Τὸ ΟΧΙ μὲ τὴν πένα τοῦ Γεωργίου Ἀ. Βλάχου

ΤΟ ΣΤΙΛΕΤΟΝ («Ἡ Καθημερινή», 29 Ὀκτωβρίου 1940)

«Κράτος μικρὸν μὲ ἱστορίαν μεγίστην, μήτηρ θηλάσασα τὴν ὑφήλιον, φάρος λαμπροτάτου φωτός, ἡ Ἑλλάς, καταυγάσασα τοὺς αἰῶνας, ἔδωσεν εἰς ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα ὄχι μόνον τὴν ζωήν, τὸ φῶς, τὸν πολιτισμόν, τὰ γράμματα καὶ τὰς τέχνας, ἀλλὰ καὶ τὸ παράδειγμα τῆς αὐτοθυσίας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ, τὴν Σαλαμῖνα, τὰς Θερμοπύλας, τὸ Ζάλογγον, τὸ Σοῦλι, τὸ Μεσολόγγι...»

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ! («Ἡ Καθημερινή», 4 Νοεμβρίου 1940)

«Ὅλοι μαζί! Θὰ ἀγωνισθῶμεν τώρα ὅλοι μαζί, θὰ ἀνθέξωμεν ὅλοι μαζί, θὰ προελάσωμεν ὅλοι μαζί, καὶ μίαν εὐλογημένην ἡμέραν, ὅταν θὰ διαλαλοῦν τὴν εὐτυχίαν μας οἱ κώδωνες τῶν σημαιοστολίστων ἐκκλησιῶν μας, θὰ ψάλλωμεν ὅλοι μαζὶ Τῌ ΥΠΕΡΜΑΧῼ ΣΤΡΑΤΗΓῼ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ...»

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ - Ἱστορία, Ἀναμνήσεις, Ἀπολογία («Ἡ Καθημερινή», 8 Δεκεμβρίου 1940)

«...Ἀφοῦ ἐπὶ δεκαὲξ ἔτη ἠγωνίσθη ἐναντίον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἰς μάτην διὰ νὰ χρησιμεύση εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς μὲν τέσσαρα ἔτη κατώρθωσε νὰ τὴν ἀναπλάση, εἰς δὲ μίαν ὥραν τὴν ἔσωσε.»

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ Α.Ε. ΤΟΝ κ. Α. ΧΙΤΛΕΡ, ΑΡΧΙΚΑΓΚΕΛΛΑΡΙΟΝ TOΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ («Ἡ Καθημερινή», 8 Μαρτίου 1941)

«Ὁ ὀλίγος ἢ πολὺς στρατὸς τῶν Ἑλλήνων ποὺ εἶναι ἐλεύθερος, ὅπως ἐστάθη εἰς τὴν Ἤπειρον, θὰ σταθῆ, ἂν κληθῆ, εἰς τὴν Θράκην. Καὶ τί νὰ κάμη;... Θὰ πολεμήση. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θὰ ἀγωνισθῆ. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θ᾿ ἀποθάνη. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θ᾿ ἀναμείνη τὴν ἐκ Βερολίνου ἐπιστροφὴν τοῦ δρομέως, ὁ ὁποῖος ἦλθε πρὸ πέντε ἐτῶν καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Ὀλυμπίαν τὸ φῶς, διὰ νὰ μεταβάλη εἰς δαυλὸν τὴν λαμπάδα καὶ φέρη τὴν πυρκαϊὰν εἰς τὸν μικρόν, τὴν ἔκτασιν, αλλὰ μέγιστον αὐτὸν τόπον, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔμαθε τὸν κόσμον ὅλον νὰ ζῆ, πρέπει τώρα νὰ τὸν μάθη καὶ ν᾿ ἀποθνήσκη.»

Κατεβᾶστε: Τὰ ἀνωτέρῳ καὶ ἑπτὰ ἀκόμη ἄρθρα τοῦ Γεωργίου Ἀ. Βλάχου στὴν «Καθημερινὴ» γιὰ τὸ ΟΧΙ τοῦ 1940, σὲ pdf (1,2 MiB).


(Γεώργιος Ἀ. Βλάχος, «Ἡ Καθημερινή», 29 Ὀκτωβρίου 1940)

ΤΟ ΣΤΙΛΕΤΟΝ

Τὸν πόλεμον αὐτὸν δὲν τὸν ἐζητήσαμεν, δὲν τὸν προεκαλέσαμεν, δὲν τὸν ἠθελήσαμεν. Μᾶς ἐπεβλήθη. Μᾶς ἐπεβλήθη κατὰ τὸν χυδαιότερον, κατὰ τὸν σκαιότερον τρόπον. Ἅμα ἔμειναν οἱ προπηλακισμοὶ ἀναπάντητοι, ἅμα ἠκούσθησαν μὲ σιωπηλὴν ἀπάθειαν αἱ προκλήσεις, ἅμα κατεβλήθη προσπάθεια ὅπως ἀγνοηθῆ καὶ αὐτὴ ἡ ταυτότης τῶν γενναίων οἱ ὁποῖοι ἔπνιξαν ἠγκυροβολημενην τὴν «Ἕλλην», εἰς τὸ τέλος, ἐπειδὴ φόβος ὑπῆρχε μὴ αἱ ὕβρεις, αἱ συκοφαντίαι καὶ οἱ πνιγμοὶ δὲν χρησιμεύσουν καὶ δὲν γίνη ὁ πόλεμος, κατέφθασε χθὲς ὁ κ. Γκράτσι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος, εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωί, καὶ τοῦ ἐζήτησε, προχείρως, τὴν ἄδειαν νὰ μᾶς καταλάβη. Τὴν ἄδειαν νὰ καταλάβη τὴν Κέρκυραν, τὴν Ἤπειρον, τὴν Κρήτην, τὸν Πειραιᾶ, κάτι «στρατηγικὰ σημεῖα», χρήσιμα εἰς τοὺς Ἰταλούς. Καὶ ὅταν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ αὔθαδες αἴτημά του δὲν ἐδόθη ἀμέσως ἀπάντησις, ἀμέσως ἐδήλωσεν ὅτι μετὰ ὥρας τρεῖς οἱ Ἰταλοὶ θὰ εἰσέβαλλον εἰς τὸ ἔδαφός μας.

- Τότε ἀποτελεῖ κήρυξιν πολέμου τὸ διάβημά σας;

Ὁ πρεσβευτὴς δὲν ἀπήντησεν, ἀλλὰ περὶ τὰ ἐξημερώματα -μετὰ ὥρας ὄχι κἂν τρεῖς ἀλλὰ δύο- ἀπήντησαν ἀπὸ ξηρᾶς καὶ ἀέρος οἱ Ἰταλοί. Ἐπάνω, διὰ τῶν συνόρων τῆς ὑποδούλου των Ἀλβανίας, ἐπεχείρησαν νὰ προσβάλουν τὰς θέσεις μας. Ἐδῶ, ἔφθασαν μὲ τὰ ἀεροπλάνα των καὶ τὰς βόμβας των καὶ ἐκτύπησαν τὰς Πάτρας, τὴν Κόρινθον, τὸ Τατόι. Διατί;... Διότι κατὰ βάθος εἶναι μωροί. Διότι, ἔχοντες ἀνάγκην νὰ νικήσουν εἰς αὐτὸν τουλάχιστον τὸν πόλεμον κάτι, ἐπίστευσαν ὅτι ἐδῶ, εἰς τὴν Ἑλλάδα, θὰ τοὺς δοθῆ ἡ εὔκολος νίκη, καὶ ὅτι ἐδῶ θὰ συναντήσουν ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι θὰ τακτοποιήσουν μὲ τοὺς ἀριθμοὺς τὴν τιμὴν των καὶ θὰ μετρήσουν τὰ ὅσα ἔχουν πυροβόλα καὶ ἀεροπλάνα καὶ ἅρματα μάχης καί, ἅμα πεισθοῦν ὅτι δὲν ἔχουν οὐδὲ τὸ δέκατον ἐκείνων τὰ ὁποῖα διαθέτουν οἱ Ἰταλοί, θὰ παραδώσουν τὴν γῆν των εἰς τοὺς στρατοὺς των ἀμαχητὶ καὶ ἀμαχητὶ τὰς παρειάς των εἰς τοὺς κόλαφους των.

Ἀλλὰ διατὶ πρὶν ἐδῶ κινηθῆ πρὸς τὸν πρωθυπουργικὸν οἶκον ὁ φαιδρότατος ἀντιπρόσωπός των καὶ κινηθῆ ἐκεῖ εἰς τὴν Ἤπειρον ὁ στρατός των, δὲν ἔρριπτον ἓν πρόχειρον βλέμμα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἱστορίαν;... Πότε ἡ Ἑλλὰς παρεδόθη ἀμαχητί; Πότε ἐνικήθη πρὶν ποτίση τὸ χῶμα της μὲ τὴν τελευταίαν ρανίδα τοῦ αἵματός της; Εἰς ποίαν στιγμὴν ἔκαμε λογαριασμοὺς τῶν δυνάμεών της πρὸς τὰς δυνάμεις τοῦ ἀντιπάλου της, διὰ νὰ μάθη ἔπειτα ἂν ἔχη τὴν δυνατότητα νὰ ὑπερασπίση τὴν τιμήν της; Κράτος μικρὸν μὲ ἱστορίαν μεγίστην, μήτηρ θηλάσασα τὴν ὑφήλιον, φάρος λαμπροτάτου φωτός, ἡ Ἑλλάς, καταυγάσασα τοὺς αἰῶνας, ἔδωσεν εἰς ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα ὄχι μόνον τὴν ζωήν, τὸ φῶς, τὸν πολιτισμόν, τὰ γράμματα καὶ τὰς τέχνας, ἀλλὰ καὶ τὸ παράδειγμα τῆς αὐτοθυσίας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ, τὴν Σαλαμῖνα, τὰς Θερμοπύλας, τὸ Ζάλογγον, τὸ Σοῦλι, τὸ Μεσολόγγι...

Κληρονόμοι πλούτου τόσον μεγάλου, βαρεῖς ἀπὸ τὸν φόρτον τόσων θρύλων καὶ τόσων παραδόσεων, πῶς μᾶς ἐφαντάσθησαν τώρα κύπτοντας ἐμπρὸς εἰς τὰ κατάστιχα τῶν πετρελαίων καὶ τῆς βενζίνης καὶ τῶν μηχανοκίνητων μονάδων καὶ ἀποφασίζοντας νὰ παραδώσωμεν τὴν ἱστορίαν μας εἰς τοὺς ἀριθμοὺς καὶ εἰς τὰ πετρέλαια τὴν τιμήν μας;...

***

Θὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι. Χωρὶς νὰ πρέπη, χωρὶς νὰ τὸ θέλωμεν. Διότι ὅταν ὁ πόλεμος ἐξερράγη, ὅταν οἱ ἰσχυροὶ συνεπλάκησαν, προσεπαθήσαμεν παντὶ τρόπῳ νὰ ἔχωμεν τὴν πτωχήν μας εὐτυχίαν εἰς μίαν γωνίαν ἀπυρόβλητον καὶ τιμίαν. Δὲν εἴχομεν ἐχθρότητας, δὲν εἴχομεν μίση. Ἠθελήσαμεν νὰ μείνωμεν ἔξω του ἀγῶνος τῶν ἄλλων, ἐπιβάλλοντες σιωπὴν καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας μας. Δὲν προεκαλέσαμεν κανένα, δὲν ἠπατήσαμεν κανένα, δὲν ἠθελήσαμεν οὐδὲ στόχοι ὑπονοιῶν νὰ ὑπάρξωμεν ἀπέναντι οὐδενός. Ἀλλ᾿ ἄλλως ἔδοξεν εἰς τὴν Μοῖραν καὶ εἰς τοὺς αἰωνίους Βρούτους αὐτῆς τῆς γῆς. Ἐκεῖ εἰς τὴν γωνίαν ὅπου ἠλπίζαμεν ὅτι δὲν θὰ μᾶς φθάσουν αἱ σφαῖραι καὶ τὰ θραύσματα τῶν ὀβίδων, παρουσιάσθη ἐξαφνικὰ τὸ στιλέτον. Θὰ τὸ ὑποδεχθῶμεν -τὸ ὑπεδέχθημεν ἤδη- μὲ τὸ μέτωπον ὑψηλά, μὲ τὸ στῆθος προτεταμένον, μὲ τὰς χείρας ἐνόπλους, μὲ κάτι ἀνώτερον ἀπὸ τὸν χάλυβα, τὰ ἀεροπλάνα καὶ τὸ πετρέλαιον: μὲ τὸ θάρρος καὶ μὲ τὰ πτερὰ τῆς ψυχῆς. Θὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι, χωρὶς νὰ πρέπη καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλωμεν. Καὶ ἂν οἱ Ἰταλοὶ κατορθώσουν νὰ νικήσουν ἕνα λαὸν ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποφασίσει νὰ ἀποθάνη, ἔ, τότε θὰ εἶναι ἡ ἀπὸ αἰώνων πρώτη μεγάλη καὶ παράδοξος νίκη των. Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν θὰ συμβῆ. Ἡ Ἑλλὰς θὰ νικήση, θὰ νικήση ἡ αὐτοθυσία, τὸ θάρρος, ἡ Ἰδέα -καὶ τὸ στιλέτον θὰ ἡττηθῆ.


Σημείωσις:
Φαίνεται ὅτι ὁ Γ. Βλάχος δὲν ἔχει ἀκόμη ἀκριβὴ γνώσι τῶν γεγονότων κατὰ τὴν συνάντησι τοῦ Ἰωάννη Μεταξᾶ μὲ τὸν πρέσβη τῆς Ἰταλίας. Τὰ λεπτομερῆ γεγονότα θὰ περιγράψῃ ὁ Γ. Βλάχος στὸ ἄρθρο του τῆς 9ης Νοεμβρίου, «Μιὰ ἱστορικὴ στιγμή: 28η Ὀκτωβρίου, ὥρα 3η π.μ. - Συνομιλία μὲ τὸν Πρόεδρον τῆς Κυβερνήσεως κ. Ἰ. Μεταξᾶν».


(Γεώργιος Ἀ. Βλάχος, «Ἡ Καθημερινή», 4 Νοεμβρίου 1940)

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ!

Πρὸ μηνῶν ἀκόμη, κάθε Ἕλλην εἶχε τὸ δικαίωμα, ψυχικῶς τοὐλάχιστον, νὰ μὴ εἶναι οὐδέτερος. Οἱ Ἰταλοὶ πρὸ καιροῦ μᾶς ἠνώχλουν· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ περιωρίζοντο εἰς δημοσιογραφικὰς φλυαρίας καὶ ραδιοφωνικάς ἐκπομπάς, θὰ ἦτο συγχωρημένον νὰ ἐλπίζη κανεὶς ὅτι κάποτε θ᾿ ἀλλάξουν τὰ πράγματα. Αἱ ἐπιτυχίαι τῆς Γερμανίας καὶ ἡ καταστροφὴ τόσων Κρατῶν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ ἔχουν ἀντίκτυπον, καὶ τὸ νὰ πιστεύη κανεὶς ὅτι θὰ νικήση ὁ Ἄξων ἀπετέλει, ἐκ πλήθους δεδομένων, ἕνα συλλογισμόν, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ κυκλοφορῆ:

- Τί λέτε σεῖς, θὰ νικήση τελικῶς ἡ Ἀγγλία;

- Νομίζω ὄχι. Ὁ γερμανικὸς στρατός...

Καὶ ἤρχιζεν ἡ συζήτησις. Τόσαι μηχανοκίνητοι φάλαγγες, τόσα ἅρματα, τόσα ἀεροπλάνα, καὶ αἱ πρῶται ὗλαι καὶ τὰ πετρέλαια καὶ ἡ βοήθεια τῆς Ἀμερικῆς... - Ἕως τὸ πρωί. Διατὶ ὄχι;... Κανεὶς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ σταματήση τὸν ρήτορα καὶ νὰ τοῦ εἰπῆ κατὰ πρόσωπον: «Εἶσαι προδότης. Διότι ἂν νικήση ἡ Ἰταλία, θὰ μᾶς πάρη τὴν Κέρκυρα, θὰ κατέβη στὰ Ἰωάννινα, θὰ ὑποδουλώση τὸν τόπον». Διότι αἱ δηλώσεις τῆς ἐπισήμου Ἰταλίας ἤσαν τότε σαφεῖς: Δὲν εἶχε καμμίαν ἐχθρότητα καὶ καμμίαν βλέψιν ἐδαφικὴν κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Ὅταν ὅμως ἐπνίγη ἡ «Ἕλλη», ὅταν τὸ σημαιοστολισμένο καράβι μας προσηύχετο ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ εὑρέθησαν ἄνθρωποι τόσον δειλοί, τόσον ρυπαροί, τόσον ἄτιμοι διὰ νὰ τὸ βυθίσουν, τότε, ἔπρεπε νὰ πνίξη ἡ ὀργὴ κάθε συλλογισμὸν καὶ κάθε συζήτησιν.

Καὶ τώρα;... ΤΩΡΑ ΚΑΜΝΟΜΕΝ ΠΟΛΕΜΟΝ. Τώρα ἦλθε τὸ τελεσίγραφον. Τώρα εὑρισκόμεθα ἀντιμέτωποι εἰς τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου. Τώρα εἶναι ὁ ὑπὲρ τῶν ὅλων Ἀγών. Οἱ Ἕλληνες προχωροῦν διὰ μέσου τῶν ἐχθρῶν μὲ τὴν λόγχην καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸν οὐρανόν τῆς Ἑλλάδος περνᾶ, δολοφόνος καὶ κλέπτης τῶν ἑλληνικῶν χρωμάτων, ὁ Ἰταλός.

Λοιπόν;... Θὰ συνεχίσωμεν τὴν συζήτησιν; Θὰ βάλωμεν κάτω ἕναν καφὲν καὶ θὰ σταθῶμεν γύρω ἀπὸ τὸ φλιτζάνι του οἱ ἀπόλεμοι, οἱ ἄχρηστοι, οἱ καφενόβιοι, διὰ νὰ τὰ ποῦμε, περὶ τοῦ ποιὸς θὰ νικήση καὶ ποιὸς θὰ ἐπικρατήση;... Πρὸς Θεοῦ! Θὰ νικήση ἡ Ἑλλάς! Ὅλους; ΟΛΟΥΣ! ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ! Χωρὶς συλλογισμούς, χωρὶς συζητήσεις, χωρὶς κεφάλια τὰ ὁποῖα ἀργοκινοῦνται καὶ ἀμφιβάλλουν, χωρὶς μυαλό. Μυαλὸ δὲν χρειάζεται. Χρειάζεται ἐνθουσιασμὸς καὶ παραφροσύνη. Χρειάζεται θάρρος ἀλόγιστον καὶ καρδιά. Μὲ αὐτὸ τὸ ὑλικὸν ἔγινεν ὁ Ἀγὼν τοῦ Εἰκοσιένα. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα νικοῦν οἱ λαοί. Ἤρθατε νὰ πάρετε τὴν Ἤπειρον;... ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Ἔχετε Στρατούς, ἔχετε Στόλους, ἔχετε ἀεροπλάνα, εἶσθε σαράντα πέντε ἑκατομμύρια καὶ εἴμαστε πέντε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Θὰ μᾶς κάψετε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Καὶ θὰ προχωρήσωμεν καὶ θὰ νικήσωμεν καὶ θὰ σᾶς πετάξωμεν εἰς τὴν θάλασσαν. Γίνεται;... Γίνεται, δὲν γίνεται, αὐτὸ πρέπει νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ βροντοφωνῆ ἡ καρδιά. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΗ. Αὐτὸς ὁ ἀγών, τὸν ὁποῖον ἀναλαμβάνει ἡ σημερινὴ ὠργανωμένη Ἑλλάς, μὲ πεντακόσιες χιλιάδες Στρατοῦ, μὲ τὰ πυροβόλα, τὰ ὅπλα καὶ τὰ βουνά της, εἶναι παράλογος πολὺ ὀλιγώτερον ἐκείνου τὸν ὁποῖον ἀνέλαβον οἱ πατέρες μας. Ἐκεῖνοι ἦσαν μιὰ φούχτα ὑποδούλων ἀνθρώπων, χωρὶς ὅπλα, χωρὶς πυρίτιδα, χωρὶς λεπτά, καὶ τὰ ἔβαλαν μὲ τὴν μεγαλυτέραν Αὐτοκρατορίαν τοῦ κόσμου. Καὶ τὴν ἐκλόνισαν. Καὶ ἠγωνίσθησαν ἑπτὰ χρόνια σκοτωνόμενοι, ἐπαιτοῦντες πυρίτιδα, ρακένδυτοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰς χαράδρας καὶ παρέδωσαν εἰς τὰ παιδιά τους αὐτὴν τὴν γωνίαν, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ὕψωσαν ἐλευθέραν καὶ πανωραίαν τὴν Κυανόλευκον. Θάρρος λοιπόν! Ὅ,τι θέλομεν ἀληθινά, μὲ ὅλην μας τὴν δύναμιν, γίνεται. Ὅ,τι ἀποφασίσωμεν μὲ τὴν ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ.

Καὶ ἡ Ἀντιπολίτευσις;... Αὐτὴ ἡ ὁποία ἕως χθὲς ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Κράτους καὶ ἐστάθη εἰς τὸ περιθώριον τῆς ζωῆς μηνίουσα καὶ κακολογοῦσα; Καὶ αὐτὴ ἰδική μας! Καὶ αὐτὴ μαζί μας! Κράτος ξένον πρὸς αὐτοὺς καὶ καθεστὼς ἑλληνικὸν ξένον πρὸς Ἕλληνας δὲν ὑπάρχει. Αὐτὰ ἤσαν καλὰ ἕως χθές. ΤΩΡΑ ΕΙΜΕΘΑ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ. Τώρα θὰ ἀγωνισθῶμεν ὅλοι μαζί, ἄλλος μὲ τὸ ὅπλον, ἄλλος μὲ τὸ στῆθος, ἄλλος μὲ τὸ θάρρος, ἄλλος μὲ τὶς φωνές: ΟΛΟΙ μαζι!... Μὴ ἀμφιβάλλετε, μὴ διστάζετε, μὴ μεμψιμοιρεῖτε, μὴ ἐνθυμεῖσθε. ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΑΓΩΝ.

Καὶ εἶναι ἀγὼν ὡραῖος. Διότι εἰς αὐτὰ τὰ χρόνια τῆς μηχανῆς, τοῦ χάλυβος καὶ τῶν ἀριθμῶν, ὅταν κατήντησε ἡ ἀρετὴ νὰ μετρᾶται εἰς τενεκέδες πετρελαίων καὶ τὸ θάρρος εἰς τορπίλλας μαγνητικάς, εἶναι ὡραῖον τὸ ὅτι ὁ μικρότατος αὐτὸς τόπος ἀντιτάσσει εἰς ὅλους αὐτοὺς τοὺς λογαριασμοὺς ἕνα ΟΧΙ καὶ προτάσσει τὸ ΣΤΗΘΟΣ του, μόνον τὸ Στῆθος του, εἰς τὴν σιδηρᾶν καὶ μηχανοκίνητον καὶ χαλυβδίνην ἐπιδρομήν. Εἶναι ἀγὼν ὡραῖος, διότι ὅσοι περισωθοῦν μετ᾿ αὐτὸν θὰ εἶναι ὑπερήφανοι, θὰ περιπατοῦν μὲ τὴν κεφαλὴν ὑψηλὰ καὶ θὰ ἔχουν δίπλωμα καὶ τίτλον τιμῆς καὶ διαβατήριον διὰ τὸν κόσμον ὅλον τὴν Ἐθνικότητά των: ΕΛΛΗΝ.

Εἶναι Ἀγὼν ὡραῖος. Αὐτὸν θὰ τὸν ἀγωνισθῶμεν ὅλοι μαζί. Μὲ αὐτὸν ποῦ μᾶς κυβερνᾶ ἐπὶ κεφαλῆς. Μὲ τὸν Μεταξᾶν. Αὐτός, ὅταν τὸν ἔξυπνησεν εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωὶ ὁ πρέσβυς τῆς Ἰταλίας καὶ τοῦ ἐπέταξε τὸ ἐπιδοθὲν τελεσίγραφον εἰς τὰ μοῦτρα, ἐξεπροσώπησε ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὄχι τὴν Κυβέρνησιν, ὄχι τὸ Κράτος, ὄχι τὴν σύγχρονον Ἑλλάδα, ὄχι αὐτοὺς ποὺ ζοῦν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν ἢ τὸν ἀντιπολιτεύονται, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα ὅλων τῶν αἰώνων καὶ τὴν Ἑλλάδα ποὺ ἔρχεται. Ἕλλην, Κεφαλλωνίτης, ὑπερήφανος, πεισματάρης, μυαλωμένος, δὲν ἐστάθη μόνον τὴν ἱστορικὴν ἐκείνην στιγμὴν Ἀκρίτας τῆς τιμῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλ᾿ ἐστάθη μετὰ ἓν δευτερόλεπτον δραστήριος καὶ σοφὸς ὀργανωτὴς τοῦ πολέμου. Μετὰ μίαν ὥραν ἐσήμανε τὸν συναγερμόν. Ἀμέσως ἐκήρυττε τὸν Στρατιωτικὸν Νόμον καὶ τὴν Γενικὴν Ἐπιστράτευσιν. Αἱ πρῶται ἀμαξοστοιχίαι καὶ τὰ πρῶτα πλοῖα ἐξεκίνησαν μὲ τὴν διαταγὴν του διὰ τὸ Μέτωπον πρὶν ἀνατείλη ὁ ἥλιος. Καὶ ὅταν ἀνέτειλε, τὴν 28ην Ὀκτωβρίου εἰς τὰς ἓξ τὸ πρωί, εὗρε ἐπὶ ποδὸς τὴν Ἑλλάδα. - Λοιπόν; Μήπως ὑπάρχει κανεὶς φανατικὸς ἐχθρός του -Ἕλλην ὄμως- ὃ ὅποιος νὰ θέλη νὰ τὸν ἀλλάξη; ΟΧΙ.

Λοιπόν;... Ὅλοι μαζί! Θὰ ἀγωνισθῶμεν τώρα ὅλοι μαζί, θὰ ἀνθέξωμεν ὅλοι μαζί, θὰ προελάσωμεν ὅλοι μαζί, καὶ μίαν εὐλογημένην ἡμέραν, ὅταν θὰ διαλαλοῦν τὴν εὐτυχίαν μας οἱ κώδωνες τῶν σημαιοστολίστων ἐκκλησιῶν μας, θὰ ψάλλωμεν ὅλοι μαζὶ Τῌ ΥΠΕΡΜΑΧῼ ΣΤΡΑΤΗΓῼ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ...


Σημείωσις:
Ὁ Γ. Βλάχος δὲν ἔχει βεβαίως ξεχάσει τὸν καταστροφικὸ διχασμὸ τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὸν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στὸν διχασμὸ ἀναφέρθηκε ἐξάλλου ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς, κατὰ τὴν μυστικὴ ἐνημέρωσι τῶν ἰδιοκτητῶν καὶ ἀρχισυντακτῶν τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Τύπου, τὴν 30ὴ Ὀκτ. 1940. Τὸ ὅτι κατὰ τὸν πόλεμο τοῦ 1940-41 (ὄχι ὅμως, δυστυχῶς, ἐν συνεχείᾳ) ὄχι μόνον ἀπεφεύχθη ὁ διχασμός, ἀλλὰ ἡ ὁμοθυμία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπῆρξε σχεδὸν ἀπόλυτος, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μέγα ἐπίτευγμα τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ.


(Γεώργιος Ἀ. Βλάχος, «Ἡ Καθημερινή», 8 Δεκεμβρίου 1940)

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ - Ἱστορία, Ἀναμνήσεις, Ἀπολογία

Ἡ στήλη αὐτὴ ἔχει ἀπέναντι τοῦ κ. Ἰωάννου Μεταξᾶ παλαιὰν ὀφειλήν. Ὅταν πρὸ εἴκοσι δύο ἐτῶν ἠκολούθει μίαν πολιτικήν, μίαν παράταξιν, καὶ μὲ τοὺς κακούς της ἐνθουσιασμοὺς μίαν ἀτυχῆ ἐκστρατείαν, συνήντησε εἰς τὸν δρόμον της ἡ στήλη αὐτὴ ἀντίπαλον καὶ τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς παρατάξεως καὶ τῆς ἐκστρατείας τὸν κ. Μεταξᾶν, τὸν πρώην ἀρχηγὸν τοῦ Ἐπιτελείου: «Ἡ ἐκστρατεία», ἔλεγεν ὁ κ. Μεταξᾶς, «θὰ ἀποτύχη. Ἡ πολιτική σας, ἡ στρατιωτικὴ καὶ ἡ ἐξωτερική, εἶναι στραβή...» Στραβή;... Ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἐπεκράτει τὸ ρητόν: «Πᾶς ὁ μὴ μεθ᾿ ἡμῶν, καθ᾿ ἡμῶν».

Καθ᾿ ἡμῶν λοιπὸν δὲν ἐσυγχωροῦντο ἐμπόδια καὶ ὁ ὑπογεγραμμένος ὠρθώθη πάνοπλος κατὰ τοῦ ἐξαφνικοῦ ταραξίου. Καὶ ἔγραψε... -Τί δὲν έγραψε!... Ἂν ὁ ἱστορικὸς ἀσχοληθῆ κάποτε μὲ τὰ ἔργα, τὰς ἡμέρας καὶ τὰς ἐφημερίδας τῆς ἐποχῆς, θὰ καταπλαγῆ διὰ τὸ μέγεθος τῆς ὀργῆς καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιθέτων. Ὁ Μεταξᾶς τῶν Βαλκανικῶν πολέμων, ὁ Μεταξᾶς τοῦ Ἐπιτελείου, ὁ Μεταξᾶς ὁ ἐξόριστος εἶχαν λησμονηθῆ. Δὲν ἦτο πλέον Μεταξᾶς, ἦτο ἐμπόδιον.

Ἔπειτα ἐπέρασεν ὁ καιρός, ἡ ἐκστρατεία ἀπέτυχε, ἐπάνω εἰς τὸ Γουδὶ σφαῖραι ἑλληνικαὶ ἔγραψαν τὴν τελευταίαν σελίδα τοῦ δράματος, ὁ ταραξίας ἐδικαιώθη· ἀλλὰ ἡ στήλη αὐτὴ δὲν ἤθελε νὰ ἔχη κανεὶς ἄλλος δίκαιον πλὴν τῶν νεκρῶν. Καὶ ἔζησε μὲ αὐτούς, μὲ τὰς σκιάς, μὲ τοὺς κληρονόμους των. Ρωμαντισμός;... Ἴσως.

Ἀλλ᾿ ὁ Μεταξᾶς δὲν παρουσιάζετο μόνον ἀπέναντί της ὡς ὁ ἀντίπαλος τῆς χθεσινῆς ἐποχῆς· παρουσιάζετο ὡς ἀντίπαλος διὰ τὸ μέλλον, ὡς ἄκανθα, ὡς στάσις, ὡς ἀπειλή. Τί ἤθελε;... Κατὰ βάθος, δὲν τὸ ἠννόει κανείς. Κοινοβουλευτικὸς ἦτο, κόμμα διηύθυνε. Ἀρχηγὸς ἀνεγνωρίζετο, συνδυασμοὺς ἔχριε, ἀλλ᾿ ὅλα αὐτὰ κατὰ τρόπον παράδοξον καὶ ἀήθη. Κομματάρχαι σπουδαῖοι, παράγοντες τῶν ἐπαρχιῶν, ἐπήγαιναν εἰς τὸ σπίτι του, ἐκτυποῦσαν τὸ κουδούνι, μίαν, δύο φορὰς καὶ ὁ Μεταξᾶς τοὺς ἔβλεπε ἀπὸ τὸ παράθυρον καὶ δὲν τοὺς ἐδέχετο. Τί ἤθελε λοιπόν; Ἤθελε νὰ εἶναι χωρὶς φίλους κοινοβουλευτικὸς Ἀρχηγός; Ἤθελε νὰ ἔχη χωρὶς βουλευτὰς τὴν πλειοψηφίαν; Οἱ ἐχθροὶ κάτω ἀπὸ τὸ ἀγαθὸν μαλακόν του καπέλλο διέβλεπαν τὸ πηλήκιον, ὁ αρχηγὸς τῶν Ἐλευθεροφρόνων εἶχε μείνει διὰ τοὺς πολλοὺς Στρατηγὸς καὶ ἡ στήλη αὐτή, ἡ ὁποία δὲν εἶχεν ἀκόμη διαγνώσει τὴν ἀσθένειαν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔπασχε ἡ Ἑλλάς, τοῦ ἔλεγε: «Εἶσθε βουλευτὴς καὶ συνωμοτεῖτε κατὰ τοῦ κοινοβουλευτικοῦ καθεστῶτος. Αὐτὸ εἶναι πράξις κακή. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον κακή, εἶναι καὶ ἐπιζήμιος. Διότι ὁ κοινοβουλευτισμὸς εἶναι σύστημα, ἐνῶ ἡ δικτατορία, τῆς ὁποίας σᾶς ὑποπτευόμεθα θιασώτην, εἶναι ἄνθρωπος. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν διαδόχους...»

* * *

Ἀλλ᾿ ἡ ἱστορία ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν ἐγράφετο. Ἀναρχίαι, κινήματα, ἔριδες ἐσωτερικαί, ἀλλαγαὶ καθεστώτων, φόνοι, ἀπόπειραι, καὶ πάλιν ἀναρχίαι καὶ πάλιν κινήματα. Καὶ ὁ Μεταξᾶς διεφαίνετο ἄλλοτε εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἄλλοτε εἰς τὸν βυθὸν τῆς κοινοβουλευτικῆς ἐκείνης θαλάσσης τὴν ὁποίαν εἶχον ἐπαναστατήσει οἱ ἄνεμοι, ὡς ναυαγός. Εἰς μίαν στιγμὴν ἐφάνη ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐπανίδωμεν πλέον. Θῦμα τῆς μεγάλης θυέλλης τοῦ 1928, ἡ ὁποία ἐσάρωσε τὴν παράταξιν καὶ τοὺς συνεργάτας της, ἀποτυχὼν καὶ εἰς τὴν ἰδιαιτέραν του ἐπαρχίαν, ἀπογοητευμένος, κατάκοπος, ἀπεφάσισε νὰ ζήση μακρὰν τοῦ Κράτους, ἐκτὸς τῆς πολιτικῆς: «Θὰ ζήσω ὡς ἄνθρωπος», ἔγραψε εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ ἐπιστρέψας ἐκλείσθη εἰς τὸ γραφεῖον του, προσεπάθησε νὰ τακτοποιήση τὰ οἰκονομικά του, συνήντησε τὸ πλῆθος τῶν ζημιῶν εἰς τὰς ὁποίας τὸν εἶχε ἐκθέσει ἡ πολιτική, ἔκλεισε τοὺς φακέλλους τῶν φίλων καὶ τὰ κατάστιχα τῶν συνδυασμῶν, ἐπέταξε τὴν ἐπιγραφὴν τοῦ Κόμματος τῶν Ἐλευθεροφρόνων ἀπὸ τὸ παράθυρον, ἐβγῆκεν ἔξω καί -μόλις πρὸ δέκα ἐτῶν- ἐζήτησε ἐργασίαν. Καὶ εὐτυχῶς δὲν εὐρῆκε.

Εἰς τὰς ἐκλογὰς τοῦ 1932 οἱ Κεφαλλῆνες τὸν ἔφεραν ἄκοντα εἰς τὰς κάλπας καὶ τὸν ἐξέλεξαν βουλευτήν. Ἐστάθη -τὸ ἔλεγε πρό τινος εἰς κύκλον γνωρίμων- ἐπὶ ἡμέρας καὶ νύκτας πρὸ ἐκείνης τῆς ἐκλογῆς διὰ ν᾿ ἀποφασίση: Θὰ δεχθῆ ἢ δὲν θὰ δεχθῆ; Εἰς τὴν πολιτικὴν δὲν ἐπίστευε. Εἰς τὸν κοινοβουλευτισμὸν δὲν ἐπίστευε. Εἰς τὴν χρησιμότητά του, ἐκτὸς τοῦ ἀποπνικτικοῦ καὶ ἐφθαρμένου συστήματος, δὲν ἐπίστευε. Νὰ δεχθῆ;... Ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους ἡ ἀποδοχή, ὅπως καὶ ἡ παραίτησις, ἦτον εὔκολος. Καὶ ἐδέχθη.

Τότε πλέον τὴν στήλην αὐτήν, τῆς ὁποίας ἡ πεῖρα εἶχεν ἀντικαταστήσει τὴν πρώτην νεότητα, εἶχε καταλάβει ὁ ἀπελπισμός, ἡ ἀπόγνωσις. Εἶχε ζήσει. Ἐπάνω ἀπὸ τὸ δημοσιογραφικὸν θεωρεῖον εἶχεν ἀκούσει τὰς ἀσκόπους ἐν τῇ Βουλῇ συζητήσεις, τὰς διανομὰς τῶν κολλύβων, τὰς κωλυσιεργίας, τὰς συμπλοκάς. Εἶχε παρακολουθήσει εἰς τοὺς διαδρόμους διαλεγομένους φιλικώτατα τοὺς ἐν τῇ αἰθούσῃ φανατικοὺς ἀντιπάλους, εἶχε μάθει κατὰ βάθος τὰ παρασκήνια, εἶχε συναντηθεῖ συχνὰ καὶ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον μὲ τὸν κοινοβουλευτισμόν, μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, μὲ τὸ σύστημα. Καὶ ἠσθάνθη ὅτι, ἂν ὄχι μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸ σύστημα τουλάχιστον, ἔπρεπε νὰ διαλύση τοὺς παλαιούς της δεσμούς.

Ποία συνταγή; Ποία λύσις; Τί φάρμακον;... Ἕνα καὶ μόνον: Ἡ παλαιὰ ἐχθρά, ἡ δικτατορία. Δικτατορία λοιπόν. Τὴν ἔφερε εἰς τὸ γραφεῖον της, τὴν ἔκαμε φίλην της, τὴν παρουσίασε, προσεπάθησε νὰ τὴν ἐπιβάλη. Ὅταν ἐγίνετο μία Κυβέρνησις φιλική της, παρουσιάζετο πρώτη: Νὰ κλείσετε τὴν Βουλὴν καὶ νὰ κάνετε Διευθυντήριον τρεῖς μαζί, ἢ ἕνας, δικτατορίαν. Ὅταν ἡ Κυβέρνησις ἔπιπτε, ἐζήτει ἀπὸ τὴν διάδοχόν της, δικτατορίαν. Δὲν ἦτο σύστημα, δὲν εἶχε διάδοχον, ἦτο ἄνθρωπος, ἦτο κακὴ ἢ ψυχρή, ἀλλὰ φάρμακον ἄλλο δὲν ἦτο: - Θὰ πᾶμε στὴν κλινική. Θὰ ὑποστῶμεν ἐγχείρησιν. Θὰ μᾶς κόψουν τὰς ἐλευθερίας μας, θὰ μᾶς βάλουν τὸ φίμωτρον μὲ τὴν κοκαΐνην. Ἀλλ᾿ ἀλλέως δὲν γίνεται. Ἀσθενὴς κανεὶς δὲν πηγαίνει εἰς τὴν κλινικὴν μὲ ζητωκραυγάς· ἂς πᾶμε χωρίς. Ἀλλὰ ἂς πᾶμε...

* * *

Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τὴν κλινικήν, συνηντήθη μὲ τὸν παλαιόν της ἀντίπαλον. Τὸν Ἰωάννην Μεταξᾶν. Ἡμέραν πρὸς ἡμέραν ἐστάθη κοντά του, τὸν εἶδε, τὸν ἤκουσε, τὸν παρηκολούθησε. Ἡμέραν πρὸς ἡμέραν ἔζησε τὸ φαρμακεῖον, τὸ ἐγχειρητήριον, τοὺς θαλάμους. Εἶδεν ἐκεῖ ἀργὰ ἀργὰ νὰ λείπουν τὰ φάρμακα, νὰ φεύγουν τὰ ἐργαλεῖα καὶ νὰ γεμίζουν αἱ αἴθουσαι νεότητα, πατρίδας, σημαίας. Εἶδε εἰς τοὺς διαδρόμους νὰ παρελαύνουν καὶ νὰ ἐκχύνωνται πρὸς τὴν πόλιν φάλαγγες νέων παιδιῶν, μὲ τὸ στέρνον εὐθύ, μὲ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, μὲ τὸ βῆμα γενναῖον. Εἶδε νά πορφυρώνη τὰς ἀχρώμους φλέβας τοῦ χθὲς πτωχοῦ μας ὀργανισμοῦ νέον αἷμα, νὰ ἀκούεται ταχὺς ὁ παλμός, ν᾿ ἀνασυντάσσεται ἐν βίᾳ ἡ χώρα, νὰ σφύζη ἡ ζωή, νὰ φθάνουν εἰς τοὺς λιμένας μας πλοῖα κατάφορτα μὲ πολεμικὸν ὑλικόν, ν᾿ ἀκούεται ρυθμικὸν τὸ βῆμα τῶν γυμναζομένων εἰς τοὺς στρατῶνας, νὰ πετοῦν εἰς τὸν οὐρανὸν χαλύβδινοι ἀετοί, νὰ πνέη παντοῦ νέος ἄνεμος, ἄνεμος ὁ ὁποῖος ἄνοιγε τὰ παράθυρα, ἐγκρέμιζε τὰς εἰσόδους, ἀφήρει τὴν στέγην... - Δὲν εἶναι πιὰ κλινική;... Ὄχι. Δὲν ἦτο πιὰ κλινική. Ἦτο παντοῦ μία, ἐλευθέρα, ὑγιής, ἡνωμένη, ἰσχυρά, ζωντανή, ἡ Ἑλλάς.

Καὶ ἔφθασε τότε ἡ μεγάλη στιγμή. Εἴκοσι ὀκτὼ Ὀκτωβρίου, Δευτέρα, τρεῖς τὸ πρωί. Ὁ Μεταξᾶς, μόνος, κοιμᾶται. Τὸ τηλέφωνον. Μία ὁμιλία. Ὁ Γκράτσι. Γύρω του δὲν ἔχει κανένα. Δὲν ἔχει κἂν τὸ γραφεῖον του, δὲν ἔχει ἕνα κλητῆρα. Κανένα. Ἡ ὑπηρεσία, ὅπως ὅλη ἡ Ἑλλὰς τὴν ὥραν ἐκείνην, κοιμᾶται. Πρὸς στιγμήν, ἂς κρατήσωμεν τὴν ἀναπνοήν μας, διότι ἐδῶ πλησιάζομεν τὸν μεγαλύτερον σταθμὸν τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἰταλικὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὰ σαράντα ὀκτώ της ἑκατομμύρια, μὲ τὸν πλοῦτον της, μὲ τοὺς στρατούς της, μὲ τὰ ἀεροπλάνα της, μὲ τὰ ἅρματά της, ἐξύπνησε αἰφνιδιαστικῶς ἕνα ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἐζήτησε ἐντὸς τριῶν ὡρῶν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς -τίς ἐξ ἡμῶν, μὴ γνωρίζων ἀκόμη ἂν ζῆ πραγματικότητα ἢ ἐφιάλτην, δὲν θὰ ἐδίσταζε, δὲν θὰ ἐζήτει ὀλίγων ὡρῶν προθεσμίαν, δὲν θὰ προσεπάθει ν᾿ ἀποφύγη τὸ γεγονός;- καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶπεν: Ὄχι. Ἀμέσως, ἄνευ συζητήσεως, ἄνευ ἐνδοιασμοῦ. Δὲν εἶπεν «ὄχι» ἁπλῶς. Ἐντὸς λεπτοῦ, ὅπως ἐξύπνησεν αὐτὸς ἐντὸς λεπτοῦ, ἐξύπνησε τὴν Ἑλλάδα. Διαταγαί, σχέδια, τηλεφωνήματα, γενικὴ ἐπιστράτευσις, κήρυξις Στρατιωτικοῦ Νόμου, ἐπιτάξεις, προκηρύξεις, ἀγγέλματα ἔγιναν πρὶν ἀνατείλη ὁ ἥλιος καί, ὅταν ἀνέτειλε, ἤδη ἐμάχετο ἡ Ἑλλάς.

Ἐζήσαμεν ἔκτοτε ὥρας ἀνησυχιῶν, ἀγωνίας, ἐνθουσιασμοῦ καὶ χαρᾶς. Εἴδομεν τὴν Δόξαν ἀσθμαίνουσαν νὰ παρακολουθῆ τὰ στρατεύματά μας. Ἠκούσαμεν τοὺς ἀνέμους νὰ μεταφέρουν τὸ ὄνομά μας εἰς ὅλους τοὺς κόσμους καὶ νὰ διαλαλοῦν, γῆ, θάλασσα, ὡς καὶ τὰ ἄστρα, τὴν νίκην μας. Ἐφέραμεν ἕως ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας, τὰ ὅπλα τῶν εἰσβολέων καὶ ἐσύραμεν ὣς ἐδῶ ἀόπλους τοὺς εἰσβολεῖς. Πρὸς στιγμὴν μᾶς ἐφάνη ὅτι ἡ Πλάσις ὁλόκληρος μὲ τοὺς ἡλίους της, μὲ τοὺς κόσμους της, ἐστάθη ὅλη διὰ νὰ προσέξη τὴν μικροσκοπικὰν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς, ἡ ὁποία καὶ πάλιν ἐμεγαλούργει. Καὶ ἐζήσαμεν εὐτυχεῖς. Τόσον εὐτυχεῖς ὅσον ποτέ. Τόσον εὐτυχεῖς ὥστε τὸ τί θὰ γίνη αὔριον δὲν ἐνδιαφέρει. Ἔχομεν κεφάλαια διὰ τὴν Ἱστορίαν τὰς Νίκας μας, κεφάλαιον γιὰ τὰ παιδιά μας τὸ «Ὄχι».

Τώρα ἡ Α.Ε. ὁ κ. Ἰωάννης Μεταξᾶς, Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος, ἔφθασεν εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τῆς δόξης του. Ἔγινε Γιάννης. Δὲν εἶναι οὔτε ἡ αὐτοῦ Ἐξοχότης οὔτε ὁ Πρωθυπουργὸς οὔτε ὁ Πρόεδρος. Εἰς τὸ στρατιωτικὸν Νοσοκομεῖον, ὅταν ὁ τραυματίας εἶχε γείρει εἰς τὸ προσκέφαλόν του βαρὺς καὶ τὸν ἠρώτησε ἡ ἀδελφὴ νοσοκόμος τί θέλει, ἐκεῖνος ἀπήντησε:

- Θέλω τὸ Γιάννη...

Ὅπως αἱ μελωδίαι διὰ νὰ ζήσουν πρέπει νὰ κατέβουν εἰς τοὺς δρόμους, οὕτω καὶ τῶν δημοσίων ἀνδρῶν τὰ ὀνόματα θὰ ζητήσουν εἰς τοὺς δρόμους, μεταξὺ τοῦ λαοῦ, τὴν ἀθανασίαν. Ὁ κ. Μεταξᾶς ἔχει ἀπέναντι τῆς ἀθανασίας κερδίσει τὴν μάχην του: Εἶπε τὸ ὄχι, ἔγινε Γιάννης... -τί τοῦ μένει; Νὰ γίνη καὶ ἄγαλμα. Θὰ γίνη λοιπόν. Ἀλλ᾿ ὄχι, ὅπως ηὐχήθημεν ἄλλοτε, ἀπὸ μάρμαρον τοῦ Πεντελικοῦ. Θὰ γίνη ἀπὸ τὸν ὀρείχαλκον ποὺ θ᾿ ἀποδώσουν ταπεινωμένα, αἰχμάλωτα, τὰ ἐχθρικὰ πυροβόλα, αὐτὰ ποὺ τὸν ἐξύπνησαν εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωί...

* * *

Ἡ στήλη αὐτὴ ἠσθάνθη τώρα, τὰς ἡμέρας αὐτὰς τῆς χαρᾶς, τὴν ἀνάγκην νὰ φυλλομετρήση τὴν ἱστορίαν της -τοὺς παλαιούς της λογαριασμούς- νὰ ἀνατρέξη εἰς περασμένους καιρούς, νὰ ἐνθυμηθῆ. Ἀλλὰ ἠσθάνθη πρὸ παντὸς τὴν ἀνάγκην νὰ γράψη ὅ,τι φρονεῖ, ὅ,τι σκέπτεται διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπὶ δεκαὲξ ἔτη ἠγωνίσθη ἐναντίον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἰς μάτην διὰ νὰ χρησιμεύση εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς μὲν τέσσαρα ἔτη κατώρθωσε νὰ τὴν ἀναπλάση, εἰς δὲ μίαν ὥραν τὴν ἔσωσε.


(Γεώργιος Ἀ. Βλάχος, «Ἡ Καθημερινή», 8 Μαρτίου 1941)

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ Α.Ε. ΤΟΝ κ. Α. ΧΙΤΛΕΡ, ΑΡΧΙΚΑΓΚΕΛΛΑΡΙΟΝ TOΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Ἐξοχώτατε,

Ἡ Ἑλλάς, τὸ γνωρίζετε, ἠθέλησε νὰ μείνη ἔξω τοῦ παρόντος πολέμου. Ὅταν ἐξερράγη, ἤρχιζε μόλις ν᾿ ἀναρρωννύη ἀπὸ πλῆθος βαθυτάτων πληγῶν, τὰς ὁποίας εἶχον καταλίπει εἰς τὸ σῶμα της πόλεμοι ἐξωτερικοὶ καὶ ἐσωτερικαὶ διαιρέσεις, καὶ οὐδὲ δυνάμεις εἶχε, οὐδὲ διὰθεσιν, οὐδὲ λόγον ν᾿ ἀναμιχθῆ εἰς πόλεμον, τοῦ ὁποίου, ἂν τὸ τέλος πέπρωται πάντως νὰ ἔχη δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον συνεπείας σημαντικάς, ἡ ἀρχή του δὲν παρουσίαζε δι᾿ αὐτὴν ἀμέσους κινδύνους. Ἂς μὴ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψει αἱ δηλώσεις της αἱ σχετικαί. Ἂς μὴ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψει τὰ ἔγγραφα τὰ ὁποῖα εἰς ἐπίσημον Βίβλον ἐδημοσίευσε. Ἂς μὴ ληφθῆ ὑπ᾿ ὄψει τὸ πλῆθος τῶν λόγων, τῶν κειμένων, τῶν ἀποδείξεων διὰ τῶν ὁποίων πιστοποιεῖται ἡ ἐπίμονος αὕτη ἀπόφασίς της, νὰ μείνη ἐκτὸς τοῦ πολέμου. Καὶ ἂς ληφθῆ τοῦτο μόνον: Τὸ ὅτι ἡ Ἑλλὰς ὅταν οἱ Ἰταλοὶ ἔπνιξαν εἰς τὸν λιμένα τῆς Τήνου τὴν «Ἕλλην» καὶ εὗρε τὰ θραύσματα τῶν τορπιλλῶν καὶ ἐβεβαιώθη ὅτι ἦσαν ἰταλικά, τὰ ἔκρυψε. Διατί;... Διότι, ἂν τὰ ἀπεκάλυπτε θὰ ἦτο ὑποχρεωμένη ἢ νὰ κηρύξη τὸν πόλεμον ἢ νὰ δεχθῆ τὴν κήρυξιν τοΰ πολέμου.

Δὲν ἤθελε λοιπὸν τὸν πόλεμον μὲ τοὺς Ἰταλοὺς ἡ Ἑλλάς. Οὔτε μόνη, οὔτε μὲ Συμμάχους, οὔτε μὲ βαλκανικούς, οὔτε μὲ Ἄγγλους. Ἤθελε εἰς τὴν μικρὰν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς νὰ ζήση κατὰ δύναμιν ἥσυχος, ἐπειδὴ ἦτο κατάκοπος, ἐπειδὴ εἶχε πολεμήσει πολὺ καὶ ἐπειδὴ ἡ γεωγραφική της θέσις εἶναι τοιαύτη ὥστε νὰ μὴ θέλη νὰ ἔχη ἐχθροὺς οὔτε τοὺς Γερμανοὺς εἰς τὴν ξηράν, οὔτε τοὺς Ἄγγλους εἰς τὴν θάλασσαν. Μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης, τῆς στιγμῆς κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπνίγη ἡ «Ἕλλη», ἡ Ἑλλὰς εἶχε, ἑκτὸς τῶν εἰρηνικῶν της διαθέσεων, πρόσθετον ἀσφάλειαν, δύο ὑπογραφάς, τὴν Ἰταλικήν, ἡ ὁποία τὴν εἶχε κατὰ πάσης ἐκ μέρους της ἐπιθέσεως ἀσφαλίσει, καὶ τὴν Ἀγγλικήν, ἡ ὁποία ἦλθεν ὡς αὐθόρμητος τῆς ἀκεραιότητός της ἐγγύησις.

Ἐν τούτοις, ὅταν ὀλίγον μετὰ τὴν «Ἕλλην» παρουσιάσθησαν ἁπταὶ ἀποδείξεις τῆς μελλούσης ἰταλικῆς ἐπιθέσεως, ἡ Ἑλλάς, πεισθεῖσα ὅτι ἡ μία ὑπογραφὴ δὲν εἶχεν ἀξίαν, δὲν ἐστράφη ὡς ὤφειλε πρὸς τὴν ἄλλην, ἀλλ᾿ ἐστράφη -τὸ ἐνθυμεῖσθε, Ἐξοχώτατε;- πρὸς Ὑμᾶς. Καὶ ἐζήτησε τὴν προστασίαν τὴν ἰδικήν σας. Καὶ τί ἀπηντήθη τότε εἰς τὴν Ἑλλάδα;... Τί ἀπηντήθη δὲν γνωρίζω καλῶς. Γνωρίζω ὅμως ἐκ στόματος τοῦ ἀποθανόντος πρωθυπουργοῦ μας, ὅτι ἡ Γερμανία ἀπήντησεν εἰς τὸ διάβημά μας συνιστῶσα νὰ μὴ δώσωμεν ἀφορμὴν -νὰ μὴ ἐπιστρατευθῶμεν δηλαδὴ- καὶ νὰ εἴμεθα ἥσυχοι. Δὲν ἐδώσαμεν λοιπὸν ἀφορμήν, δὲν ἐπεστρατεύθημεν, ἐμέναμεν ἥσυχοι ἢ μᾶλλον ἐκοιμώμεθα ἥσυχοι -διότι τὴν προηγουμένην μᾶς εἶχον κάμει καὶ γεῦμα οἱ Ἰταλοὶ- ὁπόταν μᾶς παρουσιάσθη μὲ τὸ τελεσίγραφον ὁ πρέσβυς τῆς Ἰταλίας.

Τότε λοιπὸν ποῦ καὶ πρὸς ποῖον ἠθέλατε νὰ στραφῆ ἡ Ἑλλάς;... Πρὸς τοὺς Ἰταλούς, τῶν ὁποίων εἶχε εἰς τὴν τσέπην της, μαζὶ μὲ τὰ θραύσματα τῶν τορπιλλῶν, καὶ τὴν ἄνευ ἀξίας ὑπογραφήν; Ἂλλ᾿ αὐτοὶ τῆς εἶχον κηρύξει τὸν πόλεμον. Πρὸς Ὑμᾶς; Ἂλλ᾿ Ὑμεῖς ἀτυχῶς εὐρίσκεσθε ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ πρωί, εἰς τὰς 28 Ὀκτωβρίου, εἰς Φλωρεντίαν. Νὰ μείνη μόνη; Ἀλλ᾿ οὔτε ἀεροπορίαν εἶχε, οὔτε ὑλικόν, οὔτε χρήματα, οὔτε στόλον. Ἐστράφη λοιπὸν πρὸς τὴν τελευταίαν ἀπομείνασαν ὑπογραφήν: Πρὸς τοὺς Ἄγγλους. Καὶ αὐτοί, τῶν ὁποίων ἐκαίετο ἡ Πατρίς, οἱ ὁποῖοι ἠγρύπνουν εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Μάγχης ἀνήσυχοι, οἱ ὁποῖοι τότε -ὅπως τὸ εἶχον δηλώσει- δὲν εἶχον ἐπαρκῆ τὰ μέσα διὰ τὴν ἰδίαν των προστασίαν, ἦλθαν. Ἦλθαν ἀμέσως. Ἄνευ ἀξιώσεων, ἄνευ διαπραγματεύσεων, ἄνευ χαρτιῶν. Καὶ μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, εἰς τὸ Μέτωπον τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνοίξει εἰς τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου ὁ βάναυσος ἰταλικὸς αἰφνιδιασμός, ἔπιπταν Ἕλληνες στρατιῶται καὶ ὁ πρῶτος Ἄγγλος ἀεροπόρος.

Τί συνέβη ἀπὸ τὰς ὥρας ἐκεῖνας, τὸ γνωρίζετε καὶ Σεῖς καὶ ὁ κόσμος ὁλόκληρος. Νικῶνται οἱ Ἰταλοί. Καὶ νικῶνται ἐκεῖ, στρατιωτικῶς, σῶμα πρὸς σῶμα, ἀπὸ ἡμᾶς, τοὺς μικρούς, τοὺς ἀδυνάτους. Ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Διότι Ἄγγλος στρατιώτης δὲν ἐπάτησεν εἰς τὴν Ἀλβανίαν. Νικῶνται. Διατί; Διότι δὲν ἔχουν ἰδανικά, διότι δὲν ἔχουν ψυχήν. Διότι...

- Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶναι ἔξω τοῦ θέματος. Ἀπέναντι τῆς μάχης αὐτῆς βέβαιον εἶναι, διότι μᾶς ἐδηλώθη, ὅτι ἐμείνατε θεατής: «Ἡ ὑπόθεσις αὐτή, μᾶς εἴπατε, δὲν μ᾿ ἐνδιαφέρει. Εἶναι ἱστορία ἰταλική. Δὲν θὰ ἐπέμβω παρὰ μόνον ὅταν Ἀγγλικὸς στρατὸς ἀποβιβασθῆ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, εἰς μεγάλας ποσότητας». Θὰ ἠμπορούσαμεν, ἔκτοτε, Ἐξοχώτατε, νὰ Σᾶς ἐρωτήσωμεν: «Καὶ ἡ Φλωρεντία;... Καὶ τὸ ὅτι τὴν ἡμέραν ἀκριβῶς κατὰ τὴν ὁποίαν μᾶς ἐπετίθεντο οἱ Ἰταλοί, συνηντᾶσθε μαζί τους εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Ἄρνου καὶ τοὺς παρεδίδατε τὴν Ἑλλάδα;»... Ἀλλὰ δὲν ἠθελήσαμεν. Μαζὶ μὲ τὰ θραύσματα τῶν ἰταλικῶν τορπιλλῶν ἐκρύψαμεν εἰς τὴν τσέπην μας καὶ τὴν Φλωρεντίαν καί, ὅταν κάποιοι ἀδιάκριτοι μᾶς τὴν ἐνεθύμιζαν, ἀπηντῶμεν: «Διεφώνησαν. Τοὺς ἐγέλασαν οἱ Ἰταλοί». Διατί;

Διότι ἔτσι ἠθέλαμεν νὰ πιστεύωμεν. Διότι μᾶς συνέφερεν ἔτσι. Ἔπειτα, καθὼς ἐπροχωροῦμεν ἡμεῖς εἰς τὴν Ἀλβανίαν, ἐπροχώρουν καὶ αἱ σχέσεις τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀγκυλωτὸς Σταυρὸς ἐκυμάτιζε εἰς τὸ Μέγαρον τῆς ἐν Ἀθήναις πρεσβείας σας τὴν πρώτην τοῦ Ἔτους, κατήρχετο μεσίστιος ὅταν ἀπέθνησκεν ὁ ἀείμνηστος Μεταξᾶς, ὁ πρέσβυς σας ἤρχετο νὰ συγχαρῆ τὸν νέον Πρωθυπουργόν, αἱ μεταξὺ Ὑμῶν καὶ ἡμῶν ἐμπορικαὶ συναλλαγαὶ εἶχον ἐπαναρχίσει καὶ διεμαρτυρήθητε κάποτε ἐντόνως διότι μία ἐφημερὶς τῆς Ἀμερικῆς ἔγραψεν ὅτι γερμανικὰ τάνκς παρουσιάσθησαν εἰς τὴν Ἀλβανίαν. Ὅλα λοιπὸν καλά. Ἡμεῖς εἰς τὴν Ἀλβανίαν, Σεῖς θεαταί, καὶ οἱ Ἄγγλοι σύμμαχοί μας μὲ τὰ ἀεροπλάνα των, μὲ τὸν Στόλον των... - ΜΟΝΟΝ. Γνωρίζετε πόσον προσεπαθήσαμεν νὰ εἶναι τὸ «ΜΟΝΟΝ» τοῦτο πραγματικόν;... Ἀρκεῖ νὰ ἀναφερθῆ ὅτι, ὅταν ἓν Ἀγγλικὸν ἀεροπλάνον ἔπεσεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, παρεκαλέσαμεν τοὺς Ἄγγλους νὰ μὴ τὸ σηκώσουν αὐτοί. Διὰ νὰ μὴ παρουσιασθοῦν ἐκεῖ ἔστω καὶ δέκα Ἄγγλοι στρατιῶται. Διὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῶμεν, διὰ νὰ μὴ δώσωμεν ἀφορμήν. Γελᾶτε;... Ἔχετε δίκαιον.

Ἀλλὰ κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο, ἐνῷ ἐδῶ εἴχομεν ὅπως ἔχομεν σχέσεις, ἐνῷ ἡ ἐκ τῆς στάσεως τῆς Γερμανίας δημιουργηθεῖσα κάποια γαλήνη ἔμενεν ἀδιατάρακτος, Σεῖς ἠρχίσατε νὰ συγκεντρώνετε στρατεύματα εἰς τὴν Ρουμανίαν. Τὰ πρῶτα ἦσαν πρὸς ἐκπαίδευσιν τῶν Ρουμάνων. Τὰ δεύτερα πρὸς προστασίαν τῶν πετρελαίων. Τὰ τρίτα διὰ νὰ κρατήσουν τὰ σύνορα. Τὰ τέταρτα... - ἀλλὰ τὰ τέταρτα πλέον ἦσαν τριακόσιαι χιλιάδες. Τότε ὁ ὑπογεγραμμένος μετέβη δημοσιογραφῶν εἰς τὴν Βουλγαρίαν, ἐπέρασε τὸν δρόμον τὸν ὁποῖον τώρα περνοῦν οἱ στρατοί σας καὶ ἐπανελθὼν εἶπεν εἰς τὸν μακαρίτην Πρωθυπουργόν:

- Ὁ μέχρι Σόφιας δρόμος ἔχει τώρα, προσφάτως, διαπλατυνθῆ. Αἱ ξύλιναι γέφυραι ἔχουν τώρα, προσφάτως, ὑποστηριχθῆ μὲ πασσάλους. Τὰ ὑπολείμματα τῆς ξυλείας εὑρίσκονται ἀκόμη ἐκεῖ. Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ Βούλγαροι ἔχουν ἑτοιμάσει τώρα, ὅπως ὅπως, τὸν δρόμον διὰ νὰ περάση στρατός...

Καὶ μετὰ τοῦτο;... Μετὰ τοῦτο, τί ἔπρεπε νὰ κάμη ἡ Ἑλλάς; Νὰ ζητήση βοήθειαν; Νὰ μὴ ζητήση; Νὰ πιστεύση; Νὰ μὴ πιστεύση; Νὰ βλέπη τοὺς Γερμανοὺς εἰς τὰ σύνορα τὰ βουλγαρικά, νὰ τοὺς μετρᾶ περνῶντας τὸν Δούναβιν, νὰ τοὺς παρακολουθῆ εἰσερχομένους εἰς τὴν Σόφιαν, νὰ τοὺς βλέπη συμμαχοῦντας μὲ τοὺς Βουλγάρους, ν᾿ ἀκούη τοὺς Βουλγάρους ὁμιλοῦντας περὶ τῶν ἐθνικῶν των διεκδικήσεων, καὶ νὰ στέκη ἀμέριμνος ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι οἱ Γερμανοὶ εὑρίσκονται εἰς τὴν Κοῦλαν διὰ νὰ προφυλάξουν τὰ πετρέλαια τὰ ρουμανικά;...

Ἀλλ᾿ ἔστω, ἂς τ᾿ ἀφήσωμεν ὅλα αὐτά, τὰ γενόμενα, τὰς δηλώσεις, τὴν ἱστορίαν καὶ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὰ πράγματα. Φαίνεται -λέγουν τοῦ κόσμου τὰ ραδιόφωνα- ὅτι οἱ Γερμανοὶ θέλουν νὰ εἰσβάλουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Σᾶς ἐρωτῶμεν: ΔΙΑΤΙ; Ἂν ἡ κατὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπιχείρησις, ὡς συμφέρουσα εἰς τὸν Ἄξονα, ἦτο ἀπ᾿ ἀρχῆς ἀναγκαία, τότε δὲν θὰ παρουσιάζετο πρὸ τεσσάρων μηνῶν μόνος ὁ κ. Γκράτσι εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωί. Θὰ παρουσιάζοντο ἡ Ἰταλία καὶ ἡ Γερμανία μαζί, ἄλλως, μὲ ἄλλο τελεσὶγράφον, ἄλλου περιεχομένου, ἄλλης προθεσμίας, ἄλλης μορφῆς.

Δὲν ὑπῆρξε, λοιπόν, ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡ κατὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπιχείρησις εἰς τὸν Ἄξονα ἀναγκαία. Εἶναι λοιπὸν τώρα;... Ἀλλὰ διατί;... Μήπως διὰ νὰ μὴ δημιουργηθῆ Μέτωπον κατὰ τῆς Γερμανίας εἰς τὰ Βαλκάνια; Ἀλλ᾿ αὐτὰ εἶναι μυθιστορήματα. Οὔτε ἡ μαχομένη Ἑλλάς, οὔτε ἡ Ἀγγλία -τὸ λέγει σαφῶς τὸ ἐπίσημον ἀνακοινωθὲν τῆς προχθεσινῆς 6ης Μαρτίου, ἀλλὰ τὸ λέγει σαφέστερον ἀκόμη ἡ λογικὴ- οὔτε ἡ Σερβία, οὔτε ἡ Τουρκία, ἔχουν λόγον νὰ προκαλέσουν τὴν ἐξάπλωσιν τοῦ πολέμου. Αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ ὅπου εἶναι, τοὺς φθάνει. Ἀλλὰ τότε;... Μὴ διὰ νὰ σωθοῦν εἰς τὴν Ἄλβανίαν οἱ Ἰταλοί;... Ἀλλὰ περὶ ποίου εἴδους σωτηρίας θὰ πρόκειται; Οἱ Ἰταλοὶ δὲν θὰ εἶναι ἡττημένοι ὁριστικῶς, τελεσιδίκως, παγκοσμίως καὶ αἰωνίως μόλις καὶ εἷς μόνον Γερμανὸς στρατιώτης πατήση εἰς τὴν Ἑλλάδα; Δὲν θὰ φωνάζη ὅλος ὁ κόσμος ὅτι σαράντα πέντε ἑκατομμύρια αὐτοί, ἀφοῦ ἐπετέθησαν ἐναντίον ἡμῶν ποὺ εἴμεθα μόλις ὀκτώ, ἐζήτησαν τώρα τὴν βοήθειαν ἄλλων ὀγδοῆντα πέντε ἑκατομμυρίων, διὰ νὰ σωθοῦν;... Καὶ εἰς τὸ τέλος, ἂν θέλουν νὰ σωθοῦν, διατὶ νὰ ἔλθουν ἄλλοι κατὰ τρόπον ἀπολύτως ἐξευτελιστικὸν δι᾿ αὐτοὺς νὰ τοὺς σώσουν, ἀφοῦ τοὺς σώζομεν εὐχαρίστως ἡμεῖς χωρὶς ἐξευτελισμούς; Ἂς φύγουν μόνοι ἀπὸ τὴν Ἀλβανίαν οἱ Ἰταλοί. Ἂς εἰποῦν παντοῦ ὅτι μᾶς ἐνίκησαν, ὅτι ἐκουράσθησαν νὰ μᾶς κυνηγοῦν, ὅτι ἐχόρτασαν ἀπὸ δόξαν καὶ ἂς φύγουν. Ἡμεῖς τοὺς βοηθοῦμεν.

Ἀλλὰ θὰ μᾶς ἐρωτήσετε ἴσως, Ἐξοχώτατε: «Καλὰ ὅλα αὐτά. Καὶ οἱ Ἄγγλοι;...» Ἀλλὰ τοὺς Ἄγγλους, Ἐξοχώτατε, δὲν τοὺς ἐφέραμεν ἡμεῖς, τοὺς ἔφεραν εἰς τὴν Ἑλλάδα οἱ Ἰταλοί. Τώρα λοιπὸν εἰς αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ἔφεραν οἱ Ἰταλοί, νὰ τοὺς εἰποῦμεν νὰ φύγουν;... Καί, ἔστω, νὰ τοὺς εἰποῦμεν νὰ φύγουν. Ἀλλὰ εἰς ποιούς; Εἰς τοὺς ζωντανούς. Πῶς ὅμως νὰ διώξωμεν τοὺς νεκρούς, αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν εἰς τὰ βουνά μας, αὐτοὺς ποὺ προσεγειώθησαν εἰς τὴν Ἀττικὴν πληγωμένοι καὶ ἀφῆκαν ἐδῶ τὴν τὲλευταίαν πνοήν, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἐκαίετο ἡ πατρὶς των, ἦλθαν καὶ ἠγωνίσθησαν ἐδῶ, καὶ ἔπεσαν ἐδῶ καὶ εὑρῆκαν ἐδῶ ἕνα τάφον;... Ἀκοῦτε, Ἐξοχώτατε, ὑπάρχουν ἀτιμίαι αἱ ὁποῖαι εἰς τὴν Ἑλλάδα δὲν γίνονται. Καὶ αὐτὰ εἶναι καθαραὶ ἀτιμίαι. Οὔτε τοὺς νεκρούς, οὔτε τοὺς ζωντανοὺς ἠμποροῦμεν νὰ διώξωμεν. Δὲν θὰ διώξωμεν κανένα, καὶ θὰ σταθῶμεν μαζὶ των, ἐδῶ, μέχρις ὅτου κάποια λάμψη ἀκτὶς ἡλίου καὶ περάση ἡ καταιγίς.

Καὶ Σεῖς; Σεῖς -λέγουν πάντοτε- θὰ ἐπιχειρήσετε νὰ εἰσβάλετε εἰς τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἡμεῖς, λαὸς ἀφελὴς ἀκόμη, δὲν τὸ πιστεύομεν. Δὲν πιστεύομεν ὅτι στρατὸς μὲ ἱστορίαν καὶ μὲ παράδοσιν -αὐτὸ καὶ οἱ ἐχθροί του δὲν τὸ ἀρνοῦνται- θὰ θελήση νὰ κηλιδωθῆ διὰ μιᾶς πράξεως παναθλίας. Δὲν πιστεύομεν ὅτι ἕνα Κράτος πάνοπλον, ὀγδοήκοντα πέντε ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, μαχόμενον διὰ νὰ δημιουργήση εἰς τὸν Κόσμον «νέαν τάξιν πραγμάτων» -τάξιν, φανταζόμεθα, ἀρετῆς- θὰ ζητήση νὰ πλευροκοπήση ἕνα Ἔθνος μικρόν, ποῦ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας του, μαχόμενον πρὸς μίαν Αὐτοκρατορίαν σαράντα πέντε ἑκατομμυρίων.

Διότι τί θὰ κάμη ὁ Στρατὸς αὐτός, Ἐξοχώτατε, ἂν ἀντὶ πεζικοῦ, πυροβολικοῦ καὶ μεραρχιῶν, στείλη ἡ Ἑλλὰς φύλακας εἰς τὰ σύνορά της εἴκοσι χιλιάδας τραυματιῶν, χωρὶς πόδια, χωρὶς χέρια, μὲ τὰ αἵματα καὶ τοὺς ἐπιδέσμους, διὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν;... Αὐτοὺς τοὺς στρατιώτας φύλακας θὰ ὑπάρξη στρατὸς διὰ νὰ τοὺς κτυπήση;

Ἀλλ᾿ ὄχι, δὲν πρόκειται νὰ γίνη αὐτό. Ὁ ὀλίγος ἢ πολὺς στρατὸς τῶν Ἑλλήνων ποὺ εἶναι ἐλεύθερος, ὅπως ἐστάθη εἰς τὴν Ἤπειρον, θὰ σταθῆ, ἂν κληθῆ, εἰς τὴν Θράκην. Καὶ τί νὰ κάμη;... Θὰ πολεμήση. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θὰ ἀγωνισθῆ. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θ᾿ ἀποθάνη. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θ᾿ ἀναμείνη τὴν ἐκ Βερολίνου ἐπιστροφὴν τοῦ δρομέως, ὁ ὁποῖος ἦλθε πρὸ πέντε ἐτῶν καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Ὀλυμπίαν τὸ φῶς, διὰ νὰ μεταβάλη εἰς δαυλὸν τὴν λαμπάδα καὶ φέρη τὴν πυρκαϊὰν εἰς τὸν μικρόν, τὴν ἔκτασιν, αλλὰ μέγιστον αὐτὸν τόπον, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔμαθε τὸν κόσμον ὅλον νὰ ζῆ, πρέπει τώρα νὰ τὸν μάθη καὶ ν᾿ ἀποθνήσκη.

Μετ᾿ ἐξόχου τιμῆς
Γ. Α. ΒΛΑΧΟΣ



Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ
Σελίδες Πατριδογνωσίας

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, 8 Ὀκτωβρίου 2011