Πελασγοί
Όμηρος , «Ιλιάς», Π 233-235 (προσευχή του Αχιλλέως στον προγονικό θεό):
«Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων,
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου· αμφί δε Σελλοί
σοι ναίουσ' υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι.»
Ηρόδοτος, "Ιστορίαι", Β 56:
«...της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλουμένης»
Διονύσιος Αλλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», I 17:
«ην δε και το των Πελασγών γένος ελληνικόν»
Παν.Κ. Χρήστου, «Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων», Κυρομάνος, 1993 (α' έκδ. 1960):
Η ετυμολόγηση του ονόματος των Πελασγών από την ρίζα πελ-, πελός, μελαψός, δεν ερμηνεύει το σύνολο του ονόματος, αλλά μόνο το πρώτο μέρος του, το ίδιο και η παραγωγή από το πέρα-, περάτες, μετανάστες. Μερικές φορές εγινόταν σύγχυσίς του με το όνομα του πτηνού πελαργός, η οποία σύγχυση διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι τα πτηνά αυτά είναι αποδημητικά, όπως και οι νομάδες Πελασγοί.
Σύμφωνα με μια νεότερη άποψι το όνομα είναι σύνθετο από τις ΙΕ λέξεις bhel, άνθος, και osgho, κλάδος, δηλ. bhel-osgho, πελασγό, ανθισμένο κλαδί. Αν και τονίζεται ότι το ΙΕ γλωσσικό υπόστρωμα δικαιολογεί γλωσσικά αυτή τη μορφή, είναι απίθανο ότι αυτοί οι λαοί επήραν τέτοιο εξεζητημένο όνομα σε τόσο παλαιά εποχή.
Μια ακόμη εκδοχή που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν, έχει προβληθεί από παλαιότερα· απαιτεί κάποιον αναγραμματισμό ώστε να σημάνει τους θαλασσινούς λαούς, τους λαούς της θάλασσας: Πελαγ-σοί. [Σημ. Φ.Μ.: Οπότε έχουμε και σε αυτό το όνομα το ύδωρ, όπως και στα Δαναός, Αχαιός, Αιγαίος.]
Αν στο όνομα δώσουμε την έννοια της βλαστήσεως, πρέπει να το συνδυάσουμε με τη θρησκευτική λατρεία των Πελασγών. Ο Όμηρος τους συνδέει αδιστάκτως με την λατρεία του Δωδωναίου Διός, του «Πελασγικού», η οποία ως ιερό δένδρο είχε την φηγό, την δρυν. Έτσι το όνομα σχετίζεται και με αυτά των Αιμόνων και των Δρυόπων, ως προς δε τον χώρο της Δωδώνης με τους Γραικούς και τους Έλληνες (Ομήρου «Ιλιάς» Π 233-5, Αριστοτέλους «Μετεωρολογικά» 1 352 a).
Άλλες ετυμολογήσεις (βλ. π.χ. Γ. Γεωργαλά, «Ποίοι ήσαν»):
Από το πέλας=κοντινός, γείτων, ο πλησίον.
Από τα πέληος=παληός και άργος=χώρα, δηλ. ο παλαιός κάτοικος.
Φειδίας Μπουρλᾶς
Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων
Σελίδες Πατριδογνωσίας
Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 12 Ἰουνίου 2010