Μαρτυρίες γιὰ τὴν ταυτότητα τῶν Βυζαντινῶν καὶ τῶν Ρωμιῶν σὲ ἑλληνικὲς πηγές

(Δημήτριος Ἰω. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές», περιοδικὸν «Πεμπτουσία», τ. 7, 8, 9, Δεκ. 2001 - Νοέμ. 2002)

Περιεχόμενα

ΜΕΡΟΣ 1

Εισαγωγή

Η αυτογνωσία και η αντίληψις που έχει ένα έθνος για τον εαυτό του και τις αξίες του είναι προϊόντα της μνήμης που διατηρεί από την ιστορία του και την πολιτιστική εμπειρία πού κατέχει και ζει.

Η μνήμη του αρχαίου Ελληνισμού από τη Μυκηναϊκή εποχή καί τους μυθικούς χρόνους ως την εποχή των Ελληνιστικών χρόνων και της Ρωμαϊκής κυριαρχίας ήταν ζωντανή καθ' όλη τη βυζαντινή χιλιετία. Οι Βυζαντινοί δεν γνώρισαν ποτέ διακοπή στην ιστορία του Ελληνισμού. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνταν ειδωλολάτρες μεν, πλην όμως πρόγονοι. Η αυτοσυνειδησία των Βυζαντινών είχε διαμορφωθεί από τη μελέτη των ιστορικών -του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, του Πολυβίου, του Πλουτάρχου, - των ποιητών και φιλοσόφων - του Ομήρου, του Σοφοκλή, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, των ιατρών και επιστημόνων -Ιπποκράτη, Γαληνού, Αρίσταρχου, Ήρωνα, Στράβωνα, Πτολεμαίου και άλλων των κλασσικών και μεταγενεστέρων χρόνων.

Η εικόνα που είχαν εκείνοι που κατοικούσαν στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τον εαυτό τους ήταν μία σύνθεση αποτελούμενη από τη γλώσσα που μιλούσαν, τη γραμματεία που μελετούσαν, την παιδεία που διδάσκονταν και την ελληνική χριστιανική θρησκεία που λάτρευαν, στοιχεία που τους συνέδεαν αδιάκοπα με τους αρχαίους προγόνους τους.

Γνώμες έγκριτων Ιστορικών

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις o διάσημος Ούγγρος Ελληνιστής Ιούλιος Μοράβσικ γράφει ότι είναι προτιμότερο να μιλάμε για Ελληνολογία παρά για Βυζαντινολογία. Το ουσιαστικό «Ελληνολογία» πιο περιεκτικά και ιστορικώς με περισσότερη ακριβολογία εκφράζει τον χαρακτήρα και το ήθος του βυζαντινού κράτους καί πολιτισμού.(1)

Αλλά ο Μοράβσικ δεν ήταν ο μόνος που συνιστούσε την αντικατάσταση του ονόματος «Βυζαντινολογία» με το «Ελληνολογία» και «Ελληνισμός των μέσων αιώνων». Ο Γεώργιος Οστρογκόρσκι, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της υπό συζήτηση περιόδου, στο τέλος του πρώτου μέρους της Ιστορίας του γράφει ότι τώρα μπορούμε να ομιλούμε για την ιστορία της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Και ο προ ολίγων μηνών αποθανών Ρώσσος Αλέξανδρος Καζντάν σε μια πολύ σημαντική μελέτη του με θέμα «Συνέχεια και Ασυνέχεια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία» τονίζει ότι η Αυτοκρατορία ήταν ελληνική, αν και περιείχε μερικές μειονότητες, Αρμενίους, Ιταλούς, Σλάβους. Περιορίζομαι σε τρεις μαρτυρίες μη Ελλήνων ιστορικών και φιλολόγων,(2) οι οποίοι δεν νομίζω ότι έπασχαν από ελληνικό πατριωτικό εθνικισμό, όπως θα χαρακτηρίζονταν μερικοί από μας αν θα λέγαμε το ίδιο πράγμα.

Οι όροι Ρωμαίος-Γραικός

Είναι γνωστό, βέβαια, ότι αυτοί που σε σχολικά εγχειρίδια άκριτα ονομάζονται «Βυζαντινοί» αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι, δηλαδή πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και τούτο γιατί γι' αυτούς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε με την πτώση της Ρώμης. Το διάταγμα του Καρακάλλου το 212, δια του οποίου όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πολιτογραφήθηκαν ως Ρωμαίοι πολίτες, είχε αποφασιστική σημασία για τη «ρωμανοποίηση» του Ελληνισμού.

Αλλά, ενώ οι πολίτες της νέας αυτοκρατορίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, γι' αυτό και Ρωμιοί και Ρωμιοσύνη, επειδή το κράτος τους ήταν μια συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι γειτονικοί και άλλοι λαοί [Λατίνοι, Φράγκοι, Ρώσοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Χάζαροι, Εβραίοι] τους ονόμαζαν Γραικούς [Έλληνες] και Γιουνάνι, Γιαβάνι [Ίωνες]. Ενώ οι «Βυζαντινοί» καλούσαν το κράτος τους «Βασίλειον των Ρωμαίων» οι ξένοι λαοί το ονόμαζαν Γραικία ή Γιουναστάν ή Γιοβάν [Ιωνία].

Το όνομα «Γραικός», το οποίο κατά τον Αριστοτέλη, Απολλόδωρο, το χρονικό της Πάρου και άλλες αρχαίες πηγές είναι αρχαιότερο του «Έλληνας»,(3) χρησιμοποιούνταν περιστασιακά και από τους Βυζαντινούς για λόγους αυτογνωσίας. Τις περισσότερες όμως φορές χρησιμοποιούνταν για να δηλωθεί η παιδεία, η γλώσσα, η πολιτισμένη παράδοση. Με μερικές μόνο εξαιρέσεις, όλοι οι ξένοι λαοί χρησιμοποιούσαν τις λέξεις «Γραικοί» και «Γραικία» για να δηλώσουν τον Έλληνα και την Ελλάδα, η οποία κατ' αυτούς ταυτιζόταν με την Βαλκανική χερσόνησο και την Μικρασία. Κατά κανόνα οι μη ελληνικές πηγές αναφερόμενες στον εθνικό ελληνικό χαρακτήρα δεν κάνουν διάκριση μεταξύ αρχαίων, μη χριστιανών, και χριστιανών Ελλήνων.

Η μέγιστη πλειονότητα αυτών των ίδιων των Βυζαντινών είχαν συνείδηση της αδιάσπαστης ενότητάς τους με τους αρχαίους Έλληνες, ειδωλολάτρες μεν, όπως προείπαμε, πλην όμως προγόνους. Αν και μετά τον τέταρτο αιώνα το εθνικό όνομα «Έλλην» είχε χάσει το αρχικό νόημά του και ταυτίστηκε με το «ειδωλολάτρες», το «Γραικός» και το «Ίωνας» επεβίωσαν ως εθνικά και συνώνυμα ονόματα και χρησιμοποιούνταν από τους γειτονικούς λαούς, της Δύσεως και της Ανατολής του Βορρά και του Νότου. Ο Πρίσκος, ιστορικός του 5ου μ.Χ. αιώνα, γράφει ότι καθ' ον χρόνον ήτο απεσταλμένος πρέσβυς στην Αυλή του Αττίλα συνήντησε κάποιον ενδεδυμένον Σκυθικά που μιλούσε Ελληνικά. Όταν ο Πρίσκος τον ρώτησε που είχε μάθει την ελληνική, εκείνος χαμογέλασε και είπεν: «Είμαι Γραικός εκ γενετής».(4)

Ο Θεόδωρος Στουδίτης

Δεν ήταν ασύνηθες στους μεταγενέστερους Βυζαντινούς συγγραφείς να χρησιμοποιούν το «Γραικός» ή «Γραικοί» ή και το «Έλληνας» ακόμη για να αναφερθούν στους γηγενείς της Αυτοκρατορίας. Ολίγα μόνο παραδείγματα. Σε γράμμα του στο πνευματικό του παιδί Ναυκράτιο, ο Θεόδωρος Στουδίτης [759-826] εκφράζει τη λύπη του για κάποιο μοναχό ονόματι Ορέστη που λιποτάκτησε στους εικονομάχους και τον ενθαρρύνει να μείνει πιστός στις αρχές του «χάριν της δόξης του Χριστού υπέρ ου δονείται η ταπεινή Γραικία μάλα».Η Γραικία εδώ, η οποία συνταράσσεται πολύ από την εικονομαχία, είναι ολόκληρη η βυζαντινή αυτοκρατορία, όπως την περιγράφουν και μη ελληνικές πηγές της ιδίας εποχής.

Σε παρηγορητική του επιστολή στην ηγουμένη Ευφροσύνη της Μονής Κλουβίου, ο Θεόδωρος ομιλεί για στρατηγίες και δημαγωγίες «και εν Αρμενία και εν Γραικία». Η δυτικά της «αφ' ηλίου ανατολών» Αρμενίας Γραικία δεν είναι άλλη ει μή η βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι γηγενείς ή όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας ονομάζονται Γραικοί από τον διάσημο ηγούμενο της Μονής Στουδίου. Σε επιστολή του στον ασηκρήτη Στέφανο, ο Θεόδωρος θρηνεί την εικονομαχική πολιτική του αυτοκράτορα Λέοντα του Δ' [775-780] και ιδιαίτερα τις διώξεις εναντίον των εικονοφίλων πού εξαπέλυσε το 780.

Αποκαλεί τον αυτοκράτορα αντίχριστο προ του Αντιχρίστου και εκφωνεί: «Ακούσατε πάντα τα έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην τι γέγονεν εν Γραικοίς».(5)

Κατά τον δέκατο αιώνα στην περιγραφή της ανωμαλίας και αναταραχής που προκάλεσε η Σλαβική ομάδα εγκατεστημένη στην περιοχή των Πατρών, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει ότι οι Σλάβοι κατ' αρχήν λεηλάτησαν τις κατοικίες των γειτόνων τους Γραικών και κατόπιν πήγαν εναντίον της πόλεως των Πατρών.(6)

Η Άννα Κομνηνή

Το «Έλλην» ως εθνικό όνομα και όχι συνώνυμο του «ειδωλολάτρης» χρησιμοποιείται από την Άννα την Κομνηνή [1083-1154] και άλλους μεταγενέστερους συγγραφείς. Όταν γράφει για το τόξο τσάγγρα η Άννα τονίζει ότι το τόξο αυτό είναι άγνωστο στους Έλληνες και αναφέρεται στους συγχρόνους της Έλληνες κι όχι τους αρχαίους. Όταν η Άννα Κομνηνή καυχάται για την αρχαία κλασσική της παιδεία ομιλεί ως γνήσια απόγονος των Ελλήνων και όχι ως αλλοδαπή που διδάχθηκε την ελληνική ως ξένη γλώσσα. Γράφει για την πατρίδα της. Επαινεί την ελληνικώτατη προφορά που είχε ο Ιωάννης Ιταλός σαν να είχε έλθει στην «πατρίδα μας» και να είχε εκμάθει την ελληνική από παιδικής ηλικίας.(7)

Ο Μιχαήλ Ψελλός

Ο Μιχαήλ Ψελλός, ο «ύπατος των φιλοσόφων», κατά τον ενδέκατο αιώνα [1018-1081] είχε ελληνικότατη συνείδηση. Όταν κατακρίνει τον ιστορικό Ηρόδοτο, διότι έγραφε κολακευτικά λόγια για τους Πέρσες και προσβλητικά για τους Έλληνες, ο Ψελλός γράφει σαν να προσεβλήθη ο ίδιος, αφού ο Ηρόδοτος προσέβαλε τους προγόνους του.(8)

Ολίγες ακόμη μαρτυρίες από ελληνικές πηγές επαρκούν για να επιβεβαιώσουν το έγκυρο των απόψεων μας ότι το «Γραικός» και το «Έλλην» ως εθνικά ονόματα χρησιμοποιούνταν από τους Βυζαντινούς συγγραφείς όσες φορές το καλούσαν οι περιστάσεις.

Ο Θεοφάνης ο ομολογητής

Ο Θεοφάνης ο ομολογητής και ο Πλήθων ο Γεμιστός, ο πρώτος του 8ου καί 9ου αιώνα και ο δεύτερος του 14ου είναι περισσότερο συγκεκριμένοι στον προσδιορισμό του όρου «Γραικός» και «Έλληνας». Ο Θεοφάνης, που έγραψε στις αρχές του 9ου αιώνα, διηγείται ότι όταν πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη μετέβη στην Αυλή του Καρλομάγνου για να ζητήσει την κόρη του Ερυθρώ ως σύζυγο του Κωνσταντίνου του 6ου άφησε πίσω τον διδάσκαλο και μοναχό Ελισσαίο για να διδάξει στην Ερυθρώ τη γλώσσα και την παιδεία των Γραικών και τους νόμους της Ρωμαϊκής Πολιτείας. Για τον Θεοφάνη ο λαός, η γλώσσα, η παιδεία είναι Γραικοί και Γραικικοί.(9)

Κατά τον δωδέκατο αιώνα οι αδελφοί Μιχαήλ και Νικήτας Χωνιάται ή Ακομινάτοι κάμνουν ευρεία χρήση των ονομάτων «Έλληνες» και «Ελλάς», ενίοτε δε και «Γραικοί», ως εθνικά ονόματα, όχι μόνο με αναφορά στην κλασσική αρχαιότητα, αλλά ως ονόματα της σύγχρονης εποχής τους. Ο Νικήτας γράφει για «Έλληνες άνδρες» και ονομάζει τις πόλεις που κατακτήθηκαν από τους εχθρούς «ως πόλεις όλας ελληνίδας». Ο δε πρεσβύτερος αδελφός του Μιχαήλ, που έγινε και αρχιεπίσκοπος Αθηνών, θρηνεί την παρακμή των Ελλήνων λόγω των Λατινικών κατακτήσεων με τις Σταυροφορίες.(10)

Κατά τον 13ο αιώνα μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας οι όροι «Έλληνες» και «Ελλάς» γίνονται περισσότερο κοινόχρηστοι. Επί παραδείγματι ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Βατάτζης σε επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο τον ενδέκατο βλέπει τον εαυτό του να βασιλεύει σε γένος των Ελλήνων και ότι «εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει και ως εκ πηγής εκ ταύτης πανταχού ρανίδες ανέβλυσαν».(11)

Είναι γνωστόν ότι, με βάση τη γλώσσα και την παιδεία, ο τελευταίος σημαντικός φιλόσοφος του Βυζαντίου Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός χαρακτηρίζει τους κατοίκους της φθινούσης αυτοκρατορίας «Έλληνες».(12) Με βάση λοιπόν την γλώσσα που μιλούσαν, τα γράμματα που διδάσκονταν, την ιστορική μνήμη που καλλιεργούσαν και την αυτοσυνειδησία που κατείχαν οι γνήσιοι Βυζαντινοί ήσαν Γραικοί, Έλληνες και Ρωμηοί, όροι συνώνυμοι. Η αντίληψις που είχαν για τον εαυτό τους ενισχύεται από την γνώμη που είχαν και οι γείτονες της αυτοκρατορίας. Αλλά επ' αυτού στο επόμενο κεφάλαιο.

ΜΕΡΟΣ 2

Εισαγωγή

Ο Σύρος μοναχός Ιησούς Ο Στυλίτης γράφει για την πανώλη που έπεσε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας γύρω στο 501-502 οι Γραικοί στρατιώτες εκεί εφρόντισαν δια τους ασθενείς με αυτοθυσίαν(13). Η Συριακή Αποκάλυψις η οποία αποδίδεται στον Μεθόδιο Πατάρων, γνωστό ως Ψευτο-Μεθόδιο, χρησιμοποιεί το «Γραικός» και «Ρωμηός» ως συνώνυμα. Περιγράφει τους αυτοκράτορες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως «κυβερνήτες των Γραικών, δηλαδή των Ρωμηών»(14). Η Αποκάλυψις πρωτογράφηκε στα Συριακά. Αλλά και εβραϊκές πηγές της διασποράς αποκαλούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία Γραικία και τους κατοίκους της Γραικούς. Πολύ περιληπτικά θα περιορισθώ σε ελάχιστα παραδείγματα.

Μαρτυρίες σε εξωχριστιανικές πηγές

Εβραϊκά κείμενα του δεκάτου, αιώνα από τη Χαζαρία όπου υπήρχαν πολλοί Εβραίοι, είτε μετανάστες εκεί ή και προσήλυτοι κάνουν λόγο για τη χώρα της Γραικίας κι ότι ο Ρώσος Πρίγκηπας Ολέγ σε εκστρατεία του εναντίον της Γραικίας «ηττήθη κατά κράτος από τους Γραικούς»(15)

Από την Ιβηρική χερσόνησο, ο Yehvda ben David Hayyus, μέγας φιλόσοφος του 11ου αιώνα από την Κόρδοβα, σχολιάζοντας την πολιτική του Βασιλείου του Πρώτου έναντι των Εβραίων της Αυτοκρατορίας, γράφει ότι ο Βασίλειος διέταξε την καταδίωξη των Εβραίων σε όλη την χώρα της Γραικίας κι ότι χίλιες εβραϊκές κοινότητες ασπάσθησαν τον χριστιανισμό(16). Συγγενική είναι και μία άλλη μαρτυρία από την Ισλαμική Αίγυπτο: Όταν ο Χαλίφης al-Hakim [996-1021] άρχισε να επιβάλλει διαφόρους περιορισμούς στους Εβραίους, τους ενεθάρρυνε να μεταναστεύσουν «στις επαρχίες των Γραικών»(17).

Περισσότερο συγκεκριμένος για την ελληνικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι ο Ισπανοεβραΐος Βενιαμίν από την Τουδέλα ο οποίος κατά τον 12ο αιώνα ταξίδευσε στην Ανατολή και επισκέφθηκε πολλές πόλεις της Αυτοκρατορίας. Για τον Βενιαμίν ολόκληρη η Βαλκανική χερσόνησος και η Μικρά Ασία ονομάζονται Γραικία. Η Κωνσταντινούπολη για τον Βενιαμίν είναι πρωτεύουσα της Γιαβάν η οποία ονομάζεται Γραικία(18). Ο Βενιαμίν προσθέτει ότι «οι Γραικοί δεν είναι πολεμοχαρείς. Διά τους πολέμους των έχουν μισθοφόρους...Εις την Κωνσταντινούπολη είναι η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και η έδρα του πάπα των Γραικών... Οι Γραικοί δεν υπάγονται εις τον πάπα της Ρώμης». Οι Γραικοί περιγράφονται ως «πολύ πλούσιοι, κάτοχοι χρυσού και πολύτιμων λίθων, καλοντυμένοι και με πλούσια αγαθά άρτου, κρέατος καί οίνου. Ο πλούτος της Κωνσταντινουπόλεως δεν ευρίσκεται στον υπόλοιπο κόσμο. Εδώ ευρίσκονται άνθρωποι που έχουν μελετήσει όλα τα βιβλία των Γραικών». Ο Βενιαμίν παρουσιάζει μία λίαν κολακευτική εικόνα της Κωνσταντινουπόλεως, της πρωτεύουσας των Γραικών". Για τον Άραβα ταξιδιώτη Ίμπν Μπατούτα ο αυτοκράτορας που βασιλεύει στην Κωνσταντινούπολη είναι ο βασιλεύς των Γραικών. Πόλεις όπως η Σινώπη, Προύσα, ΄Εφεσος και Σμύρνη ονομάζονται πόλεις των Γραικών. Στα χρόνια του Μπατούτα ο Γαζής Τσελεμπί, που ήταν διοικητής της Σινώπης, πόλεως περικυκλωμένης από έντεκα χωριά κατοικούμενα από «απίστους Γραικούς», συνήθιζε να εκστρατεύει «εναντίον των Γραικών». Η Έφεσος, μεγάλη και αρχαία πόλη «ελατρεύετο από τους Γραικούς». Η Προύσα πάρθηκε «από τους Γραικούς». Όταν η Σμύρνη πολιορκούνταν από τους Τούρκους υπό την πίεση της πολιορκίας «οι Γραικοί έκαμαν έκκλησι για βοήθεια στον Πάπα»(20).

Οι ρωσικές πηγές

Χωριστά από τις προμνημονευθείσες μαρτυρίες, οι πρώτες ρωσικές πηγές γνωστές ως Διηγήσεις Περασμένων Χρόνων και ως το Χρονικό του Νέστορος περιγράφουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως Γραικία και τους κατοίκους της ως Γραικούς. Ο βασιλεύς τους είναι «βασιλεύς των Γραικών». Ο Ρώσος πρίγκιπας Ιγκόρ προχώρησε εναντίον «των Γραικών» και έλαβε χρυσό καί δώρα από τους «Γραικούς».Αλλά ποιοι είναι οι «Γραικοί»; Είναι οι Μακεδόνες, Θράκες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, Πελοποννήσιοι και άλλοι από ολόκληρο «τον ελληνικόν κόσμον». Για το Χρονικό του Νέστορος, Βυζάντιο εννοείται μόνο η πόλη του Βυζαντίου, η Κωνσταντινούπολη(21).

Άλλες μεταγενέστερες ρωσικές πηγές όπως τα χειρόγραφα που περιγράφουν τις περιπέτειες του Στεφάνου του Νοβγκορόντ μιλούν για το Τυπικό του άγιου Σάββα το οποίο ακολουθήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο Άγιο Όρος, σε Μονές παρά τον Ιορδάνη και «απανταχού της χώρας των Γραικών»(22). Προφανώς η χώρα των Γραικών δεν είναι η ελληνική χερσόνησος αλλά όλη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Υπάρχει η [εσφαλμένη] εντύπωση ότι οι λατινικές πηγές του Μεσαίωνα που χρησιμοποιούν τις λέξεις «Γραικός» και «Γραικία» τις μεταχειρίζονται υποτιμητικά, αν όχι υβριστικά για τους Έλληνες, αντίληψη με την οποία διαφωνώ. Από τον τέταρτο ακόμη αιώνα το Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ονομάστηκε Γραικία και ο πληθυσμός της Γραικοί. Οι μαρτυρίες είναι τόσο πολλές που εδώ μόνο ακροθιγώς είναι δυνατόν να απαντήσουμε.

Οι λατινικές πηγές του Μεσαίωνα

Σε επιστολή τους στον πάπα Βονιφάτιο Ι [418-422] οι Αφρικανοί επίσκοποι που συμμετείχαν στην Σύνοδο Καρχηδόνος το 419 μιλούν για την ορθή πίστη και πρακτική όπως την διατύπωσαν και τη βιώνουν οι Γραικοί που συνήλθαν στη Σύνοδο της Νικαίας το 325. «Τις γαρ αμφιβάλλει τα ίσα αληθέστατα είναι εν Γραικοίς της εν Νίκαια συναθροισθείσης συνόδου, άτινα από ούτω διαφόρων τόπων καί επισήμων Γραικών εκκλησιών προσενεχθέντα καί συγκριθέντα ομονοούσιν»(23).

Αργότερα, όταν επί πάπα Ιωάννου του 8ου γινόταν λόγος για το κύρος των κανόνων της πενθέκτης, απέρριψαν μερικούς κανόνες διότι ήσαν «έργο των Γραικών»(24). Είναι γεγονός ότι σε πολλές βιογραφίες παπών, όπως του Στεφάνου II, Χορμίσδα, Ιωάννου Ι, Ιωάννου III, Στεφάνου III, Αδριανού Ι, Νικολάου Ι για να περιοριστούμε στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ονομάζεται Γραικία, ο Αυτοκράτοράς της, βασιλεύς των Γραικών και οι πολίτες της Αυτοκρατορίας Γραικοίί(25).

Αλλά και πλείστες άλλες πηγές, ιστορικές αφηγήσεις, χρονογραφίες, εκκλησιαστικοί κανόνες και βίοι αγίων από την Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία και τις Βρετανικές νήσους συμφωνούν με τις άλλες λατινικές μαρτυρίες. Μόνο ονόματα θα μνημονεύσω, όπως τον πάπα Γρηγόριο τον Μέγα, Γρηγόριο του Τουρίνου, Σεβαστό Μπηντ, Ισίδωρο Σεβίλλης, Λιουτμπράντο Κλεμόνας, Παύλο τον Διάκονο τον χρονογράφο των Λογγοδάρδων. Για όλους αυτούς το Βυζάντιο ήταν Γραικία και οι κάτοικοί του Γραικοί(26).

Για τον διάσημο Einhard, τον βίογράφο του Καρλομάγνου, οι Έλληνες ονομάζονται «Γραικοί», και για τον μοναχό Notker, γνωστό ως Τραυλό, επίσης βιογράφο του Καρλομάγνου, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ονομάζεται «Γραικία» και οι κάτοικοί της «Γραικοί» ή «τέκνα της Ελλάδος»(27).

Οι λατινικές διηγήσεις για τις Σταυροφορίες μιλούν εκτεταμένα για τη φύση της Γραικίας, τον χαρακτήρα των Γραικών και τον πλούτο της πρωτεύουσας των Γραικών. Ο χρονογράφος Γκιμπέρ της Νοντζέν (Guibert de Nogent) επαινεί την «φιλοξενία των κατοίκων των Γραικικών επαρχιών» εν αντιθέσει με την άκρως ανήθικη συμπεριφορά των Σταυροφόρων. Άλλοι αυτόπτες μάρτυρες και χρονογράφοι των Σταυροφοριών, όπως ο Πέτρος ο Ερημίτης (Peter the Hermit), Geoffrey de Villehardouin, Robert di Clary περιγράφουν την Ελληνική Αυτοκρατορία ως Γραικία και τους κατοίκους της Γραικούς. Πλείστοι άλλοι Δυτικοευρωπαίοι ταξιδιώτες στην Ανατολή, όπως ο Αγγλοσάξωνας Saewulf και ο Γερμανός Johannes εκ Wurzburg και Theodoricus και θεολόγοι όπως ο διάσημος Θωμάς Ακινάτος ονομάζουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία «Γραικία» και τους κατοίκους της «Γραικούς». Υπήρχαν βέβαια και άλλοι χρονογράφοι της Δύσεως όπως ο Fulchet της Chartres που ονομάζουν την Αυτοκρατορία Romania-Ρωμανία(28).

Οι μαρτυρίες στις πηγές των ανατολικών λαών

Η ελληνικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επιβεβαιώνεται και από πηγές ανατολικών λαών, Ισλαμικών, χριστιανικών και μη, Αρμενίων, Γεωργιανών και Αραβικών. Για τους Αρμενίους, Γεωργιανούς και άλλους λαούς της εγγύς και μέοης Ανατολής οι Βυζαντινοί καλούνταν Γοΐν, Γιαβάνι και η Αυτοκρατορία των Γιουναστάν, Γιαδάν ή Τζαβάν, δηλαδή Ίωνες και Ιωνία. Σε αρμενικές ιδιαιτέρως πηγές όλοι οι αυτοκράτορες από το Διοκλητιανό ο οποίος πρώτος εγκατέλειψε την Ρώμη και μετέφερε την πρωτεύουσά του στην Ελληνική Ανατολή, τη Νικομήδεια, έως τον τελευταίο Αυτοκράτορα του Βυζαντίου πολλοί στρατηγοί αλλά και όλοι οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως ονομάζονται Ιωΰν, δηλαδή Ίωνες. Σπανίως αρμενικές πηγές ταυτίζουν την αυτοκρατορία Γιουναστάν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το όνομα Γιουν [Ίωνα] με το όνομα Χορού [Ρωμαίοι](29).

Από τον τέταρτο και πέμπτο ακόμη αιώνα για τους Αρμενίους ιστορικούς το ανατολικό τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αναφέρεται ως η χώρα των Ελλήνων-Ιώνων. Ο: ιστορικός Elishe στην ιστορία του Βαρδάνη και των Αρμενικών πολέμων σπανίως καλεί την Ελληνική Αυτοκρατορία Ρωμαϊκή και τους κατοίκους της Ρωμαίους. Ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου είναι αυτοκράτορας των Γραικών. Παρόμοιες πληροφορίες παρέχει και ο Γρηγόριος Ναρεκάκι (Grigor Narekaci) ο οποίος σε πανηγυρικό του για το Βασίλειο Β' και Κωνσταντίνο VIII γράφει για διάφορες βιαιότητες που συνέβησαν «σε επαρχίες του κράτους των Γραικών». Τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας φέρονται ως ελληνικά στρατεύματα. Εν τούτοις, ο ίδιος ιστορικός ονομάζει τον Βασίλειο όχι μόνο Αυτοκράτορα των Ελλήνων-Γραικών αλλά και των Ρωμαίων. Όταν οι Μωαμεθανοί επετέθησαν και κατέλαβαν εδάφη της Αρμενίας, πολλοί Αρμένιοι κατέφυγαν στη χώρα των Γραικών οι οποίοι τους δέχθηκαν με πολλή συμπάθεια καί αγάπη(30).

Σε Αραβικές πηγές, προ-Μωαμεθανικές και μεταγενέστερες, η Αυτοκρατορία εμφανίζεται άλλοτε μεν ως Γραικία-Ελλάς και άλλοτε Ρουμ, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η διαφορά στη χρήση της ονοματολογίας εξαρτάται και από τους μεταφραστές των πρώτων πηγών που χρησιμοποιούν τους όρους «Γραικός-Έλλην» και «Ρωμηός» εναλλακτικά και ως συνώνυμα.

Στο Μαρτύριο των εξήντα τριών ανδρών που μαρτύρησαν στα Ιεροσόλυμα από τους Αγαρηνούς κατά το πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνα οι μάρτυρες κατάγονταν από την «των Γραικών γην» και ήσαν από «το των Γραικών γένος», ο δε βασιλεύς τους ήταν «ο των Γραικών τους άρχων»(31).

Όπως στη χρονογραφία του Θεοφάνη όπου το κράτος ονομάζεται Κράτος των Ρωμαίων, αλλά οι κάτοικοι, Γραικοί και η γλώσσα και η παιδεία τους, Γραικική, έτσι και σε μερικές Ισλαμικές πηγές η Αυτοκρατορία είναι Ρουμ αλλά και ο πολιτισμός τους είναι Ighrigiyah καί Yunaniyun.

Οι Αραβικές πηγές, προ-Μωαμεθανικές και μεταγενέστερες

Περιοριζόμαστε και πάλι σε μερικές μόνο ενδεικτικές πηγές που μιλούν για Ελληνική μάλλον παρά Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ο Άραβας ιστορικός και γεωγράφος Ali al-Mascuch αναφερόμενος στην περίοδο του Ρωμαϊκού Λεκαπηνού και της πολιτικής του έναντι των Εβραίων χαρακτηρίζει την Αυτοκρατορία ως «την πατρίδα των Γραικών» και τον αυτοκράτορα «βασιλέα των Γραικών». Λόγω της πολιτικής του Ρωμανού, πολλοί Εβραίοι έφυγαν από την χώρα των Γραικών και κατέφυγαν στη Χαζαρία(32).

Κατά τον 11ο αιώνα, το 1047 ένας υψηλός κυβερνητικός αξιωματούχος από την επαρχία Κοιρασάν της Περσίας ταξίδευσε διά της Συρίας στην Παλαιστίνη όπου παρατήρησε ότι «από όλα τα μέρη της Ελληνικής αυτοκρατορίας Χριστιανοί και Ιουδαίοι είχαν έλθει προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα»(33).

Σε ένα απόσπασμα της Ιστορίας του Ibn Zabala που γράφτηκε γύρω στο 814 μ,Χ. αναφέρεται ότι ο βασιλεύς των Γραικών έστειλε στον Αl-Walid βοήθεια, δηλαδή εργάτες, δινάρια και φορτία κύβων μωσαϊκού για την αναστήλωση του Τζαμιού του Προφήτη στη Μεδίνα. Και το χρονικό του Al-Tabari που πέθανε το 923 κάνει λόγο για το Βυζαντινό Αυτοκράτορα ως άρχοντα των Γραικών. Κατά την ίδια περίοδο, δηλαδή από τον 9ο μέχρι τον 11ο αιώνα, ο Άραβας γεωγράφος Shams ad Din, ευρέως γνωστός και ως Mukaddasi, γράφει ότι «θα παραλείψουμε εδώ την περιγραφή της Ταρσού και της περιφέρειάς της διότι επί του παρόντος ευρίσκονται εις τα χέρια των Γραικών»(34). Η Ταρσός είχε επανακτηθεί από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το 965. Ο Mukaddasi έγραφε γύρω οτό 986.

Για την περιγραφή του εθνικού χαρακτήρα των Ελλήνων οι αραβικές πηγές δεν κάνουν ουσιαστική διάκριση μεταξύ των συγχρόνων των βυζαντινών Ελλήνων και των Ελλήνων των προχριστιανικών αιώνων. Οι αραβικές πηγές μιλούν με μεγάλο θαυμασμό για τους Έλληνες και των δύο περιόδων. Οι αρχαίοι Έλληνες θαυμάζονται για την ευφυία και την ετοιμότητά τους, τη φιλομάθεια, ευμάθεια και αγάπη τους για σοφία, φιλοσοφία, τις προπαιδευτικές επιστήμες, τη λογική, φυσική και μεταφυσική, τις πολιτικές και οικονομικές γνώσεις τους, τη γλώσσα και φιλοσοφικά προϊόντα της σε βαθμό που «φιλοσοφία» και «Έλληνας» έγιναν συνώνυμοι όροί(35).

Αλλά και οι βυζαντινοί Έλληνες θαυμάζονταν από τους Άραβες. Ο Abu Uthman Jahiz [9ος αιώνας] επαινεί τη βυζαντινή αυτοκρατορία διότι είχε φιλοσόφους, ιατρούς, αστρονόμους, μουσικούς, βιβλιόφιλους, καλλιτέχνες. Οι Έλληνες καλλιτέχνες αναμφισβητήτως υπερέχουν πάντων στην αρχιτεκτονική και την γλυπτική, γράφει ο Jahiz. Είναι οι βυζαντινοί άνθρωποι που αγαπούν το ωραίο και που είναι κάτοχοι της αριθμητικής καλλιγραφίας και αστρονομίας και είναι θαρραλέοι και επιδέξιοι σε πολλά, προσθέτει ο ίδιος(36).

Μία δεύτερη σημαντική πηγή του 11ου αιώνα, ο al Mubash-Shir [γεννηθείς Fatik] εξυμνεί τους Έλληνες αυτοκράτορες για τα μεγάλα έργα τους τους δρόμους, τις γέφυρες, τα τείχη, τα υδραγωγεία, τα εγγειοβελτικά έργα, τη φροντίδα τους για την καλή διοίκηση της Αυτοκρατορίας, τις επιστήμες και την ιατρική. Η επιρροή του ελληνικού πολιτισμού, αρχαίου και βυζαντινού στον ισλαμικό κόσμο ήταν τόσο βαθιά και ευρεία που ο ισλαμικός πολιτισμός όπως τον γνωρίζουμε σήμερα δεν θα υπήρχε χωρίς την ελληνική κληρονομιά, όπως διαβεβαιώνει ο ειδικός ισλαμολόγος Franz Rosenthal με βάση τις παραπάνω αλλά και άλλες πηγές. Είναι γνωστό βέβαια ότι άλλες αραβικές πηγές ονομάζουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία Ρουμ αλλά τον λαό της, γλώσσα και πολιτισμό Ιγχριτσί(37).

Μαρτυρίες από τη μεταβυζαντινή περίοδο

Συμπληρωματικά οφείλουμε να προσθέσουμε ότι και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο συνεχίζεται η αυτή με τη μεσαιωνική ονοματολογία για τους Έλληνες. Οι έξω της Οθωμανικής δυτικοευρωπαίοι συνεχίζουν να ονομάζουν τους Έλληνες «Γραικούς» και οι ανατολικοί και σημιτικοί λαοί, «Γιοιβάνι», ενώ οι ίδιοι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν και τα τρία ονόματα δηλαδή Ρωμιοί, Έλληνες και Γραικοί, ως συνώνυμα.

Αντλούμε το πρώτο παράδειγμα από το Χρονικό περί της των Τούρκων Βασιλείας του 16ου αιώνα που αποδίδεται σε κάποιον υπό το όνομα Ιέραξ. Ό Ιέρακας έγραψε το χρονικό του σε στίχους και για το λόγο ότι ζήτησαν μερικοί να μάθουν «τα εν εσχάτοις της Ρωμαΐδος και Γραικών πτώσιν». Έτσι αρχίζει ο Ιέρακας και προχωρεί να διηγηθεί «της Κωνσταντινουπόλεως το γόνυ καμψαμένης... και των Ρωμαίων της αρχής καταστρεψάσης πάντα, μέρους Ελλήνων των Γραικών όντος εν τη Ασία».

Στη διήγηση για τις άλλες κατακτήσεις των Τούρκων, ο Ιέρακας γράφει και για τις επιτυχίες των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων: «Ο βασιλεύς της πόλεως Ρωμαίων, ο αυτάναξ εξεστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων και εφάνη μέγας αριστεύς, ως Έλλην των Ελλήνων». Εν τω μεταξύ ο Τούρκος Μουράτ γράφει «τω βασιλεί των Γραικών» ότι «ολέσω... τάχιστα τους εναντίους πάντας...»

Για τον Ιέρακα η Κωνσταντινούπολη είναι «Βυζαντίδα πόλις» και άλλοτε «Κωνσταντινούπολις» η «Κωνσταντίνου πόλις». Η Αυτοκρατορία, «χώρα των Βυζαντίων» και μερικές φορές «Ρωμανία». Η Μικρά Ασία είναι «Ασία των Γραικών». Οι πόλεις που πολιορκήθηκαν από το Μουράτ είναι «Ρωμαίων πόλεις», «άστεα χώρας των Βυζαντίων». Η Σύνοδος της Φλωρεντίας προξένησε «μίσος Γραικοίς τε καί Λατίνοις». Επί Κωνσταντίνου Δραγάση «κατεσβήσθη το δυστυχές βασίλειον της βυζαντίδος»38.

Κατά τον 17ο αιώνα, γύρω στο 1620, ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος θρηνεί την πτώση του Ελληνισμού και χρησιμοποιεί τρία γνωστά ονόματα των Ελλήνων ως συνώνυμα:

Αλλοίμονον, αλλοίμονον εις το γένος των Ρωμαίων, ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων σ' εμάς, εις όλους τους Γραικούς να έλθη τούτην την ώρα(39).

Για τους Έλληνες όταν έπεσε η Πόλη έσβησε «η κοινή των Ελλήνων εστία», όπως γράφει ο σύγχρονος της πτώσεως Ανδρόνικος Κάλλιστος40. Έπεσε η Πόλη και κατελύθη το κράτος αλλά ο βυζαντινός πολιτισμός, η γλώσσα, η παράδοση, ιδιαίτερα η λαϊκή, η θρησκεία και διάφοροι άλλοι θεσμοί επέζησαν στην ιστορία του Ελληνισμού και άλλων λαών της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής41.

Εν περιλήψει, οι Βυζαντινοί αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι αλλά και Γραικοί και Έλληνες, Ρωμαίοι πολίτες αλλά Γραικοί ή Έλληνες στη συνείδηση, τη γλώσσα, παιδεία, πολιτιστική παράδοση. Αλλά γειτονικοί λαοί από τη Δύση, Βορρά, Νότο και Ανατολή γνώριζαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία ως Γραικία, Γιαβάν ή Ιωνία, ενίοτε ως Ρουμ και Ρωμανία και τους κατοίκους της κατά κανόνα ως Γραικούς και Γιουνάνι ή Ίωνες.

Οι πηγές τις οποίες έχουμε μνημονεύσει ευρίσκονται πλησιέστερα προς τα γεγονότα που καταγράφουν και τους λαούς που περιγράφουν. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις πιστεύω ότι είναι προτιμότερο να μιλάμε για μεσαιωνικό ή χριστιανικό Ελληνισμό και Ελληνική Μεσαιωνική Αυτοκρατορία η οποία εξάσκησε τεράστια επιρροή στους εγγύς και μη λαούς, στα γράμματα, την τέχνη, την πολιτική διοίκηση, τη θρησκεία, τη φιλανθρωπία και τη θεσμοποιημένη ευποιΐα.

ΜΕΡΟΣ 3

Εισαγωγή

Στα πλαίσια της πολιτισμικής, ιστορικής καί εθνικής αυτογνωσίας του Ελληνισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως την περιγράψαμε σε δύο προηγούμενα άρθρα, πηγές από τη λόγια γράμμα-, τεία, οφείλουμε παρενθετικά να προ-. σθέσουμε και τις ενδείξεις από τη λαϊκή παράδοση, τη λαογραφία του Βυζαντίου την οποία κληρονόμησε από την προχριστιανική ιστορία του Ελληνισμού. Ή βυζαντινή κοινωνία δεν ήταν ποτέ στατική διότι κατά τη χιλιετή καί πλέον ζωή της υπέστη διαφοροποιήσεις, μετασχηματισμούς καί μεταλλαγές. Εντούτοις είναι καί πάλι γεγονός δτι ήταν αυτή ή ίδια μία συντηρητική κοινωνία πού σεβάστηκε καί διατήρησε πολλά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, δπως έχει καταδείξει ο μεγάλος, αλλά αδικημένος ερευνητής Φαίδων Κουκουλές(44).

Η Πενθέκτη Οικ. Σύνοδος και τα σχόλια βυζαντινών κανονολόγων

Περιληπτικά θα περιοριστούμε εδώ σε μερικούς κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 691/2 και σχόλια βυζαντινών κανονολόγων που επιβεβαιώνουν την αδιάσπαστη συνέχεια στον εθνικό βίο των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.Εκκλησιαστικοί κανόνες, όπως άλλωστε και νόμοι μιας πολιτείας ή κράτους, αποτελούν σε ένα μεγάλο βαθμό απόρροια κοινωνικών συνθηκών και αποπνέουν την εθνική, πολιτισμική και θρησκευτική ιδεολογία της εποχής κατά την οποία εκδίδονται(45).

Είναι σημαντικό ότι ο πρώτος κανόνας της Πενθέκτης που συγκροτήθηκε το 691/2 αρχίζει με ένα ρητό που ανάγεται στην προχριστιανική αρχαιότητα και έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα στο στόμα του ελληνικού λάου. «Τάξις αρίστη παντός αρχομένω και λόγου και πράγματος, εκ Θεού τε άρχεσθαι, και εις Θεόν αναπαύεσθαι κατά την θεολόγον φωνήν».Έτσι αρχίζει ο πρώτος κανόνας και η θεολογική φωνή δεν είναι άλλη ει μη η φωνή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Αλλά η φωνή ήταν του χριστιανού θεολόγου, το περιεχόμενο όμως ήταν του μη χριστιανού ρήτορα Δημοσθένη του τετάρτου προ Χριστού αιώνα ο οποίος δίδασκε: «Παντός αρχομένου σπουδαίου λόγου τε και έργου, από θεών υπολαμβάνω προσήκειν πρώτον άρχεσθαι»(46).

Δεν ήταν λοιπόν μόνο ο Γρηγόριος επίσκοπος Ναζιανζού, αργότερα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και διάσημος θεολόγος που είχε συνείδηση της συνέχειας του κοινωνικού και θρησκευτικού ήθους του αρχαίου ελληνισμού με την εποχή του, όπως μάλιστα επιβεβαιώνεται και από την απάντηση που έδωσε στον αυτοκράτορα Ιουλιανό, ότι δηλαδή δεν είχε κανείς το δικαίωμα να του αποστερήσει την πολιτισμική και πνευματική του κληρονομιά, αλλά και οι πατέρες της Πενθέκτης Οικουμενικής οι οποίοι άφοβα επαναλαμβάνουν αρχαία ελληνική συνήθεια. Οι στίχοι αυτοί του Δημοσθένη αλλά και μερικοί άλλοι κανόνες επιβεβαιώνουν ότι το ελληνικό στοιχείο, όχι μόνο γλώσσα και παιδεία αλλά και μνήμη και συνείδηση, ήταν ακμαίο και στους σκοτεινούς 7ο και 8ο αιώνα.

Μερικά παραδείγματα

Εκ τούτου μερικοί απαγορευτικοί κανόνες της Πενθέκτης αλλά και σχόλια κανονολόγων της μεσοβυζαντινής εποχής βεβαιώνουν ότι σώζονταν ακόμη πολλά «εθνικά» έθιμα, παραδόσεις και πρακτικές που ανάγουν την αρχή τους στην προχριστιανική εποχή. Ενδεικτικοί είναι οι κανόνες με αριθμό 51, 57, 61, 62, 65, 71. Με τον 51ο κανόνα απαγορεύονται οι λεγόμενοι «μίμοι. Τα τούτων θέατρα... και αι επί σκηνής ορχήσεις». Ο κανόνας 57 ορίζει ότι δεν πρέπει να προσφέρεται μέλι και γάλα ως δοσία κατά τη θεία Ευχαριστία («ου χρή εν τοις θυσιαστηρίοις μέλι και γάλα προσφέρεσθαι»). Ο κανόνας 62 απαγορεύει τις εορτές προς τιμή του Πανός, του αρχαίου θεού των ρεματιών και δασών, των βουκόλων και αγροτών, τα Βοτά, τη γιορτή του Διονύσου και την εκφώνηση του ονόματός τους κατά τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλών «εν τοις ληνοίς», την υπόδηση προσωπείων κωμικών και σχετικές διεγερτικές ορχήσεις. Ο κανόνας 65 απαγορεύει τους πιστούς να ανάβουν φωτιές κατά την πρώτη του μηνός και να πηδούν υπεράνω αυτών. Ο 71ος κανόνας απαγορεύει στους σπουδαστές της νομικής να ενδύονται κατά τον αρχαίο προχριστιανικό τρόπο και να συνεχίζουν και άλλες αρχαίες συνήθειες («τους διδασκόμενους τους πολιτικούς νόμους μη δειν τοις ελληνικοίς έθεσι κεχρήσθαι... ή παρά την κοινήν χρήσιν στολάς εαυτοίς περιτιθέναι»).

Εξάλλου, ο 61ος κανόνας αφορίζει επί εξαετία «τους τας άρκτους επισυρόμενους, ή τοιαύτα ζώα, προς παίγνιον και βλάβην των απλουστέρων και τύχην και ειμαρμένην και γενεαλογίαν,... τους τε λεγομένους νεφοδιώκτας, και γητευτάς και φυλακτηρίους και μάντεις». Οι «τας άρκτους επισυρόμενοι», οι «αρκτοσύρτες», δε διασκέδαζαν μόνο αλλά και εκμεταλλεύονταν τους προληπτικούς, ιδιαιτέρως γυναίκες, διότι δίδασκαν ότι οι τρίχες των αρκούδων είχαν υπερφυσική δύναμη και για αυτό τις πωλούσαν για φυλακτήρια παιδιών εναντίον βασκανίας και άλλων νόσων. Όλες αυτές οι συνήθειες θεωρούνταν ολέθριες και ειδωλολατρικά επιτηδεύματα. Εντούτοις, παρά τις απαγορεύσεις της Πενθέκτης, η συνήθεια αύτη επέζησε για πολλούς ακόμη αιώνες.

Όταν με τον 51ο κανόνα η σύνοδος «απαγορεύει... και τα των κυνηγίων θεώρια» μας υπενθυμίζει ότι στα λεγόμενα «θεώρια» περιλαμβάνεται και η επίδειξη ζώων σπάνιων, όπως ο ελέφαντας που φερόταν από την αλλοδαπή είτε ύστερα από κάποιο πολεμικό θρίαμβο ή και ως δώρο από κάποιον ξένο ή σύμμαχο βασιλιά. Και τούτο προς διασκέδαση του λαού. Ο ιστορικός Μιχαήλ ο ατταλειάτης (1020-1079) διηγείται ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος IX ο Μονομάχος δεν ήταν μόνο φιλάνθρωπος διότι, μεταξύ άλλων, είχε ιδρύσει και «νοσοκομείον επιμελείας ανάμεστον», αλλά ότι «δωρηματικός τε και βασιλικώς ευεργετείν επιστάμενος» κόμισε στην πόλη «ζώων ασυνήθεις ιδέας τοις υπηκόοις εξ αλλοδαπής παρεστήσατο γης, μεθ' ων και τον μέγιστον εν τετραπόδοις ελέφαντα, ος θαύμα τοις Βυζαντίοις και τοις άλλοις Ρωμαίοις.»(47).

«Τας ούτω λεγομένας Καλάνδας, και τα λεγόμενα Βοτά, και τα καλούμενα Βρουμάλια» τα οποία καταδίκασε η Πενθέκτη με τον 62ο κανόνα είχαν μεν καταδικαστεί ως «αρχαιοπαράδοτον κακόν» πλην, όμως παρέμεναν δημοφιλείς εορτασμοί του λαού. Τα απαγορευτικά μέτρα της Πενθέκτης δεν είχαν σοβαρά αποτελέσματα διότι οι εορτασμοί προς τιμή του Πανός (Βοτά), οι Καλάνδες και τα Βρουμάλια επιβίωσαν .για πολλούς ακόμη αιώνες.

Ο εορτασμός των Κρονίων

Στο «Μαρτύριο του αγίου Λασίου» που γράφηκε κατά τον 11ο αιώνα καταδικάζονται τα άσεμνα και αθέσμια παίγνια, τα μυσαρά είδωλα ό,τι γινόταν κατά την εορτή των αρχαίων Κρονίων. Προσθέτει ο βιογράφος του Μάρτυρα Δασίου ότι «αύτη η μυσαρά παράδοσις και μέχρις ημών των εσχάτων περιελθούσα αθλιωτέρως παραφυλάττεται. Ούτε λήγοντος γαρ του κόσμου το έθος το κακόν τέλος λαμβάνει, αλλά χειροτέρως μάλλον ανανεούται. Εν γαρ τη ημέρα των καλανδών Ιανουαρίων μάταιοι άνθρωποι τω εθει των Ελλήνων (δηλαδή των ειδωλολατρών) εξακολουθούντες χριστιανοί ονομαζόμενοι μετά παμμεγέθους πομπής προέρχονται, εναλλάτοντες την εαυτών φύσιν, και τον τρόπον και την μορφήν του διαβόλου ενδύονται. Αιγείοις δέρμασι περιβεβλημένοι, το πρόσωπον ενηλλαγμένοι αποβάλλουσιν εν ω αναγεννήθησαν αγαθώ και διακατέχουσιν εν ω εγεννήθησαν κακώ...»(48).

Τα «Κρόνια», που εορτάζονταν στην Αθήνα, στην Ολυμπία, στη Ρόδο και άλλα μέρη της αρχαίας Ελλάδας, είχαν μακρά παράδοση. Και ενώ καταρχήν εορτάζονταν σε ανάμνηση της χρυσής εποχής που βασίλευε ο Κρόνος, κατά την οποία βασίλευε αγνότητα ηθών, γαλήνη, αμεριμνησία και ευτυχία, με την πάροδο του χρόνου συνδέθηκαν με τη φαγοποτία, ελεύθερη συμπεριφορά, αθέμιτες πράξεις και γενικώς ανηθικότητα, πράξεις που συνδέονταν με την επί ένα μήνα ζωή κραιπάλης και ελευθεριότητας του νέου στρατιώτη που πρόκειτο να θυσιαστεί προς τιμή του Κρόνου, γι' αυτό το λόγο και το όνομα της πανηγύρεως Κρόνια(49).

Τα Κρόνια υιοθετήθηκαν από τους Ρωμαίους κατά τον 5ο αιώνα προ Χριστού και ταυτίσθηκαν με τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, γνωστά και ως Βρουμάλια, και εορτάζονταν ευρύτατα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, τουλάχιστον μέχρι τον 4ο μετά Χριστόν αιώνα. Το περίεργο είναι ότι κατά τον ανώνυμο βιογράφο του αγίου Δασίου ακόμη και στην εποχή του Διοκλητιανοϋ γινόταν ανθρωποθυσία νεαρού στρατιώτη(50).

Προφανώς τα Κρόνια και η κακή τους φήμη είχαν επιζήσει κατά τη βυζαντινή περίοδο και ταυτίζονταν με ανήθικες πράξεις. Ο Νικήτας Χωνιάτης (1155-1217) παρομοιάζει τη συμπεριφορά και κρίνει τους ερωτισμούς του Ανδρόνικου του Κομνηνού ως ταυτόσημες πράξεις που γίνονταν κατά τον εορτασμό των Κρονίων. Ο Ανδρόνικος «ουκ ησχύνετο Κρονίων απόζων ανεψιού γυναικί μιλτοπαρνίω και τρυφερά και μήπω το ενδέκατον ετος... αθεμίτως συγκατακρίνεσθαι...»(51).

Η φύση των κανόνων και τα σχόλια κανονολόγων και σχολιαστών της βυζαντινής Αυτοκρατορίας για τους κανόνες που μαρτυρούν την επιβίωση πολλών εθνικών ηθών και εθίμων, λαϊκών εορτών και παραδόσεων ενισχύουν την άποψη που υποστηρίζει την ελληνικότητα της Αυτοκρατορίας και μάλιστα ύστερα από τις απώλειες στους Άραβες.

Η επιβίωση των αρχαίων ελληνορωμαϊκών παραδόσεων

Το ερώτημα είναι: σε ποια μέρη της αυτοκρατορίας εορτάζονταν οι ειδωλολατρικές αυτές εορτές, στην Κωνσταντινούπολη, σε άλλα αστικά κέντρα ή στις επαρχιακές πόλεις καί χωριά; Ποιους πληθυσμούς είχαν υπόψη οι πατέρες της Πενθέκτης; Οι ενδείξεις είναι ότι οι περισσότερες από τις αρχαίες παραδόσεις είχαν επιζήσει στις συντηρητικές κοινωνίες των επαρχιών. Η σημασία του paganus, παγανός, εννοεί χωρικός και ήσαν οι χωρικοί που αντέδρασαν εναντίον του Χριστιανισμού που τον είδαν καινοτόμο και καταστροφέα του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Για αυτό το λόγο και η επιβίωση εορτών προς τιμή του Πανός και του Διονύσου. Ο Παν ήταν ο κατεξοχήν θεός της Αρκαδίας στην Πελοπόννησο και τα Βρουμάλια προς τιμή του Διονύσου τελούνταν σε διάφορα μέρη του ελληνορωμαϊκού χώρου, ιδιαιτέρως από αγροτικούς πληθυσμούς. Οι Καλάνδες που στην ύστερη Ρωμαϊκή εποχή τελούνταν κατά τις τέσσερις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου, είχαν καταδικαστεί όχι μόνο από πατέρες όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος αλλά και με ειδικό νόμο του 395. Εντούτοις, οι Καλάνδες, όπως και άλλες εθνικές παραδόσεις, εορτάζονταν μέχρι τον έβδομο, δωδέκατο και πολύ πέραν ακόμη(52).

Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (905-959) διηγείται ότι οι κάτοικοι της Μάνης, στη Λακωνία, «μέχρι του νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται διά το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας...» αν και επί της βασιλείας του Βασιλείου του Πρώτου (830-886) είχαν βαπτισθεί(53). Και ο άγιος Νίκων ο Μετανοείτε επισκέφθηκε τη «γην Δωριέων», δηλαδή την Πελοπόννησο, και κήρυξε στην Αρκαδία, Μεσσηνία και Λακωνία όχι μόνο σε Χριστιανούς αλλά και μη Χριστιανούς. Ένας λόγος που ο Νίκωνας φρόντισε για το κτίσιμο εκκλησιών ήταν διότι ήθελε να δημιουργήσει εστίες ελληνοχριστιανισμοΰ. Όταν ο βιογράφος του Νίκωνα γράφει για «την χώραν λαχόντων των εθνικών» και ότι ο Νίκωνας «διείπε της των εθνικών χώρας»(54) και ότι ο Αντίοχος είχε την αρχή «της των εθνικών χώρας» δεν εννοεί μόνο τα Σλαβικά φύλα, τους Μηλιγγούς ή τους Νεζερίτες, αλλά και τη χώρα των γηγενών Ελλήνων. Οι Μηλιγγοί φέρονται ως κάτοικοι της χώρας των Εθνικών. Έχω τη γνώμη ότι το «εθνικοί» δεν εννοεί «ξένοι» ή «χώρα των ξένων», όπως συνιστά ένας μεταφραστής του(55), διότι οι Μηλιγγοί είχαν «πόδας τε κεκτημένους εις κακίαν τρέχοντας και μηδέν άλλον ειδότας ή μόνον το ληστεύειν αεί και τα αλλότρια επισπάσθαι αρπαλέως». Σε ποιους ανήκαν τα «αλλότρια»; Στους «εγχωρίους» οι οποίοι αποκαλούσαν τους Μηλιγγούς «Μυρμηδόνες». Η χώρα λοιπόν των Εθνικών ήταν η χώρα των «εγχωρίων», μέσα στους οποίους είχαν εγκατασταθεί και οι Μηλιγγοί.

Την επιβίωση των αρχαίων ελληνορωμαϊκών παραδόσεων μαρτυρούν και άλλες πηγές μεταγενέστερων αιώνων. Ο Ιωάννης Ζωναράς που έζησε το 12ο αιώνα (+1159) γράφει ότι «έθη ελληνικά τε και εθνικά κατά παράδοσιν εποίουν.τινές, και ποιοϋσι, μηδέ ειδότες τι δηλούσι τα γινόμενα...»(56).

Χριστιανική πίστη και ελληνική πολιτισμική κληρονομιά

Επί του προκειμένου, το ερώτημα είναι: πώς είναι δυνατόν να ερμηνεύσει κανείς την αδιάκοπη πολιτισμική συνέχεια που διαπιστώνεται στην ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού; Είναι η επιβίωση του λαϊκού πολιτισμού, της πολιτισμικής παραδόσεως, μία ένδειξη της αμυντικής που ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως υιοθέτησε ο λαός έναντι καινοτομιών καί ξενόφερτων διδαχών, μία εσκεμμένη φροντίδα για να επιζήσει η πατρογονική κληρονομιά για λόγους ταυτότητας, ή αποτέλεσμα μιας παράλογης συνήθειας; Στην ιστορία του Χριστιανισμού είναι γνωστό ότι η επαρχία ήταν μία από τις συντηρητικές κοινωνίες που αντέδρασε στη διάδοση του Χριστιανισμού που ξεκίνησε ως αστική θρησκεία. Δεν είναι διόλου παράδοξο γιατί ο ελληνικός χώρος ήταν ένας από τους πρώτους κι ένας από τους τελευταίους να δεχθεί το Χριστιανισμό. Οι απαγορευτικοί κανόνες δεν υιοθετήθηκαν για τους Κωνσταντινοπολίτες αλλά για τους Αρκάδες και τους Λάκωνες στη χώρα των οποίων τιμόταν ο Παν και εορτάζονταν τα Βοτά.

Οι 10 κανόνες που αναφέρονται σε πανηγύρεις, και εορτές προχριστιανικής ελληνικής προελεύσεως έχουν αποκαλυπτική σημασία για το πολιτισμικό.κλίμα της εποχής. Η προσήλωση σε πατρογονικά ήθη και έθιμα δήλωνε την αυτογνωσία και ενίσχυε την εθνική ταυτότητα και ιδιαιτερότητα του γηγενούς πληθυσμού που συνειδητά ή ασυνείδητα διατηρούσε κληρονομικές εθνικές παραδόσεις. Η αντιπαράθεση μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού προήγε αλληλοεξάρτηση, συμβιβασμούς και αλληλοεπιδράσεις. Πολύ σωστά λοιπόν έχει λεχθεί ότι «ο Ελληνισμός καταβληθείς από το Χριστιανισμό με την σειρά του κατέκτησε τον Χριστιανισμό»(57). Χριστιανική πίστη και ελληνική πολιτισμική κληρονομιά είχαν επιτύχει μία αρμονική διαχρονική άλληλοπεριχώρηση.

Το συμπέρασμα που συνάγεται από την προσκόλληση των βυζαντινών Ελλήνων στην πολιτισμική και πνευματική τους κληρονομιά είναι ότι το ασφαλέστερο μέσο για τη συγκράτηση και διάσωση της φυλετικής τους υποστάσεως ήταν όχι μόνο η διατήρηση της γλώσσας αλλά και η παράδοση, τα βιώματα, οι πανηγύρεις, τα ήθη και τα έθιμα του λάου. Παρά την ύπαρξη διαφόρων μειονοτήτων, ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας ήταν ελληνικός ή εξελληνισμένος με εναργή συνείδηση της συνέχειάς του με τους αρχαίους Έλληνες της ρωμαϊκής ελληνιστικής κλασσικής και αρχαϊκής εποχής.

Από τον 4ο ακόμη αιώνα ο Ελληνισμός, ως λαός και πολιτισμική παράδοση, ευρέθηκε σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Χωριστά από τις συνεχείς επιδρομές βαρβαρικών φύλων, ο Ελληνισμός κινδύνευσε και από φανατισμένους χριστιανούς, συμπεριλαμβανομένων και πολλών μοναχών που βάλθηκαν να καταστρέψουν οτιδήποτε θύμιζε αρχαίο πολιτισμό.

Επικράτησαν όμως οι απόψεις του Μ. Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου, του Γρηγορίου Νύσσης, του Σωκράτη του Σχολαστικού, του Φωτίου, Ιωάννη Μαυρόπου και η εχθρότητα εναντίον των «Ελλήνων» δεν απέβη καταστρεπτική. Για δέκα περίπου αιώνες η ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία του Βυζαντίου ευρισκόταν σε συνεχή συναγερμό και ιδιαίτερα κατά τον έβδομο αιώνα. Έθνος που αντιμετωπίζει κίνδυνο φυλετικής και πνευματικής αφομοιώσεως από άλλους λαούς, όταν υποτιμά τη γλώσσα του και την κληρονομιά του θεληματικά ή άθελά του υποσκάπτει και .καταστρέφει τις ισχυρότερες βάσεις της επιβιώσεώς του. Μήπως, λοιπόν, ενόψει των απαγορεύσεων της Πενθέκτης είναι δυνατόν να δούμε μία εσκεμμένη προσπάθεια διατηρήσεως της ελληνικής ταυτότητας και κληρονομιάς; Η πεισματική εμμονή στα αρχαία ήθη και έθιμα, σε θρησκευτικές και λατρευτικές κληρονομιές από το γεωργικό πληθυσμό της προχριστιανικής εποχής ήταν και μία ενσυνείδητη αυτοάμυνα εναντίον καινοτομιών που συν τω χρόνω εισήγαγε ο Χριστιανισμός και καλλιέργησε η Χριστιανική Εκκλησία. Η κοινωνία του Βυζαντινού κράτους ήταν κατά κανόνα συντηρητική και έβλεπε τους νεωτερισμούς ως απειλή της καθιερωμένης από αιώνων παραδόσεως. Επιπλέον δε, όπως υπαινιχθήκαμε στην αρχή, οι εν λόγω κανόνες που αναφέρονται σε πρακτικές και προσκολλήσεις σε αρχαίες κληρονομιές, επιβεβαιώνουν το γεωργικό χαρακτήρα της Βυζαντινής κοινωνίας του εβδόμου αιώνα. Είναι βέβαιο ότι όλες οι απαγορευτικές εντολές της Εκκλησίας, οι κανόνες που καταδικάζουν αρχαία ελληνικά ήθη και έθιμα δεν είχαν άμεσα αποτελέσματα.

Ώστε η επιβίωση της ελληνικής ονοματολογίας αλλά και γενικότερα της πολιτισμικής κληρονομιάς επιτεύχθηκε όχι μόνο μέσω της αυτοσυνειδησίας των Χριστιανών Ελλήνων, της μελέτης και διδασκαλίας της ελληνικής γραμματείας κατά τους μέσους αιώνες αλλά και από την επίδραση που εξάσκησε στους έξω -Λατίνους, Εβραίους, Συρίους και Άραβες. Από τους Χριστιανούς, Έλληνες και Λατίνους, διασώθηκε η αρχαία ελληνική γραμματεία και λαϊκή παράδοση διότι ο Χριστιανισμός δεν απέρριψε αλλά υιοθέτησε ό,τι καλό είχε ο αρχαίος Ελληνισμός.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. - Byzantion, τομ.25 (1965), σσ. 291-301.

2. - George Ostrogorsky, History of the Byzantine State μετάφρ. στα Αγγλικά Joan Hussey (New Brunswick, N. J. 1969), σ. 86. Alexander Kazhdan and Antony Cutler, "Continuity and Discontinuity in Byzantine History", Byzantion τόμ. 32 (1982), σ. 465.

3. - Αριστοτέλης, Μετεωρολογία 1:14. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1:49. Χρονικόν Πάρου Α 6, 10-12, επ. Felix Jacoby, Das Marbor Parium (Berlin, 1904), 4, βλ. ιδιατέρως σσ. 36-38,138.

4. - Πρίσκος Πανίτης, Fragments, επ. C. Müller, Fragmenta Historicum Graecorum, 4 (Paris 1868), σσ. 69-110, κυρίως σ. 86.

5. - Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολές 145, 458, 419, έκδοσις Georgios Fatouros, Theodori Studitae Epistulae 2, τόμοι (Walter de Gruyter: Berolini 1991) σσ. 261, 652,587.

6. - Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, κεφ. 49. Επ. Gy. Moravcsik και μετάφρ. Β. J. Η. Jenkins, Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Budapest, 1949), σσ. 228-232.

7. - Άννα Κομνηνή, Αλεξιάδα, Βιβλ. 10, κεφ. 8, Πρόλογος 4-5, Βιβλ. 5, κεφ. 5, Βιβλ. 10, κεφ. 9.

8. - Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Κωνσταντίνος IX. 24.

9. - Θεοφάνης, Χρονογραφία AM 6274, επ. C. de Boor, Theophanis Chronographia (Lipsiae, 1883) τόμ. Ι, σ. 455.

10. - Νικήτας Χωνιάτης, Βασιλεία Ανδρονίκου του Κομνηνού, έκδ. loanness Α.. Van Dreien (Berlin 1975), σσ. 301, 496, 502, 401, 477 et all. Μιχαήλ Ακομινάτος Χωνιάτης, Τα Σωζόμενα, έκδ. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, 2 τομ. (Αθήναις 1880), 1:100, 183,2:292.

13. - Ιησούς ο Στηλίτης, Chronicle, κεφ. 43, μετάφρ. στα Αγγλικά William Wright, (Cambridge, 1888), σ. 32.

14. - V.M:Istrin, επ., Otkroveniebmetodija Patarskago I Apokrificheskiia Videnia Daniela v Vizantiiski I Slaviano-Russkoi Literatura Kh (Moscow, 1987), κείμ. 26-33

15. - Norman Gold Omeljan Pritsak, Khazarian Hebrew Documents of the Tenth Century (Ithaca and London, 1982), σσ. 109-111,115.

16. - A.Neubaur, The Early Settlement of the Jews in Italy. Jewish Quarterly Review τομ. 4 (1892), s. 614.

17. - Yahya Ibn Sa id, P:O.τομ. 23, σ. 519.

18. - Βενιαμίν της Τουδέλα, Travels in the Middle Ages, μετάφρ. στα Αγγλικά Joseph Simon (Malibu, California, Pangloss Press,1983),σσ. 67-71

19. - Ένθ. αν., σσ. 70-71.

20. - Ibn Battuta, Travels in Asia and Africa, εκδ. και μετάφρ. στα Αγγλικά H.A.R. Gibb (New York 1929 και 1969), σσ. 135,136,141,151.

21. - S. Η. Cross και ΟΙ. P.Sherbowitz-Wetzer, μετάφρ. στα Αγγλικά, The Russian Primary Chronicle (Cambridge, Mass.1953), σσ.59-97.

22. - George P. Majeska, Russian Travelers .to Constantinople in the Fourteenth and Fifteenth Centuries (Washington DC, 1984), σ. 40, σημ. 59.

23. - Γ. Α. Ράλλη καιί Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων καιί ιερών κανόνων, τόμ. 3 (Αθήνησιν 1853), σσ. 612-613.

24. - J. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio 31τόμοι (1758-1798), 12:982.

25. - Βλ. Libri Pontificales αρ. 54, 55, 61, 63,94, 96,97,112,104 στη σειρά The Book of Pontiffs, μετάφρ. στα Αγγλικά Raymond Daris Texts for Historians, Latin Series (Liverpool University Press, 1989).

26. - Σε6αστός Bede, MPL. 92.3, Col. 1038. Ισίδωρος Σεβίλλης, "Etymologiarum" MPL τόμ. 4,543. Γρηγόριος ο Μέγας, MPG, τόμ. 77.3,1119-91. Γρηγόριος του Τουρίνου, MPL, τόμ. 71,895. F. Α. Wright, The Works of Liudprand of Cremona (London 1930). Παύλος ο Διάκονος, Ιστορία των Λογγοβάρδων, Βιβλ. 3, κεφ. 15.

27. - Einhard and Notker the Stammerer, Two Lives of Charlemagne μετ. στα Αγγλικά Lewis Thorpe (Penguin Books, London 1969), σσ. 69,71,103, 124,125,138,140,143,146.

28. - Για σύντομες περικοπές από τα χρονικά των Σταυροφοριών βλ. Rigun Rermoud; The Crusades, μετάφρ. στα Αγγλικά Enid McLeod (New York,1964). Για πιο λεπτομερείς πληροφορίες αυτόπτων μαρτύρων βλ. Ροβέρτο του Κλαρί, The Conquest of Constantinople, μετάφρ. στα Αγγλικά Edgar H. McNeal (New York, 1936,1964,1969),σσ. 45-48, 66,77-128. O Ροβέρτος σημειώνει ότι οι επίσκοποι και οι ηγούμενοι που συνόδευαν την τέταρτη Σταυροφορία «διέταξαν τους Σταυροφόρους να εξομολογηθούν καιί να κοινωνήσουν καιί να μη φοβούνται να επιτίθενται στους Έλληνες γιατί είναι εχθροί του Θεού». Ένθ. αν,, σ.94. Geoffrey de Villehardouin, Chronicle of the Fourth Crusade και μετάφρ. στα Αγγλικά Sir Frank T. Marzials, Memories of the Crusades (New York,1958). Ο Villehardouin σημειώνει τις απόψεις ενός ηγουμένου του Τάγματος των Σιστερσιανών που είπε στους Σταυροφόρους ότι θα επανακτούσαν την Ιερουσαλήμ «είτε μέσω της Βαβυλώνας [Καΐρου] είτε μέσω της Ελλάδος», (σ. 24). Στο χρονικό του ο Villehardouin πάντα αναφέρει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως Γραικία και τους κατοίκους της ως Γραικούς (ιδιαίτερα στις σσ. 34-66).RBC Huydens και John Η. Pryor εκδότες, Peregrinationes Tres, Corpus Christianorum (Brepols 1994), σσ. 59-60, 77,137, 152. Για τον Ακινάτο βλέπε περιληπτικώς το A Complete Index of the of the Summa Theologica of Thomas Aquinas εκδ. R.J. Deferrari και M. Inviolata Barry (Baltimore, Md. 1956).

29. - X. Μ. Βαρτικιάν, «Ονοματοδοσίες λαών στις Αρμενικές μεσαιωνικές πηγές», Η Επικοινωνία στο Βυζάντιο, επ. Ν. Γ. Μοσχονάς [Αθήνα, 1993] σσ. 729-746.

30. - Jean-Pierre Mahe, «Armenian Attitudes towards Byzantium in Grigor Nareka» in «History of the Holly Cross of Aparank». Αδημοσίευτη μελέτη που εκφωνήθηκε στο Dumbarton Oaks. Elishe, History of Vardan and the Armenian War μετάφρ. στα Αγγλικά με σχόλια Robert W. Thomson (Cambridge, Mass. 1982), σσ. 60-65, 123,133, 145-146,184-185,237,299.-• 31.«Μαρτύριον των... εξήκοντα και τριών», εκδ. Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Pravoslavnyi palestinskij sbornik, τόμ. 19.3 (1907) σσ. 141-145. 32. Ali aï-Mas udi, Murus al-dhahab, επ. και μετάφρ. στα Αγγλικά C. Barbier de Meynard Pavet και de Courteille, Les Prairies d Or, τόμ. 2 (Paris 1861), 2:8-9. D.M.Dunlop, History of the Jewish Khazars (Princeton, 1954), σ. 89. 33. bu Mu in Nasir, Sefer nameh μετάφρ. στα Αγγλικά G. Le Shrange, Nasir-Khosrav :Diary of Journey through Syria and Palestine in 1047, Palestine Pilgrims Text Society αρ. 4 (London,1888), σ. 23.

34. - AI-Samhudi, Wafa al Wafa, I (Cairo,1336 Η), σ. 367 Al-Tabari, II, 1194. 35. Franz Rosenthal, The Classical Heritage in Islam μετάφρ. στα Αγγλικά Emile και Jenny Marmorstein (London and New York, 1975),

36. - Ένθ. αν. σσ. 43-44.

37. - Ένθ. αν. σσ. 14,24-51.

38. - Ιέρακος, «Χρονικόν περί της των Τούρκων Βασιλείας», εκδ. Κ. Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. l (Hidesheim New York 1972), σσ. 243-268.

39. - Ε. Legrand; Bibliothèque grecque vulgaire, (Paris 1881) vol. 2, 231-333, στ. 2359,2361,2454.

40. - Ανδρόνικος Κάλλιστος, Μονωδία, Ελληνική Πατρολογία, εκδ. J.P.Migne, τόμ. 161, στ. 1131Β, 1133Δ.

41. - Βλέπε Speros Vryonis, Jr. The Byzantine Legacy in the Formal Culture of the Balkan Peoples στο συλλογικό έργο The Byzantine Tradition after the Fall of Constantinople, John J. Yiannias, έκδ. (Charlottesville and London 1992), σσ. 17-44.

44. - Φαίδων Κουκούλες, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός , 6 τόμοι (Αθήνα 1948-1955).

45. - Οι σελίδες που ακολουθούν είναι δάνειο από τη μελέτη μου «Οι Κανόνες της Πενθέχτης Οικουμενικής Συνόδου ως Απόηχος Εκκλησιαστικών και Κοινωνικών Προβλημάτων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Εβδόμου Αιώνα».

46. - ένθ. ανωτ, σσ, 301-302. Δημοσθένους, Επιστολαί, αρ. 1. Περί Ομονοίας, Εκδ. Norman W. De Witt και Norman T. De Witt. The Loeb Classical Library, Cambridge, Mass. Harvard University Press 1962, σ. 198.

47. - Ατταλειάτης, Μιχαήλ. Ιστορία, Εκδ. Immanuel Bekkerus, Bonn 1833, σ.48.

48. - Cumont, Franz. Les Actes de S. Dasius, Analecta Bollandianna, τομ. 16 (1897), σσ. 5-16, κυρίως σ 12.

49. - Διά τα Κρόνια βλ. Walter Burkert John Raffan, Cambridge, Mass. Harvard University Press 1985, σσ. 231-233, 259.

50. - Cumont, εργ. μνημ. σ. 12.

51. - Νικήτα του Χωνιάτου, Xρονική Διήγησις, εκδ. loannes Aloysius Van Dieten, Berolini: Walter de Bruyter, 1975, σσ. 275-276.

52. - Βλ. σημ. αρ. 9 και 4. Επίσης Αθανασίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολαί, αρ. 47, εκδ. Alice-Mary Maffry Talbot, The Correspondence of Athanasius I Patriarch of Constantinople, Washington D.C. 1975. σσ. 100-102, 357.

53. - Κωνσταντίνου εν Χριστώ Βασιλεί...Ρωμαίων, Προς τον Ίδιον Υιόν Ρωμανόν, κεφ. 50, εκδ. Gu. Moravcsik και R.J.H. Jenkins Constantine Porphyrogenitus, De Administrado Imperio, Budapest 1949, σσ. 232-236. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη της Marilyn Dunn «Evangelization or Repentance? The Re-Christianization of the Peloponnese in the Ninth and Tenth Centuries στο Renaissance and Renewal in Christian History εκδ. D. .. Baker, Oxford 1977, σσ 71-86.

54. - Λαμψίδου, Οδ., Ο εκ Πόντου Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, Αθήναι 1982, κεφ. 4, σ. 114.

55. - Sullivan, Denis F. The Life of Saint Nikon, Brookline, Mass.: Hellenic College Press 1987, σ.299.

56. - Παρά Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα, εργ. μνημ. τομ. 2, σ. 449. Βλέπε και τα σχόλια του Βαλσαμώνος, σσ. 449 - 452.

57. - Ihor Sevcenko, A Shadow Outline of Virtue: The Classical Heritage of Greek Christian Literature (Second to Seventh Century) στον συλλογικό τόμο εργασιών του, Ideology, Letters and Culture in the Byzantine World, London 1982.

Δημήτριος Ἰω. Κωνσταντέλος
«Πεμπτουσία», τ. 7, 8, 9, Δεκ. 2001 - Νοέμ. 2002


Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων
Σελίδες Πατριδογνωσίας

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 20 Ἰουνίου 2010