΣ, τῆς Νεότητος, τότε ΝΕΟΙ θὰ πετάξετε μὲ Φωτεινὸν Σῶμα καὶ Φωτεινὸν Πνεῦμα πρὸς τὰ Φωτεινότατα Ὕψη σὰν Τάγματα Ἀγγελικά, ἀκούετε;... ΝΕΟΙ, ΝΕΟΙ, ΝΕΟΙ.
Μία παρένθεσις σᾶς πειράζει; Ἐμένα μὲ ἀναπαύει. Ἰδοὺ ἕνα χροϊκὸν ἰχνογράφημα ἀπὸ τὰς Εἰκόνας τοῦ Αἰγαίου «Αἰγαίου Ἑσπερινός».
(... Ὁ ἥλιος ἔπεσεν ὄπισθεν της πόλεως Σύρου... Παντοῦ βασιλεύει σιγή, οὐδαμοῦ σείεται αὔρας πνοή: παντοῦ ἁπλώνεται νωχέλεια θερμοτάτη καὶ ἡ θάλασσα πνιγμένη ἀδρανεῖ. Πτερόεντα πλοιάρια ὅπου ἔτυχαν μένουν κολλημένα μὲ διπλωμένα τὰ πτερά, σὰν πτηνὰ ἀναπαυόμενα ἐπάνω εἰς νερά.
... Ὅταν τὸ πολυάνεμον, πολυκύμαντον καὶ πολυθόρυβον ρεῦμα τοῦ Αἰγαίου, τοῦ ὁποίου ἡ διάθεσις διευθύνει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν ὅλων τῶν νησιωτικῶν ὄντων ἠρεμεῖ, ὅλα λαμβάνουν ὄψιν ἄλλην, ὄψιν νέαν. Τότε ἀπὸ ὅλων τῶν σημείων ἀναφαίνονται ὁλοφάνεροι μεγαλονόμεναι, ὑπερυψούμεναι καὶ πλησιάζουσαι ἐν σιγῇ, αἱ κυλοῦσαι τὸν ὁρίζοντα νῆσοι, σὰν νὰ τελῆται ἱερουργία τις καὶ μέγα τι ἐν τῇ φύσει νὰ συντελῆται.
... Ἀζωγράφιστος, ἀτραγούδιστος, ἀνεκλάλητος εἶναι τότε ὁ χορὸς τῶν Νυμφῶν τοῦ Αἰγαίου, στέφανος ἀνθισμένης ἡδυπάθειας. Ἡ Τῆνος, σωρὸς ἴων θερμοτάτων, μιμουμένη τὸν ἀμίμητον Ὑμηττὸν κατὰ τὰς στιγμὰς τῆς ἐντονωτάτης του ζωῆς, τῶν ὑστάτων θωπειῶν τοῦ Ἡλίου. Μία ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης μελανὴ ἑνώνει τὴν Τῆνον μὲ τὴν Μύκωνον. Ἡ Μύκωνος ἁπαλώτατα ροδίνη, τριαντάφυλλον Ἀπριλίου μαραινόμενον. Ἄλλη ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης ἀνοικτοτέρα καὶ ἔπειτα ἡ Νάξος βελούδινον, βυσσινόχρουν ρόδον διαπύρως ἀκμαῖον. Ἡ ἱερὰ Δῆλος κολυμβῶσα εἰς τὸ σταματημένον ὕδωρ. Ἕνα θαυμάσιον περιδέραιον ἀνθέων κυκλῶνον τὸν οὐρανόν, ἔχον ἄνθος μεσαῖον τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, χρυσοβόλον δέσμην γαζιῶν.
... Τὰ κυκλοῦντα τὸν οὐρανὸν ἰορρόδινα ἄνθη, τὰ περιβρέχει τὸ κυανοσκότεινον ἀργυρολαμπὲς ὕδωρ, σὰν ἄνθη βουτημένα εἰς νερὸν καὶ ἀπὸ τὸν σμαράγδινον οὐρανὸν ἀποκρεμᾶται καταρρέων ἁπαλώτατα στέφανος ἄλλος χρυσοκίτρινος, στεφανώνει καταρρέων χαμηλὰ θάλασσαν καὶ νησιὰ μὲ φωτεινὴν θωπείαν διαβάσεως ἀγγελικῶν ταγμάτων μὲ καναρίνεια πτερά.
... Εἰς τὴν ἀθόρυβον πόλιν τῆς Σύρου, ποὺ λάμπει μὲ τοὺς κυανολεύκους καὶ ροδολεύκους χαρωποὺς οἰκίσκους ποὺ ἀναβαίνουν ὁ ἕνας εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου, ἕως τὴν κορυφὴν τῶν δύο κωνικῶν της βουνῶν, διὰ νὰ ἰδοῦν μὲ μάτια λάμποντα καὶ πλησίον τοῦ μόλου σχήματα ἀνθρώπων καθισμένα μελανὰ καὶ ἄφωνα, ἔχουν τὸν ἀέρα ἀκολουθούντων νωχελῶς λειτουργίαν ἢ ἀγαθῶν γελαδινῶν ζῴων ἁπλῶς ἠρεμούντων. Εἰς τὸν ἐρυθροκίτρινον κυματοθραύστην βρεφῶν καὶ δουλαρίων σμῆνος σὰν ἔντομα πολύχρωμα.
... Ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ὁλοὲν καταβαίνουν νέαι φωτεινοὶ θωπεῖαι, ἡδύτατα φιλήματα αἰθεριότητος καὶ διαρκείας ἀσυλλήπτου, ἀλλ᾿ ἐκπληκτικῆς διαυγείας. Χρυσομηλόχρους στέφανος ἁπλώνεται λαμπρότατος, ροδίνη χύνεται σκόνη ζώνουσα ξηρὰ καὶ ὑγρά. Τώρα ἡ Τῆνος βαθύχροα ἴα δροσολουσμένα. Τώρα ἡ Μύκωνος πυρουμένη μιμουμένη τὸν Ὑμηττόν. Τώρα ἡ Πάρος ἴα μαραμένα. Τώρα τὸ Νησίδιον τοϋ Φάρου βαθυχροΐζον. Τώρα ἡ θάλασσα... ἕλκουσα, πίνουσα τὰ χρώματα, φωτιζομένη, λευκαινομένη, γινομένη γάλα πηγνυόμενον, κυλίον εἰς τὴν ἐπιφάνειάν του χρυσούς.
... Τὰ πάντα ζοῦν καὶ δονοῦνται ἐντονώτατα θερμαινόμενα ἢ ψυχόμενα, ἀλλὰ τὰ πάντα ἀενάως μεταμορφούμενα. Ἀνθρώπινον σχῆμα ταχυποροῦν φθάνει εἰς τὴν ἀκτὴν καὶ μόλις ἀντικρύσῃ τὴν θάλασσαν, ἵσταται, ἀποκαλύπτεται, κρατεῖ χαμηλὰ τὸ κάλυμμά του, κάμνει εὐρύτατον σημεῖον σταυροῦ μὲ βαθυτάτην εὐλάβειαν: Σταυροκόπημα καὶ δέησις διευθύνονται πέραν τῆς Σύρου, ἄνωθεν τῶν ὑδάτων, εἰς τὴν ἀντίπεραν Τῆνον -συνήθεια τῶν γειτόνων νησιωτῶν- ἀποστέλλονται εἰς τὸ φαινόμενον κωδωνοστάσιον τῆς Παναγίας της.
... Ἀπὸ τῶν οὐρανίων ἀποκρεμᾶται ζωηρότατος ρόδινος στέφανος ἐφαπτόμενος ξηρῶν καὶ θαλασσῶν, ἄνωθεν ἄλλος ἀκολουθεῖ ἀερωδέστερος, μετεωρίζεται φωτεινοκίτρινος καὶ ὑπεράνωθεν αὐτῶν ὅλων τὸ οὐράνιον κυανοῦν τώρα ἀνοίγει ὁλοὲν ἀτονοῦν ἁβρότατα. Καὶ αἱ Νύμφαι συναλλάζουν καὶ ἀνταλλάζουν τὰ ρόδινα καὶ ἰώδη καὶ ἰορόδινα καὶ χρυσοκίτρινα αἰθέρια ἐνδύματα, ὡσὰν αὐτὴ ἡ συνοδεία τῶν Ἐρώτων καὶ Χαρίτων τῆς Ἀφροδίτης ἀνεκίνει καὶ ἐδοκίμαζεν αἰθερίων πέπλων ἁρμονίας, διὰ τὴν περιβολὴν τῆς ἐκεῖ ποὺ εἰς τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου εὐρισκομένης θεᾶς.
... Κόρη εἰς περιστύλιον, περιφερικὸν παραλιακοῦ ἐξώστου προσθέτει τὴν ποίησιν τοῦ θήλεως, περιφέρει μαλακώτατον ραδινὸν σχῆμα σὰν δονουμένη καὶ κυμαινομένη ὑπὸ τῶν καλλονῶν, τείνουσα μεγάλους ὀφθαλμοὺς νοσταλγοῦ ἄνωθεν μελαγχολικῶν πόθων ἀνθούντων εἰς μειδίαμα χειλέων, σὰν λυπουμένη παρομοίως μὲ τὰς Νύμφας, διότι τὸ φῶς ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν μορφὴν ὅλων των καὶ μετ᾿ ὀλίγον δὲν θὰ φαίνωνται πλέον. Καὶ γίνεται αἰσθητὴ ἡ κυμαινομένη κόρη σὰν ἆσμα ναύτου μελαγχολικώτατον, ὡς νυκτωδία τις ἡδυτάτη περιραίνουσα τὸν ἀέρα. Κόρη τῆς ὁποίας τὰ μάτια ἐμεγάλωσαν, ἐμεγάλωσαν καὶ ἔπειτα ἔσβησαν ἀπὸ τὸν ἐπάνω κόσμον.
... Ὤ, τί ἀπίστευτον, τί ἀπερίγραπτον θέαμα πραγματικώτατον καὶ ὅμως ὑπερβαῖνον πᾶν ὄνειρον! Ἀπὸ τῶν μυχιαιτάτων τοῦ ὄντος ὅπου ζῇ ἡ λατρεία, ἀνέρχεται ἡ ζωὴ τηκομένη καὶ καιομένη ὡς πῦρ βωμοῦ καὶ ὡς κυάνεον θυμίαμα διαλύεται εἰς τὰ μαγικὰ χρώματα καὶ ὁράματα τὰ ὁποῖα ὅλα δονοῦντα τὴν διάνοιαν ἐν ἡδονῇ, κάμνουν αἰσθητὴν τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ διανοεῖσθαι.
... Ἀθρόαι ἀναδύουν τῆς ψυχῆς καὶ πάλλονται ἐν συγκινήσει ὡς θούρια, αἱ παλαιαὶ εἰκόνες λαμπρῶς φωτιζόμενοι. Τοιαῦτα μόνον οὐράνια χρώματα, τοιοῦτοι μόνον παραδείσιοι οὐρανοὶ δύνανται νὰ γεννήσουν μεταξὺ τῶν ἀνθρωποειδῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα. Αὐτοὶ οὗτοι ἦσαν καὶ αὐτοὶ οὗτοι εἶναι οἱ μόνοι γεννῶντες καὶ ἀνατρέφοντες ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωποειδῶν θηρίων τῆς γῆς, τὸ ἥμερον ἄνθος, τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα.
... Ἐδῶ παντοῦ καὶ πανταχόθεν, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου, ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν μαγικῶν αὐτῶν χωμάτων, τῶν τριμμένων ὡς ἑτοίμων διὰ νὰ πλασθοῦν εἰς πολύμορφον καλλονήν, ἀνέδυσεν εἰς τὸ φῶς ἡ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων, ὑπὸ τῶν μητρικῶν θωπειῶν τῶν θείων αὐτῶν σκηνωμάτων διεπλάσθη. Ἐδῶ μόνον οὐρανοὶ καὶ γῆ καὶ θάλασσα καὶ ἄνεμοι καὶ χρώματα φιλανθρώπως περιθωπεύοντα τὰς αἰσθήσεις ἀενάως, ὡς ὡραία μήτηρ πολυφίλητον τέκνον, ἀνατρέφουν μὲ στοργὴν τὸν ἐγκέφαλον ὡς ἄνθος φυσικόν, ἄνθος ὑπέρτατον τοῦ ὀρατοῦ ζωϊκοῦ κόσμου τῆς γῆς. Σῶμα καὶ ψυχή, καρδία καὶ νοῦς ἀνοίγουν ὡς ἄνθη ὡραῖα καὶ ὡς δέσμη ἀνθέων ἀποπνέουν ἡδονικὰ ἀρώματα.
... Λίνου καὶ Ἀδώνιδος καὶ Κύπριδος ἅγιοι θρύλλοι· φυσικῶν ἐρώτων ἄσματα γαλήνια· σαρκὸς καὶ οἴνου ἁβρὸν ἀνακρεόντειον μέθυ· σαπφικὸν πῦρ· διάνοιαι φωτεινόταται γηΐνων ἀνθέων κορυφαια ἀριστοτεχνήματα· τραγωδίαι Αἰσχύλειοι· δράματα Σοφόκλεια ἔρωτος ἡδύτερα καὶ θρησκευμάτων θειότερα· Πλάτωνος δρᾶμα ὅπου αἱ ἰδέαι ἱέρειαι ἱερουργοῦσαι ἐν παγκάλλῳ τελετῇ, ἀνέρχονται ἐν ρυθμῷ σεμναὶ καὶ κοσμημέναι δι᾿ ὅλων τῶν γηΐνων ἀθυρμάτων, ὡς ἵνα ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου ἀνέλθουν πτερούμεναι ὑπὸ τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸ παμφαὲς σύμπαν, ἀναζητοῦσαι νὰ εὕρουν καὶ περιφιλήσουν τὸν ἀκατανόητον Δημιουργόν· ὅλα, ἀναδύουν ὡς ἄνθη αὐτοφυῆ καὶ μέχρις αὐτῶν τῶν λίθων μεταμορφουμένων εἰς τελείους τύπους ἀνθρώπων, οὓς ἡ φύσις δὲν κατώρθωσε νὰ δημιουργήσῃ, μέχρι τῶν λίθων αὐτῶν συνδεομένων εἰς ἁρμονίας λιθίνας, δοξαζούσας τὸ θεῖον βαθύτερον, αἰθεριώτερον ὅλων τῶν γηΐνων μουσικῶν, ὅλα αὐτὰ τὰ πιστευόμενα θαύματα ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.
... Καὶ ὅλα, ἀνεξαιρέτως ὅλα: Στρατοί, πνευματικοὶ ὡπλισμένοι δι᾿ ἐπιστημῶν, γραμμάτων καὶ τεχνῶν, χυνόμενοι εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, ὄπισθεν τοῦ ἅρματος ἑνὸς ὡραίου μας θεοῦ, ἡμερώνοντας καὶ μαγεύοντες τοὺς λαούς, δουλοῦντες καὶ καταβυθίζοντες τοὺς Ρωμαίους μὲ τὸ φῶς, ἁρπάζοντες γυμνὸν καὶ τετραχηλισμένον τὸν Ναζωραῖον καὶ δημιουργοῦντες θρησκείαν νέαν, νέον κόσμον χιμαιρικόν, κοσμοκράτορες κρατοῦντες τὴν τύχην τῆς γῆς ἡρωϊκῶς ἐπὶ αἰῶνας αἰώνων, ὅλα τὰ περασμένα ἀνεξύμνητα κλέεα κλέη, διότι εἶναι νοητὰ μόνον εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ τὰ μεγάλα πνεύματα, ὅλα ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα διερχόμενα ἄνωθεν τῶν ἀνθρωπίνων· ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα ὅπως ὁ δαυλὸς τοῦ Κανάρη, ὅλα ζωντανώτερα τῶν ζωντανωτέρων καὶ ἁπτοτέρων πραγμάτων τῆς ζωῆς, ὅλα τὰ κορυφαιότατα ποιήματα τοϋ πλανήτου αὐτοῦ ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.
... Ὤ! Τί ὥρα ἀλησμόνητος! Ἐνῷ ὁ νοῦς φλογίζεται ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἡ ψυχὴ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν, ἐνώπιον τοῦ ἑλληνικοῦ πανοράματος ποὺ ζωγραφίζεται εἰς τὰ βάθη τοῦ Ὄντος, εἰς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον, ὅλα ὁλοὲν ἀλλοιοῦνται ἀνταλλάσσοντα φωτεινὰ φιλήματα, ἐνῷ ὑπὸ τὴν λάμψιν τοῦ θερμοῦ νωχελοῦς ρευστοῦ ἀμαυροῦται τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, ἀβανόχροοι γίνονται οἱ βράχοι τῆς νήσου, ἐνῷ πλοιάρια φαινόμενα καρφωμένα πρὸ τῶν ἀπωτάτων νήσων διαγράφονται μελανώτατα καὶ διαυγέστατα μέχρι τῶν λεπτοτάτων ἐξαρτημάτων καὶ νημάτων, σὰν ἔντομα ὁρώμενα διὰ φακοῦ. Τὰ ἰώδη ἄνθη τῶν νήσων ἐν ἀρρήτῳ ἡδυπαθείᾳ μαραίνονται, ναρκοῦνται, νεκροῦνται καὶ εἶναι λευκοκίτριναι καὶ ἀνθορρόδιναι προβολαὶ ἐρχόμεναι μὲ τὴν γλυκύτητα φιλήματος καὶ ἀφίνουσαι μειδιάματα, ἀποσυρόμεναι καὶ ἀφίνουσαι χροϊκὸν λυγμόν.
... Ὤ! παρομοία θὰ ἦτο ἡ ὥρα καὶ ἡ σκηνογραφία ἡ προπέμψασα ἀπό τῆς ἱερᾶς Δήλου τὴν τριήρη τὴν μεταφέρουσα τοὺς θησαυροὺς εἰς τὰς Ἀθήνας, παρομοίως θὰ ἐπάλλοντο ὅλαι αἱ Νύμφαι τοῦ Αἰγαίου, οὐρανοί, ξηραὶ καὶ θάλασσαι ἐν παρομοίᾳ κατευοδοῦσαι λαμπροφανείᾳ τὸ πτερόεν πλοῖον, προαισθανόμενα ὅλα ὅτι εἶχεν ἔλθη ἡ ὥρα, ἵνα πάντα ταῦτα ἐκδηλωθοῦν εἰς μίαν πρώτην μορφὴν ὑπὸ τοῦ εὐγενεστάτου ἀνθρωπίνου εἴδους ποὺ εἴμεθα ἡμεῖς δι᾿ αἰῶνα τὸν ἅπαντα.
... Καὶ εἶναι ἀκόμη μία στιγμή, καθ᾿ ἣν ἡ θάλασσα σὰν νὰ ἔπεσεν εἰς τὸν πυθμένα της ἥλιος φωτίζων ἔνδοθεν, ὅλη γάλα ἐφ᾿ οὗ ρέει χρυσός, πάλλεται καὶ λάμπει ὡς ὀπτασία, καὶ εἶναι μία στιγμὴ ἀκόμη, στιγμὴ ὑστάτη, καθ᾿ ἣν ὅλη ἡ θάλασσα εἶναι θερμότατον πυρωπὸν ἴον, ἐνῷ τὰ νερὰ εὐωδιάζουν καὶ τὰ πάντα ζοῦν ἐν ἐκτάσει ἐνῷ δρομοῦσα ἡ σελήνη κατακόρυφος διὰ νὰ ἰδῇ, ἀναστέλλει τὰς ἀκτῖνας βαίνουσα μέσα εἰς τὸν ἱστάμενον ἀέρα, πελώριον πρόσωπον ἔκπληκτον ἐτάζον τὴν ἄπειρον ἡδυπάθειαν μὲ φευγαλέον ἀέρα εἰρωνείας.
... Ὦ ὡραῖε Θεὲ τῆς Ἑλλάδος. Μίαν μοναδικὴν φορὰν τὰ χείλη μου ἐκινήθησαν εἰς δέησιν, μίαν μοναδικὴν φορὰν ἐπρόφεραν αἴτησιν, νὰ εἶναι ὥρα παρομοία καὶ παρόμοιον τὸ θέαμα, ἡ ὥρα ποὺ θὰ κλείουν οἱ λατρεύοντες ὀφθαλμοί μου καὶ μία μόνη ἰδέα ἐκφράσεως τῆς ἱερᾶς γοητείας ὑπερισχύει νὰ κύψῃ κανεὶς καὶ νὰ φιλήσῃ τὸ γενέθλιον χῶμα νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ κάμῃ ἐν βαθυτάτῃ εὐλαβείᾳ τὸν σταυρόν του, λατρεύων τὸ χῶμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ χρῶμα καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἀέρα τῆς ἱερᾶς Ἑλλάδος.)
10
Φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε Πλοῦτον Θεοῦ. Τί Παλάτι θὰ ἠθέλατε; Κλείσετε τὰ μάτια σας καὶ φαντασθῆτε. Ἔπειτα ἀνοίξετε τὰ μάτια σας: Τὸ ἔχετε ἐμπρός σας, ὡραιότερον τοῦ ὡραιοτέρου ὀνείρου. Εἶναι ἡ ΓΗ ΣΑΣ. Οὐράνιον Παλάτι νύκτα καὶ ἡμέρα ἀνοικτόν, διὰ κάθε πλούσιον, διὰ κάθε πένητα, διὰ κάθε καλόν, διὰ κάθε χωρὶς εἴσοδον, χωρὶς ἐξέτασιν, χωρὶς ὅρον, χωρὶς περιορισμόν, χωρὶς ποινήν. Κάθε ὂν ἀνοῖγον τὰ μάτια του τὸ ἔχει, ἕως ὅτου τὰ μάτια του εἶναι ἀνοικτά. Καθήσετε εἰς ἕνα ὕψωμα, ἔχετε τὸ παλάτι σας.
Ἡ οὕτω τώρα αἰσθητή, νοητή, ὁρατή, κοσμικὴ ὕλη, ὡς ἕνα Πολυήδονον Ἀερόχρωμα τί εἶναι, πῶς εἶναι, τί σημαίνει, τί ἐκφράζει; Καὶ τί λέγουν ὅλα αὐτὰ τὰ χρώματα ἀπὸ τῶν νερῶν καὶ τῶν ἄμμων καὶ τῶν λίθων καὶ τῶν ἀνθυλλίων μέχρι τῶν καρδιῶν τῶν φυλλωμάτων τῶν ἀέρων καὶ τῶν ἀπωτάτων βλεμμάτων τῶν βουνῶν καὶ τῶν ἀνοιγμάτων τῶν οὐρανῶν; τί ψιθυρίζουν; τί φλοισβίζουν; τί σιγολαλοῦν; τί κελαδίζουν; τί φλογερίζουν; τί παιανίζουν; τί θουριάζουν ὅλα αὐτὰ τὰ Ἀργυρόφωτα καὶ Χρυσόφωτα καὶ Μαργαριταρόφωτα, ὅλαι αἱ ἡλιοσεληνοκύαναι ἀγλαότητες, ὅλαι αἱ γαληνιώταται γλαυκότητες καὶ ἡδονικώταται γαλανότητες, τὰ σαπφειρολαμψήματα καὶ σμαραγδολαμψήματα, αἱ ροδολαμπαὶ καὶ λεμονανθολαμπαί, τὰ χρυσηλέκτρινα γέλοια καὶ χρυσόφλογα καὶ πορφύρεα θουριάσματα, τὰ ξανθόχρυσα καὶ ἐρυθρόπυρα καὶ χρυσέρυθρα παιγνιόφωτα, τὰ τριανταφυλλοθωπεύματα, βανιλιοφιλήματα, κρινοδάκρυα καὶ ἀμυγδαλανθίσματα, τὰ ὁποῖα ζαλίζουν, μεθοῦν, τρελλαίνουν καὶ ἕλκουν μὲ μεθυστικωτέραν ἡδονὴν χιλίων γυναικῶν Σολομῶντος, φωτοπλέκοντα τοῦ Οὐρανοῦ μας τὸ Ἔαρ καὶ τὸν Ἔρωτα. ΕΑΡ καὶ ΕΡΩΣ ἀμάραντα, αἰώνια, ἀέναα;
Πουθενὰ ΣΚΟΤΟΣ· πουθενὰ τρόμος· πουθενὰ φόβος· πουθενὰ μυστήριον· πουθενὰ βάρος· πουθενὰ λύπη· πουθενὰ κακία· πουθενὰ δυσθυμία· πουθενὰ σκυθρωπότης.
Τὰ πάντα εἰς τὴν μικροτάτην πτυχὴν τῶν χωμάτων καὶ τὴν ἐσωτάτην καρδίαν τῶν φυλλωμάτων καὶ τὴν ἀπωτάτην κορυφὴν ὄρους καὶ τὸ ἀπώτατον νέφελον. ΟΛΑ ΦΩΣ! ΦΩΣ! ΦΩΣ! ΧΡΩΜΑ! ΧΡΩΜΑ! ΧΡΩΜΑ! Καὶ τὴν Νύκτα ἀκόμη τὰ πάντα κυανίζουν. Καὶ αὐταὶ αἱ Νύκτες εἶναι Νύκτες Κυάνιαι. Ὅλα ἀνοικτά· ὅλα Ἱλαρά· ὅλα Γαλήνια· ὅλα Ἐαρινά· ὅλα Φαιδροντυμένα· ὅλα Ἑορτάσιμα· ὅλα Πασχαλινά· ὅλα Νυμφικά. Ὅλα παίζουν· ὅλα εὐτυχοῦν· ὅλα ραίνουν ἐλπίδα· ὅλα ραντίζουν χαράν· εἰς κάθε μάτι ποὺ ἀνοίγει σταλάζουν μία στάλα χαρᾶς· εἰς κάθε μάτι ποὺ βλέπει σταλάζουν μία στάλα καλλονῆς. Ὅλα Φῶς. Ὅλα Χαρά. Ὅλα Γλυκύτης. Ὅλα Εὐμορφιά. Ὅλα Ἡδονή. Ὅλα Ἠδυπάθεια.
Ὅλα παντοῦ καὶ πάντοτε λέγουν: Βλέπε· στάσου· κάθου· μένε· χαῖρε· μὴν παιδεύεσαι· μὴν βασανίζεσαι. Ἠρέμει. Γαλήνευε. Μένε ὡραῖα καὶ βλέπε. Ἕνα ἐλαφρὸν τραγοῦδι θὰ κινήσῃ τὰ χείλη σου. Μία ἐλαφρὰ αὔρα χαρίεντος καὶ παιγνιώδους πόθου καλλονῆς θὰ κινήσῃ τὰ χέρια σου εἰς μίμησιν, θὰ λάβῃς ὀλίγην ὕλην καὶ θὰ διασκεδάσῃς τὴν ὥρα τῆς ζωῆς σου, πλάττων καὶ σὺ ἕνα ὡραῖον ἄθυρμα. Λυπεῖσαι; κάθε βάρος, κάθε ἀθυμία, κάθε λύπη, μὲ ἕνα στέναγμα θὰ διαλυθῇ εἰς τὸν ἀέρα. Χαίρεις; Ὁ ἀέρας τῆς Χαρᾶς θὰ γίνῃ Τραγοῦδι. Πονεῖς; Ὁ ἀέρας τοῦ Πόνου θὰ γίνῃ τραγοῦδι. Ὁ Θάνατος ἐπέρασε κοντά σου; Ὁ ἀέρας τοϋ Θανάτου θὰ γίνῃ μοιρολόγι. Χαρά, Λύπη, Πόνος, Θάνατος, ἐδῶ τίποτε δὲν εἶναι σκοτεινόν, τίποτε βουβόν. Ἐδῶ ὅλα τραγουδοῦν. Ἐδῶ ὅλα εἶναι κελάδημα.
Ὅλα λέγουν ἡ Ζωὴ εἶναι Γλυκειά. Ἡ Ζωὴ εἶναι Ὡραία. Ἡ Ζωὴ εἶναι ἕνα ἐλαφρότατον Ὄνειρον. Ἕνα Χαρίεν, Γαλήνειον Ὄνειρον. Ἕνα ὡραῖον, ταχύ, περαστικὸν Φωτοπαίγνιον. Ἕνα ἐλαφρὸν μέθυ ὀλίγης ὥρας, ἕνα αἰθέριον τραγουδιστικὸν ζάλισμα φώτων. Ὁλίγη ὥρα Γέλωτος καταλήγοντος εἰς κλάμματα. Ὀλίγη ὥρα κλαμμάτων λήγουσα εἰς Γέλωτα. Γέλοια καὶ κλάμματα θωπευμένα μὲ Φιλήματα.
Ἕνα ἁβροβάμον περιπάτημα εἰς Ἀδώνειον Περιβόλι ὅπου μύριοι Ἔρωτες μὲ γλυκύτατον χέρι ὁδηγοῦν εἰς τὰ ἐαρινὰ σκηνώματα ὅπου Οὐριάζουν ὅλαι αἱ Καλλοναί. Ὀλίγη ὥρα ὁράσεως. Ὀλίγη ὥρα ζαλίσματος καὶ πέρασμα. Πέρασμα χωρὶς ταραχήν, χωρὶς τρόμον, χωρὶς πόθον κανένα, χωρὶς καμίαν Ἐλπίδα.
Ἀποχωρισμὸς καὶ πέρασμα μὲ λύπην καὶ κλάματα καὶ τραγούδια ἀνεκλαλήτου παθητικότητος. Ἀποχωρισμὸς ἀπὸ Παράδεισον, τί περισσότερον νὰ ζητήσῃ κανεὶς ἀπὸ τὴν Ζωήν, ἄλλο ἀπὸ τὸ Δῶρον τοῦ Παραδείσου; Καὶ τί νὰ φροντίσῃ καὶ τί νὰ τὸν σκοτίσῃ καὶ τί νὰ ἐλπίσῃ, ὅταν φεύγῃ κανεὶς ἀπὸ ἕνα Παράδεισον; Τὸ μεγαλύτερον χάρισμα εἶναι μία τρύπα εἰς τὸ μνῆμα, ἕνα παραθυράκι διὰ νὰ κοινωνοῦμεν μὲ τὸν Ἔξω κόσμον. Καὶ κάθε γνήσιος Ἕλλην ἀπὸ τὴν ἐποχὴν του Κρητικοῦ Βασιλέως Διὸς ἕως τὸν Κλέφτην αὐτὸ ζητεῖ.
Καὶ εἶναι αὐτὰ τὰ δίδοντα τὴν ἀνοίγουσαν μὲ γλύκα καὶ ὑγραίνουσαν τὰ μάτια ἀγάπην τοῦ Ἕλληνος πρὸς τὸ Γενέθλιον Χῶμα, τὴν ἀγάπην τῆς Πατρίδος -Γῆς, τῆς Πατρίδος- Χῶμα, αὐτοῦ του ἐσωτάτου καὶ ἀξερριζώτου Ἑλληνικοῦ πατριωπσμοῦ, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὴν φυλήν μας παρὰ τὰ τόσα αὐτοκτονικὰ ἐλαττώματα. Καὶ εἶναι ἡ Ὀπτασία αὐτή, ἡ κρατοῦσα τοὺς Ἕλληνας Ὀδυσσεῖς κατὰ τὰς ἀπεράντους Ὀδυσσείας των ἀνά τοὺς λαοὺς καὶ τὰς χώρας τῆς οἰκουμένης. Καὶ εἶναι αὐτὸ τὸ ἕλκον δυνατώτατα τὰ Ἑλληνικὰ ὄντα, ἀπὸ τὰ ἀπώτατα βάθη τῶν Ἐθνῶν πρὸς τὴν Πατρίδα, τὴν Μητέρα Γῆν, αὐτὸ τὸ φαντασμαγορικὸν ΧΡΩΜΑ ΦΩΣ.
* * *
Ἀφοῦ λοιπὸν ποτισθῆτε ἐπὶ ὥρας ὡρῶν πολυχρόων φωτοθωπευμάτων, ἀπὸ τὴν θέαν τῆς ἀΰλου παντοχρωμίας τῆς Φύσεως, στραφῆτε πρώτον πρὸς τὴν Πόλιν, παρατηρήσατε μακρόθεν τοὺς σωροὺς τῶν λευκῶν σπιτιῶν· εἶνε σὰν κοτσιλιὲς ἀετῶν ἐπὶ βελουδένιου, μενεξεδένιου, πασχαλινοῦ μανδύου Πατριάρχου. Παρατηρήσατε τοὺς ὄγκους, τὰ βάρη τῶν κτιρίων· ἕνα κτίριον σὰν τὸ Ζάππειον εἶναι βαρύτερον δέκα βουνῶν· στρέψετε τὰ μάτια σας πρὸς τὸ νεκροταφεῖον. Παρατηρήσατε μίαν ἔξωθέν του ἀρχοντοχωριατικωτάτην ἐκκλησίαν. Πηγαίνετε πλησίον του· εἶνε ἕνα συμπύκνωμα φυτῶν, τρεφόμενον μάλιστα ἀπὸ τὸ μεδοῦλι τῶν Τωρινῶν Κεκοιμημένων Ἡρώων. Εἶνε τὸ πρασινώτερον μέρος μὲ τὸ λευκότερον μάρμαρον. Τὰ μάτια σας θὰ πληγωθοῦν· ἡ ψυχή σας θὰ παγώσῃ.
Παρατηρήσατε τὸ Στάδιον, ἕνα λευκὸν σάβανον. Ἔλθετε ἐμπρὸς εἰς τὰ ἀγάλματα, τοὺς Ζάππηδες, τοὺς Βαρβάκηδες, τοὺς Βύρωνας, αὐτοὺς τοὺς εἰς τὰ καλὰ καθούμενα, τοὺς ἐξαφνικὰ ἀλευρωμένους, τοὺς κωμικοὺς πιερρότους καὶ πιερρότους χωρὶς οὔτε ὑποδήματα, οὔτε κουμπιὰ ἀλλόχροα, χωρὶς οὔτε χείλη κόκκινα, οὔτε κόρες ματιῶν χρωματιστές, χωρὶς οὔτε φρύδια, χωρὶς οὔτε μαλλιὰ μαῦρα.
Παρατηροῦντες τὴν φύσιν εἶναι σὰν νὰ βλέπετε ἕνα ζωντανὸν θερμὸν σῶμα ὡραίας γυναικός· παρατηροῦντες τὴν Νεωτάτην Τέχνην -ἐντὸς τοῦ Πρασίνου ὁρατώτερον- ἐντὸς τῆς Φύσεως εἶναι σὰν νὰ βλέπετε μίαν ὡραιοτάτην κόρην ἐνδεδυμένην μὲ τὰ λευκὰ πέπλα τοῦ Ὑμεναίου, ἀλλὰ κρύαν, ἀλλὰ πάγον, ἀλλὰ νεκράν, ἀλλὰ στολισμένην μὲ τὴν ἐπιτάφιον νυμφικὴν στολήν: Μίαν Νύμφην ὀρθὴν Νεκράν.
Θὰ αἰσθανθῆτε αὐθωρεὶ πόσον ξένον εἶναι πρὸς τὴν γύρω φύσιν τὸ χρῶμα τοῦ τεχνικοῦ κόσμου, πόσον ψευδές, βάρβαρον, ἀχρεῖον. Θὰ αἰσθανθῆτε ἀμέσως ὅλην τὴν ἀγριότητα τῆς τωρινῆς αἰσθητικῆς τῆς ἰδικῆς μας, δηλαδὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς, διότι αὐτὴ εἶναι καὶ τώρα ἰδική μας. Ἡ εὐρωπαϊκὴ Αἰσθητικὴ ὄχι μόνον ἐπολέμησε λυσσαλέα ὡς ἀδύνατον, ὡς ἀφάνταστον, ὡς ἀντιαισθητικήν, ὡς βάρβαρον, τὴν ἀρχαίαν μας μαρμαρίνην πολυχρωμίαν· καὶ τὸ νοστιμώτερον εἶναι ὅτι τὸ δυνατώτατόν της ἐπιχείρημα ἦτο, ὅτι δὲν ἐπετρέπετο νὰ μᾶς ὑπόθεσῃ τοὺς τότε τόσον ἀκαλαισθήτους!... -ἀλλὰ καὶ ἀποδεχθεῖσαν, καὶ ἔκτοτε ἐδέχθη καὶ δέχεται, καταπίνει καὶ χωνεύει θαυμάσια καὶ ἀπολαμβάνει, τὴν λευκὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ τὴν λευκὴν γλυπτικήν· καὶ δὲν ὑπάρχει ἀπόδειξις λευκοτέρα, φαεινοτέρα, μαρμαρινωτέρα τῆς βαρβαρότητος, τῆς μαύρης μούχλας τῶν ματιῶν της, τῆς τυφλότητος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Αἰσθητικῆς καὶ τῆς ριζικωτάτης ψευτιᾶς τῆς Τέχνης της καὶ τῆς λεπτότητος τῆς ἰδικῆς μας αἰσθήσεως τῆς ἀπορρεούσης ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας Φύσιν. Καὶ ἐὰν μᾶς ἔλειπον ὅλαι αἱ ἄλλαι ἑκατομμυριάδες τῶν ἀποδείξεων ἀπὸ τὰς καλλιτεχνικάς της ἐκδηλώσεις ἁπαξαπάσας, αὐτὴ καὶ μόνη θὰ ἤρκει διὰ νὰ πείσῃ ἁπλῶς, τελειωτικῶς καὶ αἴσθησιν καὶ μάτι στρουθοκαμήλου διὰ τὴν Ἀναισθησίαν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Αἰσθητικῆς, τῆς ὁποίας ἀπομίμησις καὶ ἐλεεινοτάτη καὶ ἀξιοδάκρυτος εἶναι ἡ ἰδική μας τωρινή, καὶ διὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ καὶ μᾶς ἀφήσῃ ἐλευθέρους ν᾿ ἀναζητήσωμεν καὶ ἀκολουθήσωμεν τὴν λεπτότητα τῆς ἰδικῆς μας Αἰσθήσεως, τὴν ἀπορρέουσαν ἀπὸ τὴν δικήν μας Φύσιν Αἰσθητικήν. Καὶ δὲν ὑπάρχει καλλίτερον μέσον, καλλίτερον σημεῖον, διὰ νὰ λάβωμεν συναίσθησιν τελείαν τῆς ἀχρηστίας της δι᾿ ἡμᾶς καὶ τῆς Διδακτικῆς Ὑπεροχῆς τῆς Γῆς μας δι᾿ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸ ὡραῖον καὶ ἀποτινάξωμεν τὴν Σκλαβιὰν τῆς Ἀσχημίας της.
11
Ὅταν ἡ Ξετσίπωτη Γύφτισα -ἡ Τωρινὴ Ρωμηοσύνη- πετάξῃ τὰ παληοχρώματά της καὶ φορέσῃ τὰ Χρώματα τῆς Γῆς της, τότε θὰ ὑπάρξῃ Χροϊκῶς: ΕΛΛΑΣ.
Τώρα στρέψετε πάλιν τὰ μάτια σας εἰς τὴν πόλιν. Θὰ αἰσθανθῆτε τὴν ἀφυσικότητα, τὴν ἀγριότητα, τὴν βαρβαρότητα τῆς Λευκότητος· δυνατὸν πανταχόθεν νὰ βλέπετε καὶ παραβάλλετε τὴν Τέχνην πρὸς τὴν Φύσιν, διότι ὄπισθεν κάθε οἰκίας ὑψοῦται θέα λόφου, εἰς τὰ ἄκρα κάθε δρόμου φαίνονται, ἔρχονται καὶ κάθονται τὰ βουνά· ἀνάγκη μόνον νὰ προσέξετε ὀλίγον, διότι εἶναι τόσον αἴολα, ὥστε... οὔτε ἡ Ζωγραφικὴ ἡ Φιλοξενουμένη Εὐγενὴς Εὐρωπαία... δὲν τὰ εἶδεν ἀκόμη. Τὸ κάθε σπίτι ζωγραφίζεται ἐπάνω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ Ὑμηττοῦ. Θὰ ἰδῆτε καὶ θὰ αἰσθανθῆτε μὲ τὰ ἴδια σας τὰ μάτια, ὅτι καὶ τὰ Χρώματα ὅπου ὑπάρχουν δὲν εἶναι φυσικά, εἶναι ἄσχετα, εἶναι ξένα πρὸς τὴν Γῆν μας, δὲν ἔχουν καμμίαν συγγένειαν καὶ δὲν εἶναι ἐν ἁρμονίᾳ μὲ τὸ γύρωθεν Χρῶμα, ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν φρικαλέαν παραφωνίαν, κακοφωνίαν ἀγριωτάτην, τυφλώνουσαν τὰ μάτια καὶ αὐτοῦ τοῦ Ναυῦ.
Ὅση ἀντίθεσις ὑπάρχει μεταξύ της Φυσικῆς Γραμμῆς καὶ τῆς Τεχνικῆς Γραμμῆς τῆς Πόλεως, ἄλλη τόση εἶναι μεταξὺ τοῦ Φυσικοῦ Χρώματος καὶ τοῦ Τεχνικοῦ Χρώματος τῆς Πόλεως· καὶ ὅση ἀγριότης εἶναι ἡ ἀντίθεσις τῆς Γραμμῆς, ἄλλη τόση καὶ ἡ τοῦ Χρώματος. Καὶ μόλις θὰ εὕρετε ποιάν τινα συγγένειαν καὶ ἁρμονίαν εἰς τὰ τοιχώματα καὶ μαρμαρώματα, τῶν ὁποίων τὸ θηριῶδες λευκόχρωμα κυρίως ἐδιώρθωσεν ὁ Καλλιτέχνης Ἥλιος μὲ τὸν Καιρόν, εἰς μερικὰ κεχριμπαρίζοντα σπίτια, εἰς μερικὰ Βυζαντινώματα Ἐκκλησιῶν, καὶ κυρίως καὶ περισσότερον εἰς ἁπλούστατα, σπιτάκια, σχεδόυ παράγκες νεροτριανταφυλλοχρόους, νεροκυανοχρόους, νεροφυστικοχρόους, ξεπλυμμένες ἀπὸ τὸν Καιρόν.
Καὶ μὲ τὴν ἐκ φύσεως πάντοτε χροϊκὴν ἐντύπωσιν εἰς τὰ μάτια σας, φαντασθῆτε ἀκόμη καὶ παραβάλετε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς ἐντύπωσιν μιᾶς ἐπισήμου τελετῆς -εἶναι ὅλη εὐρωπαϊκὴ- κατρακυλούσης ἀπὸ τὰ Ἀνάκτορα εἰς τὴν Μητρόπολιν, ὑπὸ τὸ Σατυρικὸν μαστίγιον τοῦ Ἕλληνος Ἡλίου. Θὰ ἰδῆτε μὲ τὰ μάτια σας, θὰ αἰσθανθῆτε, θὰ ἐννοήσετε ὅλην τὴν βαρβαρότητα τῶν εὐρωπαϊκῶν χρωμάτων καὶ ὅλην των τὴν ἐλεεινὴν κωμικότητα, ἀπὸ τῶν μαύρων κασονιῶν τῶν ἁμαξῶν ἕως τὰ κορακόφτερα φράκα καὶ ἕως τὰ πισωτὰ καὶ βερνικωμένα λούκια ποὺ φοροῦμεν διὰ καπέλλα, ἕως τῶν φορεμάτων τῶν γυναικῶν καὶ τῶν γυναικοειδεστέρων στολῶν τῶν στρατιωτικῶν, θὰ ζυγίσετε τὸν αἰσθητικὸν ὄγκον, τὸ βάρος, θὰ πιάσετε τὴν ὑλικότητα, τὴν ἀγριότητα τοῦ μεταφερομένου ἐδῶ καὶ ἀπογυμνουμένου εὐρωπαϊκοῦ χρώματος καὶ τῶν συνδυασμῶν του.
Ἡ χροϊκὴ ἐντύπωσις τελετῆς τοιαύτης θὰ σᾶς δώσῃ τὴν πανομοιότυπον εἰκόνα καὶ τὴν ἰσοδύναμον χροϊκὴν καννιβαλικότητα Γυφτοπούλας μὲ δυνατοπράσινον φουστάνι, ἡρακλειοκόκκινον -φωτιὰ- κορμάκι, μὲ κουδούνι καὶ τριανταφυλλόχρουν μανδήλι εἰς τὸ χέρι καὶ κίτρινον εἰς τὸ κεφάλι, μαζὺ μὲ στεφάνι ἀπὸ παπαροῦνες καὶ μαργαρῖτες, χορευούσης καὶ ἀδούσης βραχνὰ τὸν Μάη.
Τὰ χρώματα αὐτὰ θὰ σᾶς ἀφήσουν τὴν πανομοιότυπον ἐντύπωσιν ἑνὸς πρωτίστου εὐρωπαϊκοῦ θιάσου, τὸν ὁποῖον εἴδατε τὸ βράδυ εἰς τὸ θέατρον καὶ τοῦ ὁποίου ἐθαυμάσατε τὸ πολυειδὲς γλυπτικὸν καὶ χροϊκὸν κάλλος, σκηνῶν, ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων καὶ ἀντικειμένων ὅλων, τὸν ὁποῖον μὲ τὰ αὐτὰ ἐνδύματα, χρώματα, μπογιατίσματα, φτιασιδώματα καὶ αἰσθητικὰ τεχνάσματα, καμωμένα ὅλα διὰ τὸ εἶδος τοῦ φωτὸς καὶ διὰ τὴν ὀπτικὴν ἀπόστασιν τοῦ νυκτερινοῦ θεάτρου, θὰ τὸν ἐβλέπατε... ἐκ τοῦ πλησίον, ἡμέραν μεσημέρι... εἰς τὴν Πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος.
Τὴν αὐτὴν διαφορὰν μεταξὺ βραδυνῆς εἰκόνος καὶ μεσημερινῆς εἰκόνος ἔχει ἡ εὐρωπαϊκὴ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν αἰσθητικήν. Διὰ νὰ τὸ ἐννοήσετε ἐντελῶς, παρατηρήσατε ἀκόμη γραμμικῶς καὶ χροϊκῶς τὸν ἀστὸν ἄνθρωπον -τὸ κακόμοιρον Ἑλληνικὸν Σῶμα, τὸ στεγνὸν καὶ ξηρὸν καὶ λεπτοφυὲς καὶ ἁπαλόγραμμον καὶ λιγυρόν, ποὺ καταβάλλει αὐτοκτονικὰς προσπαθείας διὰ νὰ μιμηθῇ τὸ Εὐρωπαϊκὸν Κουτσουρικὸν Σῶμα- τὸν στρατιώτην, τὸν ἀξιωματικόν, τὸν πεζόν, τὸν ἱππέα, τὸν ναύτην, τὸν ἐπιτελῆ, τὸν ὑπουργικόν, τὸν βασιλικόν, τὸν πιασμένον εἰς τὸ εὐρωπαϊκὸν βαρβαροβλακόρρουχον, τὸ δένον, σφίγγον, ξυλιάζον, ἀποπνίγον, θλάζον ὅλας τὰς γραμμὰς καὶ ὅλας τὰς κινήσεις, τὸ ἀποκουτσουραῖνον καὶ ἀποβλακῶνον καὶ ἀποβελαδῶνον καὶ ἀποτρικαυτῶνον καὶ ἀπομασκαρῶνον τὸν Ἄνθρωπον, τὸ καταντοῦν αὐτὸ σωματικῶς, ψυχικῶς, διανοητικῶς σὰν Τωρινὸν Ρωμηὸν Πρέσβυν -θὰ εὕρετε τὴν πανομοιότυπον εἰκόνα γραμμῶν καὶ χρωμάτων τῶν μικρῶν γωνιογράμμων καὶ κοκκαλογράμμων πιθήκων ποὺ ἐνδύουν μὲ ρουχαλάκια Γάλλων στρατηγῶν, τῶν χορευόντων καὶ πυροβολούντων.
Τὴν αὐτὴν γραμμικὴν καὶ χροϊκήν, ἀξιοδάκριτον καὶ κωμικωτάτην ἐλεεινότητα, παρουσιάζει κάθε εὐρωπαϊκὸν πρᾶγμα μεταφερόμενον ἐδῶ, ἐμφανιζόμενον εἰς τὴν πάγκαλον Γῆν τῶν Θεῶν, εἰς τὸ ἰδικόν μας Φῶς καὶ τὸ αὐτὸ οἰκτρότατον μασκάρευμα ἐπιβάλλει αὐτὸ εἰς τὸ κάθε τι εὐρωπαϊκόν, ἀπὸ τὴν ἐξωτερικήν του ἐπιφάνειαν ἕως τὴν ἐσώτατήν του οὐσίαν, τὴν ψυχήν του, αὐτὸ τὸ εἰδικὸν Ἀδώνειον Φῶς. Καὶ διὰ νὰ πεισθῆτε, τελειωτικῶς, ἁρπάξατε ἕνα Βασιλικὸν Χορὸν καὶ πετάξατέ τον εἰς τὸ Ζάππειον μεσημέρι, θὰ ἰδῆτε κατακάθαρα τὸν εὐρωπαϊκὸν Κτηνωδισμὸν καὶ τὸν ἰδικόν σας Θεοδοσικώτατον Μεταμφιεσμόν.
Καὶ τώρα μαλακώσαντες τὸν δρόμον, ἔλθωμεν εἰς τὴν κυρίως Χροϊκὴν Τέχνην. Εἰς τὴν Ζωγραφικήν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Τέχνη τῆς ἐπιδερμίδος, τῆς ἐπιφανείας τῶν πραγμάτων, τοῦ Χρώματος, τοῦ Φωτός. Καὶ διότι εἶναι τοιαύτη καὶ διότι αὐτὴ ὀφείλει νὰ μᾶς δώσῃ πρώτη τὸ Φυσικὸν Χρῶμα διὰ τὴν ἐπένδυσιν τοῦ Ἐξωτερικοῦ μας Νέου Κόσμου. Ἀναπολήσετε λοιπὸν τὴν γενικὴν ἐντύπωσιν ἐξ ὅλων τῶν Ἐκθέσεων, μηδὲ τὴν ἐκ τῆς Διεθνοῦς του Ζαππείου. Δὲν πειράζει ὅτι τὸ Φῶς εἶναι ἐμποδισμένον, εἶναι Τεχνητόν.
Τὸ Ἑλληνικὸν Φῶς περνᾷ καὶ κάθε χρωματιστὸν γυαλὶ καὶ κάθε χαρτὶ καὶ κάθε πανί, διὰ νὰ ἀποδεικνύῃ τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων.
Μὲ τὸ πρῶτον περιφερικὸν βλέμμα... αἰσθάνεσθε τὶς μπογιές. Εἰς τὰ μάτια σας τὰ κρατοῦντα τὴν ἐντύπωσιν τοῦ ξηροῦ, ἀΰλου, Χρώματος τῆς Γῆς, θὰ σᾶς κάμῃ τρομερὰν αἴσθησιν ἡ ὑλικότης των, ἡ παχύτης των, ἡ ὑγρότης των. Αἰσθάνεσθε τὶς Μπογιὲς ὡς πρώτην ὕλην. Ἀκριβῶς ὅπως εἰς ἕνα χρωματοπωλεῖον. Ἀναζητεῖ κανεὶς τὴν ὀσμήν των εἰς τὸν ἀέρα· τοῦ φαίνεται παράδοξον ὅτι δὲν ἀποπνέουν δυνατὴν ὀσμὴν σὰν βερνικωμένον πάτωμα· νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι συναχωμένος· νομίζει ὅτι εἶναι ζαχαροπλαστικὰ ὑλικὰ καὶ τοῦ ἔρχεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ γλυκύσματος· ἀπορεῖ διότι δὲν βλέπει μύγες· ἀπορεῖ διατὶ δὲν τὰ ἔχουν σκεπασμένα μὲ τοῦλι· εἶναι Χρώματα ἀπογυμνωμένα, σὰν γδαρμένα μὲ νύχια. Αἱ Ζωγραφικαὶ Ἐπιφάνειαι εἶναι δριμεῖαι, τριχωταί, μαλλιαραί. Εἶναι σὰν χονδροασβέστης μὲ τρίχες διὰ ταβάνι· κάμνουν τὴν αἴσθησιν τῆς ὑλικότητος τῆς ἀντιστάσεως τοίχου- καὶ τοίχου ὄχι λείου τουλάχιστον, ἐπενδυμένου μὲ ἀμμοκονίαν, τοίχου αἰθούσης, ἀλλὰ τοίχου μὲ ἀσβεστόχωμα κτυπητόν, ὅπως λέγουν οἱ κτίσται τὸ εἶδος τοῦ πετάγματος τοῦ ἀσβεστοχώματος εἰς τοὺς πισινοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν· ἡ αἰσθητικὴ αὐτὴ ἐνόχλησις εἶναι τόση, ὥστε δὲν τολμᾶτε νὰ πλησιάσετε τὰς εἰκόνας καὶ ὅσον καὶ ἂν ἀπομακρυνθῆτε, ἀδύνατον ν᾿ ἀπαλλαχθῆτε αὐτῆς. Εἶναι αἴσθησις ζαχαροπλαστικῆς πάστας. Ὅσον καὶ ἂν συμπαθῆτε τὸ θέμα ἑνὸς καλοῦ ἔργου, ἡ δυνατὴ ἐντύπωσις, ἡ τελικὴ ἐντύπωσις εἶναι ἡ Μπογιά. Τὸ σῶμα τῆς Μπογιᾶς. Ἡ Μπογιὰ σᾶς κολλᾷ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ψυχῆς, σᾶς κάθεται εἰς τὰ αἰσθητικὰ κύτταρα, σᾶς λερώνει, σᾶς βαρύνει. Ἡ ἀγριότης της καὶ ἡ ἀντίστασίς της εἶναι τόση, ὥστε δὲν σᾶς ἀφίνει ν᾿ ἀπατηθῆτε, νὰ παρασυρθῆτε, νὰ ὀνειροπολήσετε οὔτε μίαν στιγμήν. Ἡ Τέχνη εἶναι ἀπάτη. Μιμεῖται τοὺς τύπους, τὰ εἴδη τῆς Φύσεως καὶ σᾶς παρουσιάζει τι καὶ σᾶς τὸ καθιστᾷ πιθανοφανές, ἀληθοφανές. Νομίζετε ὅτι ἔχετε ἐμπρὸς σας ἕνα ἄνθρωπον, σκηνὴν τοῦ βίου, ἕνα τοπίον. Ἀλλ᾿ ἡ Μπογιά, ἡ Βορειομπογιά, ἡ γερμανομπογιὰ μὲ τὸ ἀρκουδικόν της δέρμα καὶ τρίχωμα τυλίγει τὴν εἰκόνα καὶ καθιστᾷ τόσον προφανὲς τὸ ψεῦδος, ὥστε ἀπωθεῖ πᾶσαν γέννησιν αἰσθητικῆς ἀπολαύσεως. Τὸ εὐρωπαϊκὸν αὐτὸ φόρεμα τῆς ζωγραφικῆς εἶναι τόσον βαρὺ καὶ κακοτράχαλον, ὥστε κάμνει τὴν ἐντύπωσιν ποὺ θὰ σᾶς ἔκαμνε, ἐὰν ἐπηγαίνατε νὰ θωπεύσετε μίαν ὡραίαν γυναῖκα καὶ αὐτὴ ἐτυλίγετο μὲ ἕνα τσόχινον τραπεζομάνδηλον καὶ ἄλειφε τὸ πρόσωπόν της μὲ πυκνὰ πολύχρωμα ἀλεύρια.
Κάθε ἰδέα ἡδονῆς βλέμματος καὶ ἁφῆς θὰ ἐξηφανίζετο ἀμέσως καὶ θὰ ἐνεφανίζετο μόνη ἡ ἰδέα νὰ τραπῆτε εἰς φυγήν. Διὰ νὰ αἰσθανθῆτε, διὰ νὰ ἐννοήσετε τὴν Αἰσθητικὴν Φρίκην τῆς Μπογιᾶς, χρωματίσετε μὲ τὸ χρῶμα καὶ τὴν τεχνοτροπίαν τῆς ζωγραφικῆς τὰ εἰκονίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν σας. Κάμετε πὼς πηγαίνετε νὰ τὰ φιλήσετε!... Ἡ χαρά, ἡ ἀπόλαυσις καὶ ἡ διασκέδασις πιστῶν καὶ ἀπίστων, τοῦ φιλήματος τοῦ εἰκονίσματος, τοῦ φιλήματος μίας Ὡραίας Εἰκόνας, τῆς ἐπικοινωνίας διὰ τῶν χειλέων μὲ τὸ θεῖον, τοῦ φιλήματος τῶν θεῶν, αὐτὴ ἡ ὡραιοτάτη καὶ ὑψηλοτάτη ἀφελὴς ἑλληνικὴ ἀγάπη καὶ οἰκειότης μὲ τὸ θεῖον, θὰ παύσῃ ἀμέσως. Κανεὶς Ἕλλην δὲν θὰ πάῃ νὰ φιλήσῃ τὴν Γερμανομπογιά. Ἄλλως τε καὶ ὁ Ζωγράφος δὲν σᾶς ἀφίνει νὰ πᾶτε κοντά· σᾶς ἀπαγορεύει νὰ πλησιάσετε· καὶ ἔχει δίκαιον. Πλησιάσατε σὰν θέλετε δὲν βλέπετε τίποτε. Παρατηρήσατε μίαν Προσωπογραφίαν ἀρίστην. Ἐδῶ δὲν πρόκειται περὶ τῆς ἀξίας τῶν ζωγράφων μας, ἀλλὰ περὶ Αἰσθητικοῦ Συστήματος, τῆς Τεχνοτροπίας, τοῦ εἴδους τοῦ Χρωματισμοῦ· καὶ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἐφεύρεσις τῶν ἰδικῶν μας Τεχνιτῶν, εἶναι Εὐρωπαϊκά. Ἐδῶ πρόκειται μόνον περὶ τῆς ριζικῆς τρέλλας τῆς μιμήσεώς των.
Ἀπομακρυνθῆτε λοιπὸν τῆς εἰκόνος ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα μέτρα, ἕως ὅτου τὸ κεφάλι σας κτυπήσῃ εἰς τὸν ἀπέναντι τοῖχον τῆς Αἰθούσης. Τὸ ἔνδυμά της εἶναι μὲ χονδροπινελιές, πετακτές, κτυπητές. Τὸ δέρμα της δὲν εἶναι ἡνωμένον, ἑνιαῖον, ἕνα, δὲν τελειώνει εἰς μίαν ἐπιφάνειαν, ἔχει δέρμα καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔχῃ· ἔχει κρέας κοπανισμένον λιανισμένον, κεφτεδισμένον. Πάρετε τὸ ἐργαλεῖον ποὺ κόβουν βεντοῦζες, τραβήξατε μίαν τριακοντάδα φαλτσετιῶν καθέτως εἰς ὅλον τὸ πρόσωπον τοῦ πρώτου τυχόντος καὶ ἔπειτα ζωγραφίσετέ τον. Ἡ συνήθης Προσωπογραφία εἶναι ἕνα κεφάλι εἰς ἕνα νυκτερινὸν λαδερὸν τοῖχον· τὸ φῶς ἔρχεται κάπουθεν καὶ τοῦ φωτίζει τὸ ἕνα μάγουλον. Καὶ μία χέρα βουτηγμένη σὲ χίλια πηκτὰ χρώματα τοϋ τραβᾷ μία μπάτσα. Πάρετε μία παδέλα μὲ γιαουρτῶδες σιμιγδάλι, ρίψετε τοῦ κόσμου τὰ χρώματα, ἀνακατώσετε μανιωδῶς καὶ πετάξετε τὸ ὅλον εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ πρώτου τυχόντος διαβάτου, παραλάβετέ τον, χώσετέ τον εἰς ἕνα σκοτεινὸν θάλαμον, κάμετε μία τρύπαν εἰς τὸν τοῖχον ὅπου σᾶς ἀρέσει, φωτίσατέ τον ὅπως σᾶς ἀρέσει καὶ ζωγραφίσετέ τον. Τότε μόνον δυνατὸν νὰ ἰσχυρισθῆτε εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅτι ἐζωγραφίσατε ἐκ φύσεωςκαὶ ἐβγάλατε αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα. Καὶ μὴ πλησιάσετε. Θὰ ἰδῆτε χειρότερα, ἀπαισιώτερα. Ἡ Τέχνη εἶναι ἀπρόσιτος, ἀπλησίαστος! Ἡ Ζωγραφικὴ σᾶς φωνάζει: μὴ πλησιάζετε, μὴ πλησιάζετε. Ἀλλὰ πόσον νὰ ἀπομακρυνθῆτε; ποῦ νὰ πᾶτε; καὶ ἐὰν κτυπήσῃ τὸ κεφάλι σας εἰς τὸν ἀπέναντι τοῖχον τῆς Αἰθούσης καὶ ἐὰν πᾶτε εἰς τὸ πλησίον δωμάτιον καὶ σᾶς κάμουν μίαν ὀπὴν εἰς τὸν τοῖχον, ἀκόμη ἐξακολουθεῖ ἡ Αἰσθητικὴ Φρίκη.
Ἅμα μίαν φορὰν τύχῃ νὰ πλησιάσετε μίαν εἰκόνα, σᾶς ἔφυγε διὰ παντὸς κατὰ φύσιν αἰσθητικήν, κάθε ζωγραφικὴ ἀπόλαυσις. Καὶ φαντασθῆτε, ἐὰν ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸν δρόμον φαίνεται λαμπρότατα τὸ ἐλαχιστότατον χρύσωμα τοῦ ὑψηλοτέρου, τοῦ ἀπωτέρου κτιρίου, πόσα μίλια μακρὰν πρέπει νὰ βάλετε τὴν Ζωγραφικήν. Καὶ ἕνα σιδηροῦν κάγκελλον πρέπει νὰ λέγῃ: «ἀπαγορεύεται νὰ πλησιάσετε». Ἄλλως τε πῶς νὰ πλησιάσετε καὶ τί νὰ ἰδῆτε καὶ πῶς νὰ ἰδῆτε; Πηγαίνετε δεξιόθεν, βλέπετε μάκιες. Πηγαίνετε ἀριστερόθεν, βλέπετε γυαλάδες. Ἀλλάζετε θέσιν, ἡ μισὴ εἰκὼν λαδιά, ἡ ἄλλη μισὴ γυαλάδα. Καὶ πᾶμε ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ πᾶμε ἀπ᾿ ἐκεῖ, καὶ λίγο δεξιώτερα καὶ λίγο πίσω, καὶ καλλίτερα ἔτσι καὶ δὲν εἶναι κατάλληλο τό... Φῶς καὶ σταθῆτε νὰ κλείσωμεν λίγο τὸ παράθυρον καὶ μία στιγμὴ νὰ σύρωμεν πανιὰ πρὸ τῶν γυαλιῶν, καὶ κλεῖσε τὸ ἕνα σου μάτι καὶ κατέβασε τὸ ἄλλο σου φρύδι καὶ στάσου νὰ βάλωμεν ἕνα πανὶ ἀπὸ πίσω, καὶ βάλε τὸ χέρι σου ἀπὸ πάνου ἀπὸ τὸ ἕνα μισὸ μάτι ποὺ σοῦ ἔμεινε ἀνοικτὸ καί... δὲν ντρέπεσθε θεόζουρλοι. Τέχνη εἶναι αὐτὴ ἢ περίδρομος; Τέχνη ἢ μπελᾶς; Τέχνη ἢ Ψευτιά; Τέχνη ἢ Κακοήθεια; Τέχνη ἢ Βαρβαρότης; Αἰσθητικὴ Πρόοδος ἢ Γρελανδέζικη Ἀναισθησία; Ποῦ τὶς πᾶτε, ποῦ τὶς πᾶτε τὶς Γερμανομπογιές; Τὶς Γοτθοτεχνίες; Τὶς Ὀστρογοτθοτροπίες; Αὐτοὺς τοὺς φρικαλέους Ἐρεβωδοτεχνισμούς; Τί ζητοῦν; Τί θέλουν εἰς τὸν Ἀδώνειον Κῆπον τῶν Θεῶν; Καὶ ποῦ νὰ κρυφθοῦν; Καὶ μὲ τί νὰ κρυφθοῦν;
Μὲ τὸ πρῶτον περιφερικὸν βλέμμα εἰς μίαν Ἔκθεσιν δὲν ἀναγνωρίζετε καμμίαν συγγένειαν Χρωματικὴν οὔτε ἀπωτάτην μὲ τὴν Γῆν μας. Ὅλος ὁ Λαμπρότατος Κόσμος τῶν θαυμασιωτάτων ἀποχρώσεων καὶ συνδυασμῶν ἀπουσιάζει· τὸ Ὑψηλόν μας Φῶς εἶναι ἄγνωστον. Ἡ Ἐλαφρότης, Αἰθεριότης, Ἀυλότης ἀνύπαρκτος. Λείπει ἡ Ἁπλότης τῶν Χρωμάτων· ἡ Λεπτότης τῶν συνδυασμῶν· ἡ λεπτοτάτη διαβάθμισις τῶν ὁμοειδῶν ἀποχρώσεων· πρώτιστον χαρακτηριστικὸν πάσης Εὐγενείας.
Πλήθη χρωμάτων εἰς κάθε ἔργον. Πλήθη χονδροτάτων, ἀξέστων, θηριωδεστάτων ἀντιθέσεων. Λείπει ἡ Χαρά, λείπει ἡ Λαμπρότης. Λείπει ὁ Γέλως. Λείπει ἡ Ἡδονή. Χρώματα σκοῦρα· μαυριδερά, παπαδικά, καλογηρικά, βόρεια, ὑγρά, σαχλά, κρύα, παγερά, νεκρά. Ἡ ὑψηλὴ Χροϊκὴ Κλίμαξ τῆς Γῆς μας ἄγνωστος. Ἄγνωστος ἡ Χροϊκὴ Ἐαρινὴ Ἀφροδίσειος Ἑορτή. Ἀπὸ τὸ κάθε τμῆμα Ζωγραφικῆς Εἰκόνος τῆς Γῆς μας, ἀπὸ κάθε λόφον χωριστὰ ἐκπορεύεται τελεία Χροϊκὴ Ἡδονή. Ἀπὸ κανένα τμῆμα Τεχνικῆς Εἰκόνος δὲν παράγεται χροϊκὴ τέρψις. Ἀπὸ κανένα σύνολον Εἰκόνος Χροϊκὴ Ἡδονή.
Σπανιώτατα χρῶμα θὰ σᾶς ἑλκύσῃ αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτό.
Ἡ Αἴσθησις τῆς Ἡδονῆς τοῦ Χρώματος αὐτοῦ καθ᾿ ἑαυτοῦ εἶναι Ἄγνωστος. Εἰς τὴν Γῆν μας, ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα, ἡ Σαφήνεια εἶναι ἐκπληκτική. Βλέπομεν εἰς τὴν καρδίαν τῶν φυλλωμάτων, εἰς τοὺς ἀπωτάτους λόφους, εἰς τὰ ἀπώτατα σύννεφα κάθε γραμμὴν κατακάθαρα, κάθε χρῶμα κατακάθαρα, βλέπομεν τὰ πάντα καὶ τὰ ἐλάχιστα Γραμμικῶς καὶ Χροϊκῶς, ἀπὸ μιλλίων καὶ μιλλίων ἀπόστασιν. Πλησιάσετε μίαν Εἰκόνα Τοπίου. Δὲν ἐννοεῖ νὰ εἶναι ἀτελής, νὰ μὴ ἔχῃ προοπτικήν, ὅπως αἱ περισσότεροι τῶν ἰδικῶν μας. Μία τῶν τελειοτέρων. Αἱ γραμμαὶ εἶναι χονδρόταται, βαναυσόταται, συγκεχυμέναι. Παρατηρήσατε ἕνα ἀνέβασμα λόφου λόγου χάριν, ἕνα ἄνοιγμα δάσους. Εἰς τὴν πρώτην σειρὰν διακρίνεται κάπως· εἰς τὴν δευτέραν τὰ ἀνπκείμενα συγχέονται: Ἀπομακρυνθῆτε ὅσον θέλετε. Ἐξακολουθῆτε νὰ βλέπετε καθαρώτατα ὅλα τὰ Μπερδεύματα. Καμμύετε τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξακολουθῆτε νὰ βλέπετε ὅλες τὶς δακτυλιές.
Νομίζετε ὅτι ὁ Ζωγράφος δὲν ἐργάζεται μὲ χρωστῆρα, ἀλλὰ μὲ τὰ δάκτυλα· εἶναι τόσον κατὰ τεχνικὴν ἀτέλειαν μέν, ἀλλὰ καὶ κατὰ σύστημα, συγκεχυμένα ὅλα, ὥστε νομίζετε ὅτι ὁ Ζωγράφος ἐργάζεται μὲ τὸν: μεγάλον δάκτυλον τοϋ ποδιοῦ.
Κλείσετε τὰ μάτια σας, διότι ἐνῷ δι᾿ ὅλα τὰ πράγματα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, λέγει ὁ ἕνας μας εἰς τὸν ἄλλον, ὅταν θέλῃ νὰ ἰδῇ τίποτε, φέρε φῶς, ἄνοιξε τὸ παράθυρον, ἄνοιξε τὰ μάτια σου, πλησίασε νὰ ἰδῇς, νὰ διακρίνῃς, διὰ τὴν Ζωγραφικὴν πρέπει νὰ συννεφιάσῃς, νὰ κλείσῃς τὰ παράθυρα, νὰ χαμηλώσῃς τὰ φῶτα, νὰ ἀπομακρυνθῇς, νὰ κλείσῃς τὰ μάτια σου, νὰ σοῦ σβύσουν τὴν λάμπα. Σμικρύνατε λοιπὸν τὴν ὀπτικὴν ἑστίαν εἰς τὸ ἔσχατον ὅριον. Τὸ Φῶς εἶναι τόσον δυνατὸν ἐδῶ, ὥστε ἐξακολουθεῖ νὰ μὴ σᾶς κάμνῃ καμμίαν ἐντύπωσιν, ἁπαλότητος, φυσικότητος· ἐξακολουθεῖ νὰ μένῃ ὑλική, δριμεῖα, στερεά, σκελετώδης. Καὶ τὰ ἀντικείμενα συγχέονται σὰν νὰ ἐπέρασε κανεὶς ἕνα σπόγγον καὶ ἐθάμβωσεν, ἐλέρωσεν τὴν Ἀρχικὴν Εἰκόνα, διέλυσε τὰς Γραμμὰς καὶ τὰ Χρώματα. Δὲν ὑπάρχει εἰς τὴν Τωρινὴν Ζωγραφικὴν οὔτε ἕνα χέρι, οὔτε ἕνα πόδι, οὔτε ἕνα πρόσωπον, οὔτε ἕνα μάτι, οὔτε ἕνα αὐτί, οὔτε ἕνας κλῶνος, οὔτε ἕνα ἄνθος, οὔτε ἕνα φύλλον, ὅπως τὸ βλέπομεν ἐδῶ, μὲ τὸ ἐδῶ Φῶς, εἰς τὸ ἐδῶ Φῶς, μὲ Ἰδικὸν Φῶς, μὲ τό: ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΦΩΣ. Καὶ τὸ ὑπάρχον οἱ Τωρινοὶ δὲν θέλουν νὰ τὸ ἰδοῦν διότι δὲν τό... ἐννοοῦν.
Οἱ Τωρινοὶ δὲν ἔχουν καμμίαν Αἴσθησιν τοῦ Χρώματος. Ψεύματα εἶναι ὅλα. Ψεῦμα καὶ τὸ Χρῶμα. Ἀντιγραφὴ Εὐρωπαϊκὴ εἶναι τὰ πάντα τῶν πάντων. Ἀντιγραφὴ καὶ ἡ Ζωγραφική. Ἀντιγραφὴ καὶ τὸ Χρῶμα. Τὸ Σῶμα τὸ ἐνδύει ἡ Ζωγραφικὴ μὲ τὸ Εὐρωπαϊκὸν Χρῶμα. Ἀκόμη καὶ ὅταν ζωγραφίζῃ ἐκ Φύσεως αὐτὴν τὴν ἰδίαν Γῆν, βάσις της εἶναι ἡ Εὐρωπαϊκὴ Αἰσθητική. Οἱ φυσικώτεροι, οἱ ἀληθέστεροι τῶν Τοπιογράφων βλέπουν καὶ ἐκτελοῦν κατὰ συνθήκην ὅ,τι ἐδιδάχθησαν. Μεταβάλλουν μόνον τινὲς τὸ Εὐρωπαϊκὸν εἶδος κατὰ τὰς δυνατωτάτας, τὰς ὑπερβολικάς, τὰς κτυπητοτάτας διαφοράς. Αὐτὸς ὁ Πρῶτος, ὁ εὐσυνειδητότατος Καλλιτέχνης, ὁ Τοπιογράφος ΦΩΚΑΣ, ὁ Πρῶτος καθήσας ἀπέναντι τῆς Γῆς καὶ εἰλικρινῶς καὶ βαθύτατα τιμίως ἐργασθείς, ἀναζητεῖ τὰ ὑγρά, τὰ σκοῦρα, τὰ σκιερά, τὰ πράσινα, ἀπορεῖ καὶ σκιάζεται τὰ Φῶτα, ζωγραφίζει ἐντελῶς Εὐρωπαϊστί. Αὐτὸ ἀκόμη τὸ ὁρμητικὸν Λασκαρίδιον Φῶς, αὐτὸ τὸ Μαρκομποτσαρικὸν λαφυραγώγημα, τὸ ἐξαφνικὸν Ἐαρινὸν Τρελλόγελον μέσα εἰς τὴν Φρικτὴν Χροϊκὴν Καλογερίλαν τῆς Ζωγραφικῆς, δὲν κάμνει ἄλλο παρὰ νὰ συγκεφαλαιώνῃ καὶ ἐπιδεικνύῃ ὅλα τὰ λεχθέντα δυνατώτερον μάλιστα καὶ καθαρώτερον ἑνῶνον εἰς ἕνα, τὸ περισσότερον Ἑλληνικὸν Χρῶμα καὶ τὸν περισσότερον Εὐρωπαϊσμόν: Τὸ περισσότερον καὶ περισσοτέραν: ΦΩΣ καὶ ΜΠΟΓΙΑΝ.
Ὀλαι ἀνεξαιρέτως αἱ Τεχνοτροπίαι, ὅλαι ἀνεξαιρέτως αἱ Χρωματοτροπίαι, ὅλαι ἀνεξαιρέτως αἱ Φωτοτροπίαι -Χονδροτροπίαι, Χονδροκοπίαι, Βαρβαροτροπίαι, Θηριοτροπίαι, Κτηνοτροπίαι- ἀνεξαιρέτως ὅλαι εἶναι Εὐρωπαϊκαί. Ἀνάγκη λοιπὸν νὰ κάμωνεν ἕνα ταξειδάκι ἀστραπιαῖον εἰς τὴν Εὐρώπην διὰ τὸ Χρῶμα, ὅπως διὰ τὴν Γραμμήν.
12
Οἱ Τωρινοὶ ἔχουν φάγει: ΤΡΕΛΛΟΧΟΡΤΟΝ καὶ ἔχουν πίει: ΤΡΕΛΛΟΝΕΡΟΝ. Φεύγουν ἀπὸ τὴν ΗΜΕΡΑΝ καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν ΝΥΚΤΑ. Ζητοῦν ἀπὸ τὴν Νύκτα τὰ ἔργα τῆς Ἡμέρας. Ζητοῦν ἀπὸ τὴν ΝΥΚΤΑ τὰς ΤΕΧΝΑΣ... ΓΡΑΜΜΩΝ καὶ ΧΡΩΜΑΤΩΝ... Πηγαίνουν εἰς τὸ Ἔρεβος νὰ ἰδοῦν τὸ Φῶς. Εἰς τὸ ΠΑΡΙΣΙ... ΜΟΝΑΧΟΝ.
Ἔλθωμεν, λοιπὸν εἰς τὰς Εὐρώπας. Καὶ κατ᾿ ἐκλογήν! καὶ κατὰ προτίμησιν! καὶ κατ᾿ ἐξοχήν! εἰς τὰς Σκοτεινοτάτας! τὰς Ὑγροτάτας! τὰς Καρβουνοειδεστέτας! τὰς Σαπιωτάτας! Εἰς αὐτὰς τὰς Γερμανίας, ὅπου πηγαίνουν οἱ μισοὶ Ἕλληνες καὶ γίνονται μὲν Σοφολογιώτατοι ἀλλὰ καὶ ἀποδασκαλίζονται ἀλλὰ καὶ ἀπομιστριωτίζονται ἀλλὰ καὶ ἀποντοτορώνονται. Καί τὸ ὅτι ὁ Γύζης ἐκεῖ ἔγινε Γύζης, αὐτὸ δὲν θὰ εἰπῇ ἀπολύτως τίποτε, διότι εἶναι Ἕνας, διότι ἔζησε μόνος, διότι ἔτυχε νὰ ἔχῃ Πορταθούρειον ἑλληνικὴν ψυχήν, καὶ διότι ἀσφαλέστατα, ἐὰν μὲ τὰ αὐτὰ μέσα ἦτο εἰς Χώραν Φωτεινὴν καὶ εἰς Τέχνην Φωτεινήν, θὰ ἔφθανε ταχύτερα ἐκεῖ ὅπου ἔφθασε, θὰ ἔφθανε χίλια μέτρα ὑψηλότερα καὶ διότι... καὶ αὐτὸς ὁ Γύζης εἶναι ἡ ριζικὴ ἄρνησις, ἀναίρεσις ἀναποδογύρισμα τοῦ Γραμματικοῦ καὶ Χροϊκοῦ... Πανγερμανισμοῦ! Ἄλλως τε αἱ Γερμανίαι μὲ τὰ ἑκατομμύρια στερεοτυπωμένα φθηνὰ γρουσούζικα βιβλία, ἐγέμισαν τὰ κεφάλια τῆς Εὐρώπης Γερμανοϊδέες, ἄλλως τε οἱ νικημένοι Γάλλοι, κατὰ λόγον φυσικόν, ἐδέχθησαν εἰς τὸν σβέρκον των καὶ τὰ λεξικὰ τοῦ Νικητοῦ, ἄλλως τε διὰ νὰ νικηθοῦν θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦσαν τίποτε, ἄλλως τε καὶ αὐτοὶ ὑπεδέχθησαν τὸ Βόρειον.... Φῶς! τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι οὔτε Βόρειον Σέλας, πρωτοστατούσης τῆς Ἀναγούλας Σάνδης καὶ παρὰ τὰς διαμαρτυρίας τοῦ Χάινε, ποῦ ἐγνώριζε καλλίτερα φυσικὰ τὸν τόπον του ἀπ᾿ αὐτήν· ἄλλως τε καὶ αὐτοὶ μετὰ πολυετεῖς τρομερὰς προπονήσεις ἐβαγνέρισαν· ἄλλως τε καὶ οἱ Ἄγγλοι, οἱ ἄλλοι αὐτοὶ ἐμποροβιομήχανοι τοῦ Πνεύματος καὶ τοῦ Ὡραίου, οἱ Γραμματικῶς καὶ Χροϊκῶς Καννίβαλοι ἐκτὸς ὀλίγων τεχνητῶν Μονάδων λόρδων θαυμασιωτάτων ἐπηρεάσθησαν, ἄλλως τε καὶ αὐτοὶ οἱ Ἰταλοὶ διὰ μίαν στιγμὴν ἐτρελλάθησαν καὶ ἐστράφησαν πρὸς τὸ Σκότος καὶ τώρα μόλις ἀρχίζουν νὰ σείουν πρῶτοι αὐτοὶ φυσικά, τὸν Βαρβαροβόρειον Πνευματικὸν Ζυγόν· ἄλλως τε κατ᾿ οὐσίαν, κατὰ φύσιν, κατὰ ρίζαν, κατὰ ψυχήν, κατὰ γενικὸν τύπον, κατὰ τὴν ἐσωτάτην Αἰσθητικὴν βάσιν, ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι συγγενεῖς καὶ ἀποτελοῦν ἕνα τύπον· ἄλλως τε καὶ τὰ Σκότη καὶ τὰ ὁμιχλώματα καὶ τὰ ἀγριώματα, τόσον ὅσον ἐνδιαφέρει ἐμᾶς, εἶναι περίπου τὰ αὐτὰ εἰς τὰ Λονδῖνα, εἰς τὰ Μόναχα καὶ εἰς τὰ Παρίσια ὅπου πηγαίνουν οἱ ἄλλοι μισοὶ τωρινοὶ καὶ ἀποκοκορικίζονται, καὶ ἀποφαυλίζονται, καὶ ἀποπροστυχιὰζονται καὶ ἀποκοκοτίζονται, τὰ Σάπια Παρίσια, τὸ Κρεατοπὰζαρο Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ὅπου ὅλαι αἱ Τέχναι καὶ ὅλοι οἱ Γάλλοι ὑμνοῦν τὴν Γυναῖκα... ποὺ τοὺς τρέφει, τὴν Γυναῖκα, θηλυκόν, θηλυκόν-μποῦτι, θηλυκόν-γάμπα, πρὸ πολλοῦ πλέον οὔτε αὐτό, ἀλλὰ τὸ θηλυκὸν Φόρεμα, καὶ οὔτε φόρεμα καλὰ καλά, ἀλλὰ ἐσώρουχον, ἀλλὰ λινὸν μεταξωτὸ καὶ νταντέλλα.
Ἔλθωμεν λοιπὸν εἰς τὰ Μόναχα.
Ἐκεῖ οὐρανὸς Κλειστός. Αἰωνία Συννεφιά. Αἰωνία Μαυρίλα. Αἰώνιον Πένθος. Αἰωνία Ὁμίχλη, Αἰωνία Πάχνη. Αἰωνία Ὑγρασία. Αἰωνία Μούχλα. Αἰωνία Σαπίλα. Καμπουρογραμμία Γῆς. Ξυλογραμμία δένδρων. Καὶ βάρος καὶ πάχος καὶ πύκνα ἀέρος. Καὶ στούπωμα τῶν πάντων μὲ μπαμπάκια ὁμίχλης. Ὁ Οὐρανὸς κλειστός. Ἡ Γῆ κλειστή. Ὁ Ἀέρας κλειστός. Τὸ Σπίτι κλειστόν. Τὸ Ροῦχον κλειστόν. Τὸ Σῶμα κλειστόν. Ὁ Ἄνθρωπος κλειστός. Τὸ Πνεῦμα κλειστόν. Ὁ Οὐρανὸς σκότος. Ἡ Γῆ πένθος. Τὰ Φῶτα λύπη. Τὰ Ζῷα μελαγχολία. Ὁ Ἀέρας ὑγρὰ πηκτὴ μαυρίλα. Ὅλος ὁ ΕΞΩ ΚΟΣΜΟΣ σπρώχνει τὸν Ἄνθρωπον εἰς ἕνα καταφύγιον, εἰς ἕνα ὑπόγειον. Καὶ ἐκεῖ ζῇ μίαν ζωὴν τεχνητήν. Τὸ Πνεῦμα καὶ αἱ Τέχναι εἶναι Ἐπιστῆμαι, εἶναι Μηχανήματα, ἐμπορεύματα, βιομηχανήματα. Κάμετε μίαν εἰκόνα, ἕνα ἄγαλμα, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη μηχανὴ καὶ βίδα. Καὶ ζῇ ἐκεῖ μὲ ἕνα ψεύτικον Φῶς, μίαν ζωὴν ψεύτικην. Ψεύτικον Φῶς. Ψεύτικον πνεῦμα. Ψεύτικαι τέχναι. Γνωρίζει τὸ ἀληθινὸν φῶς, τὸ ἀληθινὸν πνεῦμα, τὴν ἀληθινὴν τέχνην ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Ἰταλίαν, τὰ βιβλία. Ὁ Εὐρωπαῖος μιμεῖται τὴν Ἐξωτερικὴν Φύσιν μὲ τὴν Ἐσωτερικήν του Φύσιν. Καὶ ἡ Ἐσωτερική του Φύσις εἶναι ἀπόρροια τῆς Ἐξωτερικῆς του Φύσεως. Εἶναι ἡ τελεία ἁρμονία. Εἶναι ὁμοούσιος. Εἶναι ἕνα Πρᾶγμα. Εἰς κάθε Γῆν: φυτόν, ζῴον, ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα πρᾶγμα. Καὶ ἐκ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ Ἔσω καὶ Ἔξω Κόσμου γεννᾶται ἡ Αἰσθητικὴ τοῦ κάθε Λαοῦ. Ἐγεννήθη ἡ Αἰσθητικὴ τοῦ Εὐρωπαίου. Ἡ Αἰσθητικὴ τοῦ Βορείου. Ὁ Εὐρωπαῖος μιμεῖται τὴν Καμπουρογραμμίαν τῆς Γῆς του, τὴν ξυλογραμμίαν τῶν φυτῶν του, τὴν μαυρότητα, τὴν ὑγρότητα, τὴν χονδρότητα τῶν φυτικῶν ἀντικειμένων, τὴν μεστότητα χυμῶν, κορμῶν, καὶ κλάδων, τὴν βαθυπρασινότητα τῶν φυλλωμάτων, τὴν μαυρίλαν τῶν Σκιῶν, τὸ Χοιρομηρικὸν Πάχος τοῦ Ἀέρος.
Ἕνας Γερμανός, λόγου χάριν, μὲ Σῶμα ὑλικῆς συστάσεως καὶ γραμμικῆς λεπτότητος Πελασγικοῦ βάθρου, μὲ στόμαχον, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ μπίρρα ἀγωνίζεται νὰ τρίψῃ τὰ δυνατώτερα λουκάνικα καὶ τὰ ξυλωδέστερα λαχανικά, μὲ ἐγκέφαλον παχύν, βαρύν, πυκνόν, σκοτισμένον, ὁμιχλώδη, λαβυρινθώδη ἀπὸ τοὺς ἐσωτερικοὺς ἀτμοὺς τῶν ζυμώσεων καὶ στουμπωμένον ἀκόμη ἀπό τὸν πεπιεσμένον ἀτμὸν ἑκατὸν ἀτμοσφαιρῶν τῆς ὁμιχλογερμανοσοφίας καὶ ἀκόμη ἀπό τους καπνοὺς τῆς πίπας, μιμεῖται ὅ,τι βλέπει πάντοτε... μὲ ἕνα ζευγάρι γυαλιά, συνήθως μὲ δύο, ὄχι σπανίως μὲ τρία, καὶ ἐκφράζει διὰ τῆς Τέχνης του ὅ,τι εἶναι ἡ Γῆ του καὶ ὅ,τι εἶναι αὐτός. Ἔπειτα τὸ βλέπει, τὸ εὑρίσκει ὅμοιον, τοῦ ἀρέσει καὶ ἔπειτα τρέχει, φορεῖ τὴν ρόμπα του, φορεῖ τὴ σκούφια του, ἀνάβει τὴν σόμπα του, κρεμιέται εἰς τὴν πίπαν του, μένει ἐκεῖ ὀκτὼ μῆνες καὶ σοῦ πετᾷ 32 τόμους Αἰσθητικῆς, ὅπου ὅλο τὸ Ὡραῖον τῆς οἰκουμένης ἐξηγεῖται, σχολιάζεται, διορθώνεται, κατὰ τὴν ρόμπα, τὴν πίπα, τὴν σκούφια καὶ τὴν βαρβαροσαπίλα κάθε Φονπρίτς, Μπουρούμπρουμπούψ, Γκεμποργκενλιοῦχενχφστυξ. Τί διάβολον θέλει ὁ Γερμανός, ὁ Σουηδός, ὁ Παρισινός, ὁ Λονδρέζος νὰ ὁμιλῇ διὰ πράγματα... ποὺ δέν βλέπει! Καὶ νὰ νομοθετῇ ἐπὶ πραγμάτων ποὺ δὲν βλέπει. Αἱ γραμμικαὶ καὶ χροϊκαὶ τέχναι ὅλαι εἶναι Γραμμαὶ καὶ Χρώματα. Καὶ ὁ κάθε Γερμανός, Σουηδός, Παρισινός, Λονδρέζος πηγαίνει... εἰς τὴν Ἰταλίαν διὰ νὰ ἰδῇ οὐρανόν, ἀέρα, σύννεφα, γῆν, φυτά, ζῷα, διὰ νὰ ἰδῇ Γραμμὰς καὶ Χρώματα!
Εἰς τὸν τόπον του ὁ Γερμανὸς ζωγράφος βλέπει: Μίαν πεδιάδα ὁλόκληρον, ἕνα οὐράνιον ἀλισιβωτὸν χρῶμα, τοῦ ὁποίου ἡ πάχνη, ἡ ὁμίχλη, ἡ καταχνιά, τὴν πλακώνει, τὴν στουμπώνει, πνίγει κάθε κρότον, κάθε σχῆμα, κάθε γραμμὴν καὶ τὴν παρουσιάζει ἕνα πράσινον ὑγρὸν ὁμιχλόχρωμα. Τραβᾷ λοιπὸν δέκα πινελιὲς μὲ πινέλο πλατὺ Σοφατζῆ, ἀπὸ μπογιὰ στάχτη τῆς μπουγάδας, ἄλλες δέκα πράσινες ἀπὸ κάτου καὶ ἡ εἰκών του εἶναι καμωμένη. Μία ἀγελάδα εἶναι ἐμπρός του καὶ τοῦ κάνει κόρτε. Διότι καὶ ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ εἶναι κοντόφθαλμη, διότι καὶ ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ διαβάζει φιλοσοφικὰ συγγράμματα. Δηλαδὴ ὁ ζωγράφος γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀγελάδα, πὼς εἶναι ἀγελάδα, ἀλλὰ οὔτε τὴν βλέπει οὔτε φαίνεται. Ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ φαίνεται μόλις ἕνα μαυροκανελλόχρωμον τομάρι -σὰν ταπετάκι ἁπλωμένο- μία χροϊκὴ μάκια λοιπὸν σχηματίζουσα ἰδέαν ἀγελαδινοῦ σχήματος καὶ ἔγινε καὶ ἡ ἀγελάδα. Ἕνας ἄνθρωπος περνᾷ· ἕνα σῶμα βοδιοῦ ὀρθοῦ, ὀλίγον φόρεμα· ὁλίγον καπέλλο· σῶμα δὲν διαγράφεται διότι τὸ πάχος του ἐνώνεται μὲ τὸ πάχος τῆς ὁμίχλης, τὸ καπέλλο χάνεται εἰς τὴν ὁμίχλην· ἄλλη μία μάκια, μὲ περίπου ἰδέαν ἀνθρώπου. Προφανὲς καὶ φυσικώτατον ὅτι ἡ Γραμμὴ εἶναι ἄχρηστος, ἀσήμαντος... ἀφοῦ εἶναι ἀόρατος.
Ἡ Σκιὰ μουντζούρα, ἀφοῦ ἡ σκιὰ τοῦ σὰν λαμπάδας μὲ κοκκαλωμένα δάκρυα πεύκου εἶναι: Καλόγερος. Ὅλα γίνονται ὄγκοι, ἐπιφάνειαι: Χρῶμα μόνον. Καὶ Χρῶμα φυσικὰ ἐρεβῶδες. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι κοντόφθαλμος καὶ ἐπειδὴ ζωγραφίζει σκοτάδια, καὶ ἐπειδὴ τὸ ἔργον του θὰ τὸ βάλῃ εἰς σκοτάδια, δυναμώνει τὰς ἀντιθέσεις, δυναμώνει καὶ ἐξαγριώνει τὰ φωτισμένα μέρη. Καὶ ὅ,τι δὲν εἶναι αὐτὸ εἰς τὴν Τέχνην τοῦ Γερμανοῦ, εἶναι ψευτιά, ψευτιὰ ἀναίσχυντος, κακοηθεστάτη. Εἶναι ἰδέαι, εἶναι Τέχνη, εἶναι τεχνοτροπίαι παρμέναι, κλεμμέναι, δανεισμέναι ἀπὸ τὰς χώρας τοῦ Φωτός. Ὁ Γερμανὸς εἶναι Στραβός. Καὶ μὲ τὴν ὑπομονήν του ἡ ὁποία ἐμελαγχόλησεν ὅλους τοὺς γαϊδάρους τῆς οἰκουμένης, θέλων νὰ μάθῃ, νὰ προφιτίρῃ, νὰ μισθωθῇ, ἀπεστραβώθη ἀπὸ τὸ διάβασμα. Παχύς, λουκανικῶς λαδερός, χοιρομηρικός, πτωχός, πειναλέος, καὶ Στραβός, βλέπει μὲ τὰ ἀγριόχερά του. Διὰ νὰ ζωγραφήσῃ θέλει ὑλικὰ τῆς ἐσχάτης φτώχιας, θέλει λινάτσα ἄγρια, ἑκατὸν φορὲς ἀγριωτέραν ἀπὸ κάθε καραβόπανον· θέλει μπογιὲς λαδερές, παχειές, πηκτές, σάλτσες· θέλει πινέλο βοῦρτσα ἀλόγου· θέλει νὰ κολλήση τὶς μπογιὲς μὲ τὸ μυστρί, ὅπως τὴν μουστάρδα εἰς τὸ ψωμί του· θέλει νὰ μυρίζῃ ἡ μπογιά· θέλει νὰ πίνῃ ἡ ἀγριολινάτσα τὶς μπογιὲς καὶ θέλει νὰ φάῃ αὐτὸς λινάτσα καὶ μπογιὲς καὶ βοῦρτσες καὶ κορνίζα. Νά ὁ ζωγράφος εἰς τὸ ἐργαστήριόν του: σόμπα, ρόμπα, σκούφια, πίπα. Τὸ Σάπιον Φῶς περνᾷ τὰ παπλώματα τῶν ὁμιχλῶν καὶ διαθλᾶται· περνᾷ τοὺς λασπώδεις, καρβουνώδεις ἀέρας καὶ θρυμματίζεται· περνᾷ τὰ σκοτεινὰ γυαλιὰ τῶν σπιτιῶν καὶ σαραβαλιάζεται καὶ ἀπονεκρώνεται καὶ ἀποψοφᾷ καὶ φθάνει μουχλοπτωμαΐνη καὶ χάνεται εἰς τὰ σκοτεινὰ ἐσωτερικά, χωρὶς νὰ φθάσῃ εἰς πουθενά, χωρὶς ν᾿ ἀκουμπήσῃ εἰς τίποτε. Ἡ σόμπα, ἡ λάμπα, ἕνα κερί, φέγγουν περισσότερον ἀπὸ τὸν Ἥλιον. Μία καντήλα εἶναι προτιμοτέρα· εἶναι μία ζωηροτάτη ἑστία φωτίζουσα ἐντελῶς εἰς μίαν ὡρισμένην ἀκτῖνα. Ἐνῷ τὸ Νεκρόφως εἶναι παντοῦ καὶ δὲν φωτίζει τίποτε. Ἕνας μέγιστος ζωγράφος κάμνει τὸ ἐργαστήριόν του σκοτεινὸν φωτογραφικὸν θάλαμον καὶ ἀφίνει μίαν τρυπίτσαν εἰς τὸ ταβάνι. Ἡ εἰκών του εἶναι ᾌδης καὶ φαίνεται μόνον μία φλούδα προσώπου φωτισμένη, ὀλίγον μάγουλον, ἕνα μάτι, ἡ γραμμὴ τῆς μύτης. Πομμερανὸς χωριάτης κοκκαλιασμένος, πειναλεώτατος, ἀλλὰ ἡρακλειότατος, ἀλλὰ σιδηροῦς, μὲ Μπισμαρκικὲς καὶ Νιτσεϊκὲς μουστακάρες καὶ φρυδάρες, μὲ τριγωνικὸν Γουλιελμικὸν κρανίον, τοῦ ὁποίου λείπει ὅλη ἡ μετωπικὴ φέτα, καραφλὸν μὲν ἀλλὰ μὲ δύο τρίχες καρφιὰ σκαντσοχοίρου ποὺ τρυποῦν τὴν σκούφια, πλησιάζει τὰ τρίποδα, τὰ τελάρα, τὶς λινάτσες σὰν θηριομάχος. Πελώριος, ἄγριος, κλειστός, σουφρωτός, πετῶν σκυθρωπασμούς, μὲ κλωτσημοὺς πίπας καὶ βομβαρδισμοὺς καπνικῶν νεφῶν ρίχνεται εἰς τὸ κακόμοιρον... Ὡραῖον μὲ λύσσαν ταύρου ποὺ τοῦ ἔσεισαν κόκκινο πανί.
Ἅμα ἰδῇ λινάτσα, τοῦ μυρίσῃ μπογιὰ -δηλητηριασμένος ἀπὸ μπογιά!- μαίνεται. Σείονται τὰ τρίποδα, βογγοῦν οἱ λινάτσες, τρέμουν τὰ τελάρα. Καὶ ἡ Καλλιτεχνία ἀρχίζει, Στὸκ τσοὺκ πὰφ πούφ· γρονθοκοπήματα, κλωτσήματα, μπατσίσματα, χαστουκίσματα, μὲ μπογιά· οἱ μουστάρδες ἐκόλλησαν εἰς τρία δευτερόλεπτα· Νά τὰ ἔξοχα καὶ τὰ θαυμάσια, τὰ ἀνατρεπτικὰ ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ ὡραίου, ὅλου τοῦ ὡραίου τῆς Γῆς, τὰ διὰ δυναμίτιδος ἀνοικτὰ Νέων Κόσμων, τὰ ἐξελικτικά, τὰ ὑπεράνθρωπα... Γαϊδουροσώματα Βουβαλοσώματα Κάθε ΣΤΟΥΚ. Καὶ νά ὁ Στούμπ· καὶ νά ὁ Μπέεεκλουκ· καὶ νά ὁ Μπρουπρίτσγάουγαουφ. Καὶ νά ὁ Νέος Προφήτης τοῦ Ὡραίου, ὁ νέος ἐκ τοῦ Βορρᾶ...
Ἥλιος ὁ Τρισμέγιστος Φὸν Κουτσουρούκκατσαρόλχερν. Δηλαδὴ ὅλη ἡ ἀνατομία τοῦ Ὡραίου, ὅλη ἡ Παθολογία, ὅλη ἡ Πτωματολογία, ὅλη ἡ Βλακοσοφία, ὅλη ἡ Ἐπιστημονική... κακὴ ψυχρή της ἡμέρα... ἀνάλυσις, ὅλη ἡ διάλυσις τοῦ φωτός, ὅλη ἡ ΧΗΜΕΙΑ ὅλη ἡ ἀλχημία τῆς φτώχιας, τῆς πείνας, τῆς κακκοριζικιᾶς, τῆς στραβομάρας, τῆς βουβαλομάρας, τῆς ΨΕΥΤΙΑΣ καί της... Προφιτίρλας! ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρεβώδη τῶν Βορείων ΑΤΙΜΑΣΜΑΤΑ τοῦ ΩΡΑΙΟΥ, ὅλα αὐτὰ τὰ Λύκινα ξεσχίσματα τῶν σαρκῶν τῆς ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ, τὰ ὁποῖα ἐδημιούργησαν αὐτοὶ οἱ τερατοποιοί, ἅμα παρέλαβον ἀπὸ τοὺς ἄλλους βαρβάρους, αἱμοβόρους, κοκκινοβόρους, Μεθύστακας τοῦ Que bello Ἰταλούς, τοὺς Ἰταλοὺς τῆς ὑφ᾿ ἡμῶν δημιουργηθείσης Ἀναγεννήσεώς των, δηλαδὴ τοὺς αἰωνίους Χονδρορρωμαίους, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ποὺ οἱ Ὁλλανδέζοι ἀφῆκαν τὴν Ἰταλικήν, ἐν Ἰταλίᾳ, διδασκαλίαν καὶ ἀπομίμησιν τοῦ Φωτὸς τοὐλάχιστον καὶ τῆς σχετικῆς ὡραιοτάτης τέχνης τῆς Γραμμῆς καὶ τοῦ Χρώματος, ἀφ᾿ ὅτου ἐγκατέλειψαν τὴν μόνην καὶ μοναδικὴν Χώραν τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Τέχνης μετὰ τὴν Ἑλλάδα μας, ἀφ᾿ ὅτου οἱ ἀρχισκαπανεῖς αὐτοὶ τοῦ Ξεπατωμοῦ τοῦ Ὡραίου ἐρρίφθησαν εἰς τὰ βουστάσιά των καὶ εἰσήγαγον εἰς τὴν Τέχνην ὅλην τὴν Βουστασιακήν, ἀγελαδινὴν καὶ ὀλλανδοτυρικὴν Ἀνθρωπότητά των, εἰσήγαγον εἰς τὴν Ζωγραφικὴν τὰ μακελειὰ καὶ τὰ πλουσιώτατα Χασαπουλειὰ μὲ τὰ κρεμασμένα μπούτια, σβέρκους, στήθη, κοιλιές, τὰ λαμπρόαιμα γυναικοκρέατα. Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐπέδρασαν καὶ εἰς τοὺς Γάλλους καὶ τοὺς Ἄγγλους καὶ κάθε ἄλλους διαβόλους διὰ τῶν ἔργων τῶν καὶ διὰ τῶν ἀπαισιωτέρων των Αἰσθητικῶν καὶ τὰ ὁποῖα μιμεῖσθε Σεῖς, τὰ Γεννήματα τοῦ λαμπροτάτου γηΐνου φωτός, τὰ θρέμματα τῆς ὑπερωραιοτάτης Γῆς τῶν Θεῶν.
Καὶ οἱ θεόζουρλοι ἐντελῶς διὰ τρελλομανδύαν, Ἀθεοφοβότατοι καὶ ἀξιοκρεμαστότατοι ξεκινᾶτε καὶ πηγαίνετε διὰ νὰ διδαχθῆτε τὰς τέχνας τοῦ φωτὸς εἰς τὰ κέντρα τοῦ Σκότους, εἰς αὐτὸν τὸν ὀμφαλὸν τοῦ Ἐρέβους, τὸ Μόναχον, Σεῖς... Ἐνῷ ὅλοι οἱ Μεγάλοι Βόρειοι, ὅλοι οἱ Ἄγγλοι ὅλοι οἱ Γάλλοι, ὅλοι οἱ ΓΕΡΜΑΝΟΙ, οἱ ὁποῖοι εἶπον κάτι φωτεινὸν καὶ ἔγραψαν κάτι, καὶ ἐτραγούδησαν κάτι, καὶ ἐπλησίασαν κατά τι πρὸς τὸ Φῶς ἢ δὲν ἐπλησίασαν καθόλου, ἀδιάφορον, κατεβαίνουν ὅλοι εἰς τὴν Ἰταλίαν διὰ νὰ ἰδοῦν τὸ Φῶς.
13
Ἄνθρωποι τοῦ ΕΡΕΒΟΥΣ μὲ τὰ φορέματα τοῦ ΛΑΟΥ, φορέσετε τὰ Φορέματα τοῦ ΦΩΤΟΣ.
ΝΕΟΙ, ΝΕΟΙ, ΝΕΟΙ ἑτοιμασθῆτε διὰ τὸν Ἀγῶνα τοῦ ΦΩΤΟΣ κατὰ τοῦ ΣΚΟΤΟΥΣ.
Ἐνδυθῆτε Ρουχικῶς, Σωματικῶς, Πνευματικῶς μὲ ΗΛΙΟΝ. Λαμπροστολισθῆτε μὲ τὰ ΦΩΤΑ καὶ τὰ ΧΡΩΜΑΤΑ τῆς Γῆς Σας. Καὶ πάρετε τὰ καμιτσίκια τῶν Χρυσῶν Ἀκτίνων καὶ κτυπᾶτε παντοῦ ἀλύπητα καὶ κατακέφαλα τὸ ΜΑΥΡΟΝ.
Καὶ ὅπως εἰς τὰς Γερμανίας, εἶναι Ὁμίχλαι καὶ Σκοτάδια καὶ ἀντὶ Γραμμῶν: ΟΓΚΟΙ καὶ Χρώματα Ἐρεβώδη καὶ ὅπως ὁ Ζωγράφος εἶναι Στραβός, ἡ Ζωγραφικὴ εἶναι ἐπίπεδα καὶ Χρώματα. Καὶ εἶναι Γροθιὰ Φωτὸς καὶ Γροθιὰ Σκότους. Μπουνιὰ μὲ Μπουνιά. Καὶ εἶναι Γροθιὲς Σκότους καὶ μεγαλοδύναμη γροθιὰ Φωτός. Διότι εἶναι ὁ Ἀγὼν τοῦ Σκότους ποὺ τείνει νὰ πνίξῃ τὸ Φῶς. Καὶ εἶναι ὁ Ἡράκλειος Ἀγὼν τοῦ Φωτὸς νὰ φανῇ εἰς τὰ ἀσφυκτικώτατα, ἀποπνικτικώτατα, σφίγγοντα καὶ πνίγοντα πανταχόθεν Σκοτάδια.
Ὁμίχλαι λοιπὸν ζωγραφημέναι ἀπὸ Στραβούς, μὲ δυναμωμένα φῶτα βγαίνοντα εἰς πηκτομπογιὲς σὰν δάκτυλα. Καὶ εἶναι ἐξωτερικὸν Φῶς περνῶν παπλώματα διαθλώμενον καὶ ἀναλυόμενον εἰς ἰριδοχρώματα καὶ εἶναι Ἐσωτερικὸν Φῶς τοῦ μυαλοῦ τοῦ Ζωγράφου, περνῶν τὰ κρεββατοστρώματα τῆς Γερμανοσοφίας, τὰ πηκτώματα τῶν Γερμανο-ἐπιστημῶν τοῦ Ὡραίου, τῶν Γεωμετριῶν τοῦ Ὡραίου, τῶν Ἀλγεβρῶν τοῦ Ὡραίου, τῶν Χημειῶν τοῦ Ὡραίου, τῶν Φυσικῶν τοῦ Φωτός, καὶ τῶν Χημειῶν τοῦ Χρώματος, διαθλώμενον, ἀναλυόμενον εἰς Σκοταδοφωτότυφλες καὶ κολλώμενον, διαλελυμένον εἰς ἑκατομμύρια πολυχρόων κοτσιλιῶν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Ζωγραφικῆς.
Καὶ τὸ ζωγράφημα αὐτὸ θὰ τεθῇ εἰς τὸ Σκοτεινὸν Σπίτι, μὲ σκοτεινόχροα γυαλιά, μὲ σκοτεινὰ ἔπιπλα, μὲ σκοτεινὰ ὑφάσματα, μὲ πρωϊνὸν Ταρτάρεινον Φῶς, μὲ ἡμερινὸν Καρβουνοσούρπωμα, μὲ μεσημερινὸν συχνὰ ψεύτικον φῶς γκάζ, ἠλεκτρικόν. Ὁρίστε εἰς τὰ ἐσωτερικά: Ἔπιπλα μαῦροι στοῦμποι προαιώνιοι, μαυρόλερη κουρελαρία ἑβραϊκή, κομψοτεχνήματα τῆς ἐσχάτης φτώχιας καὶ προστυχιᾶς καὶ ἀκαλαισθησίας, φωτογραφίες πενταρίσιες καὶ βιβλία, βιβλία, βιβλία. Ὁ ΝΕΟΣ, Γκαῖτε οὒντ Βάγνερ, οὒντ Μπετχόβεν καὶ βιολὶ καὶ πιάνο καὶ φλάουτο καὶ μπασαβιόλα καὶ ζωγραφικὴ καὶ ξυλουργικὴ καὶ ὡρολογαδικὴ καὶ ὅ,τι θέλετε καὶ μαζὺ ὅλα τὰ σχόλια τῶν κλασσικῶν τῆς Γῆς, ὅλους τοὺς λογαριασμοὺς τῆς οἰκουμένης, ὅλα τὰ βάσανα καὶ τοὺς μπελάδες καὶ τὰ πάθη ὅλων τῶν ψόφιων λαῶν τῆς Γῆς. Ἕνα φτερὸ κότας εἰς τὸ ἕνα πλευρὸ τοῦ καπελλίνου, ἕνα Ἐδδέλουάϊζ εἰς τὸ ἄλλο, μιὰ σπαθιὰ εἰς τὸ κούτελο, ἄλλη εἰς τὴν μασέλλα καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ κορίτσι, παρθένος, μὲ κουταμάρα καὶ ἀθωότητα καὶ χαζὴ γλυκύτητα Ἀγγέλου, εἰς τὸν ὁποῖον δυνατὸν νὰ ἐμπιστευθῇ κανεὶς τὴν κόρην του καὶ Ἀφροδίτην τῆς Μήλου ἂν τὴν ὑποθέσῃ, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι μόνον τὰ χέρια της θὰ πασαλείψῃ, μὲ ὀλίγα ἲχ λίμπε, ἐνθουσιασμένος μὲ ἕνα μπὸκ μπίρρας, εὐδαίμων μὲ λίγο Ράϊνβαϊν καὶ ἕτοιμος δι᾿ ἔρωτα βιολιοῦ Μαρίνου καὶ κλάματα μπίρρας εἰς τὰ πόδια μίας ξανθῆς ζουμερῆς, παχουλῆς, βραστῆς πάπιας. Μόλις μία στιγμὴ Νεότητος, καὶ ἀμέσως σόμπα, ρόμπα, πίπα, σχόλια καὶ παχυσαρκία καὶ νερουλοσαρκία καὶ μπιρροσαρκία καὶ βιβλιοφαγία καὶ βιβλιογεννοβολία. Εἴτε ξανθός, εἴτε μελαχροινός, εἴτε κοντός, εἴτε ψηλός, εἴτε ἐνεργητικός, εἴτε καθιστικός, ταχύτατα θὰ καταντήσῃ, πολύσαρκος ἀποπληκτικὸς σὰν μπιρροβάρελον. Βλέπετε ἕνα νέον ὡραιότατον ἰσχνόν, ὠχρόν, ἀσώματον, ἀγγελικὸν σὰν ζωγράφημα προρραφαηλίτου· αὐτὸς θὰ καταντήσῃ τάχιστα ἱπποπόταμος. Βλέπετε μίαν νέαν ἀρχαγγελικωτάτην σὰν Ποιητικὴν Ἰδέαν Γκαιτικοῦ Τραγουδιοῦ· δυνατὸν νὰ καταντήσῃ τάχιστα φουσκωμένον ἀερόστατον. Ἡ ΝΕΑ Μίλκ, ἲχ Λίμπε οὒντ Μπλοῦμεν. Ἲχ Λίμπε -μαλακώσατε τὸ χ, μελώσετε τὸ Λ, στεγνώσατε τὸ μπ- Ἲχ Λίμπε. Ἐρωτήσατε τοὺς Βαρβάρους Ἕλληνας Διάκους ποὺ πηγαίνουν εἰς τὴν Γερμανίαν -καὶ οἱ Παπάδες βλέπετε ἔχουν ἀνάγκην νὰ τελειοποιήσουν τὸ ὅπλον των, καὶ μεταβαίνουν εἰς τὴν Ἑσπερίαν... διὰ νὰ μάθουν τὸν Χρισπανισμόν!!! ποὺ ἐφτειάσαμεν ΕΜΕΙΣ- πηγαίνουν δηλαδὴ διὰ νὰ γίνουν... Ἐπίσκοποι καὶ γλεντοῦν ἐκεῖ τὴν Βαρβατίλαν των καὶ μᾶς κουβαλοῦν ἐδῶ τὴν Γερμανοβλακείαν καὶ καταντοῦν τὸν Θεόν μας ποὺ εἴδαμεν καὶ ἐπάθαμεν τόσα καὶ τόσα διὰ νὰ τὸν λαμπροστολίσωμεν καὶ λαμπροφωτίσωμεν, καὶ φαιδρύνωμεν καὶ εὐθυμίσωμεν καὶ τὸν συνηθίσωμεν εἰς τὰ πανηγύρια μας, ἕναν σκυθρωπόν, γρουσούζην, Βλάκα, μὲ ρόμπα καὶ σκούφια καὶ πίπα, βλακομπουμπουνίζοντα ἀκατανόητες μαυρίλες. Μόλις ἰδῇ, ὀλίγον φῶς, ὀλίγον γέλιο, ὀλίγον τραγοῦδι, ὀλίγον παιγνιδάκι Διάκου τερτιπιλῆ, Ἲχ Λίμπε. Ὀλίγον νὰ παίξῃ τὸ μάτι τοῦ Διάκου -καὶ Ἕλληνος Διάκου... ΜΑΤΙ, τὰ Ἲχ Λίμπε πέφτουν ἑκατομμύρια σὰν πεινασμένοι σπουργίτες χιονιᾶς. Ἲχ Λίμπε καὶ παχαίνει. Ἲχ Λίμπε καὶ νερουλαίνει. Ἲχ Λίμπε καὶ νεροξανθίζει. Ἲχ Λίμπε καὶ δουλεύει, δουλεύει, ρέβει εἰς τὴν δουλειά. Ἲχ Λίμπε καὶ γίνεται Σκλάβα. Καὶ γκροσλίμπε, δηλαδὴ πενῆντα παιδιά. Καὶ γκροσλίμπε, δηλαδὴ ἑκατὸν δύο ἐγγόνια.
Ὁ Γερμανὸς καὶ ἡ Γερμανὶς ἐπλάσθησαν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ εἶναι Γκροσφάτερ καὶ Γκροσμοῦτερ. Μικροὶ ζηλεύουν· ἔφηβοι ἑτοιμάζονται· νέοι προπονοῦνται· εἰς τὰ σαράντα Εἶναι. Εἶναι καθισμένοι, εἰς τὶς πολυθρόνες ποὺ ἐκάθισαν οἱ τρισπρόπαπποί των, ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ τὰ γυαλιὰ τοῦ παραθύρου -καλότατοι, γλυκύτατοι, τιμιώτατοι, θαυμασιώτατοι, κουτότατοι, θυμώνοντας μόνον μεταξύ των, πιανόμενοι μόνον μεταξύ των μὲ Ἲχ κλώσας χῆνας, μὲ γιαβὸλ καὶ γκεζὰχτ καὶ γκεβέζεν, ἀπλήρωτης κλαπαδόρας, ὠφελιμώτατοι εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ἀνωφελέστατοι εἰς ἑαυτούς. Εἰς τὰ πενῆντα ἐκεῖ καὶ βιβλιοφαγία, μὲ τὰ κασόνια καὶ βιβλιογραφία καὶ τόμοι τόμων διὰ τὴν ἱστορίαν τοῦ κάθε κατσαβιδιοῦ.
Εἰς τὰ ἑξῆντα ἐκεῖ, πιασμένοι μέν, καθισμένοι μέν, ἀλλὰ μὴ ὑποχωροῦντες οὔτε βῆμα οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος. Εἰς τὰ ἑβδομήντα ὁ Γκροσφάτερ χώνεται εἰς τὸ κρεββάτι καὶ ἐξακολουθεῖ τὸ χιλιοστὸν τρίτον κεφάλαιον, τοῦ ἑξηκοστοῦ δευτέρου τόμου τῆς Ἱστορίας, τοῦ ἐπάνω κουμπιοῦ τοῦ βρακιοῦ τοῦ Φαραώ. Εἰς τὰ ὀγδόντα ὁ Γκροσφάτερ ἐξακολουθεῖ, ἡ Γκροσμοῦτερ ὑγιαίνει, ξανανοιώνει καθισμένη σὰν Χριστουγεννιάτικη Χήνα σὲ πιάτα, καὶ γύρω εἰς τὴν πολυθρόνα κόσμος κόσμων ἀπερίγραπτος ἀπὸ κουρέλια, κεντήματα, φωτογραφίες, περιοδικά, γάστρες, Εὐαγγέλια καὶ καὶ καὶ ὅ,τι εἶδε, ὅ,τι ἐμάζευσε, ὅ,τι ἐπροφιτίρησε εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Εἰς τὰ ἐνενῆντα σηκώνουν τὸν Γκροσφάτερ ποὺ δὲν ἐτελείωσε τὴν ἱστορίαν του, ὀλίγη σκούφια καὶ ὀλίγη ρόμπα ποὺ ἀπέμεινε καὶ τὸ δισέγγονον τῆς Γάτας, ποὺ ἀπεβίωσεν μαζύ. Εἰς τὰ ἑκατὸν ἡ Γκροσμοῦτερ μὲ τὸ τρισέγγονον τῆς Γάτας, ἀρχίζει ἐκ νέου Γκαῖτε οὒντ Μπλοῦσης ἄσπρα ροῦχα -ὁ Γλύπτης ἀφῆκε κ.λπ.
Ἐκεῖ ὁ Γλύπτης ἀφῆκε τὸ Μάρμαρον λευκόν, διότι ἤδη ἡ ὕλη αὐτὴ δι᾿ αὐτὸν εἶναι ἕνα πρᾶγμα θεῖον, τὸ λευκόν του χρῶμα εἶναι δι᾿ αὐτὸν Φῶς λαμπρότατον, τὸ ἔκοψεν εἰς ὄγκους, ἐδυνάμωσε κάθε ὄγκον -περὶ Γραμμῶν δὲν πρόκειται ποτὲ εἰς τὴν Εὐρώπην- διὰ νὰ φαίνεται καὶ κάθεται καὶ κυττάζει τὸ μελαγχολικώτατον ἀπὸ νοσταλγίαν φωτὸς Μάρμαρον καὶ λερώνεται καὶ μαυρίζει καὶ γίνεται ἀπαισιώτατον, ὁ ζωγράφος διὰ τοὺς αὐτοὺς λόγους ἔγραψε τὰ πάντα συγκεχυμένα, τὰ πάντα δι᾿ ὄγκων, τὰ πάντα δυνατόχρωμα, ὅπως τὰ ἔβλεπε, ὅπως εἶναι, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι διὰ νὰ φανοῦν ὅπου θὰ τεθοῦν.
Καὶ ἐκεῖ ὁ κάθε Τεχνίτης, κάθε Τέχνης, ἐνεργεῖ ἀναλόγως. Διότι κάθε ἄνθρωπος, κάθε Γῆς -ὅταν δὲν εἶναι τρελλὸς σὰν Ἐσᾶς- ἀφήνεται φυσικὰ εἰς τὴν Φύσιν του καὶ εἰς τὴν γύρω του Φύσιν καὶ ἐκφράζει Αὐτὴν καὶ Ἑαυτόν. Διότι ὁ κάθε ἄνθρωπος κάθε Γῆς δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ αὐτὸ νὰ κάμῃ φυσικῶς καὶ ὅ,τι καὶ ἂν θελήσῃ ἄλλο δὲν δύναται παρὰ αὐτό, καὶ αὐτὸ μόνον θὰ κάμνῃ, ὅσον καὶ ἂν νομίζῃ ὅτι κάμνει ἄλλο, ὅσον καὶ ἂν προσπαθῇ νὰ κάμῃ ἄλλο τι· καὶ ὅταν προσπαθῇ νὰ κάμῃ ἄλλο τί, δὲν κάμνει οὔτε αὐτὸ ποὺ δύναται νὰ κάμῃ καὶ χάνει πᾶσαν ἀτομικότητα καὶ γίνεται γελοιωδέστατος καὶ γίνεται τὸ παίγνιον εἰς τὸ ἀρρώστημα καὶ τὸ μασκάρευμα καὶ τὸ πάθιασμα τῆς Γῆς του ὅπως Σεῖς. Καὶ ὅταν ὁ κάθε Λαός, ὁ οἱοσδήποτε Λαός, παίρνῃ πράγματα ΞΕΝΑ εἴτε θέλων, εἴτε χωρὶς νὰ τὸ καταλαμβάνῃ, ὅπως Σεῖς, τὰ ἀλλάζει καὶ τὰ στραβώνει, καὶ τὰ μεταμορφώνει ὅπως Σεῖς. Καὶ ὅταν ὁ οἱοσδήποτε Λαὸς παίρνῃ πράγματα ΞΕΝΑ καὶ ἄσχετα πρὸς τὴν Φύσιν του καὶ τὴν Γῆν του εἶναι ΨΕΥΤΗΣ, ΨΕΥΤΗΣ, ΨΕΥΤΗΣ. Καὶ ὅταν ὁ Σκοτεινὸς Λαὸς παίρνῃ τοῦ Φωτεινοῦ τὰ πράγματα καὶ ὁ Φωτεινὸς τοῦ Σκοτεινοῦ εἶναι καὶ οἱ δυὸ παρομοίως ΤΡΕΛΛΟΙ. Καὶ ὅταν ὁ Σκοτεινὸς Λαὸς παίρνῃ τὰ πράγματα τοῦ Φωτεινοῦ, τὰ σκοτεινιάζει καὶ τὰ σκοτώνει καὶ τὰ ξεπατώνει. Καὶ ὅταν ὁ Φωτεινὸς Λαὸς παίρνῃ τὰ πράγματα τοῦ Σκοτεινοῦ... Στραβώνεται. Καὶ ὅταν οἱ Σκοτεινοὶ Λαοὶ παίρνουν εἰς τὰ χέρια των τὸ ΠΝΕΥΜΑ καὶ τὰς ΤΕΧΝΑΣ, τὸ Πνεῦμα γίνεται ΣΚΟΤΟΣ, τὸ ΩΡΑΙΟΝ γίνεται ΦΡΙΚΗ, ἡ ΖΩΗ γίνεται ΚΟΛΑΣΙΣ.
Καὶ ὅταν ἡ ΕΛΛΑΣ σιγᾷ παύει κάθε ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ. Καὶ ὅταν ὁ ΕΛΛΗΝ σιγᾷ καταργεῖται ὁ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Καὶ ὅταν ὁ ΕΛΛΗΝ μιμῆται ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ αὐτοκτονεῖ καὶ οὐκ ἔστιν ἐπὶ Γῆς ΕΛΛΗΝ. Καὶ οὐκ ἔστιν ἐπὶ Γῆς ΦΥΣΙΣ. Καὶ οὐκ ἔστιν ΠΝΕΥΜΑ. Καὶ οὐκ ἔστιν ΩΡΑΙΟΝ. Διότι ὁ Βάρμεν, καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα ψοφοῦν κατὰ δεκάδας ἀπὸ τὰ χίλια κακὰ τῆς ζωῆς, καὶ πέφτουν τὰ κάδρα ἀπὸ βαρεσιὰ καὶ διαλύονται οἱ καρέκλες ἀπὸ ἀπελπισία καὶ αὐτοκτονοῦν τὰ ντουλάπια ἀπὸ σπλήν, ἀλλὰ ἡ Γκροσμοῦτερ σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβῇ τίποτε, διηγεῖται εἰς τὰ ἐγγόνια της, τὰ ἤδη γκροσφατερίζοντα καὶ γκροσμουτερίζοντα καὶ περιμένοντα νὰ ἀδειάσῃ ἡ πολυθρόνα διὰ νὰ καθήσουν, τὴν ἱστορίαν ὅλων αὐτῶν τῶν Γερμανῶν ποὺ ἐγέννησαν αὐτήν, ἢ ποὺ ἐγέννησεν αὐτὴ καὶ εἰς τὴν γάτα της τὸ ἑκατοστὸν κεφάλαιον τῆς Ἱστορίας τοῦ ἐπάνω κουμπιοῦ τοῦ βρακιοῦ τοῦ Φαραώ, τὴν ὁποίαν γνωρίζει ὅλην ἐκ στήθους, τὴν ἱστορίαν ποὺ δὲν ἐπρόφθασε νὰ τελειώσῃ ὁ καημένος ὁ Γιόχαν, τὴν μόνην της κληρονομίαν, ποὺ δὲν τὴν θέλει κανένας οὔτε νὰ τὴν ἀκούσῃ, καὶ τὴν ὁποίαν μανθάνουν μόνον τὰ ποντίκια ποὺ τὴν ροκανίζουν. Διότι ἡ Γκροσμοῦτερ δὲν τελειώνει ποτέ, δὲν πεθαίνει ποτέ. Διότι ἡ ΓΚΡΟΣΜΟΥΤΕΡ εἶναι ἡ καλή, γλυκειά, ἡ παλιὰ παλιὰ παλιὰ Ἀγελάδα, ἡ παραμυθικὴ καὶ Μεσαιωνικὴ καὶ Σκοτεινιασμένη καὶ Μουχλιασμένη Καλὴ καὶ Ἁγία καὶ Ἱερά, ἀλλὰ δυσβάστακτον βάρος ἀρούρης, ἡ ΞΕΘΕΩΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ.
Καὶ σεῖς πηγαίνετε ἐκεῖ διὰ νὰ εὑρῆτε Φῶς, Ζωήν, Τέχνας. Καὶ σεῖς πηγαίνετε εἰς τὰς Γαλλίας διὰ τὰ ἀνάλογα ἀηδέστατα καθ᾿ ὅλην τὴν Γραμμήν!
Ἐκεῖ τὸ κτίριον εἶναι ΟΓΚΟΙ καὶ Ὄγκοι χανόμενοι εἰς τὰ σάπια Μαυρίσματα καὶ δι᾿ αὐτὸ δυναμωνόμενοι, καὶ δι᾿ αὐτὸ προβαλλόμενοι πανταχόθεν, ἐξερχόμενοι σὰν πολεμικὰ τμήματα φρουρίου. Ἐκεῖ ἐλαφρότης ἄγνωστος. Ἐκεῖ ΓΡΑΜΜΑΙ ἄγνωστοι καὶ ἀχρηστότατοι. Ἐκεῖ τὸ Μουσεῖον, κτίριον γιγάντειον, ὑψούμενον μαυρισμένον εἰς τὴν ὁμίχλην καὶ τὴν πάχνην καὶ τὸν διαλελυμένον εἰς τὸν παχὺν ἀέρα καπνὸν τῶν ἑστιῶν, σομπῶν, φούρνων, σιδηροδρόμων, βιομηχανιῶν, ἀέρα γεμᾶτον τρίμματα κόκ.
Τὸ Φῶς κατεβαίνει ἀπὸ θεόρατον ὕψος· ὁ ἀρχιτέκτων ἐπρόβαλεν ὄγκους παντοῦ διὰ νὰ διακρίνωνται τὰ μέρη, τὰ μέλη, τὰ στολίσματα, τὰ Ἐπίπεδα. Ὄγκος διὰ νὰ διακρίνεται τὸ Σχῆμα. Ὁ διακοσμητὴς ἔκαμεν ὄγκους κοσμημάτων διὰ νὰ κατορθωθῇ νὰ φανοῦν· ὁ Μπογιατζῆς τῶν τοίχων ἔβαλε δυνατομαυρομπογιὲς διὰ νὰ μὴ λερώνωνται.
Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ εὐρωπαϊκά: Γραμμαί, Χρώματα, φυσικά, ἁρμονικά, καὶ καλὰ καὶ ἅγια δι᾿ αὐτοὺς ἐκεῖ, ἀλλὰ βαρβαρώτατα καὶ ἀχρειότατα δι᾿ ἡμᾶς ἐδῶ, μεταφέρονται ΕΔΩ -ἔστω καὶ ὑπὸ τοὺς καλλιτέρους ὅρους, φαντασθῆτε ἔργα τῶν τωρινῶν τεχνοτροπιῶν περίφημα, φαντασθῆτε ἕνα λαμπρὸν ἑλληνικὸν κτίριον Μουσείου, ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρον Ἀληθείας, Ἐντιμότητος, τὸ Φῶς νὰ εἶναι μὲν διευθετημένον ὅπως θέλετε, ἀλλ᾿ ὄχι ἐμποδισμένον, νὰ μὴ μᾶς εἰσάγετε δηλαδὴ εἰς ἕνα τεχνητὸν ὑπόγειον Γερμανικῆς ζυθοποσίας ἢ Σουηδικῆς καταχνιᾶς ἢ Ἀγγλικῆς καρβουνομαυρίλας,- κτυπῶνται ἀπὸ τὸ ΦΩΣ ΜΑΣ, ἀπογυμνοῦνται καὶ ἀποκαλύπτονται -διὰ τὸ ἰδικόν μας φῶς, διὰ τὰ ἰδικά μας ΜΑΤΙΑ- ΤΡΙΣΒΑΡΒΑΡΩΤΑΤΑ, ΤΡΙΣΘΗΡΙΩΔΕΣΤΑΤΑ.
Καὶ Σεῖς ποὺ χάσκετε καὶ θαυμάζετε καὶ ἀφήνετε τὴν λαμπροτάτην σας Ἡμέραν καὶ πηγαίνετε εἰς τὴν Νύκταν καὶ μιμεῖσθε τὴν ΤΕΧΝΙΚΗΝ ΦΡΙΚΑΛΕΟΤΗΤΑ εἶσθε... ΘΕΟ-ΠΑΛΑΒΩΤΑΤΟΙ καὶ δημιουργεῖτε ΤΕΧΝΑΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, ΨΕΥΔΕΣΤΑΤΑΣ, ΚΑΚΟΗΘΕΣΤΑΤΑΣ, ΑΤΙΜΟΤΑΤΑΣ... ἀφοῦ οὔτε αἱ Γραμμαί των, οὔτε τὰ Χρώματά των δύνανται νὰ σταθοῦν εἰς τὸ Ἐσωτερικὸν Φῶς, ἀδυνατοῦν νὰ ἀντικρύσουν τό... ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΝ ΦΩΣ, ἀδυνατοῦν νὰ παρουσιασθοῦν ἐνώπιον τῶν θεῶν. Καὶ διατί; Διατί; Διατί; Διατί; Μνήσθητί μου ΝΕΕ ὅταν θὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Ἑλληνικήν Σου Βασιλείαν διότι... εἰς τὴν Εὐρώπην εἶναι ΝΥΚΤΑ.
14
ΑΤΙΜΑΖΕΙ ΤΟΥΣ ΩΡΑΙΟΥΣ ΘΕΟΥΣ Ο ΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΤΟ ΔΩΡΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: ΜΕ ΠΕΝΘΙΜΟΝ ΠΝΕΥΜΑ, ΠΕΝΘΙΜΟΝ ΣΩΜΑ, ΠΕΝΘΙΜΟΝ ΕΝΔΥΜΑ, ΑΤΙΜΑΖΕΙ ΤΟΥΣ ΩΡΑΙΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: Ο ΣΚΟΤΑΔΙΑΖΩΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΖΩΗΝ.
Κάτω λοιπὸν ὅλα σύρριζα, πρόρριζα. Ὅλαι αἱ Μιμήσεις. Ἀνεξαιρέτως ὅλαι. Τὰ πάντα πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθοῦν, νὰ κλωτσοπατηθοῦν καὶ νὰ πεταχθοῦν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν Γῆν. Μὴν ξαφνίζεσθε καὶ μὴν τρομάζετε ΣΚΛΑΒΟΙ. Ἐὰν ὁ κάθε Εὐρωπαῖος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἁλωνίζει τὸ ΩΡΑΙΟΝ καὶ νὰ ἀνεμοτουρλίζει τὰς ΤΕΧΝΑΣ, τρισεκατομμυριοφοράκις τὸ δικαίωμα αὐτὸ τὸ ἔχω: ΕΓΩ.
ΕΓΩ ποὺ δὲν εἶμαι Σκλάβος κανενός. ΕΓΩ ποὺ ΒΛΕΠΩ Γραμμὰς καὶ Χρώματα. ΕΓΩ ποὺ ἐδημιούργησα τὸ ΩΡΑΙΟΝ. ΕΓΩ ποὺ ἐδημιούργησα τὸ ΠΝΕΥΜΑ. Ἐγὼ ποὺ ἔχω Θειοτάτην ΓΗΝ. ΕΓΩ ποὺ ἔπλασα τὴν ΑΦΡΟΔΙΤΗΝ. ΕΓΩ ποὺ τὴν ΒΛΕΠΩ εἰς τὴν πατρίδα της καὶ πατρίδα ΜΟΥ, μὲ τὸ Φῶς της καὶ ΦΩΣ ΜΟΥ. ΕΓΩ ποὺ τὴν βλέπω παντοῦ ζωντανὴν εἰς τὴν ΓΗΝ ΜΟΥ. Δηλαδὴ ΣΕΙΣ μαυροβερνικωμένοι ΤΕΝΕΚΕΔΕΣ.
Ἐδῶ δὲν πρόκειται νὰ ἐξηγηθοῦν καὶ ἀναλυθοῦν καὶ πολεμηθοῦν καὶ ἀναδημιουργηθοῦν ὅλα αὐτὰ εἰς ὀκτὼ ἡμερῶν ἄρθρα. Ἐδῶ πρόκειται μόνον νὰ σᾶς δοθῇ μία νύξις τῶν φωνῶν μου κατὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σας Μιμήσεως. Νὰ σᾶς δοθῇ μία νύξις τοῦ ὅτι ἂν θέλω νὰ σαρώσω αὐτὰ τὰ ὁποῖα νομίζω Ἄσχημα ἔχω ἕτοιμα ἄλλα τὰ ὁποῖα νομίζω ὡραῖα. Μὴν φοβῆσθε διότι ἐγὼ δὲν ἦλθον νὰ χαλάσω τίποτε· μὴν τρέμετε, διότι δὲν θὰ μείνετε εἰς τὸ χάος τῆς ἀμφιβολίας. Καὶ μὴν βιάζεσθε, μὴν βιάζεσθε, μὴν βιάζεσθε, νὰ κρίνετε καὶ νὰ ἀρνῆσθε πράγματα πού... δὲν σᾶς ἔδειξαν ἀκόμη.
Ἐδῶ πρόκειται μόνον νὰ πεισθῆτε ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ καὶ ἄλλη ἡ Εὐρωπαϊκὴ καὶ κάθε ἄλλη Γῆ. Καὶ ἄλλοι ἦσθε ΣΕΙΣ καὶ ἄλλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ τῆς Γῆς. Καὶ ὅτι ἡ ΓΗ ΣΑΣ εἶναι ἡ Ὡραιοτέρα Γῆ τοῦ Κόσμου. Καὶ ὅτι ΣΕΙΣ εἶσθε τὸ Ὡραιότερον εἶδος τοῦ Κόσμου. Ἡ ΓΗ ΣΑΣ παράγει τὸ εἶδος: ΑΝΘΡΩΠΟΝ. Ἡ ΓΗ ΣΑΣ παράγει Σταφίδα, Μάρμαρον, Λάδι, ΠΝΕΥΜΑ καὶ ΤΕΧΝΑΣ.
Ἐδῶ λοιπὸν πρόκειται μόνον νὰ πεισθῆτε ὅτι τὰ Εὐρωπαϊκὰ πράγματα δὲν στέκονται ἐδῶ· πρόκειται νὰ πεισθῆτε ὅτι ἔχετε ὡραίαν ΓΗΝ ΓΥΡΩ ΣΑΣ καὶ νὰ ἀρχίσετε στρεφόμενοι καὶ κυττάζοντες καὶ ΒΛΕΠΟΝΤΕΣ.
Καὶ νὰ Πιστεύσετε εἰς ΑΥΤΗΝ, καὶ νὰ ἐμπιστευθῆτε τὰ πάντα εἰς ΑΥΤΗΝ.
Ὑπερβεβαιότατος ὅτι ΑΥΤΗΝ λατρεύοντες, αὐτὴν μιμούμενοι καὶ ἐξ ΑΥΤΗΣ διδασκόμενοι καὶ ἀντλοῦντες τὰ πάντα καὶ διὰ τὸν ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΝ ΣΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΝ καὶ τὸν Ἑαυτόν Σας, θὰ δημιουργήσετε θαυμασιώτατόν τι Ὡραιοτέχνημα Ἀνθρωποπλαστικῆς καὶ ΤΕΧΝΑΣ θὰ δημιουργήσετε ἐξαισιωτάτας. Διότι ἐδῶ πρόκειται μόνον νὰ ἀρχίσετε νὰ ἐκτιμᾶτε, νὰ τηρῆτε, νὰ καθαρίζετε τὴν Ἐσωτερικήν Σας Φύσιν, νὰ ΒΛΕΠΕΤΕ καὶ νὰ ἐκτιμᾶτε καὶ νὰ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ λατρεύετε τὴν Ἐξωτερικήν Σας Φύσιν.
Βαθυτάτη λοιπὸν καὶ ΠΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΩΤΑΤΗ πρέπει νὰ ἀρχίσῃ ἡ ζήτησις τοῦ ΧΡΩΜΑΤΟΣ χωρὶς κανένα δεσμόν, περιορισμὸν καὶ φόβον ἀπὸ τίποτε, νὰ καταβληθοῦν ὅλαι αἱ ἀπόπειραι κάθε Τεχνοτροπιῶν, κάθε Ἐπινοιῶν, πρὸς σύλληψιν καὶ ἀπόδοσιν τοῦ αἰθεριωτάτου καὶ εὐγενεστάτου Χρώματος ἡμῶν ἀπὸ τὴν ΓΗΝ ΜΑΣ, ἀπὸ τὴν ὁποίαν οὕτω θὰ ἀνατείλῃ ἡ Ἑλληνικὴ Αἰσθητικὴ τοῦ Χρώματος μαζὶ μὲ ὅλας τὰς Τεχνοτροπίας. Πῶς, τί καὶ διατί θὰ τὰ εἴπωμεν ἑκατομμυριάκις καὶ τὰς ΠΡΩΤΑΣ ΙΔΕΑΣ, Ἰδέας Πραγματικωτάτας, Ἰδέας ΥΛΙΚΩΤΑΤΑΣ θὰ σᾶς τὰς δώσω Βουνηδόν, Καταρρακτηδόν.
Μιμούμενοι τὴν ΓΗΝ ΜΑΣ, ἐξευγενίζομεν τὰ αἰσθητήρια ἡμῶν καὶ τείνωμεν νὰ δώσωμεν εἰς τὴν Τέχνην τὸν εὐγενέστερον τῶν Γηΐνων Χρωματισμῶν. Ἀποστρέψωμεν λοιπὸν τὸ πρόσωπον περιφρονητικῶς ἀπὸ κάθε ξένην Βαρβαρότητα, στραφῶμεν πρὸς τὴν ΓΗΝ ΜΑΣ καὶ προσπαθήσωμεν νὰ ἁρμονίσωμεν τὸ Σῶμα, τὰς Γραμμάς, τὰς Ἐπιφανείας καὶ τὰ Χρώματα παντὸς Τεχνουργήματος πρὸς ΑΥΤΗΝ. Καὶ μόνον ξεφορτώνοντες τὸ Εὐρωπαϊκὸν Καλλιτέχνημα, δηλαδὴ πετῶντες Ὄγκους Ὑλῶν, Πλήθη Γραμμῶν, ὄγκους, πλήθη καὶ ὕλας Χρωμάτων, ἀφαιροῦντες, ἐλαφρύνοντες, ἁπλοποιοῦντες, ἁβροποιοῦντες Γραμμικῶς καὶ Χροϊκῶς, ἀπομακρυνόμεθα τῆς Βαρβαρότητος καὶ πλησιάζομεν τὴν Φυσικήν ΜΑΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΝ. Καὶ ὅσον περισσότερον πλησιάζομεν τὴν Γραμμὴν καὶ τὸ Χρῶμα τοῦ Τεχνουργήματος πρὸς τὴν ΓΗΝ καὶ ὅσον ὑψηλότερον ἀνέλθωμεν εἰς τὴν κλίμακα τῆς ΛΕΠΤΟΤΗΤΟΣ ΑΥΤΗΣ τόσον περισσότερον εὐγενέστερον θὰ καταστήσωμεν αὐτό, τόσον περισσότερον ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ. Καὶ ὅταν βαθύτατα αἰσθανθῶμεν τὴν ΓΗΝ καὶ μελετήσωμεν καὶ ἐξ ΑΥΤΗΣ ἀντλήσωμεν τὰ ΠΑΝΤΑ, ΣΑΦΕΣΤΑΤΗ καὶ ΔΥΝΑΤΟΤΑΤΗ θὰ προκύψῃ ἡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, καὶ θὰ εἶναι Ριζηδὸν ἄλλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς, Ριζηδὸν ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ τῆς Εὐρωπαϊκῆς, καὶ θὰ εἶναι ΝΕΩΤΑΤΗ καὶ πρὸς αὐτὴν ἀνάλογος πᾶσα ἐκδήλωσις πάσης παρελθούσης καὶ μελλούσης ἐποχῆς, διότι θὰ εἶναι: ἡ ΜΙΑ Αἰσθητικὴ τῆς Αἰωνίας ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ καὶ τοῦ ΕΝΟΣ Αἰωνίου ΕΛΛΗΝΟΣ.
Ἐπαναλαμβάνω, διότι γνωρίζω, ὅτι ἔχω νὰ κάμω μὲ ἑλληνικὴν ἀνυπομονησίαν καὶ Μονομανίαν ἀντιρρήσεως, ἡ ἀνάλυσις τοῦ ἐδῶ ζητήματος εἶναι ἔργον πολλῶν καὶ πολυειδῶν συγκριτικῶν ἀναλυτικῶν, ἀποδεικτικῶν μελετῶν. Ἐδῶ εἶναι ἡ πρώτη ΧΟΝΔΡΟΤΑΤΗ ΙΔΕΑ. Διότι πρόκειται ὅλον τὸ εὐρωπαϊκὸν ὡραῖον νὰ καταδειχθῇ Βάρβαρον καὶ Στρεβλὸν ἐκ ρίζης, νὰ σαρωθῇ ὅλη ἡ Εὐρωπαϊκὴ Κόπρος ἀπὸ τὴν ΓΗΝ ΜΑΣ καὶ ὅλη ἡ ΤΩΡΙΝΗ ἰδική μας καὶ νὰ στηθῇ ἀδιασείστως πλέον τὸ ΒΑΘΡΟΝ τῆς ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, τὸ ΒΑΘΡΟΝ τῆς ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ.
Διότι ἀφοῦ αἱ Γραμμικαὶ καὶ Χροϊκαὶ Τέχναι ὅλαι εἶναι: ΓΡΑΜΜΗ καὶ ΧΡΩΜΑ. Τὸ βάθρον αὐτῶν ὅλων εἶναι φυσικὰ ἡ ΓΡΑΜΜΗ καὶ τὸ ΧΡΩΜΑ. Χωρὶς λοιπὸν κανενὸς εἴδους ἐνδιαφέρον διὰ τόπους, ἐποχάς, Σχολάς, ὀνόματα, εἴδη τεχνῶν καὶ καλλιτεχνημάτων θὰ πάρωμεν τὴν ΓΡΑΜΜΗΝ καὶ τὸ ΧΡΩΜΑ τῶν πάντων, τῶν ἄλλων λαῶν διὰ νὰ ἐξετάσωμεν μὲ τὰ ἰδικά μας τὰ ΜΑΤΙΑ -τὰ ὁποῖα δὲν θ᾿ ἀφήσωμεν κανένα νὰ μᾶς ΒΓΑΛΗ- θὰ μελετήσωμεν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο αὐτῶν, θὰ κυττάξωμεν τὴν ΓΗΝ ΜΑΣ καὶ τὴν Τέχνην μας καὶ θὰ τὰ εὕρωμεν ἂν δὲν εἴμεθα ΣΤΡΑΒΟΙ: ΦΡΙΚΤΟΤΑΤΑ καὶ ἐλεύθεροι θὰ δημιουργήσωμεν ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴν καὶ ἐσωτερικὴν Φύσιν τὴν ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΓΡΑΜΜΗΝ καὶ τὸ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΧΡΩΜΑ, ἕτοιμοι καὶ ἐμεῖς νὰ τὴν ἐπιβάλωμεν μὲ τὴ γροθιά μας, ποὺ δὲν θὰ χρειασθῇ, διότι ὁ Εὐρωπαῖος νοσταλγεῖ καὶ ἐπικαλεῖται ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΦΩΣ, πιστεύει καὶ ἀναμένει καὶ ἐλπίζει φυσικώτατα ΑΥΤΟ.
Ἀλλὰ καὶ μόνον λαμβάνοντες ὡς βάσιν ἀπὸ τὰ ἤδη ὑπαινιχθέντα εἰς τὴν μελέτην αὐτήν, διὰ τὴν ΓΗΝ ΜΑΣ, ἤτοι τὴν ΑΫΛΟΤΗΤΑ τῆς ΥΛΗΣ, τὴν ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ τοῦ ΦΩΤΟΣ, τὴν ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ τῆς ΓΡΑΜΜΗΣ, τὴν ΗΔΟΝΙΚΟΤΗΤΑ τοῦ ΧΡΩΜΑΤΟΣ καὶ λαμβάνοντες μόνον καὶ μόνον τὰ δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά τῆς ΓΡΑΜΜΗΣ καὶ τοῦ ΧΡΩΜΑΤΟΣ: ΑΫΛΟΤΗΣ - ΣΑΦΗΝΕΙΑ, ἔχομεν τὴν ὑπεραρκετὴν βάσιν διὰ νὰ νοηθῇ παρὰ παντὸς ἡ ΡΙΖΙΚΗ Μεταμόρφωσις ὅλων τῶν Γραμμικῶν καὶ Χροϊκῶν Τεχνῶν.
Καὶ διὰ νὰ τελειώσω μὲ ἕνα καθαρώτατον καὶ ἀναμφισβήτητον ΓΕΓΟΝΟΣ, κατακρημνῖζον ὅλους τοὺς σωροὺς τῶν λόγων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπροβάλλοντο κατὰ τοῦ δυνατοῦ τῆς τοιαύτης ἐκ φύσεως μιμήσεως, Γραμμικῆς καὶ Χροϊκῆς Σαφηνείας, Αἰθεριότητος καὶ Εὐγενείας, ἀφίνων κάθε ἄλλα παραδείγματα ἄλλοθεν ὀλιγώτερον σαφέστατα, ἀφίνων κάθε ἴχνη ἄλλου καλλιτέχνου δυσκολονοητότερα, ἀφίνων ὅλον τὸν Χροϊκόν, Λαϊκὸν Κόσμον μας, ὅλον τὸν Ἐκκλησιαστικόν, κάθε ἴχνος τοῦ Ἀρχαίου μας Κόσμου καὶ κάθε ἄλλο ἴχνος τοῦ Τωρινοῦ μας, λαμβάνω διὰ τὸ ἀναντιρρήτως ΣΑΦΕΣΤΑΤΟΝ, τὴν τέχνη τοῦ Θ. ΑΝΝΙΝΟΥ. Εἶπα ἀλλοῦ καὶ ἐπαναλαμβάνω, ὅτι εἶναι ἕνα Φαεινὸν Τεχνικὸν δεῖγμα Γραμμικὸν καὶ Χροϊκὸν συγχρόνως, τελείας Σαφήνειας, καὶ λεπτότητος Γραμμῆς, τελείας Ἁπλότητος καὶ Εὐγενείας Χρώματος. Εἶναι τὸ ΠΡΩΤΟΝ ΑΛΗΘΕΣ ΕΝΤΕΛΕΣ ΚΥΤΤΑΡΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ. Ἡ λεπτοτάτη Γραμμὴ τῆς Τέχνης του εἶναι παντοῦ καὶ πάντοτε Σαφέστατη. Ἡ κάθε Γραμμή του δεικνύει τὴν ἑνότητα, τὸ Αἴσθημα, τὴν θερμότητα καὶ ζωηρότητα ψυχικῆς δονήσεως. Κάθε μία εἶναι μία ψυχικὴ δόνησις. Εἶναι σὰν δοξαριὰ βιολιοῦ. Ποτὲ δὲν διορθώνεται, δὲν συμπληροῦται, ποτὲ δὲν ξαναπερνᾷ χέρι. Ἢ εἶναι ὅ,τι πρέπει νὰ εἶναι ἢ δὲν εἶναι. Τὸ λάθος εἶναι ὅπως ἡ παραφωνία εἰς τὴν Μουσικήν. Δὲν διορθώνεται, ὁ μουσικὸς ἀρχίζει πάλιν ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Τὸ χρῶμα του εἶναι ΝΕΡΟΝ. ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟΝ. Ρίψετε μίαν σταγόνα ὕδατος ἐπὶ λευκοτάτου καὶ λεπτοτάτου χάρτου, θίξετε τὸ κέντρον τῆς σταγόνος μὲ Χρῶμα, θὰ ἔχετε διαφανῆ σταγόνα μὲ διατρέχον αὐτὴν Χρῶμα. Βλέπετε τὶς φλέβες τοῦ χρώματος, ὅλη ἡ προσπάθεια καταβάλλεται ἀκριβῶς διὰ νὰ φαίνεται ὅτι δὲν ὑπάρχει ὕλη χρώματος, διὰ νὰ πλησιάζῃ οὕτω πρὸς τὸ ἐκ φύσεως ζωγραφιζόμενον ἀντικείμενον.
Εἰδικὴ περιγραφὴ θὰ δείξῃ τὸ εἶδος τῆς Τέχνης καὶ τὴν ΣΗΜΑΣΙΑΝ αὐτῆς. Ἀπὸ τοιαύτην Αἰσθητικὴν βάσιν ἀναχωροῦντες θὰ ζήσετε ἐκ Φύσεως, τὸ Χρῶμα τῆς Ζωγραφικῆς, Γλυπτικῆς, Ἀρχιτεκτονικῆς, Ἐπιπλοποιίας, Διακοσμητικῆς, Ὑφασματοποιίας, Ἐνδυματοποιίας καὶ κάθε τεχνητοῦ ἀντικειμένου.
Καὶ διὰ νὰ ἔχετε μίαν γενικωτέραν συνολικὴν Εἰκόνα τῆς μοιραίας Μελλούσης ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ, ἐνθυμηθῆτε τὴν ὁλικὴν ἐντύπωσιν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ζωγραφικῆς. Πάρετε ἕνα μέτρον καὶ μετρήσετε τὰ Φωτεινὰ καὶ Σκοτεινὰ Φόντα. Θὰ εὕρετε μὲ μέτρα, μὲ μαθηματικά, μὲ ἀριθμούς, ἀναλογίαν 100:100.000.000. Τὸ Φωτεινὸν Φόντο εἶναι σχετικῶς ὀλίγα μέτρα, τὸ Σκοτεινὸν ἑκατομμύρια. Τὸ Φόντο τῆς ὅλης, τῆς ἀρχῆθεν ἕως τώρα Εὐρωπαϊκῆς Ζωγραφικῆς, γενικῶς καὶ μαθηματικῶς ἀκριβῶς εἶναι ΜΑΥΡΟΝ. Ἀντικαταστήσετε αὐτὸ μὲ ΗΛΙΟΝ, ΗΛΙΟΝ, ΗΛΙΟΝ, Ἥλιον ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΧΡΥΣΟΝ καὶ ἔχετε τὴν ἰδέαν τῆς Ἑλληνικῆς Ζωγραφικῆς. Καὶ αὐτὸ πρὸς τὸ παρόν.
Πρὸς τὸ παρὸν ὑπεραρκετόν. Διὰ νὰ ἔχετε δὲ καὶ μερικὰ σκαλοπάτια σκέψεως μεταβῆτε εἰς τὸ Δαφνί, γεμίσετε τὰ Μάτια σας, Φωτολάμψεως ἀπὸ τὴν Φύσιν καὶ εἰσέλθετε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, παρατηρήσετε τὰς Τοιχογραφίας. Μολονότι χαλασμένοι, μολονότι ἀλαλιασμέναι ἀπὸ τὸν καιρόν, μολονότι δὲν εἶναι ἀριστουργήματα τῆς Χριστιανικῆς μας Τέχνης, θὰ ἰδῆτε καὶ τὴν Χριστιανικήν μας αὐτὴν Τέχνη καὶ κατὰ τὴν ὥραν αὐτὴν τῆς ἀρχῆς τῆς Πτώσεώς μας, περὶ τὰ τέλη τῆς Αὐτοκρατορίας, θὰ ἰδῆτε τὴν Ζωγραφικήν μας ΦΩΤΕΙΝΟΤΑΤΗΝ.
Ἔπειτα μεταβῆτε εἰς μίαν οἱανδήποτε Τωρινὴν Ἐκκλησίαν μας Εὐρωπαϊκῶς Σκοτεινιασμένην καὶ Ρωμηοδουλικῶς βρωμισμένην, φαντασθῆτε την πάμφωτον καὶ λαμπρόφωτον ἀπὸ τὸ ΕΞΩ ΦΩΣ, ὅπως θὰ ἴδωμεν εἰς τὰ Θρησκευτικὰ ὅτι πρέπει νὰ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία -ὅπως ἦτο κατὰ τὴν Χριστιανικήν μας Ἀκμήν- ἀναπολήσετε τὸ θέαμα τῆς Φυσικῆς λαμπροχρωμίας, ἀναχωρήσετε ἀπὸ τὴν φωτεινότητα τῶν Τοιχογραφιῶν τοῦ Δαφνίου καὶ φαντασθῆτε ἐπενδεδυμένην ὁλόκληρον μὲ τὰς Γραμμάς μας, μὲ τὰ Ἡλιόφωτα καὶ Σεληνόφωτά μας. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Ζωγραφική.
Καμπανίζω καὶ κουδουνίζω ΣΚΛΑΒΟΙ: Ἀποτινάζοντες τὸν Εὐρωπαϊκὸν ζυγόν, βυθιζόμενοι εἰς τὴν Ἔσω καὶ Ἔξω Φύσιν μας, ἐλευθεριώτατα ἐκφράζοντες ἀμφότερα, ἐλευθεροῦσθε καὶ ζῆτε, καὶ ἀνανεοῦσθε καὶ ἀνανεοῦτε τὸν Ἐδῶ καὶ Ἔξω Κόσμον, δηλαδὴ εἰσέρχεσθε εἰς τὴν ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΝ.
Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι καὶ ἂν κάμετε, καὶ εἰς τὸ τέλος τέλος μοῦ εἶναι ἀδιάφορον τὶ θὰ κάμετε οἱ Τωρινοί, οἱ Μέλλοντες μοιραίως θὰ τὸ κάμουν. Ἡ Φυσικὴ ΓΡΑΜΜΗ καὶ τὸ ΦΥΣΙΚΟΝ ΧΡΩΜΑ θὰ δημιουργήσουν Γραμμικῶς καὶ Χροϊκῶς ὁλόκληρον τὸν Ἐξωτερικὸν Νέον Κόσμον ὅστις ἀνάγκη νὰ εἶναι ἐν ἁρμονίᾳ μὲ τὴν περιβάλλουσαν καὶ περιστέφουσαν ΕΥΓΕΝΕΙΑΝ καὶ ΚΑΛΛΟΝΗΝ. Καὶ ὁ Νέος αὐτὸς Κόσμος, τότε ἓν Φυσικὸν ΑΝΘΟΣ αὐτῆς τῆς ΓΗΣ, θὰ εἶναι μοιραίως: ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΕΥΓΡΑΜΜΙΑΣ καὶ ΕΥΓΕΝΕΣΤΑΤΗΣ ΕΥΧΡΟΪΑΣ: ΘΑΥΜΑ.
|