Ἕλληνες, Γραικοὶ ἢ Ῥωμαῖοι; Hellenes ἢ Greeks; (Παναγιώτης Κ. Χρήστου)
Παν.Κ. Χρήστου, «Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων», Κυρομάνος, 1993 (α' έκδ. 1960):
Κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας διεξάγεται αγών επικρατήσεως μεταξύ των τριών ονομάτων: Ρωμηός, Γραικός, Έλλην. Ο αγών είναι πολλές φορές σκληρός, καμμιά φορά όμως τα βρίσκουμε και αδελφωμένα, όπως στον «Θρήνο και Κλαυθμό Κωνσταντινουπόλεως» του Ματθαίου Μυρέων:
«Αλλοίμονον, αλλοίμονον 'ς το γένος των Ρωμαίων.
Ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων.
Σ' εμάς, εις όλους τους Γραικούς να έλθη τούτ' την ώρα.»
Το όνομα Ρωμηός λαμβάνει περισσότερο εθνικό χρώμα (αφού δεν υπήρχε πλέον ελεύθερο κράτος ρωμαϊκό), αλλά και πάλι χρησιμοποιείται περισσότερο από τους αστούς, χωρίς να αποφεύγεται και από τους λόγιους και τους χωρικούς.
Άλλωστε την ανασύσταση της Ρωμανίας ονειρεύονται οι επαναστάτες. Λέγει κάποιος φιλικός στον Μακρυγιάννη (Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα»):
«Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμει άργητα να γίνει; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους.»
Ο Ρήγας Φερραίος γράφει («Θούριος», στ. 45):
«Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμηοί»
Στό «Σύνταγμά» του όμως κάνει λόγο μόνο περί ελληνικής δημοκρατίας, ελληνικού λαού, Ελλήνων και Ελληνίδων.
Το Γραικός, εκτός από τους χωρικούς, το προτιμούν και πολλοί λόγιοι, οι οποίοι το βρίσκουν ομόηχο με τους ξενικούς τύπους. Ο Κοραής γράφει («Διάλογος δύο Γραικών», Βενετία 1805):
«Οι πρόγονοί μας ωνομάζονταν παλαιότερα Γραικοί, αλλά έπειτα επήραν το όνομα Έλληνες από έναν Γραικό που ωνομαζόταν Έλλην. Εν από τα δύο λοιπόν ταύτα είναι το αληθινόν του έθνους όνομα. Επρότεινα το Γραικός, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης.»
[Σημ. Φ.Μ.: Ωστόσο άλλοι λόγιοι, υπέρμαχοι του ονόματος «Έλλην», καταδικάζουν όχι μόνο το «Ρωμηός», αλλά και το «Γραικός». Π.χ. Π. Ιωαννίδης, εφημ. «Μουσείον», Παρίσι, Ιούλιος 1819:
«Το εδικόν μας γένος, το οποίον παρωνομάσθη με διαφόρους επωνυμίας κατά διαφόρους εποχάς και χαρακτηρίζεται τώρα εσχάτως με τας λέξεις Χριστιανός ή Ρωμαίος ή Τουρκομερίτης, δεν θέλει προτιμήσει βεβαίως άλλην επωνυμίαν εκτός του Έλληνος, εάν προτεθώσιν εις αυτό αι ονομασίαι Αχαιός, Δαναός, Μυρμιδών κ.ά. Το όνομα Γραικός πρέπει αξίως να αποδίδεται εις εκείνους οίτινες κατοικούσι την Ελλάδα και δεν ηξεύρουσι την ελληνικήν φωνήν.»
Και αποκαλεί τους συνεργάτες του Αδ. Κοραή «γραικοκόρακες»! (Βλ. περιοδικό «Δαυλός», τ. 218, Φεβ. 2000, Δ.Γ. Παπαϊωάννου, «Ο Ελληνικός τύπος στο Παρίσι πριν από την Επανάσταση του '21».)]
Οι ομογενείς της Οδησσού, στην αναφορά τους προς τον αυτοκράτορα της Ρωσίας, ζητούν συμπαράσταση προς το επαναστατημένο «άθλιον γένος των Ελλήνων», αλλά υπογράφουν ως «οι εν Οδησσώ σεσωσμένοι Γραικοί». (Ι. Φιλήμονος, «Δοκίμιον της Ελληνικής Επαναστάσεως», 1859).
Το λαϊκό ποίημα παρουσιάζει τον Αθανάσιο Διάκο να λέγει:
«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θεν' αποθάνω.»
Έχει παρατηρηθή ότι η χρήσις του ονόματος Έλλην επύκνωσε αμέσως μετά την έκρηξι της Επαναστάσεως και οι απλοϊκοί οπλαρχηγοί κάνουν διάκρισι μεταξύ υποδούλων Ρωμηών και αγωνιζομένων Ελλήνων. (Βλ. Ι. Κακριδή, «Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα», Θεσσαλονίκη 1956.) Ο Μακρυγιάννης διηγείται ότι κάποιος παπάς από τας Θήβας «έκανε τον άγιον εις τους Ρωμαίους (=εις τον άμαχο πληθυσμό) και μάθαινε τα μυστικά των Ελλήνων (=των αγωνιστών)». Σαν να αναβαπτίζονταν οι επαναστάτες θέλησαν και νέο όνομα, αποτινάσσοντας αυτό που είχαν επί δουλείας, και βρήκαν πρόσφορο το αρχαιότατο, το οποίο ηχούσε μάλιστα γνώριμο ως προσηγορία ηρώων και ημιθέων.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής διηγείται ότι ενώ οι Τούρκοι του Νιοκάστρου είχαν παραδοθή δια συνθήκης τον Αύγ. του 1821, προεκλήθηκε παραξήγησις που απέληξε στην σφαγή τους, διότι «ωμίλησαν εις τινας μικρούς και απλούς Έλληνας· βρε Ρωμαίοι! Ως να τους είπον· βρε σκλάβοι! Την λέξιν αυτήν του βρε Ρωμαίοι μη υποφέροντες ν' ακούουν οι Έλληνες, φέροντες δ' εν ταυτώ εις τον νουν των και τας παρ' αυτών όσας εδοκίμασαν τυραννίας...».
Πριν φτάσουμε εδώ, οι λόγιοι που προετοίμασαν την Επανάσταση είχαν προωθήσει το όνομα Έλλην. (Ρήγας Φερραίος, Διονύσιος Πύρρος («Χειραγωγία Παίδων», Βενετία 1810), ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας» (Παβία 1806) («Ήγγικεν η ώρα, ω Έλληνες, της ελευθερώσεως της πατρίδος.»))
Τέλος, ο αρχηγός της Επαναστάσεως έφερε τον τίτλο «Γενικός επίτροπος του ελληνικού έθνους» και άρχιζε την προκήρυξι που εξέδωσε στο Ιάσιο με την φράση:
«Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες.»
Με το όνομα αυτό εσυνειδητοποιήθηκε σαφέστερα η σύνδεσις με την κλασική αρχαιότητα, αλλά και τούτο με τη σειρά του ωδήγησε στην καλλιέργεια μονομερούς προσηλώσεως στην κλασική παράδοσι και περιφρονήσεως των άλλων περιόδων της ιστορίας του έθνους. Αλλά με τον καιρό επήλθε εξισορρόπησις, αφού με την γιγαντιαία ιστορική σύνθεσι του Κων. Παπαρρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», απεδείχθη ότι το έθνος αυτό δεν απέθανε το 146 π.Χ. [Σημ. Φ.Μ.: ή το... 338 π.Χ.!] για να αναστηθή το 1821, όπως περίπου ήθελαν να παραστήσουν οι ξένοι κι εδέχονταν πολλοί κλασικισταί δικοί μας.
[Σημ. Φ.Μ.: Βλ. ρήσεις Αδ. Κοραή και Κων. Σχοινά στην σελίδα «Νεοέλληνες» της παρούσης συλλογής.]
Την αντίδραση στον μονομερή κλασικισμό έφερε το κίνημα του δημοτικισμού (Γ. Ψυχάρης, Α. Πάλλης, Π. Βλαστός, Αργ. Εφταλιώτης), το οποίο επανέφερε στο προσκήνιο την «ρομέηκη γλόσα» (πρβλ. τις «ρωμανικές» γλώσσες και το κίνημα του ρωμαντισμού στη Δύσι, το οποίο στην Ελλάδα είχε μεταφερθεί τότε, προ 60 ετών, νοθευμένο, ως αρχαιολατρεία) και γενικώς την Ρωμιοσύνη.
Οι ακρότητες των δημοτικιστών προεκάλεσεν την αντίδραση όχι μόνο φανατικών αντιδραστικών όπως ο Γ. Μιστριώτης, αλλά και προοδευτικών επιστημόνων όπως ο Ν. Πολίτης. Ο Κ. Παλαμάς, προς απογοήτευσιν του Πολίτη, παίρνει θέση υπέρ του ονόματος της Ρωμιοσύνης, εισδύει όμως βαθύτερα στην ιστορική μνήμη και ζωή του έθνους και κρατά και τα δύο ονόματα παντοτινά («Δωδεκάλογος του Γύφτου», 1907):
«Βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι
στη Ρωμαία των Κωνσταντίνων
πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο
των Ελλήνων»
[Σημ. Φ.Μ.: Ο Παλαμάς γράφει επίσης: «[Είμαστε] Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, αλλά πραγματικά είμαστε Ρωμιοί. Το όνομα [Ρωμιός] κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτι.»]
Κατά τα τελευταία χρόνια, θέση υπέρ της «Ρωμαιοσύνης» παίρνει, εξετάζοντας το θέμα μέσα από ευρύτερο και καθαρώτερο πρίσμα, ο Ι. Ρωμανίδης («Ρωμαιοσύνη», Θεσσαλονίκη 1975).
Σήμερα όμως έχει κατασταλάξει η αποδοχή του ονόματος Έλλην, μαζί με την συνείδηση της ιστορικής συνέχειας του έθνους. Το έθνος που εδημιούργησε τον μυκηναϊκό πολιτισμό, εγκαινίασε τους Ολυμπιακούς αγώνες, καθιέρωσε το πνεύμα της θυσίας στις Θερμοπύλες, ύψωσε τον Παρθενώνα, έδωσε τον Πλάτωνα και τον Μέγα Βασίλειο, έστησε την Αγία Σοφία, εκράτησε αναμμένη τη φλόγα του πνεύματος σε όλους τους αιώνες των βαρβαρικών επιδρομών και έπλεξε το έπος του 1821. Και αφού Έλληνες ελέγονταν εκείνοι οι απώτεροι πρόγονοι, Έλληνες πρέπει να λέγωνται και οι σημερινοί.
(Σημειώσεις: Φειδίας Μπουρλάς)
Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων
Σελίδες Πατριδογνωσίας
Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 14 Ἰουνίου 2010