Ανδρέας Κάλβος (1792 - 1869) (Βιογραφικά στοιχεία)
Η ΛΥΡΑ (1824)
Επίκληση στις Μούσες
Ωδή πρώτη: Ο Φιλόπατρις
Ωδή δευτέρα: Εις Δόξαν
Ωδή τρίτη: Εις Θάνατον
Ωδή τετάρτη: Εις τον Ιερόν Λόχον
Ωδή πέμπτη: Εις Μούσας
Ωδή έκτη: Εις Χίον
Ωδή εβδόμη: Εις Πάργαν
Ωδή ογδόη: Εις Αγαρηνούς
Ωδή ενάτη: Εις Ελευθερίαν
Ωδή δεκάτη: Ο Ωκεανός
ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ (1826)
Ωδή πρώτη: Η Βρεττανική Μούσα
Ωδή δευτέρα: Εις Ψαρά
Ωδή τρίτη: Τα Ηφαίστεια
Ωδή τετάρτη: Εις Σάμον
Ωδή πέμπτη: Εις Σούλι
Ωδή έκτη: Αι Ευχαί
Ωδή εβδόμη: Το Φάσμα
Ωδή ογδόη: Εις την Νίκην
Ωδή ενάτη: Εις τον Προδότην
Ωδή δεκάτη: Ο Βωμός της Πατρίδος
Ανδρέας Κάλβος (Ζάκυνθος 1792 - Λονδίνο 1869)
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στην
Ζάκυνθο το 1792. Ο πατέρας του, Ιωάννης Κάλβος, ήταν
ένας Κερκυραίος κρητικής καταγωγής που
παντρεύτηκε την Αδριανή Ρουκάνη. Το 1801-2 ο πατέρας
εγκαταλείπει τη μητέρα, παίρνει μαζί του τα δυο
παιδιά, τον Ανδρέα και τον αδελφό του Νικόλαο, και
εγκαθίσταται στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου
πεθαίνει το 1812. Ο Ανδρέας χωρίζει από τον αδελφό
του, Νικόλαο, ο οποίος θα πάει στην Τεργέστη και
θα σταδιοδρομήσει στο εμπόριο. Ο Ανδρέας
πηγαίνει στην Φλωρεντία όπου γνωρίζει τον μεγάλο
λόγιο και ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Η φιλία τους θα
κρατήσει χρόνια. Ο Ανδρέας Κάλβος σπουδάζει
Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία,
ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα, αρχίζει τις
πρώτες λογοτεχνικές του προσπάθειες και
συμμερίζεται τις φιλελεύθερες ιδέες του
Φώσκολου. Οι δυο φίλοι, κατατρεχόμενοι για τις
ιδέες τους, καταφεύγουν το 1815 στην Ελβετία και
την επόμενη χρονιά στην Αγγλία, όπου ο Φώσκολος
πεθαίνει δώδεκα χρόνια αργότερα. Στο Λονδίνο
διδάσκει, γράφει, μεταφράζει. Παντρεύεται μια
Αγγλίδα, η οποία του χαρίζει μια κόρη, τις χάνει
όμως και τις δύο το 1820. Επιστρέφει στην Φλωρεντία
και από εκεί ξανά στην Ελβετία, όταν ξεσπά η
Ελληνική Επανάσταση.
Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα
ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει
στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι,
όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις
δέκα επόμενες. Εδώ ο Κάλβος σταματά την
δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση και,
φλεγόμενος από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο
Ναύπλιο να πολεμήσει. Ήδη όμως έχουν αρχίσει οι
εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες τον απογοητεύουν.
Έτσι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια
εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην
Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως
οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της
"θεωρητικής φιλοσοφίας" στην Ιόνιο Ακαδημία
και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο.
Δημοσιεύει τις απόψεις του στην "Επίσημο
Εφημερίδα" της Ιονίου Πολιτείας, έπειτα γράφει
φλογερά άρθρα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση
στην ριζοσπαστική εφημερίδα του Πέτρου Βράιλα,
"Πατρίς".
Απογοητευμένος από τις περιστάσεις, τα
παρατά όλα και ξαναγυρίζει το 1852 στο Λονδίνο,
όπου ξεκινά μια νέα ζωή. Το 1853 παντρεύεται τη
σαραντάρα Σαρλότ Ουώνταμς, η οποία έχει ένα
ιδιωτικό σχολείο, όπου και διδάσκει ο Κάλβος εις
το εξής. Εκεί ο ποιητής των Ωδών θα ζήσει
ευτυχισμένος τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της
ζωής του. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 30 Νοεμβρίου 1869.
Το 1888, σε μια διάλεξη στον
"Παρνασσό", ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το
έργο του Κάλβου, το οποίο από τότε κερδίζει
ευρεία αναγνώριση.
Οι πρώτες δέκα Ωδές του Ανδρέα Κάλβου εκδόθηκαν στην Γενεύη το 1824.
Πολυτέκνου Θεάς, ω Μνημοσύνης Ήλθεν η ποθητή ώρα·
στολίζουσι |
Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ Ω φιλτάτη πατρίς, [β'-ια'] Χαίρε Αυσονία, χαίρε Της Ζακύνθου τα δάση, Και σήμερον τα δένδρα Το κύμα ιόνιον πρώτον Κι όταν το εσπέριον άστρον Φιλεί το ίδιον κύμα, [ιη'-κβ'] Ας μη μού δώση η μοίρα μου |
α'
ιβ'
ιγ'
ιδ'
ιε'
ις'
ιζ'
κγ' |
ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ Έσφαλεν ο την δόξαν Δίδει αυτή τα πτερά· Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον, Ποτέ, ποτέ με δάκρυα Εις τον ηγριωμένον Καθ' ημέραν κυττάζει Θερμότατον τον πόθον Καθώς από το σπήλαιον Καθώς εις τον χειμώνα Ή καθώς την αυγήν Ούτως τα μύρια τάγματα Περίφημοι ψυχαί Εύφραινε με το αθάνατον Του καρτερού Αιακίδου Καιγώ, καιγώ το σίδηρον Φοβερόν, μυσαρόν Έφθασ' η ώρα· φύγε, Επί τον Υμηττόν Νέοι, γυναίκες, γέροντες, Ανέβα την αράβιον, Την λάμψιν των οργάνων Νοείς; - Τρέξατε, δεύτε Εάν το ακονίση η δόξα, Τι τρέμεις; την φοράδα Ω δόξα, δια τον πόθον σου |
α'
β'
γ'
δ'
ε'
ς'
ζ'
η'
θ'
ι'
ια'
ιβ'
ιγ'
ιδ'
ιε'
ις'
ιζ'
ιη'
ιθ'
κ'
κα'
κβ'
κγ'
κδ'
κε' |
ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ Εις τούτον τον ναόν, Όλην την Οικουμένην Εδώ σίγα· κοιμώνται Ακούω του λυσσώντος Από τον ουρανόν, Και ένα κρύον φωτίζει Ω παντοδυναμότατε! Ιδού, η πλάκα σείεται... Επυκνώθη· λαμβάνει Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος, -Μη μ' ερωτάς· το ανέκφραστον Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου, Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε Μειδίασον, χαίρου, φίλε μου, Τι κλαίεις; την κατάστασιν Ναι, κόπος ανυπόφερτος Εδώ ημείς οι νεκροί Σεις οι δειλοί αχνύζετε, Μία και μόνη είναι Υιέ μου, πνέουσαν μ' είδες· Το πνεύμα οπού μ' εμψύχωνε Αλλά το φέγγος χάνεται Με την ευχήν μου ύπαγε· Τέκνον μου, χαίρε... - Πρόσμενε Ω φωνή, ω μητέρα, Και συ στόμα οπού εφίλησα Αι, και άπειρος, ας είναι Τώρα, τώρα τα χείλη μου Πού είναι τα ρόδα; φέρετε Κείνος οπού το μέτωπον Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον Εγώ τώρα εξαπλώνω Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα Επάνω εις τον βωμόν Ως απ' ένα βουνόν |
α'
β'
γ'
δ'
ε'
ς'
ζ'
η'
θ'
ι'
ια'
ιβ'
ιγ'
ιδ'
ιε'
ις'
ιζ'
ιη'
ιθ'
κ'
κα'
κβ'
κγ'
κδ'
κε'
κς'
κζ'
κη'
κθ'
λ'
λα'
λβ'
λγ'
λδ'
λε' |
ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ Ας μη βρέξη ποτέ Ας το δροσίζη πάντοτε Ω γνήσια της Ελλάδος Σας άρπαξεν η τύχη Αλλ' αν τις αποθάνη Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου Επί το μέγα πρόσωπον Πολλά μεν σκοτεινά· Έλληνες, της πατρίδος Ο Γέρων φθονερός, Από την στάμναν χύνει Αλλ' ότε πλησιάση Αυτού, αφ' ου την αρχαίαν Και δακρυχέουσα θέλει |
α'
β'
γ'
δ'
ε'
ς'
ζ'
η'
θ'
ι'
ια'
ιβ'
ιγ'
ιδ' |
ΕΙΣ ΜΟΥΣΑΣ [α'-γ'] Χαίρετε, ω κόραι, χαίρετε [ε'-ζ'] Ούτω υπό τους δακτύλους σας [θ'-ιβ'] Τώρα, ναι τώρα αστράψατε, Φυλάξατε τους ύμνους [ιε'-κς'] Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω, |
δ'
η'
ιγ'
ιδ'
κζ' |
ΕΙΣ ΧΙΟΝ [α'-γ'] Τα γαλακτώδη μέλη Όταν τα στήθη αφίλητα, Τώρα χηρεύεις, τώρα [ζ'-ια'] Στεναζούσης νυκτός Τι ακαίρως τα βασίλεια Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον Τας λαμπάδας αυτού Ο μιαρός, την μάχαιραν... Ω λαιμοί των αθώων Εκδίκησιν ζητείτε; [ιθ'-κε'] |
δ'
ε'
ς'
ιβ'
ιγ'
ιδ'
ιε'
ις'
ιζ'
ιη' |
ΕΙΣ ΠΑΡΓΑΝ Σοβαρόν, υψηλόν [β'-γ'] [...] τας κλαγγάς [ε'-ιζ'] |
α'
δ' |
ΕΙΣ ΑΓΑΡΗΝΟΥΣ Ένας Θεός και μόνος Κρέμονται υπό τους πόδας του Αλλ' η φωνή του ακούεται, Των οσίων τα πνεύματα [ε'-ζ'] Ποίος ποτέ του Θεού, [θ'-κ'] και τοιούτοι, εμπρός σας Προτού σας ατιμήσω, Εις ωσάν ο Ήλιος |
α'
β'
γ'
δ'
η'
κα'
κβ'
κγ' |
ΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ [α'-ζ'] Ας έλθη τότε, ας έλθη Μία δύναμις ουράνιος [ι'-ιε'] |
η'
θ' |
Ο ΩΚΕΑΝΟΣ Γη των θεών φροντίδα, [β'-ε'] Αλλά των μακαρίων Χρυσά, φλογώδη, καίουσι Τώρα εξανοίγει τ' άνθη Τα μυρισμένα χείλη [ι'] Εις του σπηλαίου το στόμα Ο αετός αφίνει [ιγ'-κγ'] Αστράπτουσι τα κύματα Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος Σχισμένη υπό μυρίας [κζ'-κη'] Ούτως, εάν την δύναμιν [λ'] Χαίρετε, σεις καυχήματα Κατευοδείτε! - Ορμήσατε Τα δειλά των εχθρών σας Ω επουράνιος χείρα! Ιδού κροτούν, συντρίβουσι Και καταπίνει η θάλασσα Οθωμανέ υπερήφανε, |
α'
ς'
ζ'
η'
θ'
ια'
ιβ'
κδ'
κε'
κς'
κθ'
λα'
λβ'
λγ'
λδ'
λε'
λς'
λζ' |
Οι επόμενες δέκα Ωδές του Ανδρέα Κάλβου εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1826.
Η ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗ ΜΟΥΣΑ [α'-κ'] Αι! των θνητών η ελπίδες Ο Βύρων κείται ως κρίνος [κγ'-κς'] |
κα'
κβ' |
ΕΙΣ ΨΑΡΑ Ερατεινή, γλυκεία [β'-ιγ'] Ιδού τα πολυτάραχα Αυτού καμμία κιθάρα Αλλ' ως, κατά το βράδυ Ούτως τα μεν θηκάρια Κινεί την νήσον. Χίλια Μία βοή σηκώνεται, "Υπέρ γονέων και τέκνων, "Θαλπτήριον της ημέρας "Χαίρετ', ελπίδες. - Ήλθε "Ω πατρίς, την εκούσιον Επί το μέγα ερείπιον |
α'
ιδ'
ιε'
ις'
ιζ'
ιη'
ιθ'
κ'
κα'
κβ'
κγ'
κδ' |
ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ Χλωρά, μοσχοβολούντα Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν [γ'-ιθ'] Σκληρά, δειλά αναθρέμματα Έργον ηρώων, αν σφάξητε [κβ'-κζ'] Είναι πολλά τα πλήθη των Όποιος την δάφνην θέλει ας έκβη αυτός. - Να, βλέπω Παύει ως τόσον ο κρότος Μόνον ακούω το φύσημα Μόνον ακούω την θάλασσαν, Να η κραυγαί και ο φόβος, Στενόν, στενόν το πέλαγος Ω! πώς από τα μάτια μου Έξω από την θαλάσσιον Πετάουν, απομακρύνονται· Κανάρι! - και τα σπήλαια |
α'
β'
κ'
κα'
κη'
κθ'
λ'
λα'
λβ'
λγ'
λδ'
λε'
λς'
λζ'
λη'
λθ' |
ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ Όσοι το χάλκεον χέρι Αυτή (και ο μύθος κρύπτει Αφ' υψηλά όμως έπεσε, [δ'-κγ'] Εάν φιλοτιμούμεθα |
α'
β'
γ'
κδ' |
ΕΙΣ ΣΟΥΛΙ Φυσάει σφοδρός ο αέρας, Αφροντίστων ποιμένων Άλλη λαμπρά πανήγυρις Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι, Κάθε χέρι, κλαδί· "Μακράν και σκοτεινήν Ούτως εβόουν· συμφώνως Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε, "Λείπει ο καιρός. Αν έχης Γνωρίζω την φωνήν σου. Των ποταμών πλατέα Ιδού το Καρπενήσι· Και αντίκρυ τα αναθρέμματα Ως εις χώραν εορτάζουσαν Ούτω και εις το στρατόπεδον Ως τόσον της ημέρας Μητέρα φρονημάτων Συχνά από σε παιδεύονται Τώρα εδώ το πυκνότερον Το πνεύμα ταραγμένον Ακούω, ακούω τον θόρυβον Δάσος βοάει τοιούτως, Να, των σπαθιών ο κρότος Να, πανταχού σηκώνονται Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε Έπαυσ' η μάχη ολότελα, Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη, Άνομοι, τον σταυρόν Ιδού ανά δεκάδας, Φέρνει σταυρόν και βάϊα Ψυχαί μαρτύρων, χαίρετε· |
α'
β'
γ'
δ'
ε'
ς'
ζ'
η'
θ'
ι'
ια'
ιβ'
ιγ'
ιδ'
ιε'
ις'
ιζ'
ιη'
ιθ'
κ'
κα'
κβ'
κγ'
κδ'
κε'
κς'
κζ'
κη'
κθ'
λ'
λα' |
ΑΙ ΕΥΧΑΙ Της θαλάσσης καλήτερα 'Σ την στεριάν, 'ς τα νησία Καλήτερα, καλήτερα Παρά προστάτας 'νάχωμεν. [ε'-ι'] Ημείς δια τον σταυρόν Δια 'να θεμελιώσητε Και τώρα εις προστασίαν μας Όταν το δένδρον νέον Το ξίφος σφίγξατ', Έλληνες - Και αν ο θεός και τ' άρματα παρά... Αι, όσον είναι Δεν με θαμβώνει πάθος |
α'
β'
γ'
δ'
ια'
ιβ'
ιγ'
ιδ'
ιε'
ις'
ιζ'
ιη' |
ΤΟ ΦΑΣΜΑ [α'-δ'] Βλέπω, βαθιά, μίαν σπίθα· Ελεεινά ναυάγια Ω Ελλάς!... - Ιδού χιλιάδες Κοράσια, ιδού, μητέρες Έχουσι των στεφάνων τους Να, και οι σωροί περνάουσι Ματαίως το ακονισμένον Έρημη τώρα η θάλασσα Εγκρημνισμέναι πόλεις Ζώντα δεν βλέπω· ούτ' άφησε Μεγάλη, τρομερή, "Εγώ", φωνάζει, "εγώ Ούτως ειπούσα η δύσφημος, Ελύθη, ελύθη ως όνειρον Ω Ελλάς! - ω πατρίς μου! [κ'-κγ'] |
ε'
ς'
ζ'
η'
θ'
ι'
ια'
ιβ'
ιγ'
ιδ'
ιε'
ις'
ιζ'
ιη'
ιθ' |
ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ Ον, συ 'που η φαντασία 'Σ το μέτωπόν σου πάντοτε Το χέρι οπού τα πέπλα Πετάεις εσύ κ' επάνω τους [ε'-η'] Πυκνά, πυκνά ως καλάμια Πού είναι η τόσαι γλώσσαι Πλατύς και σκοτεινός [ιβ'-κα'] |
α'
β'
γ'
δ'
θ'
ι'
ια' |
ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ Εγύρισε ταις πλάταις του· Τον σταυρόν και τους Έλληνας Τον συντροφεύει ολόμαυρον Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις, Αν κοπιασμένος πέσης Το φως εσύ αποφεύγεις Κράζεις την νύκτα, κ' έρχεται· Αν μαυροφορεμένης Αν της χαράς τον γέλωτα Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες, Αν ήθελες χρυσάφι - Πληγωμένος απ' ύβριν Μέγα, λαμπρόν εάν ήθελες Σφαλερόν δρόμον, άθλιε, Και καταφρονημένος |
α'
β'
γ'
δ'
ε'
ς'
ζ'
η'
θ'
ι'
ια'
ιβ'
ιγ'
ιδ'
ιε' |
Σημείωση: Εξαίσιο το ψυχογράφημα του προδότη από τον ποιητή, όσον αφορά ειδικά πάντως στον αγωνιστή της Επαναστάσεως Βαρνακιώτη, πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως απέδειξε η ιστορική έρευνα, παρεξηγήθηκε και αδικήθηκε από τους συγχρόνους του, "πληγωμένος", όντως, "απ' ύβριν ελληνικών στομάτων"· ουδόλως προδότης ήταν. Φ.Μ.
Ο ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ Τρέξατε, αδέλφια, τρέξατε, Ας παύσωσ' η διχόνοιαι Τρέξατ' εδώ· συμφώνως Εδώ ας καθιερώσωμεν Εδώ πάντα τα πλούτη μας Κ' ύστερ', αφ' ού συντρίψωμεν [ζ'-η'] Πάντα όσα εις την καρδίαν μας Ούτε η ζωή δεν πρέπει. |
α'
β'
γ'
δ'
ε'
ς'
θ'
ι' |
Ως πηγή για την ιστοσελίδα αυτή χρησιμοποιήθηκε το βιβλίο "Ανδρέα Κάλβου, Ωδές", εκδ. Ωρόρα, Αθήνα 1992.
Ζητώ συγγνώμη για την χρήση του, μη αρμόζοντος στην περίπτωση, μονοτονικού.
Φειδίας Ν. Μπουρλάς
Αρίσβη Λέσβου, 28 Οκτωβρίου 1999
(Φειδίας Μπουρλάς, Pheidias Bourlas, Phidias Bourlas)